28/4/24

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ατομική έκθεση του Γιώργου Διβάρη με τίτλο «Υπεροψία» που πραγματοποιείται στην Γκαλερί Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου (Βαλαωρίτου 9α, Αθήνα). Επιμέλεια: Γιάννης Μπόλης. Μέχρι 11/5.

Γιώργος Διβάρης, Επεισόδια, 2023, σπασμένη επιγραφή, παλάμη από κούκλα βιτρίνας, ψηφιακές εκτυπώσεις, κατεστραμμένο εξάρτημα ψύξης, λαμαρίνες, χαρτόνι, πλαστικό, 150 x 100 εκ. 

Κατασκευάζεται το φύλο;

Της Βέρας Παύλου και του Χρήστου Τσαμπρούνη*
 
ΚΑΡΟΛΙΝ ΕΛΙΑΣΕΦ-ΣΕΛΙΝ ΜΑΣΟΝ, Η κατασκευή του διεμφυλικού παιδιού, μτφρ.Μαρίνα Κουνεζή, θεώρηση μετάφρασης Ελισάβετ Κούκη, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 104
 
Το ζήτημα του «φύλου» έχει προκαλέσει αμηχανία στο κοινωνικό σώμα που αναζητά επιχειρήματα και απαντήσεις σε θέματα στα οποία γίνονται απότομες ανατροπές. Σ’ αυτή τη συζήτηση συνεισφέρει το βιβλίο της παιδοψυχιάτρου και δοκιμιογράφου Καρολίν Ελιασέφ και της ψυχαναλύτριας, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο της Αμιένης, Σελίν Μασόν.
Ας ξεκινήσουμε από ένα συμπέρασμα του βιβλίου: «Το να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν κάποιοι πανεπιστημιακοί ακτιβιστές, ότι το σώμα είναι μια ‘κοινωνική κατασκευή’ αυτό σημαίνει ότι τασσόμαστε, όπως γράφει η κοινωνιολόγος Ναταλί Εϊνίκ (Natalie Heinich) υπέρ ‘του κορυφαίου στην ιεραρχία ψευδοεπιστημονικού συνθήματος’. Εξάλλου, μήπως η ιατρική μπορεί να κάνει τα πάντα, ακόμη και να απαντήσει καταφατικά σε αιτήματα που υπόκεινται σε μια ιδεολογία; Μια ιατρική που λαμβάνει υπόψη μόνο το σύνθημα ενός ασθενή, ο οποίος ζητά επιτακτικά επιθετικές πράξεις, παραπέμπει σε επιθυμία παντοδυναμίας του ίδιου του ασθενή».
Κεντρικό ζήτημα που δίνει και το θέμα στον τίτλο: η «κατασκευή». Είναι άραγε το φύλο κατασκευαζόμενο κοινωνικά όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί των σπουδών φύλου (études de genre, gender studies); Σπουδές που παρουσιάζονται στη Γαλλία ως κριτική στη δυαδικότητα του φύλου, και μάλιστα, σε ορισμένα ρεύματα, ως κριτική της απαξίωσης της υπαγωγής στο φύλο. Η προσφυγή στην Ιατρική τεχνοεπιστήμη δεν είναι τυχαία αλλά αναγκαία σε ορισμένες από αυτές τις θεωρητικοποιήσεις.
Αν κάποιος αποδεχθεί ότι το φύλο κατασκευάζεται κοινωνικά, τότε μπορεί, ως ένδειξη διαμαρτυρίας στο Λόγο της οποιασδήποτε αυθεντίας, να «ανακατασκευάσει» το φύλο με όποιο τρόπο θέλει. Εδώ όμως πέφτουμε στην παγίδα παντοδυναμίας των κοινωνικών υποκειμένων, να πράξουν όπως θέλουν χωρίς να υπόκεινται στην «έλλειψη» στην οποία υπόκειται το ανθρώπινο όν, στο νόμο της γλώσσας. Έτσι απέναντι στο αίτημα «απελευθέρωσης» από τις κοινωνικές συμβάσεις, περνάμε ασυνείδητα στην επιβολή άλλων συμβάσεων και κανονικοτήτων. Δεν είναι άραγε επιβολή η νομοθετική ρύθμιση για αλλαγή φύλου στην εφηβεία; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα και η βασική συνεισφορά στην ακανθώδη τρέχουσα πολιτική συζήτηση του θέματος.

Δημοκρατία, καπιταλισμός, ανισότητες

Γιώργος Διβάρης, Υπεροψία, 2006, τμήμα εγκατάστασης, δίπτυχη σύνθεση, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, οθόνη σε λειτουργία, τμήμα κατεστραμμένου ψυγείου, 60 x 150 εκ. 

Του Γιώργου Σιακαντάρη*
 
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το βιβλίο του Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 320, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες

Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Αν και αυτό το βιβλίο δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην Ελληνική Δημοκρατία, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τη σημειολογική σημασία αυτού του ιωβηλαίου. Τρία τέταρτα του αιώνα μετά το 1974 και μισό τέταρτο από το 2024 το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρχουν δημοκρατίες στον πλανήτη μας το 2050, αλλά τι είδους δημοκρατίες θα είναι αυτές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το πώς θα αφαιρεθούν τα αγκάθια που σήμερα έχουν καρφωθεί στο σώμα των δημοκρατιών. Σε αυτό στην ουσία επιχειρώ να απαντήσω στο βιβλίο.
Ο Ρόλαντ Μπέινς, ο κεντρικός ήρωας του τελευταίου εξαιρετικού βιβλίου του Ίαν ΜακΓιούαν, σκέφτεται πως αν «πετύχουμε απλώς να φτάσουμε αλώβητοι ως την τελευταία ημέρα του εικοστού πρώτου αιώνα… θα είναι άθλος».1 Στο παρόν βιβλίο ο πήχης δεν πάει τόσο μακριά και δεν προχωρά σε τόσο ζοφερές προβλέψεις. Εκείνο που με απασχολεί είναι μόνο τι θα γίνει με τις δημοκρατίες μέχρι τα μισά του 21ου πρώτου αιώνα. Θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε πως κινδυνεύουν μόνο οι δημοκρατίες όπου στην εξουσία ανέρχονται αυταρχικοί ηγέτες ή πως οι κίνδυνοι αφορούν και τις ελεύθερες δημοκρατίες; Θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί η σημερινή άποψη σύμφωνα με την οποία οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες χωρίζονται πλέον μόνο σε φίλους και εχθρούς της δημοκρατίας; Θα εξακολουθήσει να θεωρείται ξεπερασμένη η αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς ή θα βρεθούν νέοι τρόποι έκφρασης αυτής της αντίθεσης; Πάντως, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της κατάργησης της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, οι μόνες διακρίσεις που παρατηρούνται σήμερα είναι αυτές μεταξύ λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού, ανοιχτής και κλειστής κοινωνίας, «φίλων και εχθρών της δημοκρατίας», όπου στους εχθρούς τοποθετείται η Αριστερά εν γένει. Αν επιτρέπεται κάποια πολιτική διάκριση, αυτή είναι μόνο μεταξύ λαϊκισμού και Κέντρου, λαϊκιστών και κεντρώων. Όσοι δεν συμφωνούν με όλα αυτά χαρακτηρίζονται «ιδεοληπτικοί». Το παράδοξο είναι πως οι υποστηρικτές της αντίθεσης «φίλοι-εχθροί της δημοκρατίας» εξανίστανται (δικαίως) με τον διαχωρισμό «ή εμείς ή οι άλλοι», αλλά ούτε καν περνά από το μυαλό τους πως, κατατάσσοντας συλλήβδην όλους όσοι δεν συμφωνούν μαζί τους στους εχθρούς της δημοκρατίας, λαϊκίζουν και αυτοί. Με τη διαφορά πως ο δικός τους λαϊκισμός είναι ακόμη πιο επικίνδυνος γιατί είναι μη συμπεριληπτικός και ελιτίστικος. Ναι, υπάρχει και λαϊκισμός των ελίτ, λαϊκισμός από τα πάνω, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο σε ορισμένους οι οποίοι αποδίδουν τον λαϊκισμό μόνο στους από κάτω. Πάντως η κατάταξη στους «εχθρούς» των φιλελεύθερων δημοκρατιών όσων δεν τις αντιλαμβάνονται μόνο ως πλουραλιστική εκλογική διαδικασία αλλά και ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής απισχναίνει την πολιτική σκέψη απειλώντας το δημοκρατικό αγαθό. Όπου οι δημοκρατίες συρρικνώνονται σε διλήμματα του τύπου ρεαλισμός ή λαϊκισμός, κανονικότητα ή χάος, γεννιούνται εθνικολαϊκισμοί.

Η πολύτροπος αφήγηση

Γιώργος Διβάρης, Ασφαλές βλέμμα, 2013, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, εξάρτημα ιμάντα ασφαλείας, 30 x 70 εκ.

Της Μαρίας Μοίρα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ, Η επιληψία της γλώσσας, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 122. 
  
 
Η αφήγηση του Γιώργου Αριστηνού είναι πολύτροπος, εύστροφη και παιγνιώδης, καθώς αναπτύσσει μια αμφισβητητική σχέση με τις λέξεις και τα νοήματα. Τα κείμενά του κινούνται με ευελιξία ανάμεσα σε μια υπαινικτική σχηματική πλοκή και στην εμβόλιμη και απρόβλεπτη διείσδυση στον λόγο του σκέψεων και ιδεών για την λογοτεχνία και την μυθοπλασία, ψυχαναλυτικών και ανθρωπολογικών ερμηνειών, ιστορικών στοιχείων και πολιτικών σχολιασμών, αισθητικών και φιλοσοφικών θέσεων, λαϊκών ρήσεων και θυμοσοφικών αποφθεγμάτων. Έτσι ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται ευχάριστα, καθώς βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με εκπλήξεις και ανατροπές. Καθώς οι ξαφνικές γλωσσικές ριπές και οι επίμονες φραστικές αναταράξεις οδηγούν τους εγκεφαλικούς του νευρώνες σε μια απρόβλεπτη και ξαφνική υπερδραστηριότητα. Για να μπορέσει να επεξεργαστεί και να χωνέψει τις παράδοξες εικόνες και τις ανοίκειες καταστάσεις. Για να μην χάσει από τα μάτια του τον προπορευόμενο συγγραφέα που αιρετικός, ανοικτίρμων και αμφίθυμος σκαρφαλώνει κοπιωδώς στα πρανή του μύθου, για να κατρακυλήσει αμέσως μετά από την άλλη πλευρά, αποφασίζοντας αίφνης να ξεστρατίσει στα λαβυρινθώδη μονοπάτια των υπαρξιακών μηδενιστικών περιδινήσεων και στην κριτική αναψηλάφηση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι.
Πολυσήμαντος, πολιτικός χειραφετητικός λόγος που με καυστική ειρωνεία, ελιγμούς και τεχνάσματα αφουγκράζεται τον απόηχο της εποχής και καταδικάζει τον γλωσσικό εφησυχασμό και την αφηγηματική αποτελμάτωση. Αρνούμενος την μακαριότητα της ευθύγραμμης διαδρομής και την αποτελεσματικότητα των στερεότυπων μεταφορών, μεταπηδά από τις λυρικές περιγραφές της θάλλουσας φύσης, της ακύμαντης θάλασσας ή της ερωτικής παραφοράς, στα μείζονα λογοτεχνικά διλήμματα, στα ζωτικά υπαρξιακά ερωτήματα, και τις κυνικές αυτοπαρουσιάσεις. Συλλέγει τις ξαφνικές λάμψεις μιας ακαριαίας έμπνευσης που φωταγωγεί το σκότος και ακολούθως χάνεται χωρίς συνέχεια και ειρμό σε ευφάνταστες παραβολές και αισθητικούς συσχετισμούς. Έτσι στην ζωοκεντρική αλληγορία του, η αρχηγός Λόλα το μαύρο γατάκι, είναι κριτσανιστό, ο υπαρχηγός κότσυφας Ντιντής καχύποπτος και κηρομύτης, το σκουλήκι διπολικό, η επιφάνεια εμβρόντητη και η γαλβανισμένη φαντασία γνέθει, κλώθει και υφαίνει το παράδοξο και το δυσπερίγραπτο σε όλες του τις εκφάνσεις.

Παζολίνι

Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
 
ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ (επιλογή-μετάφραση-σχόλια), Πιερ Πάολο Παζολίνι. Κείμενα – Συνεντεύξεις – Επιστολές – Η δολοφονία, εκδόσεις 24 Γράμματα, σελ. 542
 
Πολλές φορές στην μαραθώνια ανάγνωση πολυσέλιδων τόμων –αποτέλεσμα εξαντλητικής έρευνας– για μυθικά πρόσωπα που άφησαν ανεξίτηλο το ίχνος τους στον ταραγμένο εικοστό αιώνα, το μάτι τού συνδημιουργικού αναγνώστη σταματάει σε μία λεπτομέρεια, σε ένα lapsus linguae που μεταφέρει καινοφανές νόημα και μας ωθεί να διαλογιστούμε πάνω σε υποδόριες πτυχές τού αποδελτιωμένου και εντελώς ταξινομημένου πληροφοριακού υλικού. Έτσι, το κεφάλαιο στη σελίδα 314 έχει τίτλο: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΑΖΟΛΙΝΙ «ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΑΣΤΕΙΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ» (Συνέντευξη του Νίκο Ναλντίνι στον Φραντσέσκο Μανόνι). Εκείνο το «προ-αστείων» που επιλέγει ο εμβριθέστατος μελετητής, ποιητής Γιάννης Η. Παππάς παραπέμπει σε μια παρετυμολογική υποσυνείδητη επισήμανση που αποδίδει όμως σε σημαντικό βαθμό την ιστορική Α-Λήθεια: ο δημιουργικός, πληθωρικός Παζολίνι, με την αφυπνισμένη Kundalini, δεν ήταν και δεν έγινε ποτέ του «αστός». Ακόμα και στην κινηματογραφική «Μήδεια», με την αξέχαστη αρχετυπική ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας, αναφέρεται σε προβιομηχανικά «βάρβαρα» χωροχρονικά συμφραζόμενα. Η επαφή με τη Φύση, η Μεγάλη Μητέρα Θεά Μαία-Γαία-Αφαία, η προϊστορική, προμονοθεϊστική Αστάρτη-Άρτεμις που ενσαρκώνεται ως Μήδεια λειτουργώντας ως μάσκα, απ’ όπου περνάει ένα τόσο τρομακτικά απογυμνωτικό Φως, που μόνον οι αθώοι, οι αγνοί, οι άσπιλοι μπορούν να κοιτάξουν κατάματα δίχως να τυφλωθούν.
Οι καλομαθημένοι αστοί της μεταβιομηχανικής εποχής, αφού έχουν πάρει διαζύγιο από τη Φύση, καθίστανται τόσο «αστείοι» όσο και τα τρομαχτικά ανδρείκελα του γκραν-γκινιόλ, των θρίλερ, των ταινιών τρόμου, των κτηνωδών θεαμάτων-ακροαμάτων με όλων των ειδών τα αποτρόπαια εγκλήματα («Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα»).

Ποίηση γυναικών

Γιώργος Διβάρης, Δυνάμει/Ενέργεια, 2022, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, κατεστραμμένο ψυγείο κινητήρα, 45 x 90 εκ.

Της Αριστέα Παπαλεξάνδρου*
 
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από τον Β΄ τόμο του βιβλίου της: Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους, 1974-2000: Μνείες, κρίσεις κι επικρίσεις για την ποίηση των Ελληνίδων, εκδόσεις Ενύπνιο, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες
 
Εάν η δεκαετία του ’80 είναι χαρακτηριστική της αύξησης των βιβλίων γυναικών και της πληθώρας των κριτικών σημειωμάτων γι’ αυτά, η δεκαετία του ’90, σηματοδοτεί την έκρηξη των ονομάτων ποιητριών, που γίνονται ποικιλοτρόπως θέμα συζήτησης. Για να συνοψίσουμε με αριθμητικά στοιχεία, κατά την περίοδο 1991-2000 εντοπίστηκαν πάνω από εννιακόσια κείμενα για ποιήτριες. [...]
Η δεκαετία αποπνέει έναν οργασμό ωσμώσεων στον καλλιτεχνικό κόσμο, ευρύτερα, και αυτό δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη τη γυναικεία ποίηση, που δείχνει πρόθυμη να συναντήσει τις άλλες τέχνες, όταν λ.χ., είτε μελοποιείται (Δημουλά), είτε δραματοποιείται (Δημουλά, Λαϊνά, Χριστοδούλου) […]. Βασικές οπτικές προσέγγισης, οικείες από την προηγούμενη δεκαετία, εξακολουθούν να εφαρμόζονται, αλλά προσαρμοζόμενες, όπως είναι φυσικό, στα εκάστοτε καινούργια δεδομένα. Έτσι, και σε αυτήν τη δεκαετία, είναι —και με το παραπάνω— ανιχνεύσιμη η ταυτότητα φύλου στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση, που τοποθετείται οργανικά «στο κέντρο του ποιητικού συμβάντος» (Ζήρας, για τις Μυρτιώτισσα, Πολυδούρη, Καρέλλη, Λαϊνά, Παπαδάκη, Φραντζή και Δρούζα). Ενίοτε, μάλιστα, η γυναικεία αρχετυπική οντότητα που πηγάζει από το έργο κάποιων συμβολοποιείται ως «γυναίκα-θεά» (Κουβαράς, για Παπαδάκη και Παμπούδη)∙ άλλοτε, η θεματική γύρω από την έκτρωση συνιστά «αδιάψευστα τεκμήρια γνησιότητας», που αναγνωρίζονται ενθουσιωδώς, ακόμα και από τους πλέον αυστηρούς κριτικούς (Λάζαρης, για Στέλλα Αλεξοπούλου). Ενώ η θηλυκή ιδιοσυστασία δεν προβάλλει πάντοτε ως μαχόμενη, «στρατευμένη», όπως στην Kristeva, αλλά μετριάζεται, ρεαλιστικότερα ως «γυναικεία διαφορά» (Χατζηβασιλείου, για Μαρωνίτη).
Παράλληλα, ο θάνατος κάποιων εμβληματικών γυναικείων φωνών, με κύριο παράδειγμα την «γυναίκα-ποιητή» Ζωή Καρέλλη, γίνεται αφορμή ανακεφαλαίωσης της κριτικής πρόσληψης της γυναικείας ποιητικής γραφής συλλήβδην, δεδομένου ότι, η συγκεκριμένη τουλάχιστον, συνέβαλε στην εξέλιξή της, ως «ανδρείο», ενδυναμωμένο δηλαδή «ορόσημό» της (Κέντρου-Αγαθοπούλου). Ταυτόχρονα, η γυναικεία ταυτότητα στο έργο δημιουργών όπως η Δημουλά γίνεται αφορμή άλλοτε η ίδια να χαρακτηριστεί ως «φεμινίστρια ποιήτρια», και μόνο βάσει ενός ποιήματός της (Van Dyck για το «Σημείο αναγνωρίσεως»), κι άλλοτε η δική της θέαση της γυναίκας στον πραγματικό κόσμο —και όχι στην ποιητική πράξη— προκαλεί υπαινικτικά σχόλια δημοσιογράφων περί ακραίου συντηρητισμού της (Χαρτουλάρη, Γεωργακοπούλου).