|
Γιώργος
Διβάρης, Ασφαλές βλέμμα, 2013, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, εξάρτημα
ιμάντα ασφαλείας, 30 x 70 εκ. |
Της Μαρίας Μοίρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ, Η
επιληψία της γλώσσας, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας,
σελ. 122.
Η
αφήγηση του Γιώργου Αριστηνού είναι πολύτροπος, εύστροφη και παιγνιώδης, καθώς
αναπτύσσει μια αμφισβητητική σχέση με τις λέξεις και τα νοήματα. Τα κείμενά του
κινούνται με ευελιξία ανάμεσα σε μια υπαινικτική σχηματική πλοκή και στην
εμβόλιμη και απρόβλεπτη διείσδυση στον λόγο του σκέψεων και ιδεών για την
λογοτεχνία και την μυθοπλασία, ψυχαναλυτικών και ανθρωπολογικών ερμηνειών,
ιστορικών στοιχείων και πολιτικών σχολιασμών, αισθητικών και φιλοσοφικών
θέσεων, λαϊκών ρήσεων και θυμοσοφικών αποφθεγμάτων. Έτσι ο αναγνώστης
αιφνιδιάζεται ευχάριστα, καθώς βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με εκπλήξεις και
ανατροπές. Καθώς οι ξαφνικές γλωσσικές ριπές και οι επίμονες φραστικές
αναταράξεις οδηγούν τους εγκεφαλικούς του νευρώνες σε μια απρόβλεπτη και
ξαφνική υπερδραστηριότητα. Για να μπορέσει να επεξεργαστεί και να χωνέψει τις
παράδοξες εικόνες και τις ανοίκειες καταστάσεις. Για να μην χάσει από τα μάτια
του τον προπορευόμενο συγγραφέα που αιρετικός, ανοικτίρμων και αμφίθυμος
σκαρφαλώνει κοπιωδώς στα πρανή του μύθου, για να κατρακυλήσει αμέσως μετά από
την άλλη πλευρά, αποφασίζοντας αίφνης να ξεστρατίσει στα λαβυρινθώδη μονοπάτια
των υπαρξιακών μηδενιστικών περιδινήσεων και στην κριτική αναψηλάφηση του
λογοτεχνικού γίγνεσθαι.
Πολυσήμαντος,
πολιτικός χειραφετητικός λόγος που με καυστική ειρωνεία, ελιγμούς και
τεχνάσματα αφουγκράζεται τον απόηχο της εποχής και καταδικάζει τον γλωσσικό
εφησυχασμό και την αφηγηματική αποτελμάτωση. Αρνούμενος την μακαριότητα της
ευθύγραμμης διαδρομής και την αποτελεσματικότητα των στερεότυπων μεταφορών,
μεταπηδά από τις λυρικές περιγραφές της θάλλουσας φύσης, της ακύμαντης θάλασσας
ή της ερωτικής παραφοράς, στα μείζονα λογοτεχνικά διλήμματα, στα ζωτικά υπαρξιακά
ερωτήματα, και τις κυνικές αυτοπαρουσιάσεις. Συλλέγει τις ξαφνικές λάμψεις μιας
ακαριαίας έμπνευσης που φωταγωγεί το σκότος και ακολούθως χάνεται χωρίς
συνέχεια και ειρμό σε ευφάνταστες παραβολές και αισθητικούς συσχετισμούς. Έτσι
στην ζωοκεντρική αλληγορία του, η αρχηγός Λόλα το μαύρο γατάκι, είναι κριτσανιστό,
ο υπαρχηγός κότσυφας Ντιντής καχύποπτος και κηρομύτης, το σκουλήκι διπολικό, η
επιφάνεια εμβρόντητη και η γαλβανισμένη φαντασία γνέθει, κλώθει και υφαίνει το
παράδοξο και το δυσπερίγραπτο σε όλες του τις εκφάνσεις.