17/3/24

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ατομική έκθεση του Γιώργου Αλεξανδρίδη με τίτλο «…προβάλλουν λαμπρά στα ανώτερα ύψη των αιθέρων» που πραγματοποιείται στην γκαλερί Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου (Βαλαωρίτου 9α, Αθήνα). Επιμέλεια: Γιάννης Μπόλης. Μέχρι 23/3.

Γιώργος Αλεξανδρίδης, Προβάλουν λαμπρά στα ανώτερα ύψη των αιθέρων, 2023, εγκατάσταση, εφυαλωμένα κεραμικά 

Ο Πόθος Του Μέλλοντος

(στο Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου)
 
Του Μανώλη Γαλιάτσου*
 
Το αδιαμφισβήτητο σημείο υπεροχής για τον Γιώργο Λάνθιμο, από τις πολύ αρχές του ακόμη, ήταν το στέρεο και καθαρό αισθητικό του αποτύπωμα. Το γεωμετρημένο καδράρισμα των πλάνων του, η ισορροπημένη αρμονία στο εσωτερικό της σύνθεσής τους, χωρίς διόλου να λείπει το αναπάντεχο και το ξάφνιασμα απ’ αυτήν την εμφανή προσήλωσή του στην καλλιτεχνική αρτιότητα. Η συνολική εικαστική του μέριμνα, με δυο λόγια, αν καλούμασταν ίσως να το διατυπώσουμε επιγραμματικά. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, καμιά έκπληξη, ασφαλώς, δεν θα ήταν μικρότερη απ’ αυτήν που θα προέβλεπε ότι οι επιλογές ενός τέτοιου σκηνοθέτη δεν μπορεί παρά να τον οδηγούν, εκ του ασφαλούς σχεδόν, στον δρόμο του αισθητισμού. Αν όμως μια τέτοια πρόβλεψη δεν θα περιείχε ιδιαίτερη διακινδύνευση, η εκτίμηση για τη γενικότερη αξιολόγηση, ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα του έργου, θα μπορούσε να γεννήσει βάσιμα ερωτηματικά. Με το Poor Things ο Λάνθιμος αγγίζει τα –μέχρι στιγμής;- όρια του αισθητισμού του. Ποιος όμως θα αμφέβαλε, ούτως ή άλλως, για τη δύναμη του οπτικού εντυπωσιασμού των εικόνων του;
Το κρίσιμο ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί. Και δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν για να συνειδητοποιήσουμε -εκ νέου- ότι όταν μια αισθητική υπηρετεί αποκλειστικά τον εαυτό της, αυτό αποτελεί πράξη άμυνας γιατί δεν μπόρεσε να αποδεχτεί -και να παρακολουθήσει- το κομβικό σημείο στην εξέλιξη της Τέχνης των δύο τελευταίων αιώνων: Την εμφάνιση στο προσκήνιο των ανατρεπτικών αλλαγών, που έφερε η δυνατότητα της τεχνικής αναπαραγωγής του έργου Τέχνης, μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου. Αλλαγών, εφεξής, στον τρόπο, τη λειτουργία, την επικοινωνία, την πρόσληψη  και την κοινωνική θέση της έννοιας του καλλιτεχνικού έργου. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το αντιληφθεί πλέον, εμπειρικά έστω,  ο οποιοσδήποτε. Ας τοποθετηθούμε λοιπόν, κατόπιν όλων αυτών, και ας το αποσαφηνίσουμε μια και καλή: Ο αισθητισμός στο Poor Things υπηρετεί –μέχρι κεραίας- ένα περιεχόμενο πλούσιο και πολυεπίπεδο, ιδιαίτερα δύσκολο στην προσέγγισή του και πολυσχιδές στην ανάπτυξή του, αλλά, εξίσου βασικό: αυτό το καταφέρνει με τον πιο λειτουργικό για το θέμα του και τον πιο ευανάγνωστο κινηματογραφικά τρόπο. Και για να το πούμε ακόμη απλούστερα: ο Γιώργος Λάνθιμος με το Poor Things μας παραδίνει ένα πρωτότυπο, πολύσημο και σπάνιας ομορφιάς έργο Τέχνης. Ξέροντας πώς να παίζει με τα -διαχρονικά και σύγχρονα- στερεότυπα, αλλά, ακόμα περισσότερο, και πώς να τα ανατρέπει με τις αναπάντεχες -ή και αινιγματικές-εικόνες του. Με τον απλό τρόπο του παιχνιδιού, λοιπόν, και όχι της ενοχλητικής καλλιτεχνικής σοβαροφάνειας του «δημιουργού», ο οποίος χρειάζεται να καταφεύγει στη ναρκισσιστική υπογράμμιση της ιδιαιτερότητάς του, ως κάποιο αναγκαίο άλλοθι της καλλιτεχνικής του βαρύτητας. Και τι άλλο σημαίνει αυτό από το ότι ο Λάνθιμος έχει φτάσει στο αξιοζήλευτο σημείο να μπορεί, πριν απ’ όλους, να διασκεδάζει ο ίδιος με την άσκηση της Τέχνης του, ήδη καθώς την οργανώνει και την πραγματοποιεί;

Με ιστοριογραφική και πολιτική θέση

Γιώργος Αλεξανδρίδης, Καταλύματα, 2020, εγκατάσταση, πηλός stoneware, 21 x 12 x 11 εκ. (έκαστο)

Της Ελευθερίας Ζέη*
 
ΑΝΝΑ ΜΑΧΑΙΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΛΗΔΑ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΑΚΗ (επιμ.) Το πνεύμα, πρωτοξάδελφος του γιακωβινισμού…. Κείμενα αφιερωμένα στον Χρήστο Χατζηιωσήφ, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης

Ο τόμος που αφιερώνεται στον Χρήστο Χατζηιωσήφ και το έργο του και που επιμελήθηκαν η Άννα Μαχαιρά, η Λήδα Παπαστεφανάκη και ο Στρατής Μπουρνάζος δεν ακολουθεί μια συνήθη πρακτική των εγχειρημάτων αυτής της κατηγορίας: τη συγκέντρωση δηλαδή κειμένων από συναδέλφους, συνεργάτες, φίλους και φίλες του τιμώμενου ή της τιμώμενης που αφορούν περισσότερο τα δικά τους ερευνητικά ενδιαφέροντα και λιγότερο το δικό του ή το δικό της έργο. Αντίθετα, εκτός από το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν βασικά πεδία της επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας του Χρήστου Χατζηιωσήφ, τα κείμενα του τόμου αυτού χαρτογραφούν συγχρόνως και τους τρόπους με τους οποίους ένας ευρύς κύκλος ανθρώπων, από διαφορετικές γενιές, μαθητές και μαθήτριες, συνάδελφοι, συνεργάτες, φίλοι και φίλες συνομίλησαν με τη σκέψη και το έργο του Χατζηιωσήφ μέσα από τις δικές τους έρευνες. Θα ήθελα να σταθώ απόψε σε ένα στοιχείο που νομίζω ότι αποτελεί το βασικό συνδετικό νήμα ανάμεσα στα περισσότερα, αν όχι όλα τα κείμενα του τόμου, και ανάμεσα στους συγγραφείς και τον ιστορικό στον οποίο τα αφιερώνουν: στους τρόπους με τους οποίους πολιτικοποιείται η ιστορία, δηλ. πώς το οικονομικό, κοινωνικό, ιστοριογραφικό γεγονός ανάγονται σε πολιτικό προβληματισμό, και πώς η μελέτη τους μετατρέπεται σε διαδικασία αμφισβήτησης.
Αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός της ιστορίας νομίζω ότι στο έργο του Χατζηιωσήφ συντελείται με τρεις τρόπους: α. τη διαρκή επανεξέταση της ελληνικής ιστοριογραφίας, παλαιότερης αλλά και σύγχρονης, κάτω από το ιδεολογικό μικροσκόπιο της ιστορικής συγκυρίας στην οποία διαμορφώνεται αλλά και τον πολιτικό φακό της δικής του συγχρονίας, β. την ένταξη της ελληνικής --οικονομικής και κοινωνικής-- ιστορίας σε ιστοριογραφικές κοινότητες που αμφισβήτησαν ή άσκησαν κριτική στη μέγγενη του εκσυγχρονισμού και της ανελέητης ευθυγράμμισης με τις ιστοριογραφικές ηγεμονίες της δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ: στις νοτιο-ευρωπαϊκές, νοτιο-ανατολικές, μεσογειακές ιστορίες και τις ιστορίες της Λατινικής Αμερικής, με τις οποίες μάλιστα δηλώνει τη σχέση του σε μια περίοδο κατά την οποία η μαρξιστική ή μαρξίζουσα ελληνική ιστοριογραφία είναι στραμμένη σχεδόν αποκλειστικά στη Γαλλία: θυμίζω τον «Πρόλογο» και τη μετάφραση του βιβλίου της Μάρτα Χάρνεκερ, της χιλιανής κοινωνιολόγου της λατινοαμερικανικής αριστεράς,

χάρος ηχόλαλος

μ’ ένα μπαμ-μπαμ διπλόηχον το βράδυ
καταπέλτης κόβει ξεκόβει δειλινού
μήδ’ όλων τών χρωμάτων ξανοίγεται
του σκοτεινού παγιώνεται στο μαύρον
 
μα η γερακίνα γης αντίς νερό τον θρέφει στο
μαντάτον «πόσα βραχιόλια περασιάς πώς και
εκκινείς αλύσων στο εδώ καυκάσιον τί περνάς»
 
(μόνος προμήθωσα φωνής ντοκ πάνορμον το σθένος)
 
Κώστας Θ. Ριζάκης 

Το κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων

Γιώργος Αλεξανδρίδης, Προβάλουν λαμπρά στα ανώτερα ύψη των αιθέρων, 2023, λεπτομέρεια εγκατάστασης, εφυαλωμένα κεραμικά

(Ίταλο Καλβίνο, 100 χρόνια από τη γέννησή του)

Του Φοίβου Γκικόπουλου*
         
«Πρέπει να βιαστώ να βρω μια λύση και επειδή ο μοναδικός χώρος που μου είναι ανοιχτός είναι εκείνος της θεωρίας, δεν μου μένει άλλο από το να εξακολουθώ να εμβαθύνω στη θεωρητική γνώση της κατάστασης. Η αλήθεια, όπως κι αν είναι αυτή, όμορφη ή άσχημη, δεν μου επιτρέπεται να την αλλάξω»
(Ίταλο Καλβίνο, Ταφ μηδέν, 1967).
 
Το έργο του Καλβίνο ζει σε μια ένταση ανάμεσα στη μοναξιά της αποξένωσης και την αναγκαία, αλλά τόσο αηδιαστική και άθλια, κοινωνικότητα. Και στις δύο, ακραίες περιπτώσεις, ο άνθρωπος είναι ακρωτηριασμένος και πρέπει να τον ανασυνθέσουμε, πράγμα που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο στο παραμύθι.
Η ποιητική της αποξένωσης σημειώνεται σε πολλές περιοχές της αφήγησης. Ο χώρος είναι εκείνος ο μακρινός και αχανής ώστε να καταστεί ένας εν δυνάμει χώρος. Ο χρόνος είναι ένα παρελθόν, που η απομάκρυνση και η αφαιρετικότητά του επισημαίνονται από τη συνάντηση εκείνων των συντεταγμένων του χώρου, λιγότερο πραγματικών και μάλλον παραδειγματικών. Αλλά, ακόμη περισσότερο, η απόσταση βρίσκεται στην κατάσταση και την ψυχολογία των πρωταγωνιστών.
Και σ’ αυτό το έργο η προγραμματισμένη αποστασιοποίηση διατηρεί τη διπλή αξία που πάντα είχε στον Καλβίνο, από τη μια μεριά εγγύηση «καθαρής» γνώσης του κόσμου, κι από την άλλη σημάδι της αλλοτρίωσης του ατόμου που τον ζει, και της «διαφωτιστικής» λογικής που ενσαρκώνει, σε σχέση με την ίδια την πραγματικότητα: και θα λέγαμε ότι αυτό είναι η τελευταία μορφή που προτιμά να υπογραμμίσει ο συγγραφέας, υποδεικνύοντας πώς η απόσταση και υπέρβαση της λογικής μετατρέπεται σε αμφιβολία πάνω στην υπόσταση της πραγματικότητας, και ακόμη πάνω στην ύπαρξη του σκεπτόμενου ατόμου.

Οι «παντοτινές μας συμφορές»

Γιώργος Αλεξανδρίδης, Χωρίς τίτλο, 2021-2022, εγκατάσταση από κεραμικά πιάτα, εφυαλωμένα κεραμικά, μολύβια και μελάνια κεραμικής


Του Γιάννη Στρούμπα*
 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Οι ελεγείες της Ανατολής, εκδόσεις Κουκκίδα (γ΄ έκδοση), σελ. 50 + CD
 
Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη ιδιωτική έκδοση της ποιητικής συλλογής Οι ελεγείες της Ανατολής, ο Χρήστος Τουμανίδης τν επανεκδίδει σε μια συγκυρία τραγικά ειρωνική, καθώς το πολεμικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής που τον απασχολεί, μαζί με τα θανατερά του παρεπόμενα, είναι σήμερα αναζωπυρωμένο, και μάλιστα στην πιο ανελέητη, ίσως, μορφή του. Ο Τουμανίδης προσδιορίζει ρητά τον τόπο του δράματος: είναι η «Λωρίδα της Γάζας», η «επίγεια Κόλαση», ο τόπος της Σεχραζάτ και του Αλαντίν, η «πορφυρή Ανατολή». Παράλληλα, με τα μότο που προτάσσει στη συλλογή του υποδεικνύει την άρση της αναβλητικότητας, την κατάργηση των διαχωρισμών, την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη.
Ο ποιητής παρουσιάζει το χρέος: «πρέπει να ψιθυρίσουμε/ τα νέα παραμύθια στα παιδιά.// Πρέπει να γίνει πάλι ήλιος. Και άνεμος./ Παραμυθένιος ουρανός με γήινα φτερά». Με λόγο λυρικό και οραματικό, που παραπέμπει στον Σικελιανό, αναζητά τη νέα βλάστηση: «από αυτούς τους ουράνιους τάφους, ναι!/ θα ξεπηδήσουν οι νέες ελπίδες». Η αναγκαιότητα του χρέους ορίζεται από την κυρίαρχη κόλαση του πολέμου, τον θάνατο και την προσφυγιά. Ο Τουμανίδης συνδέει τον τόπο με το ιστορικό του παρελθόν και τη θρησκευτική του παράδοση («Ρακένδυτοι Απόστολοι της Πίκρας»), παράλληλα όμως σκηνοθετεί τις κατατρεγμένες του υπάρξεις και σε πλαίσιο διαχρονικό και υπερτοπικό, όπου οι αναφορές σε θρησκευτικά στοιχεία, όπως οι άγγελοι, απογυμνώνονται εντέλει από το πρωταρχικό τους νοηματικό φορτίο και προσλαμβάνουν διαστάσεις μεταφορικές. Γι’ αυτό και οι κατατρεγμένοι του ποιητή είναι αγγελικοί, ως βασανισμένοι και πονεμένοι: «Ανέστιοι άνθρωποι, λειψοί,/ σε Γειτονιές Αγγέλων τριγυρνούν». Ο θρήνος του Τουμανίδη για τους εξορισμένους από τη ζωή ερμηνεύει την επιλογή του των «ελεγειών».
Η διάθεση του ποιητή να αναδείξει το πρόβλημα στην καθολικότητά του τον οδηγεί στη μεταφορά του σκηνικού του στη Δύση και την Ελλάδα. Τη γέφυρά του την αποτελούν οι πρόσφυγες, που ελπίζουν «στη δυτική πλευρά του ονείρου», όμως ανακαλεί και το δράμα της ελληνικής προσφυγιάς λόγω της μικρασιατικής καταστροφής. Γι’ αυτό και η προτροπή του προς την ομοιοπαθή Αθήνα: «Δώσε τους μιαν αυλή, λίγο δικό σου ουρανό./ Ένα παράθυρο ανοιχτό,/ που να μοσχοβολάει βασιλικό κι αστέρια». Η δεκτικότητα της Δύσης στο αίτημα, ωστόσο, δεν είναι δεδομένη, γεγονός που επιτείνει στους πρόσφυγες το αίσθημα της απόρριψης απ’ την κάθε πλευρά, και τους καθιστά πρόσωπα ακόμη τραγικότερα: «Αν επιζήσουμε, έτσι θα ζήσουμε. Απάτριδες./ Δίχως φίλους. Δίχως εχθρούς./ Και δίχως αυταπάτες».