29/5/08

1968-2008: Από το χθες στο σήμερα των κοινωνικών κινημάτων

1968-2008 αφιέρωμα

Από το χθες στο σήμερα των κοινωνικών κινημάτων

επιμέλεια Άλκης Ρήγος

τχ. 283, 25/5/2008



Ένας άλλος τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο

Του Άλκη ΡΗΓΟΥ

Αυτό που σηματοδοτεί τη σημαντική και συμβολική σημασία εκείνου του ιστορικού ’68, είναι ότι αποτελεί την πρώτη, πλανητικών και μιντιακών διαστάσεων εξεγερσιακή διαδικασία από το τέλος του μεγάλου αντιφασιστικού πολέμου και ότι εκπορεύεται από ένα ριζοσπαστικοποιημένο αριστερό κύμα αμφισβήτησης και ανατροπής των αλλοτριωτικών και ετεροδιαχειριζόμενων μεταπολεμικών μοντέλων ανάπτυξης και κυρίως των αξιακών προταγμάτων συγκρότησής τους, και από τις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής που είχε επιβάλλει ο λεγόμενος ψυχρός πόλεμος.

Καταλυτικοί φορείς αυτού του αμφισβητησιακού, αριστερού σ’ όλες τις εκφάνσεις του κινήματος, αποτελούν παντού του κόσμου, οι «διακεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες» -σύμφωνα με την ορολογία του Πουλαντζά- των φοιτητών και σημαντικής μερίδας των άλλων διανοουμένων δημιουργών. Δηλαδή, κοινωνικά σύνολα διαταξικής προέλευσης, τα οποία κάτω από ιδιαίτερες ιδεολογικό-πολιτικές συνθήκες καθίστανται ικανά να μετεξελίσσονται σε κοινωνικές δυνάμεις επίδρασης, με «κατάλληλα αποτελέσματα» στην πολιτική σφαίρα, ανάλογα του κάθε φορά «ειδικού βάρους τους». Ακριβώς δε αυτό το βασικό διακριτικό τους χαρακτηριστικό, η «υπερπροσδιοριστική τους σχέση με την ιδεολογικό-πολιτική σφαίρα», τα καθιστά ικανά, δυνάμει, να αποκτούν πολιτική ενότητα και συνοχή, ιδιαιτερότητα στον τρόπο και τις αξίες της ζωής, κοινές ευαισθησίες και εμφάνιση, παρά τις συγκεκριμένες και διαφορετικές ταξικές αναφορές καταγωγής των μελών τους.

Αυτές οι συνθήκες εμφανίζονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μέσα από μια σειρά αντιφατικά, ετερόκλητα πολλές φορές και συγκρουόμενα φαινόμενα, που συγκλονίζουν την υφήλιο: αντιαποικιακές εξεγέρσεις, πόλεμος στην Αλγερία, κουβανέζικη επανάσταση, πόλεμος στο Βιετνάμ, κίνημα ειρήνης, βίαιη καταστολή της ουγγρικής προσπάθειας ενός άλλου δρόμου προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ταυτόχρονα με τις ελπίδες που γέννησε το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, τέλος της ευρωκεντρικής σύλληψης της πολιτιστικής πορείας του κόσμου, απαρχές ενός παθητικού καταναλωτικού προτύπου για τις ανεπτυγμένες χώρες... Φαινόμενα που πολλαπλασιάζονται με μια εκπλήσσουσα ιστορικά συμπύκνωση όσο προχωράει η δεκαετία.

Κάτι αντίστοιχο είχε να εμφανιστεί, από το άλλο ιστορικό ορόσημο, «χρονιάς θαυμάτων», το 1848. Το πιστοποιούν εκτός των άλλων και οι, ίδιας μορφής και έντασης, πολεμικές των συντηρητικών πολιτικών αναλυτών, τότε του Τοκβίλ, το ‘68 του Αρόν, που παραπέμπει άλλωστε στον Τοκβίλ για να κατακεραυνώσει αυτό το «καρναβάλι», «αυτόν το μαραθώνιο πολυλογίας».

Μιας εξεγερσιακής, αμμφισβητησιακής και ελευθεριακής πολυλογίας όμως, που ανατρέπει τον κυρίαρχο λόγο μιας μαρξιστικής ανάγνωσης, αναγωγής, όλων των κοινωνικών αντιθέσεων σε αγώνα των δυνάμεων της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο. Αναγωγής που θεωρεί όλες τις άλλες αντιθέσεις και αλλοτριωτικές καταστάσεις απαξιωτικά ως «δευτερεύουσες», παρά την ανάλυση του ίδιου του Μαρξ.

Έτσι, από το Βερολίνο, το Μπέρκλεϋ, τη Σορβόννη, το νοτιοαφρικανικό Σοβέτο, την πόλη του Μεξικού, την Ιταλία, τη Χιλή, την Ιαπωνία, αλλά και την Πράγα, τη Βαρσοβία, το Βελιγράδι, οι φοιτητές/τριες εξεγείρονται τραγουδώντας και τραγουδούν παλεύοντας μαζί με μεγάλο τμήμα των διανοουμένων στην πρωτοπορία των κοινωνιών τους, γίνονται καταλύτες ευρύτερων πολιτικών και πολιτιστικών διεργασιών, που ξεκινούν από τα αμφιθέατρα των δημόσιων πανεπιστημίων για να κατακλείσουν τους δρόμους και τα κέντρα των πόλεων, να σμίξουν στη Γαλλία με τους εργάτες μέσα από ακαθοδήγητες από τα εργατικά συνδικάτα καταλήψεις εργοστασίων, στη μεγαλύτερη Γενική Απεργία του 20ού αιώνα, των 10 εκατομμυρίων, σηματοδοτώντας το τέλος της προωθητικής δυναμικής των μεταπολεμικών κοινωνικών σχηματισμών

Ο καταλυτικής συνειδησιακής διαδικασίας πόλεμος στο Βιετνάμ, η αμερικανικής στήριξης επιβολή της πρώτης μεταπολεμικής στρατιωτικής δικτατορίας στην Ευρώπη, εκείνη των ελλήνων συνταγματαρχών, η άνοιξη της Πράγας και η βίαιη καταστολή της από τα σοβιετικά Τανκς των «Λαϊκών Δημοκρατιών», το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ρούντι Ντούτσκε, ο Μάης της Γαλλίας, το Ιταλικό Φθινόπωρο, οι Μπήτλς, το κίνημα των Χίπις, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, η άνθιση της υποκειμενικότητας, η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, το επαναστατικό όραμα και η πράξη ζωής και θανάτου του Τσε Γκεβάρα, η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, οι Μαύροι Πάνθηρες, η φωτεινή στήλη του αυτοπυρπολημένου φοιτητή με τη μαύρη μπλούζα Γιαν Πάλατς στην πλατεία Βενσεσλάς της Πράγας, αλλά και λίγο αργότερα του δικού μας Κώστα Γεωργάκη στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας, το πείραμα Αλιέντε στη Χιλή, η μορφή του Χο Τσι Μινχ, των μαύρων αμερικανών ολυμπιονικών με τις ορθωμένες γροθιές στους Ολυμπιακούς του Μεξικού, η έξαρση του αυθόρμητου, και τόσα ακόμη, εισβάλλουν μέσα από τα ερτζιανά τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων και κυρίως τις ασπρόμαυρες εικόνες του νέου δυναμικού μαζικού μέσου, της τηλεόρασης, στα σπίτια όλου του πλανήτη.

Η γυμνή βία των εξουσιαστικών μηχανισμών προσλαμβάνεται από τους ευαίσθητους δέκτες των φοιτητών και των διανοουμένων, ως απαξίωση κάθε έννοιας νομιμότητας, πολιτικής ηθικής και αξιακής λειτουργίας και των δύο ετεροδιαχειριζόμενων κοινωνικών συστημάτων. Τα κείμενα του Μαρκούζε για τον «μονοδιάστατο άνθρωπο», η επανανακάλυψη του φροϋδομαρξισμού του Βίλχεμ Ράιχ του 1930, της θεωρίας του αυθόρμητου της Ρόζας Λούξεμπουργκ του 1910, οι θέσεις και δράση των Λακάν, Σαρτρ, Μαντέλ, Αλτουσέρ, φλογίζουν τα πνεύματα και τις καρδιές, γεννούν ελπίδες κι οράματα μιας νέας ελευθερίας. Τα πάντα φαίνονται να είναι δυνατά. Οι παλιές ιεραρχικές πυραμιδοειδείς συλλογικότητες, ο αλλοτριωτικός φορντισμός της παραγωγικής διαδικασίας που έχει μετατρέψει τη συγκεκριμένη εργασία σε άμορφη και απρόσωπη δουλειά, πνίγοντας κάθε έννοια Εγώ μέσα σ’ ένα άμορφο Εμείς, οφείλουν να καταστραφούν.

Ένας συγκρουσιακός κύκλος, πλανητικών διαστάσεων, με καινοφανή και σε μεγάλο βαθμό «ουτοπικά» -για τους ρεάλ αναλυτές του τότε και του τώρα– ρεπερτόρια συλλογικής δράσης με αξιακά περιεχόμενα, ευαισθησιών, ιδιαιτεροτήτων κάθε είδους και προσωπικής αξιοπρέπειας εμφανίζονται, το ιδιωτικό απαιτεί την ισότιμη παρουσία του στο δημόσιο χώρο, η ανάγκη ύπαρξης ελεύθερου από δουλείες χρόνου, υπέρβασης των ψυχοκαταναγκαστικών καταναλωτικών μοντέλων ζωής μέσα από μια γενικευμένη ελευθεριακή αντί-κουλτούρα αυτοπροσδιορισμού, συλλογικής και ατομικής «συνειδητής ζωής» που ονειρεύονταν ο Καρλ Μαρξ, δημιουργούν νέα πολυφωνικά πεδία συγκρούσεων -η λέξη αλλοτρίωση κυριαρχεί καθόλου τυχαία.

Όσο κι αν η νέα αυτή πλανητικών διαστάσεων εξεγερσιακή και μη καθοδηγούμενη δυναμική, φοβίζει εξ’ ίσου τα παραδοσιακά συντηρητικά στρώματα και τις ηγεσίες συνδικαλιστικές και πολιτικές, αστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, γεννά έναν άλλο τρόπο να βλέπουμε και να σκεφτόμαστε τη ζωή και τον κόσμο.

Παιδιά της: το αίτημα για γενικευμένη αυτοδιαχείριση με ελευθερία δημοκρατία και σεβασμό όλων των δικαιωμάτων από Αριστερά, αλλά και η επαναεπικαιροποίηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών των αγνοημένων από τη δεκαετία του ‘40 Hayek και Friedman από τη συντηρητική δεξιά, που φάνηκε τις επόμενες δεκαετίες ότι ηγεμόνευσε. Ηγεμονία όμως που ήδη έχει υποκατασταθεί από «συναινετικά σενάρια» εμπειρικής απλά διαχείρισης, του ακόμη πιο έντονα εκμεταλλευτικού και αλλοτριωτικού υπάρχοντος, ενώ νέες μορφές εξεγέρσεων και αντιστάσεων, καθώς και νέα ποικίλα κινήματα εμφανίζονται, δημιουργώντας νέα μέτωπα πολλαπλών και αυτόνομων πολιτικών υποκειμένων πολιτικής και ευρύτερα πολιτισμικής ανατροπής.

Το πνεύμα εκείνου του ανεπανάληπτου ’68 δεν έχει σβήσει, το νοιώθουν ήδη εχθροί μα κι άσπονδοι φίλοι, το αποδεικνύουν και οι επιθέσεις εναντίον του, του πολύ κυρίου Σαρκοζί, και η αλλαγή του τόνου των περισσότερων κειμένων των αφιερωμάτων στα 40 χρόνια από τότε, συγκρινόμενα με εκείνα των τριαντάχρονων του.

Όσο για αυτούς που θεωρούν όλα αυτά ουτοπικές αναζητήσεις του αδύνατου, θα τους καλούσαμε μαζί με τον Μπρεχτ «να σκεφτούν γιατί είναι ουτοπικά». Θα τους θυμίσουμε ότι:

-το 1808, το ίδιο θεωρούσαν και οι εχθροί της Γαλλικής Επανάστασης. Κι’ όμως όλος ο 19ος αιώνας κύλησε με επαναστάσεις που είχαν πρότυπο το 1789.

-το 1908, το ίδιο θεωρούσαν και οι εχθροί της Κομμούνας του Παρισιού. Κι’ όμως όλος ο 20ός αιώνας κύλησε με επαναστάσεις που είχαν πρότυπο το 1871

Όσο θα υπάρχουν γυναίκες και άντρες που δεν θα αποδέχονται τη μετατροπή του σημερινά αδύνατου σε παντοτινά αδιανόητο –δηλαδή θα έχουν αίσθηση της ιστορικής σχετικότητας– και θα παλεύουν για να μη γίνει αυτό πραγματικότητα, δυνάμει η ελπίδα ενός μη αλλοτριωτικού κόσμου θα είναι ανοικτό διακύβευμα.



Μετά τον Μάη ήρθε ο Ιούνης...

Του Κώστα ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

Τα ιστορικά γεγονότα είναι δεδομένα· αυτό που δεν είναι καθόλου δεδομένο, σε σημείο μάλιστα που να φτάνει να αμφισβητεί και την αυτονόητη ύπαρξη των γεγονότων ως τέτοιων –δηλαδή ως αδιαμφισβήτητων τετελεσμένων– είναι η διαχείρισή τους. Η περίπτωση των γεγονότων της δεκαετίας του 1960, του γαλλικού Μάη του 1968 και της ιστορίας τους, είναι ενδεικτική.

Αυτό που κάνουμε στα αφιερώματα είναι ακριβώς να διαπραγματευόμαστε και να ερμηνεύουμε εκ νέου τα γεγονότα, υπό το πρίσμα της τρέχουσας συγκυρίας και της θέσης μας σε αυτή. Έτσι, άλλα πράγματα αναδείχθηκαν και τονίστηκαν το 1988, στα εικοσάχρονα του Μάη, από τους βετεράνους της δεκαετίας του 1960, και άλλα πράγματα λογικά θα αναδειχθούν σήμερα, ειδικά από ανθρώπους που το 1968 ήταν αγέννητοι, το 1988 ήταν έφηβοι, σε αναμονή να ζήσουν κάτι από τη μαγεία του ‘60, το 1998 ήταν από τους ελάχιστους κινηματίες, σε μια εποχή χωρίς κινήματα, και σήμερα είναι οι ίδιοι ένα περίεργο είδος βετεράνων.

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από τη (δική μας) αρχή. Η ταραγμένη δεκαετία του 1960, όπως θυμάται και περιγράφει από πρώτο χέρι ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, ο Todd Gitlin, στο βιβλίο του |Sixties: Years of Hope, Days of Rage|, ξεκίνησε την Πρωτοχρονιά του 1959, όταν οι οθόνες της τηλεόρασης γέμισαν από τις εικόνες κάποιων ωραίων γενειοφόρων επαναστατών, που μόλις είχαν ανατρέψει ένα διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς στην Κούβα. Για τα παιδιά με δημοκρατικές και προοδευτικές ανησυχίες, που δεν είχαν γνωρίσει ούτε οικονομικές υφέσεις ούτε πολέμους και είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν σε ένα απρόσκοπτα καλύτερο μέλλον, αυτό σήμαινε ότι η αδικία μπορούσε και έπρεπε να καταπολεμηθεί, ώστε αυτό το καλύτερο μέλλον να μην αφορά μόνο τους ίδιους αλλά τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Αυτή η γενιά των παιδιών γρήγορα ήρθε σε επαφή αρχικά με την παράλληλη πραγματικότητα των μαύρων που, ζώντας μέσα στην ανέχεια, πάλευαν, σε πρώτο επίπεδο, τουλάχιστον για να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και στοιχειώδεις ελευθερίες, και αργότερα με την πεζή πραγματικότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, που αφορούσε άμεσα πλέον και τους ίδιους. Τα γεγονότα διαδέχονταν και επιδρούσαν το ένα πάνω στο άλλο, με μεγάλη ταχύτητα και πάντα σε «απευθείας μετάδοση» από τους τηλεοπτικούς δέκτες, συνθέτοντας και δημιουργώντας ως τα τέλη της δεκαετίας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που άλλαξε ή καλύτερα έδινε την εντύπωση ότι θα άλλαζε την Αμερική και όλο τον κόσμο.

Πυκνά και έντονα συγκρουσιακά γεγονότα σημάδεψαν κατά την ίδια περίοδο όλο σχεδόν τον κόσμο, αν και καλό θα ήταν, πιστεύουμε για αναλυτικούς λόγους, να αφήσουμε εδώ κατά μέρος τα συγκρουσιακά γεγονότα και τα κινήματα σε χώρες με αυταρχικά ή ημι-αυταρχικά καθεστώτα και να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις εδραιωμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, στις καπιταλιστικές δηλαδή χώρες του Δυτικού μπλοκ, όπως ήταν η Γαλλία το 1968.

Στη χώρα αυτή με τη μεγάλη ριζοσπαστική παράδοση επικρατούσε σε όλη τη δεκαετία του 1960 κινηματική νηνεμία, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν μιλάμε για τους Αλγερινούς, που οι γαλλικές αρχές κατέστειλαν άγρια, με μεγάλη επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας. Την άνοιξη του 1968, μεμονωμένες και μικρές ομάδες φοιτητών άρχισαν να διαμαρτύρονται για τον πόλεμο του Βιετνάμ και παράλληλα άλλες μικρές ομάδες ακροδεξιών αμφισβητούσαν στα ίσα το δικαίωμα των πρώτων στη μονοπώληση της εκπροσώπησης του φοιτητικού πληθυσμού. Οι πρυτανικές και οι υπόλοιπες κρατικές αρχές, με ήπια καταστολή σε βάρος των αριστερών φοιτητών, προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Αυτό που επακολούθησε, σε διάστημα ελάχιστων ημερών, ήταν μια άνευ προηγουμένου κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συν βέβαια την προσθήκη γιγαντιαίων απεργιών και εργοστασιακών καταλήψεων από τη μεριά των εργαζομένων.

Τα γεγονότα αυτά διέσχισαν γρήγορα τα γαλλικά σύνορα και μαζί διέσχισαν και τα σύνορα της πραγματικότητας, για να εγκατασταθούν αργότερα στο συλλογικό φαντασιακό της (δυτικής) κοινής γνώμης, αλλά και στο επίσημο εορτολόγιο της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, ως μια ειρηνική «επανάσταση» των φοιτητών, και των νέων γενικότερα, ενάντια στις παλαιές αντιλήψεις, είτε αυτές ήταν δεξιές είτε αριστερές, και ενάντια στους παλαιούς τρόπους ζωής. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η παρισινή εξέγερση δεν ήταν και τόσο ειρηνική, ούτε αποκλειστικά νεανική, και βέβαια δεν έληξε με την εντυπωσιακή σε μέγεθος αντί-διαδήλωση του «νόμου και της τάξης», της 30ης Μαΐου. Το στίγμα της γαλλικής εξέγερσης του Μαΐου-Ιουνίου 1968 ήταν σαφώς αντικαπιταλιστικό και αντί-ιμπεριαλιστικό. Οι φοιτητές ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσα στα γεγονότα και πρωτοστάτησαν στο κίνημα, αλλά αν δεν υπήρχε η ταυτόχρονη συμπαράσταση εκατομμυρίων εργατών, που απέργησαν και κατέλαβαν τους χώρους εργασίας τους, το κίνημα αναμφίβολα δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που πήρε.

Το πρόβλημα βέβαια παραμένει: πώς από όλη αυτή την έξαψη και τις ελπίδες για ένα καλύτερο κόσμο, που γέννησε η δεκαετία του 1960, αυτό που προέκυψε ήταν τελικά η ανεμπόδιστη και δια περιπάτου επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού της παλινόρθωσης, δηλαδή –κατά Harvey– της ταξικής ισχύος των κυρίαρχων τάξεων.

Πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου πέρασαν εύκολα και γρήγορα στην απέναντι όχθη. Δεν ήταν άλλωστε και πολύ δύσκολο. Οι τότε φοιτητές επρόκειτο να γίνουν, σχεδόν εξ ορισμού, λόγω του περιορισμένου ακόμα αριθμού τους αλλά και της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης εκείνης της εποχής, οι αυριανοί προϊστάμενοι και διευθυντές στον καταμερισμό της εργασίας.

Ακόμα και διάσημοι για τον ριζοσπαστισμό τους διανοούμενοι και ακτιβιστές, στη διάρκεια των δεκαετιών που πέρασαν από το ’60, ενσωματώθηκαν. Ο Alain Touraine, για παράδειγμα, ο οποίος εισήγαγε τη θεωρία των νέων κοινωνικών κινημάτων, που έκανε λόγο για την προτεραιότητα των μετά-υλικών αναγκών σε βάρος της ταξικής ανάλυσης, και που το 1968 ήταν από τους καθηγητές που συμπαραστάθηκαν έμπρακτα στους διωκόμενους φοιτητές, αποκήρυξε τις μαζικές απεργίες του χειμώνα του 1995, ως συντεχνιακές και παρωχημένες, ενώ περίπου την ίδια περίοδο ο Daniel Cohen-Bendit, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του Μάη, επιχειρηματολογούσε υπέρ των «ανθρωπιστικών» πολέμων. Γι’ αυτό ίσως και αρκετοί από τη γενιά μας, της άνυδρης κινηματικά δεκαετίας του 1990, να μην «πολυαγοράζουμε» Μάη.

Από την άλλη, βέβαια, υπήρξαν και άλλοι βετεράνοι του ’60, σε όλο τον κόσμο, που παρέμειναν με όλα τα λάθη και τις παλινωδίες τους πιστοί σε κάποια ιδανικά και αντιλήψεις. Τους ανθρώπους αυτούς τους ξαναβρήκαμε στο Σηάτλ και στη Γένοβα, και γι’ αυτό ίσως ο Μάης (και ο Ιούνης) εξακολουθεί να μας γοητεύει.

Ο Κώστας Κανελλόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης



Το συγκρουσιακό ’68 και η «Ιθάκη» της μελέτης των κοινωνικών κινημάτων



Του Σεραφείμ ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ



Στη μνήμη του πρόσφατα χαμένου καθηγητή Charles Tilly

Η σχέση κοινωνικών διεργασιών –πρωτίστως αγώνων— και επιστημολογίας είναι πανθομολογούμενη· είναι όμως και αφόρητα παραμελημένη (συμπεριλαμβανομένων και των κλασικών επεξεργασιών του Thomas Kuhn). Πρόκειται για κενό που, αν και κατά βάση παράλογο, είναι ωστόσο αναμενόμενο. Ο αυτάρεσκος πυρήνας της ακαδημαϊκής ορθοδοξίας –τόσο εκείνοι που αγνοούν και παρακάμπτουν όσο κι αυτοί που διατείνονται ότι «διδάσκουν» την κοινωνική διεκδίκηση, χωρίς ποτέ να αναγνωρίζουν πόσα πολλά οφείλουν σε αυτήν— αδυνατεί να συλλάβει (ή να παραδεχτεί) ότι αυτό που τελικά καθορίζει το |τι συνιστά ερευνητικά ενδιαφέρον ερώτημα| και τι όχι, αποτελεί συνάρτηση διεκδικητικών εκβάσεων. Περίοδοι έντονης (αν και όχι πάντα βραχυπρόθεσμα επιτυχούς) διεκδικητικής κίνησης είναι κατά κανόνα περίοδοι γνωστικών ανακατατάξεων και επαναπροσδιορισμών. Η αποσιώπηση της σχέσης γίνεται δυνατή εξαιτίας του έμμεσου τρόπου με τον οποίο υλοποιείται η επενέργεια: ο μέσο-μακροπρόθεσμος ορίζοντάς της συχνά υποκρύπτει το εύρος της.

Η διεκδικητική δεκαετία του ’60 επηρέασε την έρευνα με τρόπο παρεμφερή: η επίδραση υπήρξε μέσο-μακροπρόθεσμη, εκ των υστέρων παραμελημένη, όχι όμως –ως εκ τούτου— και λιγότερο καταλυτική. Πριν το κομβικό ’68 (και τις μοριακές διεργασίες που το εξέθρεψαν), τα κοινωνικά κινήματα αποτελούσαν, για το βασικό κορμό της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας, εκφάνσεις δομικής ανομίας: παρεκβάσεις. Στο φόντο του δεσπόζοντος αναλυτικού (και κανονιστικού) καμβά της εποχής –«αστικοποίηση» της εργατικής τάξης, φαινομενικά άτρωτο κοινωνικό κράτος συνδυαστικά με προσδοκίες μιας αέναης ανοδικής κινητικότητας, «τέλος των ιδεολογιών» (ο κοινωνιολόγος Daniel Bell εξέδωσε την πολύκροτη μελέτη του με τον ομώνυμο τίτλο το 1960)— οι συλλογικές δράσεις προσλαμβάνονταν ως φαινόμενο παρείσακτο και προβληματικό. Την προδιάθεση αυτή ενίσχυαν οι αρνητικές συνδηλώσεις της κάθετης και εκ των άνω «κινητοποίησης» που ο κόσμος είχε βιώσει κατά την περίοδο του μεσοπολέμου: Οι μνήμες από την εμπειρία του φασισμού (αλλά και τη συνεχιζόμενη πρακτική του σταλινισμού) παγίωναν τη ριζική αντιδιαστολή ιδιωτικού και συλλογικού, ρίχνοντας μια βαριά σκιά καχυποψίας σε οτιδήποτε έτεινε να προβάλει το δεύτερο εις βάρος του πρώτου.

Οι πολύμορφοι αγώνες της δεκαετίες του ’60 (που το σημερινό αφιέρωμα καίρια αναδεικνύει) αντέστρεψαν αυτή τη γνωστική πραγματικότητα, δημιουργώντας τις γνωστικές προϋποθέσεις για την ανάδυση νέων προσεγγίσεων. Ο κλάδος της |συγκρουσιακής πολιτικής|, που διαμορφώθηκε σταδιακά και συλλογικά, βασίστηκε σε μιαν απλή παρατήρηση: Αν ο πυρήνας της κοινωνικής οργάνωσης που βιώνουμε ενέχει συστηματική κυριαρχία, τότε παράδοξη και προβληματική δεν είναι η διεκδικητική δράση αλλά η αδράνεια. Πρόκειται για ριζική μετατόπιση. Τονίζοντας τα έλλογα -επιτελεστικά όσο και βιωματικά- στοιχεία των συλλογικών δράσεων, η νέα προσέγγιση αμφισβήτησε την παραδοσιακή αντιστοίχηση διεκδίκησης και ανομίας και, γεφυρώνοντας την αντινομία κοινωνικού και ατομικού, έφερε τη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων στο επίκεντρο της σύγχρονης πολιτικής κοινωνιολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, οριοθετήθηκε εννοιολογικά το κινηματικό φαινόμενο και διερευνήθηκαν με συστηματικό τρόπο οι συστατικές συνιστώσες του: (α) το πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αναλαμβάνονται συλλογικές δράσεις (με βασικό αίτημα τη διακρίβωση των συνθηκών που ευνοούν ή παρεμποδίζουν την εκδήλωσή τους –«πολιτικές ευκαιρίες/απειλές»)· (β) τις πολύμορφες μορφές δράσης, που υιοθετούνται (και αποτελούν συνάρτηση του κοινωνικοοικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος –«διεκδικητικά ρεπερτόρια»)· (γ) τα οργανωτικά πρότυπα που διέπουν τη θέσμιση των κινηματικών υποκειμένων και τις προκλήσεις που κάθε ένα καλείται να αντιμετωπίσει· (δ) τον πολιτικό λόγο και τους κώδικες επικοινωνίας, που οι διεκδικητές μετέρχονται προκειμένου να διαδώσουν το μήνυμά τους.

Ως ακαδημαϊκός-ερευνητικός κλάδος, η |συγκρουσιακή πολιτική| δεν έδωσε βέβαια απαντήσεις στα πιεστικά πολιτικά προβλήματα που θέτουν τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα. Αυτό μπορεί να μη συνάδει με την ακαδημαϊκή αυταρέσκεια, όπως όμως συνέβη και στην περίπτωση του ’68, η πανεπιστημιακή έρευνα δεν διδάσκει τους κοινωνικούς αγώνες, μαθαίνει από αυτούς. Συνεπάγεται άραγε αυτό και απαξίωση της συμβολής της; Κάθε άλλο. Συγκροτώντας τις μαθήσεις και την έρευνα περί συλλογικών δράσεων και κοινωνικών κινημάτων σε ένα συνεκτικό πεδίο (που απτά δείγματά του βλέπει κανείς και στο ανά χείρας αφιέρωμα), η |συγκρουσιακή πολιτική| επέτυχε να συστεγάσει και σταδιακά να συνδυάσει θεωρητικά και εμπειρικά ευρήματα από χώρους που αλλιώς θα βρίσκονται σε παραλυτική απομόνωση. Πρόκειται για εξαιρετικό επίτευγμα, που δίνει στην κινηματική έρευνα (και σε ό,τι πολιτικά κρίσιμο μπορεί αυτή να συνεπάγεται) νέα ώθηση και δυναμική. Στην πορεία, τα ζωτικά πολιτικά ερωτήματα τίθενται εκ νέου. Χωρίς να μας αποκαλύπτει την Ιθάκη, μπορούμε ωστόσο χωρίς υπερβολή να πούμε πως η |συγκρουσιακή πολιτική| κάνει και πάλι δυνατό «το ωραίο ταξίδι».

Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης


ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ Σ. (2001), |Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα|, Αθήνα: Κριτική.

ΣΕΡΝΤΕΔΑΚΙΣ (1998), «Στην καρδιά των κοινωνικών κινημάτων: μια κριτική ανάγνωση της σύγχρονης θεωρίας», |Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών|, τομ. ΣΤ: 24, Αύγουστος, σελ. 41-65.

ΣΕΦΕΡΙΑΔΗΣ, Σ. (2006), «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση», |Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης|, 27, Μάιος, σ. 7-42.

ΣΕΦΕΡΙΑΔΗΣ, Σ. (επιμ.) (υπό έκδοση), |Συλλογική δράση και κοινωνικά κινήματα στον 21ο αιώνα|, Αθήνα: Θεμέλιο.

ΨΗΜΙΤΗΣ, Μ. (2006), |Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα|, Αθήνα: Ατραπός.

Altieri Aldo, Passerini Luisa, Tranfaglia Nicola, |La cultura e i luodhi de l’68|, Milano, Franco Angeli, 1991

G. Dreyfus-Armand, Gervereau Laurent (sous la dir. de), |Mai 68 les mouvements étudiants en France et dans le monde|, Paris, Publication de la BDIC, 1988

G. Dreyfus-Armand, R. Franck, M.-F. Lévy, M. Zancarini-Fournel (dir.), |Les Années 68. Le temps de la contestation|, Editions Complexe, «Histoire du temps présent», 2000.

Froio Felice, |Il dossier della nuova contestazione|, Milano, Mursia, 1977

Guigou Jacques, Wajnsztein Jacques, |Mai 68 et le Mai rampant italien|, L’Harmattan, coll. Les temps critiques, 2008

McADAM, D., D. A. SNOW (1997), |Social Movements: Readings on Their Emergence, Mobilization, and Dynamics|, Λος Άντζελες: Roxbury Publishing Company.

McADAM, D., J. D. MCCARTHY, M. ZALD (επιμ.) (1996) Comparative Perspectives on Social Movements: Political Opportunities, Mobilizing Structures, and Cultural Framings, Cambridge: Cambridge University Press.

McADAM, D., Political Process and the Emergence of Development of Black Insurgency, 1930-1970, 2η έκδοση.

McADAM, D., S. TARROW, C. TILLY (2001) |Dynamics of Contention|, Cambridge/ Νέα Υόρκη: Cambridge University Press.

Melluci Alberto, |L’ invenzione del presente. Movimenti, identità, bisogni indivinduali|, Bologna, Il Mulino, 1982.

MELUCCI A. (1996), |Challenging Codes: Collective Action in the Information Age|, Cambridge/Νέα Υόρκη: Cambridge University Press.

MUNCK, R. (2007), |Globalization and Contestation: The New Great Counter-Movement|, Λονδίνο/ Νέα Υόρκη: Rutledge Taylor & Francis Group.

MUNCK, R. (επιμ.) (2004), |Labour and Globalisation: Results and Prospects|, Liverpool: Liverpool University Press.

PIVEN, F. F., R. CLOWARD (1979), |Poor People's Movements: Why they Succeed, How they Fail|, Νέα Υόρκη: Vintage Books.

SNOW D., S. A. SOULE, H. KRIESI (επιμ.) (2004), |The Blackwell Companion to Social Movements|, Οξφόρδη: Blackwell Publishing.

Isabelle Sommier, |La violence politique et son deuil. L’après 68 en France et en Italie|, Rennes, PUR, 1999

STAGGENBORG, S. (2008), |Social Movements|, Οξφόρδη/ Νέα Υόρκη: Oxford University Press.

Tarrow Sidney, |Democrazia e disordine|, Bari, Laterza, 1990

TARROW S. (1995), "Cycles of Collective Action: Between Moments of Madness and the Repertoire of Contention", στο Trauggot M. (επιμ.) |Repertoires & Cycles of Collective Action|, Durham/ Λονδίνο.

TARROW S. (1998), |Power in Movement: Social Movements and Contentious Politics|, 2η έκδοση, Cambridge: Cambridge University Press.

TARROW S. (2005), |The New Transnational Activism|, Cambridge: Cambridge University Press.

TILLY C. (2007), |Κοινωνικά κινήματα 1768-2004|, Αθήνα: Σαββάλας.

TILLY C., S. TARROW (2007), |Contentious Politics|, Boulder/Λονδίνο: Paradigm Publishers.



Τακτικές διαμαρτυρίας στο κίνημα

των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ

Της Ιωσηφίνας ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ

Όταν, το 1955, η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε ένα λευκό επιβάτη στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, δεν το έκανε ορμώμενη από μια στιγμιαία έκρηξη αισθημάτων αγανάκτησης και αδικίας, παρόλο που και αυτά μάλλον είχαν τη θέση τους. Η Παρκς ήταν ενεργό μέλος του μαύρου κινήματος, που από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα αγωνιζόταν για την ανατροπή του καθεστώτος Jim Crow, του συστήματος ρατσιστικών νόμων στο Νότο που επέβαλλε την εφαρμογή του φυλετικού διαχωρισμού, και στέλεχος της NAACP (Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Έγχρωμων), της πρώτης οργάνωσης που ιδρύθηκε (το 1909) αποκλειστικά με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος της φυλετικής ανισότητας, και η οποία έδωσε και κέρδισε σημαντικές νομικές μάχες κατά το πρώτο μισό του αιώνα. Η σύλληψη και η παραπομπή της σε δίκη πυροδότησαν ένα σχεδόν καθολικό μποϊκοτάζ των λεωφορείων από τον μαύρο πληθυσμό, το οποίο διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο, πέτυχε την κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στα λεωφορεία, και σημάδεψε τη γέννηση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ.

Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με την καταγραφή των γεγονότων-σταθμών του κινήματος -που είναι λίγο πολύ γνωστά- αλλά με τις μορφές δράσης του, που περιλάμβαναν μποϊκοτάζ, καθιστικές διαμαρτυρίες σε δημόσιους χώρους (sit-ins), -διαδρομές ελευθερίας" (freedom rides), μαζικές πορείες, μαζικές φυλακίσεις, κοινοτικές εκστρατείες διαμαρτυρίας και νομικές μάχες. Η επιτυχία αυτών των μορφών δράσης και η διάχυσή τους έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο άνοιγμα του συγκρουσιακού κύκλου της δεκαετίας του '60 στις ΗΠΑ και επηρέασε πολλά κινήματα στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τον Morris, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν αυτό που ανέπτυξε πρώτο το ρεπερτόριο δράσης που θα χρησιμοποιούσαν λίγο αργότερα τα κοινωνικά κινήματα. Οι λόγοι της επιτυχίας είναι πολλοί και δεν αφορούν βέβαια μόνο τις συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές, αφού, παρά το γεγονός ότι το καθεστώς Jim Crow φαινόταν το 1950 ακλόνητο, η νεοαποκτηθείσα πολιτική δύναμη της μαύρης ψήφου στον Βορρά, η ανάπτυξη νέων σύγχρονων τεχνολογιών μαζικής επικοινωνίας -και κυρίως της τηλεόρασης-, η συγκέντρωση του μαύρου πληθυσμού σε αστικά κέντρα και το ψυχροπολεμικό κλίμα που οι ΗΠΑ εκμεταλλεύονταν για να εμφανίζονται ως ο υπερασπιστής της δημοκρατίας στον πλανήτη απέναντι στην απειλή του κομμουνισμού, την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό τους συντηρούσαν ένα καθεστώς άγριου φυλετικού ρατσισμού, όλα αυτά συνέθεταν ένα αρκετά ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη ενός μαζικού μαύρου κινήματος. Η εντυπωσιακή διάρκεια του κινήματος, ωστόσο, έχει να κάνει περισσότερο με τις συνεχείς ευφυείς μεταλλάξεις των τακτικών διαμαρτυρίας -με στόχο πάντα την πρόκληση μιας κατάστασης κρίσης-, οι οποίες διοχέτευαν σε νέα κανάλια το δυναμικό δράσης ξεπερνώντας την κόπωση του προηγούμενου σταδίου.

Η πρώτη τακτική διαμαρτυρίας που επιστράτευσε το κίνημα -αυτή του μποϊκοτάζ στα λεωφορεία- στέφθηκε με επιτυχία διότι, πολύ απλά, η οικονομική βιωσιμότητα των εταιριών λεωφορείων δεν μπορούσε να διασφαλιστεί χωρίς το 70-75% των μαύρων επιβατών τους. Η επιτυχία της, ωστόσο, ήταν άμεσα συνυφασμένη με μια καλά οργανωμένη μαύρη κοινότητα και με τον συντονισμό δράσης της πλειοψηφίας του μαύρου πληθυσμού της πόλης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεδομένου και του κρίσιμου ρόλου που έπαιξαν οι μαύρες εκκλησίες στη μαζική κινητοποίηση, οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνταν στο Μοντγκόμερι και σε μερικές άλλες μεγάλες πόλεις του Νότου, στις υπόλοιπες όμως περιοχές χρειαζόταν να εισαχθεί μια νέα μορφή διαμαρτυρίας που θα διευκόλυνε τη συμμετοχή και μικρότερων ομάδων.

Μια καθιστική διαμαρτυρία τεσσάρων μαύρων σε ένα εστιατόριο του Γκρήνσμπορο της Βόρειας Καρολίνας το 1960, όπου μπήκαν απαιτώντας να σερβιριστούν ισότιμα, αποτέλεσε την αφορμή για να εξαπλωθεί ταχύτατα η τακτική αυτή σε ολόκληρο τον Νότο. Οι εικόνες με τους εστιάτορες να τους περιχύνουν με κέτσαπ και να τους χτυπούν, έκαναν επίσης το γύρο του κόσμου. Τα πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής ήταν ότι μπορούσε να εφαρμοστεί από μια μικρή ομάδα ατόμων, ότι διεύρυνε τη γεωγραφική εμβέλεια του κινήματος, αφού δεν απαιτούσε ένα αστικό περιβάλλον όπως η υπόθεση του μποϊκοτάζ, και, το σημαντικότερο, ότι συνήθως πετύχαινε το στόχο της, αφού οι περισσότεροι εστιάτορες, θέλοντας να αποφύγουν τη φυλετική βία που κρατούσε τα μαγαζιά τους άδεια, προχωρούσαν στην άρση του διαχωρισμού. Η τακτική αυτή όμως εξάντλησε τα όριά της, αφού με τον καιρό οι ρατσιστές ανέπτυξαν ένα σύστημα αντιδράσεων, με μαζικές συλλήψεις και εντάλματα για καταπάτηση ιδιωτικού χώρου, πράγμα που οδήγησε το κίνημα στην αναζήτηση άλλων, πιο αποτελεσματικών μορφών δράσης.

Το 1961 ξεκίνησε η εκστρατεία των Freedom Riders, με λεωφορεία γεμάτα μαύρους και λευκούς αντιρατσιστές να διασχίζουν τη χώρα και να αντιμετωπίζουν βίαιες εκδηλώσεις, που περιλάμβαναν έως και βομβιστικές επιθέσεις. Ένα καμένο λεωφορείο στην Αλαμπάμα και μια άγρια επίθεση στο Μπέρμινχαμ, ανάγκασαν τους -ταξιδιώτες" να διακόψουν το ταξίδι. Ο σκοπός όμως είχε επιτευχθεί, το κίνημα είχε φτάσει στην κορύφωσή του. Ενώ δηλαδή οι προηγούμενες τακτικές είχαν σκοπό την κινητοποίηση σε τοπικό επίπεδο, με σκοπό τη διατάραξη εμπορικών δραστηριοτήτων, η δράση αυτή και όσες ακολούθησαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια σκοπό είχαν να προκαλέσουν τη βία των ρατσιστών, ώστε να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη και να κινητοποιηθεί το ομοσπονδιακό κράτος. Η πρωτοβουλία στο Μπέρμινχαμ ήταν μια καθαρά στρατηγική επιλογή, αφού ο αστυνομικός διευθυντής της πόλης, ένας διαβόητος ρατσιστής που ήταν σίγουρο ότι θα αντιδρούσε βίαια, είχε μόλις χάσει τις εκλογές για το αξίωμα από έναν μετριοπαθή, δεν είχε όμως ακόμα παραδώσει τη θέση του. Αν το κίνημα περίμενε να αναλάβει το αξίωμα ο δεύτερος, είναι σίγουρο ότι δεν θα διαδραματίζονταν τα γεγονότα που ακολούθησαν. Χωρίς όμως τις ακραίες εκδηλώσεις της λευκής ρατσιστικής βίας, το κίνημα δεν θα κέρδιζε τη συμπάθεια της κοινής γνώμης στον Βορρά και θα έχανε τη δύναμη να διαπραγματευθεί ευνοϊκότερες ρυθμίσεις και να πετύχει την ψήφιση του Νόμου για τα Πολιτικά Δικαιώματα το 1964.

Ανακεφαλαιώνοντας ωστόσο ψύχραιμα μετά από τόσα χρόνια, πρέπει μάλλον να παραδεχθούμε ότι η επιτυχία και η διάχυση των μορφών δράσης του κινήματος δεν εξασφάλισε αυτόματα την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων του, που αφορούσαν μια πιο ουσιαστική φυλετική ισότητα και πήγαιναν, επομένως, πιο πέρα από την απλή ανατροπή της θεσμικής μορφής του ρατσισμού (η οποία αποτέλεσε, όντως, μια δεδομένη επιτυχία του κινήματος). Πράγματι, όταν το κίνημα μεταφέρθηκε το 1965 στον -προοδευτικό" Βορρά, έγινε σαφές ότι η παθητική αντίσταση και η μη βίαιη άμεση δράση πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη φτώχια και τον άτυπο, αυτή τη φορά, ρατσισμό που βίωναν οι μαύροι στα εξαθλιωμένα γκέτο, ο οποίος τους οδηγούσε σε εντυπωσιακά μεγάλα ποσοστά στις φυλακές.

Αναπόφευκτα, μέρος του κινήματος οδηγήθηκε βαθμιαία σε μια ευρύτερη συνειδητοποίηση. Έτσι, λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Μάλκομ Χ, μια άλλη μεγάλη μορφή του αγώνα, διακήρυξε ότι η εξέγερση των μαύρων δεν είναι μια φυλετική διαμάχη αλλά κομμάτι της παγκόσμιας αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής πάλης, της εξέγερσης των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές τους, ενώ και ο ίδιος ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ θα αμφισβητούσε για πρώτη φορά δύο χρόνια αργότερα -τι σύμπτωση, και αυτός λίγο πριν τη δολοφονία του!- το καπιταλιστικό σύστημα που δημιουργούσε αυτά τα φαινόμενα: -...Και μια μέρα πρέπει να αναρωτηθούμε: γιατί υπάρχουν 40 εκατομμύρια φτωχοί στις ΗΠΑ; Και όταν αρχίσεις να κάνεις αυτή την ερώτηση, εγείρεις ερωτήματα για το οικονομικό σύστημα, για τη διανομή του πλούτου. Κι όταν αναρωτιέσαι για αυτά, αρχίζεις να αμφισβητείς την καπιταλιστική οικονομία".

Ομιλία του Κίνγκ στις 16 Αυγούστου του 1967 στο SCLC (Southern Christian Leadership Conference)

Η Ιωσηφίνα Ιακωβίδου είναι υποψήφια διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης


Γαλλία, Ιταλία: Η γενική πρόβα πριν τη "μεγάλη νύχτα"



Της Λουκίας ΚΟΤΡΩΝΑΚΗ
Στα τέλη της δεκαετίας του '60, αναδύεται στη Γαλλία και την Ιταλία ένα κύμα εκρηκτικών γεγονότων αμφισβήτησης. Στο πέρασμά του φιλοδοξεί να παρασύρει τις απολιθωμένες και καταπιεστικές αστικές κοινωνικές δομές.
Στη Γαλλία, επίσημα, η πρώτη πράξη γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, όταν 12.000 φοιτητές διεκδικούν μεικτές φοιτητικές εστίες. Ακολουθούν το κλείσιμο της Ναντέρ (2/05), η κατάληψη της Σορβόννης (3/05), οι συγκρούσεις με την αστυνομία, το κάλεσμα για γενική απεργία διαρκείας (8/05), η νύχτα των οδοφραγμάτων μπροστά απ' τη Σορβόννη (10/5), η ενός μήνα γενική απεργία που την ακολουθούν περί τα 10 εκατομμύρια εργατών και η κοινή διαδήλωση φοιτητών-εργατών στις 13/6.
Στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1966, φοιτητές καταλαμβάνουν το Instituto Superiore di Studi Sociali di Trente. Οι καταλήψεις διαχέονται γεωγραφικά, σε όλα τα πανεπιστημιακά κέντρα, την επόμενη χρονιά. Σε συγκρουσιακό κρεσέντο όμως βρίσκονται και τα εργοστάσια του ιταλικού βορρά. Ήδη από τον Απρίλιο του 1968, η εξέγερση των εργατών στο Marzotto de Valdano προαναγγέλλει ένα νέο άνεμο αμφισβήτησης (απεργίες στo Mirafiori, στην Pirelli, συγκρούσεις με την αστυνομία στη Valle Giulia στη Ρώμη...). Άνεμο, που θα αναπτύξει δυναμική τυφώνα, με τις κινητοποιήσεις στη Fiat (Σεπτέμβριος 1969), στη Siemens, στην Pirelli, και θα κοπάσει -με παραδειγματική καταστολή- τον Νοέμβριο, κλείνοντας έτσι το "Θερμό φθινόπωρο" .
Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, ο συγκρουσιακός συγχρονισμός και η συνεύρεση φοιτητών και εργατών θα ειδωθεί από πολλούς ως ευκαιρία εκπλήρωσης μιας ιστορικής επιθυμίας: τη συμμαχία φοιτητών και του "κατεξοχήν" επαναστατικού υποκειμένου, της εργατικής τάξης, με στόχο την "έφοδο στον ουρανό".
Το επαναστατικό φαντασιακό των στρατευμένων (militants), φυσικά και δεν αναζωπυρώθηκε μόνο από τη σπίθα των γεγονότων του Μάη και του θερμού φθινοπώρου. Οι αγώνες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο πόλεμος στην Αλγερία, οι διεκδικήσεις στον Τρίτο Κόσμο, οι επαναστατικές ιδέες και τα ρεπερτόρια δράσης της κουβανέζικης επανάστασης, έχουν τέτοιο βαθμό διάχυσης που κατοπτρίζονται ήδη στα κείμενα, τα σύμβολα, τα συνθήματα των ακροαριστερών και ελευθεριακών οργανώσεων στη Γαλλία και την Ιταλία. Ο συγκρουσιακός κύκλος έχει ήδη ανοίξει. Οι αναδιατάξεις, στο γαλαξία των οργανώσεων, αλλά και οι νέες μορφές δράσης που επινοούνται με τους εργοστασιακούς αγώνες στην Ιταλία για την παρεμπόδιση των απεργοσπαστών, το επικυρώνουν.
Στη Γαλλία, συγκροτούνται οι οργανώσεις: "Κομμουνιστική Επαναστατική Νεολαία" JCR, (τροτσκιστές που διαγράφονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα), "Προλεταριακή Αριστερά" (Gauche Proletaire, μαοϊκoαυθόρμητοι), και "Ζήτω η Επανάσταση!" - VLR (ελευθεριακοί). Στην Ιταλία γεννιούνται οι οργανώσεις Εργατική Εξουσία (Potere Operaio, εργατιστές), η Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας) και Avanguardia Operaia (Εργατική Πρωτοπορία). Η διαδικασία συγκρότησης αυτών των οργανώσεων υπακούει στη δεσπόζουσα προσταγή της περιόδου: τη μετάβαση στην επαναστατική φάση. Η προαναγγελθείσα όμως συμμαχία φοιτητών-εργατών στη Γαλλία δεν πραγματοποιείται, λόγω της ηγεμονικής θέσης του προσδεμένου στο Κ.Κ.Γ. συνδικάτου CGT και της στρατηγικής του επιλογής να υποστηρίζει τους "πειθαρχημένους" αγώνες. Αντίθετα, οι συγκρούσεις του "θερμού φθινοπώρου" σε μεγάλο βαθμό υποκινούνται από νέους εργάτες από τον ιταλικό βορρά, έξω από το συνδικαλιστικό ή πολιτικό έλεγχο της κομουνιστικής ομοσπονδίας CGIL, συνθήκη που ευνοεί τη σύνδεση με τους ακροαριστερούς φοιτητές.
Ταυτόχρονα, και στις δύο χώρες τα πιο ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα διαγιγνώσκουν στην υφιστάμενη κατάσταση μια διαρκή απειλή: την ένταση της αυταρχοποίησης του κράτους, λόγω της απουσίας εναλλαγής στην εξουσία από το 1947 (Γαλλία) και τον κίνδυνο ενός πραξικοπήματος στην Ιταλία, λόγω της ανόδου των φασιστικών επιθέσεων, καθώς και της διάχυτης φήμης για πραξικόπημα από το 1964.
Παρόλα αυτά, στη Γαλλία η πρώτη συγκρουσιακή φάση θα κλείσει, αν όχι στα τέλη του '68, με τη θριαμβευτική νίκη του γκωλικού κόμματος UDR (60,16% - 30/06/08), την επίσπευση της υπογραφής της συλλογικής σύμβασης στη Grenelle, την ψήφιση του νόμου περί "Προσανατολισμού στην ανώτατη εκπαίδευση" (12/11/08) και τη δημιουργία ενός κέντρου πανεπιστημιακού πειραματισμού στη Vincenne, τότε σίγουρα με την υπογραφή του "Κοινού Προγράμματος" (1972) και εντέλει με την αυτοδιάλυση της G.P και την αυτοκριτική της JCR (1973). Αντίθετα, στην Ιταλία ο συγκρουσιακός κύκλος διαγράφει ένα τόξο περίπου 10 χρόνων (με μια ύφεση 1974-1977), ακολουθώντας μια διαδικασία έντονης ριζοσπαστικοποίησης, επίτασης των βίαιων μορφών δράσης των "πιο συγκρουσιακών", αλλά και παράλληλης διαδικασίας θεσμοποίησης των μετριοπαθέστερων, οδηγώντας όμως έτσι στην πόλωση, στην απαθή διεκδίκηση, αλλά και από την άλλη στην Αυτονομία, την αντικουλτούρα και στην ένοπλη δράση.
Πώς εξηγούνται οι δύο διαφορετικές διαδρομές; Μέσα από ποιες διαδικασίες αναπτύχθηκαν οι διαφορετικές μορφές διεκδίκησης και οι ιδιαίτερες συγκρουσιακές δυναμικές;
Ρίχνοντας το φως στη δομή των πολιτικών ευκαιριών/απειλών, που δυνητικά "κατευνάζει" τη συγκρουσιακότητα δίνοντας της μια διέξοδο συμβατή με τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, ή αντίθετα την επιτείνει, καθώς και στη δυναμική των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε διεκδικητές, αντιπάλους, συμμάχους, και φυσικά τις αρχές, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα.
Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, από το 1947, παρατηρείται απουσία εναλλαγής στην εξουσία, αλλά και πρόσβασης των Κομμουνιστικών κομμάτων στα κέντρα λήψης απόφασης, παρόλο που η στρατηγική τους είναι εκείνη της εκλογικής, ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό. Το 1964, το Κ.Κ.Γ. αναζητά στην ενότητα της δράσης με τους σοσιαλιστές τη διέξοδο προς τη θεσμική συμμετοχή, καταλήγοντας έτσι, το 1972, στην υπογραφή του "Κοινού Προγράμματος" Κομμουνιστών-Σοσιαλιστών.
Στην Ιταλία, το Κ.Κ.Ι. μοιάζει πολιτικά απομονωμένο από θεσμικούς συμμάχους. Απομόνωση που επικυρώνεται με την κεντροδεξιά κυβέρνηση σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατών, το 1963. Και στις δυο χώρες, όμως, τα Κ.Κ. μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά: αναζητούν μια κορπορατιστικού τύπου ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα και επιχειρούν να καναλιζάρουν και να πειθαρχήσουν τους κοινωνικούς αγώνες. Στην Γαλλία, το Κ.Κ.Γ. χαρακτηρίζει την εξέγερση των φοιτητών "εξέγερση μικροαστών" και "τυχοδιωκτισμό". Αναγκάζεται να στηρίξει μεν τη γενική απεργία, την αντιμετωπίζει όμως ως άγνωστη και ύποπτη, ενώ στις 18/6 κάνει έκκληση για τη δημιουργία μιας "λαϊκής κυβέρνησης" στο όνομα της Δημοκρατίας. Τέλος, αποδίδει την εκλογική του συντριβή στις εξτρεμιστικές συμπεριφορές των φοιτητών και αριστεριστών, που καλλιέργησαν την ανομική αμφισβήτηση.
Στην Ιταλία, το Κ.Κ.Ι ακολουθεί τη στρατηγική του στιγματισμού των φοιτητικών και εργατικών κινητοποιήσεων, χαρακτηρίζοντας τες "παιδικό εξτρεμισμό", ακόμα και "φασιστικές προβοκάτσιες". Αντίθετα, όμως, από το Κ.Κ.Γ, στο εσωτερικό του συγκρούονται δύο γραμμές: μία που αναζητά διαύλους συνεργασίας με τους φοιτητές και μία άλλη που κηρύσσει τη σύγκρουση σε δύο μέτωπα, ενάντια στους εξτρεμιστές και τους αναρχικούς. Τα γεγονότα του Μάη επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το Κ.Κ.Ι., που σε πρώτη φάση δηλώνει υπέρ μιας "|ελεγχόμενης ριζοσπαστικοποίησης μέσα από τη θεσμική δράση|". Σε μια δεύτερη φάση, εγκλωβισμένο ανάμεσα στη ριζοσπαστικοποίηση των ακροαριστερών οργανώσεων και τη στρατηγική της θεσμικής του αναγνώρισης, "αποσύρει" την αλληλεγγύη του από τους "ψευτοεπαναστάτες" και οδηγείται με τον Enrico Berlinguer στη στρατηγική του "Ιστορικού Συμβιβασμού" (1974).
Παράλληλα, οι ακροαριστερές οργανώσεις συγκροτούν την ταυτότητά τους οικειοποιούμενες τα σύμβολα και τους εχθρούς των παρτιζάνων της Αντίστασης, αλλά και τις μορφές δράσης και οργάνωσης (επαναστατική βία, παράνομη δράση, μικρές ομάδες). Ο στιγματισμός και η απομόνωση που ακολουθεί, φαίνεται πως ενεργοποιεί έναν άλλο μηχανισμό "καθήλωσης" των "στιγματισμένων" στα ταυτοτικά χαρακτηριστικά που τους διαχωρίζουν από τους "άλλους", οξύνοντάς τα και επενεργώντας, μάλλον, με τέτοιο τρόπο που να καταλήγουν στην υιοθέτηση στρατηγικών "αυτοεπιβεβαιωθείσης προφητείας" ή ιδιώτευσης.
Αν όμως οι στρατηγικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε δυνητικούς εταίρους συνιστούν μια παράμετρο της διαφορετικής δυναμικής των δυο παράλληλων εξεγέρσεων, αυτό που μάλλον εξηγεί το γιατί ο Μάης του '68 πήγε στον παράδεισο, ενώ το ιταλικό Φθινόπωρο στα "μολυβένια χρόνια", είναι οι διαφορετικές "δημοκρατικές" απαντήσεις των αρχών στην αμφισβήτηση.
Και οι δυο χώρες βρίσκονταν σε διαδικασία "οικονομικού εκσυγχρονισμού": "χρυσή τριακονταετία" για τη Γαλλία και "οικονομικό θαύμα" για την Ιταλία. Ανάμεσά τους όμως υπάρχει μια βασική διαφορά, στο επίπεδο του "πολιτειακού εκσυγχρονισμού". Ενώ η Γαλλία έχει διανύσει έναν μακρύ δρόμο θεσμικών μεταρρυθμίσεων και χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στη λειτουργία της Republique, το ιταλικό πελατειακού χαρακτήρα κράτος, αδυνατεί να προωθήσει οποιαδήποτε υποσχεθείσα μεταρρύθμιση. Στη φάση της αμφισβήτησης, το γαλλικό κράτος απαντά με "μετρημένη καταστολή" και μια αναιμική μεταρρύθμιση, ενώ το ιταλικό με όξυνση της καταστολής και με τη στρατηγική της έντασης, "απαλλοτριώνοντας" ακόμα και τα θανατηφόρα φασιστικά χτυπήματα, προκειμένου να αποσοβήσει τη διαμαρτυρία. Η έκρηξη βόμβας στην Piazza Fontana (12/12/69), που θα χαρακτηριστεί και ως "πρώτη σφαγή του κράτους", λόγω της σύνδεσης των φασιστών με τις μυστικές υπηρεσίες, θα οδηγήσει σε πόλωση και θα ενισχύσει τις συμπεριφορές ρήξης με τη συμβατική πολιτική.
Τόσο όμως στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, το "επαναστατικό έργο" έμελλε να παραμείνει ένα "ατέλειωτο αριστούργημα", αφήνοντας ένα ουτοπικό ίζημα σε ένα μέλλον που διαρκεί πολύ...

Η Λουκία Κοτρωνάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης



Η χαμένη άνοιξη της ελληνικής δεκαετίας του '60

Του Σεραφείμ Σεφεριάδη

Η διεκδικητική άνοιξη του 1968 βρήκε την Ελλάδα κάτω από τον επαχθή ζυγό της 21ης Απριλίου. Όμως η κοινωνική έκρηξη που προηγήθηκε της δικτατορικής επιβολής, προάγγελος όσων έμελλε να κορυφωθούν στην Ευρώπη της διετίας '68-'69, υπήρξε παραδειγματική αυτού που στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων αποκαλείται "συγκρουσιακός κύκλος": συγκυρίες επίτασης και διάχυσης κοινωνικοπολιτικών διεκδικήσεων σε ολόκληρο το σώμα της κοινωνίας, συνδυαστικά με: (α) την εμφάνιση νέων διεκδικητικών οργανώσεων (ή τη |συγκρουσιακή| ιδιοποίηση παλαιών)~ (β) ενίσχυση και επέκταση υφιστάμενων (ή και ανάδυση νέων) διεκδικητικών συμβόλων και αξιακών πλαισιώσεων~ (γ) τροποποίηση, επέκταση και -κάποτε- ανανέωση του διεκδικητικού ρεπερτορίου~ και (δ) μετάδοση των διεκδικητικών δράσεων από παραδοσιακά ενεργούς και δραστήριους σε λιγότερο ευεπίφορους κλάδους.

Ας δούμε συνοπτικά τις εξελίξεις σε κάθε ένα τομέα.

Οργανώσεις

Η ελληνική δεκαετία του '60 είναι εμβληματική βαθιών οργανωτικών ανακατατάξεων στους χώρους του συνδικαλισμού και της νεολαίας, καθώς και των κομμάτων που επαγγέλθηκαν την εκπροσώπησή των λαϊκών στρωμάτων: της ΕΚ και της ΕΔΑ. Οι εξελίξεις στο συνδικαλισμό χαρακτηρίζονται από τη σταδιακή ενδυνάμωση της αντιπολίτευσης, με άξονα τις δράσεις του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος και κυρίως των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων, που αναπτύσσονται από το 1962 μέχρι και την ημέρα της δικτατορικής επιβολής. Το εγχείρημα των 115 κινείται στην τομή μιας |έμπρακτης πολιτικοποίησης| (συνέχοντας πολλές εκ πρώτης όψεως καθαρά οικονομικές δράσεις) και της αντίστασης στην κομματική χειραγώγηση. Στο χώρο της νεολαίας, με την ανάπτυξη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, οι διαστάσεις αυτές είναι ακόμα πιο εντυπωσιακές. Για όσο διάστημα διαρκεί, η ανάπτυξη των Λαμπράκηδων αποτελεί υπόδειγμα υπέρβασης του ιεραρχικού οργανωτικού προτύπου (που ως τότε ακολουθεί η Νεολαία ΕΔΑ), προς όφελος μιας ευέλικτης δομής δικτύου.

Όμως, η συγκρουσιακότητα της περιόδου φάνηκε και στον τρόπο με τον οποίο τα αναδυόμενα συλλογικά υποκείμενα |διεκδίκησαν| παραδοσιακές οργανώσεις, κυρίως πολιτικά κόμματα. Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο στην περίπτωση της ΕΚ, κόμματος συστημικού και μετριοπαθούς, που κάτω από τη λαϊκή πίεση υιοθέτησε ρητορική κατά πολύ ριζοσπαστικότερη από ότι στρατηγικά σχεδιαζόταν. Παρόμοια όμως ίσχυαν και για την ΕΔΑ, που αρκετές φορές υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη στάση "συνετούς αναμονής" που τόσο συχνά τη χαρακτήριζε.

Πολιτικός λόγος, σύμβολα

Στη συζήτηση για τα σύμβολα, κομβικό ρόλο διαδραματίζουν οι λεγόμενες "αξιακές πλαισιώσεις" -συνεκτικά σχήματα που απλοποιούν και συμπυκνώνουν την πραγματικότητα μέσω επιλεκτικών τονισμών και αποσιωπήσεων. Σύμφωνα με τη θεωρία, επιτυχείς είναι οι πλαισιώσεις που καταφέρνουν να πλοηγήσουν μεταξύ δύο αντίθετων, αλλά εξίσου ατελέσφορων, άκρων: της οικείας αλλά άνευρης παραδοσιακότητας και του ρηξικέλευθου αλλά ανοίκειου νεοτερισμού. Ο συγκρουσιακός κύκλος ωθεί σε συνθέσεις ακριβώς ενός τέτοιου χαρακτήρα. Το "1-1-4", που πρωτοδιατυπώνεται σε φοιτητικές συγκεντρώσεις τον Απρίλιο του 1962, δεν συνιστά βέβαια επίκληση στην κολοβή νομιμότητα του Συντάγματος του 1952, αλλά -όπως επισήμανε και ο Ηλίας Ηλιού σε ένα κλασικό κείμενο (το "Περί πεζοδρομίου και οχλοκρατίας" του Αυγούστου του 1965)— βάλλει ευθέως κατά της θεωρίας της εν λευκώ "εντολής" προς βουλευτές και άλλους πολιτικούς αντιπροσώπους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται νομιμοποιητικός παράγοντας και προπομπός αυτόνομης κοινωνικής παρέμβασης, με στόχο την αποτροπή παραμορφωτικών διαμεσολαβήσεων: είτε επιβουλής (όπως στην περίπτωση της Βασιλικής Εκτροπής) είτε υπαναχωρήσεων (όπως στην περίπτωση της διστακτικότητας των συνδικαλιστικών και νεολαιίστικων ηγεσιών).

Μορφές δράσης

Χωρίς η δεκαετία του '60 να |εφευρίσκει| διεκδικητικές μορφές, κομίζει, ωστόσο, νέες ποιότητες μέσα από εκρηκτική αύξηση της ποσότητας. Οι 70 μέρες των Ιουλιανών (με τις 400 και πλέον συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο) διαρρηγνύουν τις μετεμφυλιακές συμβάσεις και δημιουργούν το πλαίσιο της διεκδικητικής τελετουργίας που θα ακολουθείται εφεξής |και| κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Έχει επίσης ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι η διεκδικητική τοπογραφία κατοπτρίζει και μεταβάλλεται με τη διεκδικητική ένταση. Ενώ η έναρξη και ανοδική φάση του συγκρουσιακού κύκλου συνοδεύονται από τη μαχητική επανεμφάνιση του ανοιχτού συλλαλητηρίου, η ύφεσή του επαναφέρει στο προσκήνιο τις συγκεντρώσεις στα θέατρα και τις αίθουσες των κινηματογράφων. Δεν πρόκειται μόνο για πρόβλημα αριθμών~ εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι προθέσεις των διοργανωτών και ο πολιτικός ορίζοντας της διεκδίκησης. Αυτό φαίνεται γλαφυρά στην ειδική ιστορία της κλασικής διεκδικητικής διαδρομής: Προπύλαια-Σύνταγμα μέσω Ομόνοιας και Σταδίου. Η συμβολική "κατάληψη" του Συντάγματος κατά το δεύτερο 15νθήμερο του Ιουλίου (αιματηρή και ιδιαίτερα φορτισμένη, τόσο πριν όσο και μετά τη δολοφονία Πέτρουλα) καταγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό ως φραγμός στην κυβέρνηση Νόβα και αυτό προσδίδει στις δράσεις μια ιδιαίτερη δυναμική. Από τα μέσα Αυγούστου, αυτό αλλάζει: με συνέργεια της αστυνομίας |αλλά και πολιτικών στελεχών| (των λεγόμενων "πυροσβεστών"), η κίνηση προς το Σύνταγμα θα απαγορευτεί, με την πορεία να καταλήγει πίσω στα Προπύλαια μέσω της οδού Κοραή.



Διάχυση

Η δεκαετία ξεκινά με την εμβληματική απεργία των οικοδόμων, του Δεκεμβρίου του 1960. Η ανοιχτή σύγκρουση με τις κατασταλτικές δυνάμεις αναδεικνύει το ευάλωτο της εξουσίας, "δημιουργώντας" ζωτικό διεκδικητικό χώρο, τον οποίο θα καλύψουν πάραυτα πλήθος εργατικοί κλάδοι και η φοιτητική νεολαία. Αν και το απεργιακό κύμα θα διατηρηθεί και μετά τα Ιουλιανά, σημάδια εξάντλησης του συγκρουσιακού κύκλου είναι (α) η αποχώρηση της πρώιμης πρωτοπορίας και (β) η σταδιακή επανεμφάνιση του συμβατικού ρεπερτορίου συνδυαστικά με (γ) αύξηση της βίας.

Το διεκδικητικό αφήγημα

Μπορούμε να συνθέσουμε όλα αυτά τα επιμέρους περιστατικά σε ένα συνεκτικό αφήγημα; Η διερεύνηση αυτού του προβλήματος αναδεικνύει την πολιτική σε |παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ|, προκειμένου για μια επαρκή επεξήγηση. Ο συγκρουσιακός κύκλος της δεκαετίας του '60 εκδηλώνεται και φθίνει, όχι ως φυσικό φαινόμενο αλλά εξαιτίας συγκεκριμένων πολιτικών παρεμβάσεων και διαμεσολαβήσεων. Υπάρχουν 5 κομβικοί σταθμοί:

-Ο πρώτος συνίσταται στη δημόσια και μαχητική αμφισβήτηση της νομιμότητας της εξουσίας που γίνεται από την ΕΚ στο πλαίσιο του Ανένδοτου, από τα τέλη του 1961. Ο Ανένδοτος δημιουργεί το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται επί μέρους διεκδικήσεις και, το σπουδαιότερο, δημιουργεί όρους για την αποκρυστάλλωση ενός εφικτού πολιτικού εγχειρήματος, την απομάκρυνση της ΕΡΕ από την εξουσία.

-Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη συνίσταται στη σκλήρυνση των κατασταλτικών και παρακρατικών μηχανισμών (με ορόσημο τη δολοφονία Λαμπράκη), που εξαιτίας όμως της δυναμικής του Ανένδοτου, έχουν αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκόμενων. Αντί να περιστείλουν στις διεκδικήσεις, "προσωποποιούν" τον αντίπαλο, αναδιατάσσουν αξιακές προτεραιότητες για μεγάλες λαϊκές μάζες και κάνουν την επίτευξη του πολιτικού στόχου που θέτει ο Ανένδοτος περισσότερο θελκτική.

-Η νίκη της ΕΚ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1963 και 1964 αφενός θα οδηγήσει το αντιπολιτευτικό συνδικαλιστικό κίνημα σε οργανωτική εκτίναξη και αφετέρου θα δώσει ώθηση στο απεργιακό κίνημα μετά μια εξαιρετικά σύντομη περίοδο χάριτος. Πρόκειται για |σύνδρομο πολιτικών ευκαιριών|, που η αξιοποίησή του οδηγεί σε μια πραγματική διεκδικητική εκτίναξη. Η ανακοπή της από τη βασιλική εκτροπή θα οδηγήσει στις περίφημες 70 ημέρες των Ιουλιανών, την κορύφωση του συγκρουσιακού κύκλου και στη συνέχεια στη φθορά του, που θα οδηγήσει και στη δικτατορία. Φυσιολογικά και αναπόδραστα; Απερίφραστα, όχι. Ο ρόλος της πολιτικής υπήρξε και πάλι καθοριστικός. Στην κρίσιμη συγκυρία της περιόδου μετά τα Ιουλιανά, και σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί το 1961, η δυναμική του διεκδικητικού κινήματος δεν θα βρει επαρκή πολιτική στόχευση. Δεν θα τεθεί καθεστωτικό και αντ' αυτού θα καταβληθεί προσπάθεια ώστε το κίνημα να περιχαρακωθεί στο ουτοπικό αίτημα περί περιορισμού του βασιλικού θεσμού στα συνταγματικά όρια. Ο εμπρόθετος εφησυχασμός τελικά θα διευκολύνει την επιβολή της δικτατορίας.

Τα πλούσια πολιτικά συμπεράσματα εξακολουθούν να είναι επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας.



Η πρόσληψη των ιδεών του ‘68 στην Ελλάδα

και η εκδοτική παραγωγή

Του Γιώργου ΜΕΡΤΙΚΑ

Σαράντα χρόνια μετά το ’68, το ενδιαφέρον, περισσότερο από κάθε τι άλλο, κεντρίζεται από τη μετάδοση των εμπειριών της συμμετοχής στο επαναστατικό ρεύμα του τότε, από μια επική αφήγηση θα λέγαμε των συμβάντων της εποχής. Στη συνέχεια, ο καθένας μας, σαν μια πρόσθετη επίκτητη ανάγκη, προσπαθεί να τα εκλογικεύσει, να τα συνδυάσει με τις πλέον πρόσφατες εμπειρίες του, σαν μια άσκηση αυτογνωσίας, σαν ένα μπούσουλα που συνδέει το παρελθόν και το παρόν του. Εάν κάνουμε μια σύντομη νοερή αναδρομή στις δεκαετίες που πέρασαν, θα θυμηθούμε ότι η πραγματικότητα της κάθε εποχής επέβαλε και μια διαφορετική ηγεμονική ερμηνεία των γεγονότων του ‘68. Σήμερα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα περισσότερα έχουν λεχθεί· επιμέρους πτυχές ίσως απαιτούν πιο διεξοδική ανάλυση και καταγραφή. Ωστόσο, με τον άλφα ή βήτα τρόπο όλοι εντάσσουμε σε κάποια θεώρηση του παρόντος το επαναστατικό ρεύμα του ‘68. Τίποτε δεν είναι πιο αληθινό αλλά και πιο ψευδές. Πέραν του ότι αυτό διαψεύδεται από την ιστορικιστική προηγούμενη πρόταση περί διαφορετικών ερμηνειών μέσα στις δεκαετίες, έχω την αίσθηση ότι ένα μεγάλο ρεύμα, πρωταγωνιστικό στην εποχή του ’68, μάλλον θα χλεύαζε και αναμφίβολα θα έριχνε ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση σε όποιον τολμούσε να εκφέρει τέτοιες θεωρησιακές κρίσεις, που μυρίζουν γραφειοκρατία. Αναφέρομαι κυρίως στον αναρχισμό του ‘68, με την ευρύτερη έννοια που του προσδίδει και ο Χομπσμπάουμ. Είναι το ρεύμα που εξιδανίκευσε την επαναστατική στιγμή, το υπαρξιακό επαναστατικό βίωμα του εδώ και τώρα, μια υπαρξιακή στάση που έμμεσα ή άμεσα διαπερνά όλους τους σχηματισμούς της εποχής.

Εάν η μία πηγή για το ‘68 είναι η μαρτυρία των ζωντανών πρωταγωνιστών της, η άλλη παραμένει ο γραπτός λόγος: βιβλία, περιοδικά, προκηρύξεις και όλα τα συναφή. Το θέμα της έντυπης διάδοσης των ιδεών του ‘68 στην Ελλάδα, και βέβαια η τύχη τους, είμαι σίγουρος ότι στους περισσότερους μάλλον είναι οικείο και ασφαλώς ο καθένας θα είχε να συμβάλλει με την προσωπική εμπειρία του σε σημαντικές πλευρές της διερεύνησής του.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης έγκειται στο ότι το ‘68, η περίοδος εν πάση περιπτώσει των μεγάλων αναταράξεων και πολιτισμικών ανατροπών, που διαπέρασε με τον άλφα ή βήτα τρόπο τις κυριότερες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου και όχι μόνο, βρίσκει τον ελλαδικό χώρο στο καθεστώς της δικτατορίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι φανερό ότι η επιρροή όσων ιδεών κατακλύζουν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και όσων συγκρούσεων λαμβάνουν χώρα σ’ αυτές, ακολουθούν μια τεθλασμένη πορεία σε σχέση με τις βασικές αναζητήσεις την ίδια περίοδο εδώ, σε μαζική τουλάχιστον κλίμακα. Παρ’ όλα αυτά, δύο παράγοντες λειτουργούν ευεργετικά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο πρώτος, η χρεοκοπία της αριστεράς και της ηγεμονικής προδικτατορικά διανόησης. Ο δεύτερος, η ίδια η αδαημοσύνη των λογοκριτικών μηχανισμών της χούντας. Ένα σημαντικό πνευματικό δυναμικό που είχε αποδεσμευτεί από την εποχή της ΕΔΑ, νέοι ως επί το πλείστον διανοούμενοι, λειτούργησε καταλυτικά προς την κατεύθυνση της διάδοσης αυτών των ιδεών, με τη δημιουργία κάποιων ιστορικών εκδοτικών οίκων. Στην προσπάθεια αυτή εκμεταλλεύτηκε στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα παραθυράκια που ανοίγονταν από την απαιδευσία των κάθε λογής καραβανάδων. Ο Λουκάς Αξελός, των εκδόσεων «Στοχαστής», έχει κάνει τη σωστή παρατήρηση ότι η περίοδος αυτή είναι μια από τις ελάχιστες εκείνες, όπου η με ίσους όρους κυκλοφορία των ιδεών είναι σχεδόν γεγονός.

Ασφαλώς ο «Κάλβος», μια συλλογική προσπάθεια με πρωταγωνιστή τον Γ. Χατζόπουλο, ήταν η πρώτη και σημαντικότερη ίσως τέτοια προσπάθεια. Κι αυτό γιατί δημιούργησε έναν πυλώνα πνευματικών έργων που ανίχνευαν σε κοινωνιολογικό και πολιτικό επίπεδο τις σύγχρονες ανατροπές με έναν καινοτόμο τρόπο, πρωτοποριακό και για τα μέτρα του σήμερα. Από το 1968 που ιδρύθηκε μέχρι το 1971, είχε δημοσιεύσει τα κοινωνιολογικά έργα των Μπάρναμ, Μιλς, Βέμπερ, Αρόν, Ναβίλ, Κόλκο και Χορκχάιμερ. Τον Ιούνιο του 1970 εκδίδει το μείζον έργο του Μαρκούζε (και το πρώτο στην ελληνική γλώσσα) |Έρως και πολιτισμός|, ενός από τους ήρωες του ‘68. Συγχρόνως, από το 1969, εποχή κατάργησης της προληπτικής λογοκρισίας, αναλαμβάνει την έκδοση του |Σύγχρονου Κινηματογράφου|.

Με την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1969, δραστηριοποιούνται και μια σειρά ακόμη εκδοτικών οίκων: Οι «Νέοι στόχοι», που το 1971 δημοσιεύουν το βιβλίο των Π. Φρανκ και Ε. Μαντέλ |Δυο μελέτες για το γαλλικό Μάη του ‘68|. Οι «Εκδόσεις ‘70, πλανήτης» του σεμνότατου Παλαιολόγου, με τον Σαρτρ, |Τι είναι λογοτεχνία;|, τον Λούκατς, |Προβλήματα οντολογίας και πολιτικής|, και τον Χάμπερμας, |Τεχνική και επιστήμη σαν ιδεολογία|, αλλά πρωτίστως τον Λαφάργκ και το |Δικαίωμα στην τεμπελιά|.

Το 1972, ο Νίκος Μπαλής και ο Χρήστος Κωνσταντινίδης εκδίδουν από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» το κλασικό έργο του Γκυ Ντεμπόρ |Η κοινωνία του θεάματος|. Ακολουθεί από τους ίδιους το βιβλίο του Ντ. Κον Μπεντίτ |Αριστερισμός. Το φάρμακο στη γεροντική αρρώστια του κομμουνισμού|.

Είναι η περίοδος κατά την οποία οι εκδοτικοί οίκοι κυριολεκτικά φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και λίγο πολύ αξιοποιούν το ρεύμα των ιδεών του ‘68: ο «Μπουκουμάνης» με τον Έρχ Φρομ, τον Βίλχελμ Ράιχ και την αντιαυταρχική εκπαίδευση· ο «Ράππας» που δημοσίευσε Φουκώ, Καστοριάδη, Ζακ Μονό, την αντιψυχιατρική του Κούπερ και του Λαινγκ, Γκουατταρί και Ντελέζ, Ράιχ, Φρέιρε και ασφαλώς τον Ανρί Λεφέβρ, στον οποίο και οι καταστασιακοί οφείλουν τις μείζονες ενοράσεις τους· επίσης είναι ο «Επίκουρος», ο Βαμβαλής, ο οποίος μετέφρασε ένα μεγάλο μέρος φροϋδικών δοκιμίων, αλλά και τον |Μετασχηματισμό της δημοκρατίας| του Γιοχάνες Ανιόλι· είναι ο «Κούρος», με το περιοδικό και τις εκδόσεις, ο «Βέργος» και βέβαια το |Πάντερμα| ή |Παντέρμα|, όπως μου πήγαινε εμένα να τονίζω το περιοδικό του Λεωνίδα Χρηστάκη. Υπάρχει ωστόσο κι ένα βιβλιαράκι που από μόνο του έκανε ξεχωριστή καριέρα· το συναντούσες σ’ όλους τους κύκλους, κύκλους εν πολλοίς ανταγωνιστικούς και πολεμικούς, συντηρητικούς και ριζοσπαστικούς, ακόμη και σε μικροαστούς καθώς πρέπει. Το προμηθεύτηκα από τον Νικολάκη στη Βικτώρια, τον βασικό μου προμηθευτή βιβλίων για αρκετά χρόνια, με το ιστορημένο πια καροτσάκι του· ήταν το |Άκου ανθρωπάκο| του Ράιχ, που ο Πέτρος Κυπριωτέλης με τις εκδόσεις «Πύλη» είχε τη φαεινή ιδέα να παρουσιάσει.

Κι ερχόμαστε στην περίοδο της μεταπολίτευσης, όταν γίνεται η μεγάλη έκρηξη των ιδεών. Εμφανίζεται ο Γαρμπής με τον «Ελεύθερο τύπο», ο οποίος και σηκώνει το κύριο βάρος της έκδοσης αναρχικού βιβλίου. Μπακούνιν, Κροπότκιν, Προυντόν, Γκολτμάν, Μπούκσιν, Μαλατέστα, Νετσάγεφ, Στίρνερ, Ράιχ, κοντολογίς όλα τα άνθη του κακού συνωστίζονται στους τίτλους του, μαζί με τον Σάντε Νοταρνικόλα της |Αδύνατης απόδρασης|. Ο Λεωνίδας Χρηστάκης αναλαμβάνει την αντικουλτούρα με το |Ιδεοδρόμιο| και τις «Εκδόσεις της μη άμεσης επανάστασης», όπου εκδίδει Κέρουακ, Νταλί, Γκίνσμπεργκ, Μπακού, και ανάμεσα στ’ άλλα το ποιητικό αριστούργημα του Αντώνη Ταβάνη |Ωδή στο Κερατοχώρι και παράλληλος θρήνος στο Λευτέρη|. Η Διεθνής Βιβλιοθήκη συνεχίζει την παραγωγή ανάλογων βιβλίων, δημοσιεύει τα απομνημονεύματα του μπαρμπα-Στίνα, κι εκδίδει το |Πεζοδρόμιο|. Ο Νίκος Μπαλής από την πλευρά του βγάζει τον |Μαύρο ήλιο|. Θα ήταν παράλειψή μου να μην μνημονεύσω τον |Κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι|, σαν ένα από τα πρώτα αναρχικά περιοδικά της μεταπολίτευσης, που αν δεν με απατά η μνήμη μου εκδόθηκε από τα παιδιά που ίδρυσαν το βιβλιοπωλείο «Χταπόδι» ή «Οκτάπους» και διαλύθηκε σύντομα, μια και όλοι όσοι πέρναγαν από κει απαλλοτρίωναν κάποια από τα προς πώληση βιβλία.

Δίπλα στην αναρχική βιβλιοπαραγωγή ακολουθεί η νεομαρξιστική, όπως αποκλήθηκε τουλάχιστον, με εκδότες σαν τον Θανάση Χαρμάνη του «Ύψιλον», ο οποίος θα μας δώσει μια σειρά σημαντικών έργων από τη Σχολή της Φραγκφούρτης και από τους καταστασιακούς, και θα καινοτομήσει με την έκδοση του περιοδικού |Χάρτης|. Η παρέα του Χαλανδρίου θα ξεκινήσει τις |Σημειώσεις| κι ο Λυκιαρδόπουλος τον «Έρασμο». Δεν θα θελα να συνεχίσω παραθέτοντας ένα μακροσκελή κατάλογο εκδοτών και συγγραφέων που πλημμύρισαν την αγορά. Περιορίζομαι λοιπόν να πω ότι αρκετοί από μεγάλους ή μικρούς σήμερα εκδότες συμμετείχαν ενεργά και στήριξαν τη δραστηριότητά τους στο πνεύμα του ‘68. Ωστόσο, το χρώμα της εποχής το δίνουν τα άπειρα φυλλάδια και περιοδικά, που η εφήμερη ύπαρξή τους είναι απόδειξη της επιθυμίας για αυτοέκφραση.

Θα ήταν παράλειψή μου όμως να μην αναφερθώ στο ρεύμα της μαοϊκής αριστεράς και των παραφυάδων της, που βρισκόταν πλάι πλάι με το αναρχικό ρεύμα, αλλά και σήκωσε το βάρος μερικών από τις πιο σημαντικές θεωρητικές παρεμβάσεις της εποχής. Με στραμμένο το βλέμμα κυρίως προς τη γεωπολιτική πραγματικότητα και την έξαρση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, άνοιξε την προβληματική γύρω από τη φύση τόσο των κομμουνιστικών καθεστώτων όσο και γύρω από τη θέση της Ελλάδας στη συνάφεια της παγκόσμιας τάξης. Ο Σαρλ Μπετελέμ, ο Πωλ Σουήζυ, ο Σαμίρ Αμίν είναι οι κεντρικές θεωρητικές φιγούρες αυτού του ρεύματος.

Ωστόσο, κι εδώ η αντιιεραρχική αμφισβήτηση και το πνεύμα του αναρχισμού είναι εμφανή, και αφήνουν τα σημάδια τους ακόμη και στην ίδια την πρόσληψη της πολιτιστικής επανάστασης.

Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος που ασπάζεται το ‘68 διαχωρίζεται κάθετα από τον κόσμο της κομμουνιστικής και εν γένει της αριστερόφρονης διανόησης. Οι αριστεροί εκδοτικοί οίκοι δεν διανοούνταν καν να κυκλοφορήσουν κάποια από τα ονόματα που προανέφερα. Αν θέλουμε λοιπόν να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή, θα λέγαμε ότι αυτή βρίσκεται κατά βάση ανάμεσα στην εν γένει κομμουνιστική αριστερά και στο νεολαιίστικο κίνημα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, που επηρεάζεται από τις ιδέες του ‘68. Τι είναι αυτό που διαχωρίζει τα δύο στρατόπεδα; Αρκεί ν’ αναλογιστούμε ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής, ο μίτος που διαπερνά όλους αυτούς τους συγγραφείς που υπήρξαν οι ήρωες των ιδεών που κορυφώθηκαν στον Μάη του ‘68. Στο σύνολό τους ασκούν μια καταλυτική κριτική στο ηγεμονικό λογοκρατικό υπόδειγμα. Η εστίαση στην κριτική του υποκειμένου και του Λόγου, με όλες τις ακαμψίες τους και κατά συνέπεια στην καταστολή των ορμέμφυτων, είναι ο μίτος που συνέχει το κίνημα της αμφισβήτησης, τόσο του αστικού όσο και του εργατικού υποκειμένου. Στο σύνολό τους αυτοί οι συγγραφείς, σε αντιστοιχία με το εξεγερσιακό ρεύμα της εποχής, επιτέθηκαν κατά μέτωπο ή ξεσκέπασαν τις αναστολές και το υπόβαθρο της πολιτισμικής συγκρότησης του καπιταλισμού, έχοντας ως ορίζοντά τους την απελευθέρωση και την ειρήνευση της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αντίθεση με αυτή την κατεύθυνση, η αριστερά παρέμεινε δέσμια του λογοκρατικού υποδείγματος, ίσως και μόνη της, αφού ήδη αυτό το υπόδειγμα είχε χάσει τους φυσικούς φορείς του, την περίφημη μεσοαστική φιλελεύθερη τάξη του προτεσταντισμού.

Είναι βέβαιο ότι ελάχιστες από τις ιδέες που κυριάρχησαν την εποχή εκείνη ήσαν καινοφανείς. Και πότε εξ άλλου συνέβη κάτι τέτοιο; Ασφαλώς και αν ξύσουμε λίγο τους καταστασιακούς θα βρούμε από κάτω τον Φόυερμπαχ· ασφαλώς και πίσω από τη σχολή της Φραγκφούρτης βρίσκεται η μεγάλη γερμανική φιλοσοφική παράδοση· και είναι σίγουρο ότι το πρόταγμα του Φουκώ περνά από τον Νίτσε για να φθάσει ίσαμε την απαρχή των νεότερων χρόνων, με τον Ντεκάρτ και την ανακάλυψη της βούλησης. Ωστόσο, καθοριστικό είναι το χρώμα με το οποίο ντύνονται κάθε φορά οι ιδέες και οι δρώντες που αναλαμβάνουν την πραγμάτωσή τους.

Εδώ, επανέρχομαι εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Ο γαλλικός Μάης αλλά και το ‘68 είχαν σαν υπόβαθρό τους την αυτοέκφραση και την αυτοπραγμάτωση. Αυτοί οι δύο άξονες αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό αλλά και το πιο τρωτό σημείο του ‘68. Έχω τη γνώμη ότι κάπου εδώ βρίσκεται και ένα μεγάλο μέρος της αυτογνωσίας όσων χαρακτήρισαν το πνεύμα αυτής της εποχής, αφού μέσα στην ειλικρινή πίστη για την επανάσταση και στην αδιαφορία για το αύριο υποφώσκει η αυτογνωσία των πρωταγωνιστών για το τι τύχη μπορεί να έχει η εξέγερσή τους. Εμείς, στην τέταρτη δεκαετία μετά το ’68, μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι εδώ έδρασε η ετερογονία των σκοπών. Μ’ άλλα λόγια, οι αρχές και οι ιδέες διαχωρίστηκαν από τη συγκεκριμένη ενότητα της σύνθετης διανοητικής δομής και της συγκεκριμένης ιστορικής κατάστασης, κι έτσι έγινε εύκολο να εφαρμοστούν σε εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, ουσιαστικά να μεταστοιχειωθούν στο ακριβώς αντίθετο. Ο ηδονισμός, μια σημαντική συνιστώσα της εποχής, μεταστοιχειώθηκε στον υλιστικό ηδονισμό, στον καταναλωτισμό, ενώ αποτελούσε την άρνησή του. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για το φαντασιακό στοιχείο, το οποίο ανέτρεψε άρδην όλο το πολιτιστικό αξιολογικό σύστημα στο οποίο στηριζόταν ο αστικός κόσμος, σε μια κλίμακα χωρίς προηγούμενο. Η φαντασία, μέσω της διαφήμισης, αποτελεί σήμερα το κατ’ εξοχήν όργανο χειραγώγησης πληθυσμών και διάδοσης ευδαιμονιστικών τρόπων ζωής.

Η αλήθεια είναι ότι η επίθεση που έγινε στο εποικοδόμημα ήταν τόσο καταλυτική, ώστε ανέτρεψε την ίδια τη μορφή της πολιτικής εξουσίας, τη δομική συγκρότηση των τάξεων, και επηρέασε την ίδια τη λογική της παραγωγής: έφερε στο προσκήνιο τη μαζική δημοκρατία, Το τι προηγήθηκε και τι επακολούθησε, αν προηγήθηκαν αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική σφαίρα για να επακολουθήσουν οι αλλαγές στο αξιακό πολιτιστικό σύστημα, είναι αναμφίβολα ένα ζήτημα.

Αυτή είναι και μια σύντομη απάντηση στον Ρίτσαρντ Βόλιν ο οποίος στις |Πηγές του ανορθολογισμού| θέλησε να εδραιώσει την άμεση συνέχεια του φασιστικού ανορθολογισμού με το ανατρεπτικό ρεύμα του γαλλικού Μάη και όσους θεωρητικούς μνημονεύσαμε. Δυστυχώς γι΄ αυτόν, το πέρασμα στη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι μια ανέξοδη ιστορία. Παρά τα όσα έχουν ειπωθεί περί του αντιθέτου, οι μεταστοιχειωμένες ιδέες του Μάη συνεχίζουν να ‘ναι μια ενοχλητική αντινομία, ένα στοιχειό, που καθιστά αδύνατη τη συγκρότηση μιας συνεκτικής νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Αυτή ίσως είναι και η εκδίκησή του.

Ο Γιώργος Μερτίκας είναι μεταφραστής



Καμιά Άνοιξη δεν είναι τελικά χαμένη

Του Άλκη ΡΗΓΟΥ


Η απροκάλυπτη βία των κατασταλτικών μηχανισμών της δικτατορίας, η στρατοκρατική λογική του "αποφασίζομεν και διατάσσομεν", ο παρωχημένος ιδεολογικός λόγος της "Ελλάδος των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών", μπορεί να επιβλήθηκαν με την βία των όπλων αλλά δεν ήταν σε θέση βέβαια να ανακόψουν τις βαθύτερες διεργασίες που συντελούνταν μέσα στην "Κοινωνία των Πολιτών" -με την Γκραμσιανή έννοια του όρου- όλη τη δεκαετία του 1960 σε πολιτικό, κοινωνικό και κυρίως πολιτιστικό επίπεδο, όσο και αν κατόρθωσε βέβαια να περιορίσει την πληθυσμιακή τους εμβέλεια, βοηθούσης και της οικονομικής άνθησης των πρώτων δικτατορικών χρόνων.

Μέσα σ' αυτό το πνιγηρό πλαίσιο, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται το 1968 αντιμέτωπη με τα ελευθεριακά μηνύματα τής, σε πλανητική κλίμακα, εξεγερσιακής διαδικασίας, που περιγράψαμε προηγούμενα.

Η στενοκέφαλη λογοκρισία του καθεστώτος, χρησιμοποιώντας και το νέο και πλήρως ελεγχόμενο μέσο των δυο τηλεοπτικών καναλιών, της ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ, προβάλλει όλα αυτά έντονα -με εξαίρεση προφανώς την αυτοπυρπόληση του Κώστα Γεωργάκη που πληροφορηθήκαμε από τις ελληνικές εκπομπές των δυτικών ραδιοσταθμών- ως αναρχούμενες και μηδενιστικές πράξεις, αντιπαραβάλλοντάς τα με την "τάξη και ησυχία" που εκείνη έχει επιβάλλει στη χώρα, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι μπορεί αυτή η προπαγανδιστική λογική να επιδρούσε στα συντηρητικά μικροαστικά στρώματα, λειτουργούσε όμως τελείως διαφορετικά ανάμεσα στους νέους ιδίως τους φοιτητές και τους διανοουμένους. Πολύ περισσότερο που και οι ελληνικές εκπομπές από τη Δυτική Ευρώπη πολλαπλασίαζαν τις ειδήσεις των γεγονότων που συγκλόνιζαν τον κόσμο, αλλά και οι εφημερίδες, κυρίως |Το Βήμα, Τα Νέα| και το |Έθνος|, όσο μπορούσαν με αφιερώματα πρόβαλαν τα αιτήματα, τα συνθήματα αλλά και τα αίτια της "Εξέγερσης των νέων" (τίτλος σειράς άρθρων του |Βήματος|) και ή της "Προδομένης νεολαίας" (τίτλος σειράς άρθρων του Μηνά Παπάζογλου στα |Νέα|. Μιας εξέγερσης που εκπορεύονταν μάλιστα από τις ίδιες ακριβώς διακεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες.

Οι δυναμικές επιδράσεις όλων αυτών -άμεσες και έμμεσες- λειτουργούν καταλυτικά στη σφαίρα αυτοσυνείδησης των νέων ανθρώπων και ιδιαίτερα των φοιτητών, στην ανάγκη να δημιουργήσουν τις δικές τους νέες αντιδικτατορικές συλλογικότητες, να δράσουν και αυτοί. Επιδράσεις που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στο χώρο των Δημόσιων Πανεπιστημίων, με τη σχετική ελευθερία που από την ίδια τη φύση τους αυτά περικλείουν: την κοινή ζωή στους ίδιους χώρους, την ελευθερία διαχείρισης του χρόνου, χωρίς οικογενειακές και άλλες δεσμεύσεις και περιορισμούς, το στιλ ζωής, το ντύσιμο, τους τρόπους διασκέδασης, τα κοινά μουσικά ακούσματα και τόσα ακόμη που συνθέτουν την φοιτητική καθημερινότητα, σε συνάρτηση με την απότομη μαζικοποίηση των ΑΕΙ και τη μετατροπή τους από παραδοσιακά κέντρα εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας και κατανομής ειδικευμένου προσωπικού στην παραγωγή, σε μια ακόμη εστία εξουσίας, όπου στο εσωτερικό της διεξάγεται και δεν αντανακλάται απλά η κοινωνική πάλη.

Την ίδια εποχή, που λόγω ευρωπαϊκών πιέσεων η Χούντα υποχρεώνεται να καταργήσει και την προληπτική λογοκρισία το 1969, και τον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων το '70, οι δημιουργοί παύουν την σιωπή τους με τα |18 Κείμενα| και τα |Νέα Κείμενα|, που ακολουθούν τη συγκλονιστική ηχογραφημένη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη, τις δημόσιες εκδηλώσεις της ΕΜΕΠ και της ΕΚΙΝ, ενώ τα βιβλιοπωλεία κατακλύζονται από ένα κύμα εκδόσεων που όμοιό του είχε να δει η χώρα από την περίοδο της κατοχής, αρκεί να σημειώσουμε πως σε διάστημα μόνο δέκα μηνών το 1970 ιδρύθηκαν πάνω από τριάντα εκδοτικοί οίκοι και εκδόθηκαν πάνω από δυο χιλιάδες τίτλοι σύγχρονου κυρίως αριστερού και αμφισβητησιακού προβληματισμού, αλλά και κλασικών, καθώς και τα πρώτα αντιδικτατορικά περιοδικά |Προσανατολισμοί|, |Πολιτικά Θέματα|, |Νέοι Στόχοι|, |Συνέχεια|, καθώς και το πρώτο και μοναδικό τεύχος, λόγω επέμβασης εδώ της δικτατορίας, του |Αντί|. Ανάμεσά τους το συλλογικό "Φοιτητική Δύναμη", του Φ. Χαλινταίη |Η εμπειρία από το διεθνές φοιτητικό Κίνημα|, καθώς και το κλασικό εκείνο και προκλητικό του Κον Μπετίτ.

Όλα αυτά δημιουργούν νέες δυναμικές, ιδιαίτερα αισθητές στο ιδεολογικό πεδίο, μέσα από τα φίλτρα του οποίου περνούν τα ελευθεριακά μηνύματα από το εξωτερικό και δένονται με τα μηνύματα από τα μέσα: δράση οργανωμένης αντίστασης, απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου και καταδίκη σε θάνατο του Αλέκου Παναγούλη, βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξαφανίσεις, δολοφονίες, αποπομπή της χώρας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, στρατόπεδα συγκέντρωσης, τόποι εξορίας, παλιών και νέων αγωνιστών. Ανάμεσά τους δεκάδες διαγραφές φοιτητών/τριών από τις Σχολές για "αντεθνική δράση", εκατόν σαράντα καταδίκες από έκτακτα στρατοδικεία φοιτητών/τριών και μιας δεκάδας πανεπιστημιακών, με πρώτο τον βομβιστή-δάσκαλο Σάκη Καράγιωργα.

Η διάσπαση του ΚΚΕ, η αναγνώριση και οι φιλικές σχέσεις του καθεστώτος με τις χώρες του αυτοαποκαλούμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού", η έναρξη διπλωματικών σχέσεων με την Λαϊκή Κίνα, και κυρίως η βίαιη καταστολή της απόπειρας ενός "κομμουνισμού με ανθρώπινο πρόσωπο" που επιχειρούσε το ΚΚ της Τσεχοσλοβακίας, δημιουργούν ένα νέο, κριτικό, βαθιά ανανεωτικό αριστερό κίνημα πολιτικής ανυπακοής, ηθικής προσωπικής και συλλογικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας, δράσης και θυσίας, που λειτουργεί ως φωνή συνείδησης για τα ευαίσθητα τμήματα της νεολαίας και των διανοουμένων, σε όλα τα επίπεδα δημιουργίας και στάσης. Δημιουργούν, από τη σκοπιά μιας γενικής θεωρίας των πολιτικών δυνάμεων, ένα δυνάμει ανεξέλεγκτο κράμα, μια πολιτική διαθεσιμότητα ενός νέου πολιτικού Υποκειμένου, άμεσης δράσης.

Άμεσο τέκνο όλων αυτών των ελευθεριακών διεργασιών, και του Λόγου που εκπέμπουν, δεμένων οργανικά με τις εσωτερικές ανάγκες και αγώνες -όπως συνέβη άλλωστε σε κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό σχηματισμό παντού του πλανήτη- αποτελεί το ακηδεμόνευτο αριστερό Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα, που συνεχίζει με νέους πρωτόγνωρους τρόπους άμεσο-δημοκρατικής οργάνωσης και φανερής, αντιδικτατορικής, επώνυμης και υπεύθυνης δράσης πολιτικής ανυπακοής, τους προδικτατορικούς αγώνες της γενιάς του 15% για την Παιδεία, του 1-1-4, των Λαμπράκηδων. Οι καταλήψεις της Νομικής, του Πολυτεχνείου και όλων των επαρχιακών ΑΕΙ το '73, και όσα αυτές περικλείουν ως αιτήματα, τα συνθήματα, καθώς και όσα επακολούθησαν όλη τη δεκαετία του '70 στους πανεπιστημιακού χώρους, είναι ακριβώς ο δικός μας συγκρουσιακός κύκλος, η δική μας συμβολή στο αμφισβητησιακό κίνημα.


Tα κινήματα της πόλης


Του Κάρολου-Ιωσήφ ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΥ

Αν και η ύπαρξη κινημάτων της πόλης ξεκινά ήδη από το 19ο αιώνα, στη φάση του μεγάλου κύματος αστικοποίησης που έφερε η βιομηχανική επανάσταση, η μεγάλη ανάπτυξη των κινημάτων της πόλης στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού πραγματοποιήθηκε τις δεκαετίες του ’60 και ’70 και συνδέθηκε με τον ένα ή άλλο τρόπο με τις εξεγέρσεις του ’68. Τα κεντρικά ζητήματα της κριτικής των κινημάτων της πόλης κινήθηκαν γύρω από θέματα αφενός συλλογικής κατανάλωσης και κοινωνικού κράτους, και αφετέρου αστικού περιβάλλοντος, ποιότητας ζωής και ελέγχου του αστικού χώρου.
Συλλογική κατανάλωση και κοινωνικό κράτος


Στο πλαίσιο του φορντιστικού τρόπου ρύθμισης, το κράτος διείσδυσε στα θέματα της κοινωνικής αναπαραγωγής, πολιτικοποιώντας τα θέματα της καθημερινής ζωής και της συλλογικής κατανάλωσης. Η κρατική παρέμβαση στο χώρο της κοινωνικής αναπαραγωγής προκάλεσε δύο ειδών κριτικές από τα κινήματα της πόλης. Από τη μια αναπτύχθηκαν αιτήματα για μια ευρύτερη ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, που αναδείκνυαν τα ελλείμματά του, και από την άλλη αμφισβητήθηκε η δυνατότητα του κράτους να καθορίζει, μέσα από γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, την καθημερινή ζωή των πολιτών, τυποποιώντας τις ανάγκες τους και κανονικοποιώντας τις συμπεριφορές τους. Οι κριτικές αυτές, αν και μεταξύ τους φαινομενικά αντιφατικές, σε αρκετές περιπτώσεις συνδυάστηκαν από τα κινήματα της πόλης.

Το πιο σημαντικό παράδειγμα τέτοιου συνδυασμού ήταν η αποκαλούμενη «εξέγερση» των κοινοτήτων, στα γκέτο των πόλεων των ΗΠΑ, κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στις ΗΠΑ, η μεταπολεμική μερική εγκατάλειψη της πολιτικής του New Deal, σε συνδυασμό με τη μαζική αγροτική έξοδο των μαύρων από τις φυτείες του νότου και την εγκατάστασή τους στις βιομηχανικές πόλεις του βορά, δημιούργησαν εκρηκτικές συνθήκες στα γκέτο. Στις πόλεις, οι μαύροι δεν είχαν πρόσβαση σε θέσεις αξιοπρεπούς εργασίας και η επιβίωσή τους ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις παροχές του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, το κράτος δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Οι παροχές δεν επαρκούσαν, ενώ η στάση της γραφειοκρατίας ήταν ρατσιστική. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι μαύροι των γκέτο οργανώθηκαν με την υποστήριξη του κινήματος των φοιτητών της νέας αριστεράς (Students for a Democratic Society) και φυσικά του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, που αποτέλεσε τη μήτρα όλων των σύγχρονων κινημάτων. Οι οργανώσεις των μαύρων κοινοτήτων συγκλόνισαν την αμερικανική πολιτική, διεκδικώντας όχι μόνο την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, αλλά και τη συμμετοχή στη διαχείρισή τους. Το κίνημα αυτό πέτυχε σημαντικά αποτελέσματα, βελτιώνοντας τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων μαύρων. Αν και σταδιακά πολλές από τις αρχικές οργανώσεις γραφειοκρατικοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν, το κίνημα των κοινοτήτων συνεχίζει, παρά τις διακυμάνσεις της δράσης του, να είναι μέχρι σήμερα παρόν.

Αστικός χώρος και αστικό περιβάλλον

Το ζήτημα του αστικού περιβάλλοντος, της ποιότητας ζωής και του ελέγχου του αστικού χώρου, αποτέλεσε έναν εξίσου σημαντικό άξονα δραστηριοποίησης των κινημάτων της πόλης. Στον καπιταλισμό, ο αστικός χώρος μεταλλάσσεται διαρκώς, προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες της εκάστοτε μορφής οικονομικής ανάπτυξης. Συχνά, οι μεταλλάξεις αυτές λαμβάνουν «βίαιο» χαρακτήρα, με έντονα αρνητικά αποτελέσματα στην ποιότητα της καθημερινής ζωής. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τις εξελίξεις στον αστικό χώρο χαρακτήρισαν: η ανάπτυξη του οδικού δικτύου, εντός και περιμετρικά των πόλεων, προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες κυριαρχίας της ατομικής μηχανοκίνητης μετακίνησης, η ανάπτυξη των προαστίων και η οικιστική εγκατάλειψη του κέντρου, στο οποίο παρέμειναν μόνο τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η απομάκρυνση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων από το κέντρο των πόλεων και η εγκατάσταση σε αυτό του αναπτυσσόμενου τομέα των υπηρεσιών.

Τα κινήματα της πόλης εναντιώθηκαν σθεναρά στα τεράστια κρατικά προγράμματα «εξυγίανσης» των παρακμασμένων περιοχών του κέντρου των πόλεων, καθώς επίσης και στα έργα κατασκευής βασικών υποδομών, όπως λεωφόρων και αστικών αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων κλπ., και διεκδίκησαν τον έλεγχο του αστικού χώρου ως χώρου καθημερινής ζωής, στην υπηρεσία των αναγκών των κατοίκων. Για παράδειγμα, στη Γερμανία τα κινήματα των καταλήψεων των αρχών της δεκαετίας του ’70, που αποτέλεσαν άμεση συνέχεια της εξέγερσης του ’68, επιχείρησαν να σταματήσουν τη μαζική κατεδάφιση ολόκληρων γειτονιών, τη συνεπαγόμενη εκδίωξη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που κατοικούσαν εκεί και τη μετατροπή τους σε «γραφειουπόλεις», ενώ ταυτόχρονα επιδίωξαν τη διαμόρφωση εναλλακτικών μορφών καθημερινής συμβίωσης. Το μοντέλο της ήρεμης οικογενειακής ζωής κοντά στη φύση, που προβλήθηκε έντονα από την καθολική εκκλησία και προωθήθηκε κυρίως από τη χριστιανοδημοκρατία με την ανάπτυξη των προαστίων, καταγγέλθηκε από τα κινήματα ως μικροαστικό και στείρο, ενώ επιχειρήθηκε η αντιστροφή της «απαλλοτρίωσης» του αστικού χώρου από το κράτος και το κεφαλαίο.

Τα κινήματα της πόλης στην Ελλάδα

Τα κινήματα της πόλης αναπτύχθηκαν στην Αθήνα, ήδη από το μεσοπόλεμο, γύρω από θέματα κατοικίας. Η υπολειμματική πολιτική κοινωνικής κατοικίας οδήγησε στη μαζική λαϊκή αυτοστέγαση σε συνοικίες αυθαιρέτων και σε αγώνες για τον έλεγχο της ανάπτυξης και επέκτασης της πόλης. Τα κινήματα αυτά, αν και συχνά γνώρισαν την καταστολή, σταδιακά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ενσωματώθηκαν μέσα από κρατικές ρυθμίσεις και επεκτάσεις του σχεδίου της πόλης. Ωστόσο, η ανυπαρξία βασικών υποδομών σε πολλές συνοικίες και δήμους της πόλης οδήγησε κατά τη δεκαετία του ’70 στην ανάπτυξη τοπικών αγώνων από τους εξωραϊστικούς συλλόγους, ορισμένοι από τους οποίους παραμένουν ενεργοί μέχρι σήμερα. Τη δεκαετία του ’80 αναπτύχθηκαν κινητοποιήσεις σχετικά με το υποβαθμισμένο αστικό περιβάλλον. Το νέφος αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα, ωστόσο οι κινητοποιήσεις αυτές δεν είχαν διάρκεια και δεν κατάφεραν να φέρουν αποτελέσματα.

Στη δεκαετία του ’90 ξεκίνησε τη δράση του το κίνημα των ελεύθερων χώρων και της ποιότητας ζωής. Οι πολιτικές εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης του αστικού χώρου και «εκμετάλλευσης» των ελάχιστων ελεύθερων αδόμητων χώρων εντάθηκαν, σε μια πόλη με υπερβολικά ελάχιστους κοινόχρηστους χώρους και χώρους πρασίνου. Ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, οι πολιτικές αυτές έγιναν πιο επιθετικές. Πλήθος τοπικών αγώνων αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να αναπτύσσονται, προβάλλοντας συχνά μια διαφορετική αντίληψη για την πόλη, με βάση την οποία προτάσσονται οι αξίες χρήσεις και οι ανάγκες των πολιτών, ενάντια στην κυριαρχία της αγοραίας λογικής του κράτους και του κεφαλαίου. Ενίοτε η κριτική των τοπικών αυτών κινημάτων ριζοσπαστικοποιείται και λαμβάνει αντι-νεοφιλελεύθερη χροιά. Σημαντικό ρόλο στην ανάδυση και τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος αυτού διαδραμάτισαν τα δίκτυα μεταξύ των τοπικών οργανώσεων. Τέτοια είναι η Συντονιστική Επιτροπή Συλλόγων και Κινήσεων για την προστασία των Ελεύθερων Χώρων και την Ποιότητα Ζωής στην Αθήνα, η Συντονιστική Επιτροπή για τη Διάσωση της Παραλίας του Σαρωνικού και το πρόσφατα ιδρυθέν Παναττικό Δίκτυο Κινημάτων της Πόλης και Ενεργών Πολιτών.

Το κίνημα αυτό, ένα από σημαντικότερα σύγχρονα κινήματα στην Αθήνα, έχει ήδη επιτύχει ορισμένες νίκες, ενώ έχει αναγκάσει το σύνολο σχεδόν των τοπικών πολιτικών δυνάμεων να τοποθετηθεί στο ζήτημα των ελεύθερων χώρων και της ποιότητας ζωής. Η μελλοντική του πορεία θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την ικανότητά του να διατηρήσει την αυτονομία του.

Ο Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος είναι πολιτικός επιστήμονας



Το ομοφυλοφιλικό κίνημα της δεκαετίας του ‘70



Του Κωνσταντίνου ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η κινηματική εμπειρία του αμερικάνικου κινήματος της δεκαετίας του ’60 και του ευρωπαϊκού Μάη του ’68 έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάδυση νέων κινηματικών υποκειμένων. Πλάι στα παραδοσιακά ιστορικά κινήματα, όπως το εργατικό, το κομμουνιστικό κ.ά., εμφανίζονται στη δημόσια σφαίρα τα «νέα κοινωνικά κινήματα». Πριμοδοτώντας τον αυθορμητισμό, την προσωπική αυτονομία και τις άτυπες και χαλαρές μορφές οργάνωσης, τα κινήματα αυτά δραστηριοποιούνται στη βάση ενός μόνο θέματος. Παράγουν νέες ταυτότητες, εκφράζουν μια ορισμένη δυσπιστία για τα συνεκτικά ιδεολογικά στερεότυπα και αντιστέκονται στην αυξανόμενη παρέμβαση των διοικητικών αποφάσεων στην καθημερινή ζωή.

Τυπικό παράδειγμα «νέου κοινωνικού κινήματος» είναι το ομοφυλοφιλικό κίνημα. Αν και πυρήνες επικοινωνίας και διεκδίκησης υπάρχουν ήδη στις ΗΠΑ (Mattachine Society, Daughters of Bilitis), στη Γαλλία (Arcadie) και αλλού, από τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το ομοφυλοφιλικό κίνημα εμφανίζεται δυναμικά στη δημόσια σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Στις ΗΠΑ, συγκροτείται ύστερα από τα γεγονότα του Stonewall Inn, τον Ιούνιο του 1969. Το Stonewall Inn ήταν ένα μπαρ για ομοφυλόφιλους στην οδό Christopher, στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης. Τη νύχτα της 27ης Ιούνη 1969, οι θαμώνες του μπαρ ήρθαν αντιμέτωποι –για μια ακόμη φορά– με την αστυνομική αυθαιρεσία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια σειρά από επεισόδια και ταραχές, που διάρκεσαν περίπου τρεις μέρες. Παρόμοια μικροεπεισόδια γίνονταν όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι και μέχρι τη δημιουργία, μετά από ένα μήνα, του «Απελευθερωτικού Μετώπου Ομοφυλόφιλων» (Gay Liberation Front). Το GLF κινητοποιήθηκε ενάντια στους ιδιοκτήτες των gay-bars, οι οποίοι πλούτιζαν σε βάρος των ομοφυλόφιλων και συνεργάζονταν συχνά με την αστυνομία. Οργάνωσε δημόσιες συναντήσεις και εξέδωσε την εφημερίδα |Αποτέλεσμα|. Επίσης, οργάνωσε ημέρα ανοιχτής δράσης, για να πάρουν οι ομοφυλόφιλοι τον έλεγχο –από την αστυνομία– της οδού Christopher, μια μέρα που θα εμφανίζονταν ανοιχτά στους δρόμους ως ομοφυλόφιλοι. Το GLF υιοθέτησε το όνομά του από τους τότε εχθρούς του Αμερικάνικου Κράτους –τους Βιετ-Κόγκ. Ήταν μια αγωνιστική οργάνωση που γεννήθηκε και δραστηριοποιούνταν στους δρόμους. Τα συνθήματα «Έξω από την ντουλάπα και στον δρόμο», «Πες το δυνατά, είμαι ομοφυλόφιλος και περήφανος», «Δεν είμαι εγώ άρρωστος, άρρωστη είναι η κοινωνία που με αποκαλεί άρρωστο» φανέρωναν τον αγώνα του κινήματος εναντίον των ανδροκρατικών, αντί-ομοφυλοφιλικών αντιλήψεων. Το GLF χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ιεραρχικής οργάνωσης, μεγάλη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων, πολύωρες συνεδριάσεις χωρίς δομή και χωρίς προεδρείο. Πίστευε ότι όλοι οι ομοφυλόφιλοι, ανεξάρτητα από την τάξη στην οποία ανήκαν, είχαν πάνω από όλα ένα κοινό συμφέρον, που καθοριζόταν από την καταπίεσή τους. Ο πολιτικός λόγος, ο οποίος βασιζόταν στις προσωπικές εμπειρίες, δεν στόχευε στην καταδίκη της καταπίεσης στο εργοστάσιο ή στη δουλειά, αλλά της καταπίεσης «στο υπνοδωμάτιο». Οι άνδρες και οι γυναίκες ομοφυλόφιλοι δεν στόχευαν στη ριζική αλλαγή του κόσμου, αλλά στο ψάξιμο διαφόρων τρόπων για να βρει ο καθένας τη δική του γωνιά μέσα στη κοινωνία. Παράλληλα με το GLF δραστηριοποιούνταν και το CHE (Campaign for Homosexual Equality – Κίνημα για την Ισότητα των Ομοφυλόφιλων), το οποίο λειτουργούσε περισσότερο ως ομάδα πίεσης, αφού η φιλοδοξία του ήταν να κερδίσει θέσεις στις κατάλληλες επιτροπές και στους διαδρόμους της εξουσίας. Δεν υπήρχε η τάση για σύγκρουση με το κατεστημένο, αλλά πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει το σύστημα από μέσα.

Στη Γαλλία, η χρονολογία σταθμός του εκεί ομοφυλοφιλικού κινήματος είναι η 10η Μάρτη 1971, όταν ομοφυλόφιλοι, γυναίκες και άνδρες, επεμβαίνουν και διακόπτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή του RTL με θέμα «Ομοφυλοφιλία, αυτό το επώδυνο πρόβλημα». Κάτω από τον αντίκτυπο αυτού του γεγονότος, δημιουργήθηκε το «Ομοφυλοφιλικό Μέτωπο Επαναστατικής Δράσης» (Front Homosexuel d’Action Révolutionnaire), FHAR. Το FHAR διεκδικούσε την κατάργηση των νόμων που ενίσχυαν τις διακρίσεις σε βάρος των ομοφυλοφίλων, το δικαίωμά τους να μην κρύβονται και να μη ζουν μέσα στη ντροπή και την παρανομία, καθώς και το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της διαφορετικότητάς τους, χωρίς το φόβο των λεκτικών και φυσικών επιθέσεων. Η πολιτική κουλτούρα της οργάνωσης διαπνεόταν από ένα ελευθεριακό πνεύμα, το οποίο αντικατοπτριζόταν στον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης –άμεση δημοκρατία– και στην απόρριψη του «βεντετισμού». Το FHAR διοργάνωνε άτυπες γενικές συνελεύσεις, εντυπωσιακές πρωτοβουλίες και δράσεις, πρωτοστατώντας παράλληλα στη δημιουργία ομάδων και εφημερίδων. Τα μέλη του επιθυμούσαν να ζήσουν την ιδεολογία τους στο συγκεκριμένο, απορρίπτοντας τον ιατρικό, επιστημονικό και εκκλησιαστικό λόγο. Αμφισβητούσαν την ετεροφυλοφιλική ρυθμιστική τάξη και εκδήλωναν την ομοφυλοφιλική τους υπερηφάνεια, δίνοντας θετικό περιεχόμενο στην ταυτότητά τους. Διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλοι. Τα συνθήματα «Δεν είμαστε ποτέ αρκετά ομοφυλόφιλοι» και «Είμαστε ομοφυλόφιλοι και είμαστε υπερήφανοι» φανέρωναν τον προκλητικό χαρακτήρα και τις προτεραιότητες του FHAR. Από το 1974 το FHAR υποστασιοποιείται από το GLH (Groupe de Liberation Homosexuelle), το οποίο θα χωριστεί στη συνέχεια στο GLH–Groupe de base και στο GLH–Politique et Quotidien. Παράλληλα, δημιουργήθηκε η CUARH (Comite d’Urgence Anti-Repression Homosexuelle) και, κατόπιν, τα διάφορα κέντρα CGL (Centres Gay et Lesbien).

Στην Ελλάδα, η ιστορία του ομοφυλοφιλικού κινήματος ξεκινά με το ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας), το οποίο εμφανίστηκε με πρωτοβουλία ορισμένων διανοουμένων και φοιτητών, το 1977, προσπαθώντας να ανοίξει το θέμα της ομοφυλοφιλίας μέσα στην ελληνική κοινωνία. Την αφορμή για τη σύσταση του ΑΚΟΕ έδωσε το νομοσχέδιο «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», το οποίο επεξεργαζόταν η τότε κυβέρνηση, παρότι η αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στην Ελλάδα χρονολογείται ήδη από το 1950. Το νομοσχέδιο προέβλεπε, στην αρχική του μορφή, διώξεις των ομοφυλοφίλων, ακόμη και εξέταση των νεοσύλλεκτων στο στρατό. Το ΑΚΟΕ οργάνωσε μεγάλη εκστρατεία, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για να κινητοποιήσει τον κόσμο εναντίον του νομοσχεδίου και για να συλλέξει υπογραφές από Έλληνες και ξένους διανοούμενους. Μεταξύ αυτών που υπέγραψαν τη διαμαρτυρία του ΑΚΟΕ ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης, η Μελίνα Μερκούρη και ο Jean Paul Sartre. Το ΑΚΟΕ συστήθηκε στη βάση μιας ιδρυτικής διακήρυξης αρχών, λειτούργησε χωρίς πρόεδρο και εξέδωσε, την άνοιξη του 1978, το περιοδικό |Αμφί|, μέσω του οποίου διεκδίκησε επιθετικά την απελευθέρωση της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας. Η προκατάληψη όμως της ελληνικής κοινωνίας και του τότε κομμουνιστικού κόμματος δεν του επέτρεψε να αναπτυχθεί και διαλύθηκε σχετικά σύντομα, την άνοιξη του 1989.

Από τα μέσα του ’70 το ομοφυλοφιλικό κίνημα αλλάζει μορφή και γίνεται λιγότερο ριζοσπαστικό. Η οικονομική κρίση των Δυτικών κρατών, η παράλληλη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, η ικανοποίηση αρκετών αιτημάτων του κινήματος, η αναγνώριση της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας από ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, καθώς και η υιοθέτηση ενός τμήματος της επιχειρηματολογίας του από την Αριστερά, το αποδυνάμωσαν. Επίσης, οι οργανώσεις που το αποτελούν επιδίδονται περισσότερο στην άσκηση πίεσης στην πολιτική εξουσία για μεταρρυθμίσεις. Εντούτοις, το ομοφυλοφιλικό κίνημα, από τα μέσα του ΄90, ξαναβγαίνει στο προσκήνιο, διεκδικώντας νέα αιτήματα και συμμετέχοντας ανοιχτά και ενεργά σε διάφορες κινηματικές εκδηλώσεις.

Ο Κωνσταντίνος Κωστόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης




Μάης του ’68 και γυναικείο κίνημα

Του Νίκου ΤΣΙΚΡΙΚΗ

Τα γεγονότα του γαλλικού Μάη του ’68 είναι λίγο έως πολύ γνωστά, τόσο ως προς τις κινητοποιήσεις των φοιτητών όσο και ως προς την ευρύτερη και πολλαπλή συμμετοχή άλλων κοινωνικών κατηγοριών, τάξεων και πληθυσμιακών ομάδων. Σαν αποκορύφωμα αυτής της ευρύτερης συμμετοχής πρέπει να σημειώσουμε την πολιτική απεργία που συντάραξε για δύο ολόκληρες βδομάδες (13 – 27 Μάη) τη γαλλική κοινωνία και η οποία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη και μαζικότερη απεργία του 20ού αιώνα, χωρίς μάλιστα να κηρυχθεί επίσημα από τη CGT, τη Γενική Συνομοσπονδία Εργασία της Γαλλίας.

Ωστόσο, όσο δύσκολες και περίπλοκες να φαίνονται οι ερμηνείες γύρω από το γαλλικό Μάη, λόγω κυρίως των πολλών ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει σε σχέση με παλιότερα κοινωνικά κινήματα (εργατικά κατά κύριο λόγο), το σίγουρο είναι η «ώθηση» που έδωσε με την ορμή του στα πρωτοεμφανιζόμενα στην εκρηκτική δεκαετία του ’60 Νέα Κοινωνικά Κινήματα, όπως είναι το γυναικείο, το οικολογικό, το κίνημα των ομοφυλοφίλων κ.ά.. Ο Μάης του ’68 λοιπόν, σε συμβολικό αλλά όχι μόνο επίπεδο, θεωρείται από πολλούς η τομή για την εμφάνιση της λεγόμενης Νέας Αριστεράς, καθώς έφερε στο προσκήνιο μια αλλαγή, τόσο στον τρόπο δράσης όσο και στη θεματολογία των συζητήσεων και διεκδικήσεων μεγάλων τμημάτων της παραδοσιακής Αριστεράς. Μετατοπίστηκε έτσι το μέχρι τότε σχεδόν αποκλειστικό ενδιαφέρον της τελευταίας, από το εργατικό κίνημα και τις «καθαρά» μαρξιστικές αναλύσεις του ορθόδοξου μαρξισμού, προς νέα πεδία ταυτοτικών, μειονοτικών ή πολιτισμικών ζητημάτων και υποκειμενισμού, καθώς και νέες μορφές πολιτικού ακτιβισμού και παρέμβασης.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το γυναικείο κίνημα και τη σχέση του με την έκρηξη του Μάη, μπορούμε να πούμε ότι το γυναικείο κίνημα, από μια πρώτη ματιά, δεν παρουσιάζεται συνήθως ούτε σε άμεση σύνδεση με τα γεγονότα ούτε και συχνά προβάλλεται ως κύριο/κεντρικό της ρητορικής του.

Παρά ταύτα, μέσα στη γενικότερη προβληματική της αμφισβήτησης των χρόνων της «χρυσής ανάπτυξης» μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και της διακίνησης νέων απελευθερωτικών ιδεών κατά τη δεκαετία του ’60, μπορούμε να σημειώσουμε πως, ανάμεσα σ’ άλλα, σημαντική ήταν και η επίδραση του Wilhelm Reich, όπως εύκολα φαίνεται κι απ’ τα ίδια τα γεγονότα, τόσο πριν από την έκρηξη (αιτήματα της «Κίνησης της 22 Μάρτη» στο Πανεπιστήμιο της Nanterre), όσο και κατά τη διάρκειά της, αλλά κυρίως στα κατοπινά χρόνια. Καθώς αναφέρει και ο Daniel Cohn-Bendit, φοιτητής τότε στο τμήμα κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Nanterre, «οι σπουδαστές με βάση τις πολιτικές κι επαναστατικές θεωρίες του Reich άρχισαν μια καμπάνια σεξουαλικής εκπαίδευσης μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου. Η καμπάνια αυτή έφτασε στο αποκορύφωμα της, όταν οι άντρες σπουδαστές άρχισαν να μπαίνουν με τη βία στους ξενώνες των γυναικών, αγνοώντας την καταστολή, πράγμα που είχε σαν συνέπεια ν’ ακυρωθούν πολλοί απ’ τους μικροπρεπείς περιορισμούς της Γαλλικής αγνότητας». Φαίνεται λοιπόν πως οι θεωρίες του Reich για τη σεξουαλική επανάσταση προλείαναν το έδαφος για την ελεύθερη ανάδυση της σεξουαλικότητας, κυρίως των γυναικών, που θα αποκρυσταλλωνόταν στη γαλλική κοινωνία κατά τον Μάη και στα χρόνια που τον ακολούθησαν.

Κατά τη διάρκεια των γεγονότων, η συμμετοχή των νέων κοριτσιών και γυναικών στις εκδηλώσεις στους δρόμους και στα πανεπιστήμια ήταν σημαντική. Ακριβώς επειδή η παρουσία κι η δράση τους, ακόμα και στις πιο αιματηρές συγκρούσεις, ήταν δυναμική, όπως φαίνεται κι από τις αναφορές της Αστυνομίας -που τις παρουσίαζε κάποιες φορές σαν Passionaries, γεγονός που σόκαρε- οι γυναίκες διαδηλώτριες ήταν ιδιαίτερα στιγματισμένες και ενοχοποιημένες από τις δυνάμεις της τάξης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κι ένας διαδηλωτής αυτόπτης μάρτυρας κακοποίησης κοπέλας από τα CRS.

Παρά όμως αυτή την ευρεία συμμετοχή των νέων γυναικών, ο Μάης του ’68 δεν στάθηκε το καλύτερο βήμα για την εφαρμογή των νέων απελευθερωτικών ιδεών, κι άρα του νέου φεμινιστικού κινήματος στη Γαλλία. Εξαίρεση και προμήνυμα του νέου προσδιορισμού της ταυτότητας του γυναικείου υποκειμένου υπήρξε ο λόγος που άρθρωσε η ομάδα |Fεminin, Masculin, Avenir| (FMA – Θηλυκό, Αρσενικό, Μέλλον) στη Σορβόννη, την οποία προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Ιούνιο του ’68 το MDF (Mouvement Démocratique Féminin – Γυναικείο Δημοκρατικό Κίνημα), που πρόσκειτο στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η FMA βέβαια αυτοχαρακτηριζόταν αυτόνομη από το MDF. Η προσπάθεια της ομάδας FMA (που είχε παράλληλα έντονη δράση στις κινητοποιήσεις στο Quartier Latin) ήταν απ’ τις σπάνιες της περιόδου που έθετε καθαρά το ζήτημα των σχέσεων άντρα/γυναίκας, απευθυνόμενη μάλιστα όχι μόνο στις γυναίκες αλλά και στους άντρες.

Όσον αφορά τις γαλλίδες εργάτριες, παρότι συμμετείχαν ενεργά και μαζικά στις κινητοποιήσεις και ιδιαίτερα στις απεργίες, ο ρόλος τους έχει υπογραμμιστεί λίγο απ΄ τη σχετική βιβλιογραφία. Καθώς δεν εξέφραζαν το νέο πνεύμα, εμφανίζονται συνήθως ως γενικά απεργοί και, ακόμη πιο συχνά, ως έχοντας συνεπικουρικό και όχι αυτόνομο ρόλο, ως σύζυγοι απεργών, όπως στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στα μεταλλεία της Lens, ή ως οργανωτές του ανεφοδιασμού στις συνοικίες της Nantes.

Μετά τον Μάη, το γυναικείο κίνημα στη Γαλλία αποκρυσταλλώθηκε γύρω απ’ το MLF (Mouvement de Libération des Femmes – Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών), που επίσημα το ίδιο αρνιόταν κάποια σχέση με εκείνα. Στην ουσία όμως η κρίση του Μάη είχε σπείρει, μέσω των νέων ιδεών αλλά και πρακτικών, μια τεράστια αναθεώρηση κοινωνικών και πολιτισμικών δομών, καθιστώντας το νέο φεμινιστικό κίνημα στη Γαλλία, που εκφραζόταν μέσω κυρίως του MLF, ως κάτι πρωτόφαντο, καθώς είχε ως αντικειμενικό στόχο την αλλαγή των νοοτροπιών.

Αξίζει λοιπόν να γίνει μια ειδική μνεία στον κύριο αυτό «φορέα» του γυναικείου κινήματος, που συναποτελείτο από ομάδες-τάσεις, οι οποίες ως επί το πλείστον χαρακτηρίζονταν απ’ την απουσία ιεραρχίας. Τρεις ήταν οι βασικές. Καταρχήν, η ομάδα «Ψυχανάλυση και Πολιτική», που εμφανίστηκε τον Οκτώβρη του ’68, που είχε ως κεντρική φιγούρα την Antoinette Fouquε και ήταν κυρίως επικεντρωμένη στη λακανική φιλοσοφία, καθώς και σ’ αυτή του Jacques Derrida. Οι δύο άλλες τάσεις ήταν πιο προσανατολισμένες προς τη δράση και στρατολογούσαν μαζικά γυναίκες από τροτσκιστικές και μαοϊκές ομάδες, καθώς κι απ’ το Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα). Η μία, η λεγόμενη Lutte de Classes (Πάλη των Τάξεων), δημιουργήθηκε μέσα απ΄ τη Λίγκα, με προεξέχουσα μορφή την Simone de Beauvoir, αλλά προσάρτησε και αρκετές άλλες συλλογικότητες, όπως την SOS Femmes violees. Τα μέλη της ομάδας ήταν αντικαπιταλίστριες, ωστόσο έδιναν βάρος στη μάχη ενάντια στην ανισότητα των φύλων και διαβεβαίωναν για την αλληλεγγύη τους προς το σύνολο των γυναικών. Ήταν αντίθετες προς την πρώτη τάση, που τη θεωρούσαν υπερβολικά διανοουμενίστικη, καθώς και προς τις ομάδες της τρίτης τάσης, τις «Féministes Révolutionnaires» (Φεμινίστριες Επαναστάτριες), οι οποίες προσπαθούσαν να συνδυάσουν τη μαρξιστική ανάλυση με τις φεμινιστικές διεκδικήσεις.

H ουσιαστική βέβαια εμφάνιση του MLF στο ευρύ κοινό έγινε τον Νοέμβρη του 1970, με την έκδοση ενός ειδικού τεύχους του περιοδικού |Partisans|, των εκδόσεων Maspero, με τον τίτλο «Απελευθέρωση των γυναικών, έτος μηδέν». Αυτό αποτελούσε κι ένα πολιτικό μανιφέστο, όπου οι επιρροές τόσο του μαρξισμού όσο και των Αμερικανίδων ριζοσπαστριών ήταν εμφανείς.

Το MLF, παρά τις διαφωνίες των διαφόρων τάσεων-ομάδων του, ήταν ιδιαίτερα δραστήριο καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70. Πρώτα και κύρια ασχολήθηκε με το δικαίωμα των γυναικών στην έκτρωση (σταθμός ήταν η δημοσίευση στον |Nouvel Observateur| στις 5 Απριλίου 1971 του Μανιφέστου των 343 – υπογεγραμμένο από επώνυμες και μη Γαλλίδες υπέρ της νομιμοποίησης των εκτρώσεων), μάχη η οποία κερδήθηκε σε πρώτο στάδιο το 1975, με την ψήφιση του νόμου Veil, και ολοκληρωτικά το 1979. Άλλες μάχες τις οποίες έδωσε, και σε μεγάλο βαθμό κέρδισε, ήταν για την κοινωνική ασφάλιση των γυναικών, για τους σεξουαλικούς ακρωτηριασμούς, τη δουλεία, και κυρίως τους βιασμούς.

Το MLF, που διαλύθηκε με τη μορφή αυτή ουσιαστικά το 1979, με την έντονη δράση του, την προβληματική και τη θεματολογία του και, τέλος, με τις επιτυχίες του, μπορούμε να θεωρήσουμε πως εφάρμοζε πιο πραγματιστικά τους ιδεαλιστικούς στόχους της σεξουαλικής επανάστασης και την απελευθέρωσης του ανθρώπου που απέπνεε η ευφορία του Μάη.

Μέσα από αυτή την δράση στη Γαλλία αλλά και ευρύτερα, οι σχέσεις φύλου και πολιτικής γνώρισαν μια αποφασιστική εξέλιξη και χωρίς αμφιβολία επηρέασαν τις κοινωνικές πρακτικές των ανθρώπων (όχι μόνο των πιο στρατευμένων και δραστήριων – αντρών και γυναικών), παροτρύνοντας προς βαθιές μεταμορφώσεις της σεξουαλικότητας, της συζυγικότητας και των οικογενειακών δομών, αλλαγές καταγεγραμμένες πια σήμερα. Οι φεμινιστικές ιδέες διαδόθηκαν μέσα από μια τριχοειδή εξέλιξη, σε μεγάλο βαθμό πλέον ατονημένες, προς πείσμα ορισμένων άκαμπτων φεμινιστριών. Ωστόσο, τα συνδικάτα, τα πολιτικά κόμματα και το ίδιο το Κράτος υποχρεώθηκαν -με τους αγώνες του γυναικείου κινήματος- βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα ν’ αντιμετωπίσουν το ζήτημα του φύλου –όπως το ‘χουν δείξει και πρόσφατες συζητήσεις γύρω απ’ την ισότητα– όχι χωρίς αντιπαραθέσεις και διαφωνίες.

Πάντως, καθώς η «πολιτική νίκη» (που άλλωστε δεν ήταν προφανώς και το διακύβευμα της κοινωνικής έκρηξης) δεν ήρθε με άμεσο τρόπο μετά την έκρηξη, η πιο σημαντική από τις κληρονομιές του Μάη είναι η ρωγμή στον τρόπο σκέψης και δράσης της Νέας Αριστεράς, στα ζητήματα που άπτονται του ζητήματος της ταυτότητας και της ετερότητας μέσω των νέων κοινωνικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του γυναικείου, γεγονός που είναι ορατό μέχρι τις μέρες μας, μέσα από τους αγώνες στο σημερινό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης.

Ο Νίκος Τσικρίκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής




Ο Μάης του ’68, η αμφισβήτηση και το οικολογικό κίνημα

Του Θανάση ΤΣΑΚΙΡΗ

Το οικολογικό κίνημα ξεπήδησε μέσα από το γενικότερο κοινωνικό κίνημα της αμφισβήτησης, που στη δεκαετία του 1960 έκανε ορμητική την εμφάνισή του, σαρώνοντας στο πέρασμά του παλιές και καταπιεστικές αντιλήψεις και συντηρητικούς θεσμούς της κοινωνίας. Ως κοινωνικό κίνημα λαμβάνει υπόψη του τη θεσμική δομή και την ιδεολογία του κράτους, το βαθμό συγκεντρωτισμού των λειτουργιών του, τις δυνατότητες για συμμετοχή των πολιτών στη λήψη και εφαρμογή των πολιτικών αποφάσεων. Με άλλα λόγια, κάθε κοινωνικό κίνημα λαμβάνει υπόψη τη «δομή των πολιτικών ευκαιριών».

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, διάφορα κινήματα για τη διατήρηση δασών και άλλων φυσικών πόρων αγωνίστηκαν για να αποσπάσουν φιλο-περιβαλλοντικές πολιτικές από τις κυβερνήσεις, για να προωθήσουν την ιδέα της «επιστροφής στις ρίζες και στη φύση». Κάποια, συχνά στρέφονταν σε αντιδραστικές πολιτικές αντιλήψεις. Όμως, στη δεκαετία του 1960 αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι η απρόσκοπτη καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη προκαλεί σημαντικές ζημιές στο φυσικό περιβάλλον της γης. Στις ΗΠΑ προκάλεσε σοκ η δημοσίευση της εργασίας |Σιωπηλή Άνοιξη|, της Rachel Carson. Πιο πριν, ο Murray Bookchin έγραψε την πρώτη πραγματεία περί «πολιτικής οικολογίας». Θετικοί επιστήμονες προβληματίζονταν με την επίπτωση της εκβιομηχάνισης στους πόρους του πλανήτη, την αύξηση του πληθυσμού της γης και τη διατροφή του πλεονάζοντος πληθυσμού. Στη δεκαετία του 1970, μια σειρά εκδόσεις και επιστημονικά άρθρα αρχίζουν να «ανοίγουν τα μάτια» πολλών ανθρώπων. Τα ΜΜΕ της εποχής «μυρίστηκαν» την ένταξη στις δημόσιες αντιπαραθέσεις μιας νέας θεματολογίας και ενός νέου κοινού, που ξεχώριζε από τις παλιότερες γενιές. Έτσι, άρχισαν να αναλύουν το φαινόμενο «περιβαλλοντικό κίνημα». Το 1972, η έκθεση της Λέσχης της Ρώμης, με τίτλο «Τα όρια της ανάπτυξης», τόνιζε ότι «η απεριόριστη ανάπτυξη σ’ ένα πεπερασμένο σύστημα είναι μια απραγματοποίητη φαντασίωση». Επιπλέον, το περιοδικό |Ecologist| με το άρθρο «Προσχέδιο για την Επιβίωση» πρότεινε «μια στρατηγική για την αλλαγή» και υπογράμμιζε ότι «οι αποκεντρωμένες κοινωνικές δομές ταιριάζουν σε μια (αυτό)διατηρούμενη κοινωνία».

Η εξέγερση του Μάη του 1968 και το κίνημα αμφισβήτησης έδωσε νέα ώθηση στο ζήτημα της συγκρότησης ριζοσπαστικού οικολογικού κινήματος. Η δημιουργία οικολογικών κινημάτων είναι το νέο δεδομένο μετά το 1968. Η ανάπτυξη μιας σειράς κινητοποιήσεων ανέδειξε την ανάγκη αυτής της πολιτικής, με πρώτο θέμα την αντίσταση στην οικοδόμηση πυρηνικών εργοστασίων και την κατασκευή πυρηνικών όπλων, που συνέδεε το οικολογικό κίνημα με το ειρηνιστικό. Οικολογικές ομάδες, εναλλακτικές ομάδες πρωτοβουλίας πολιτών, που δημιουργούνταν από παλιότερα μέλη των οργανώσεων της αριστεράς ή των κοινοβίων των χίπικων κοινοτήτων και αντιπάλευαν τόσο τον καπιταλισμό όσο και το γραφειοκρατισμό των κομμουνιστικών κομμάτων, σε Δύση και Ανατολή. Οικοδομήθηκε ένα κίνημα με κύριες αρχές την άμεση

δημοκρατία και την καθολική ισότητα, με εναλλακτικό κοινωνικό περίγυρο που περιλάμβανε οικολογικές και φεμινιστικές οργανώσεις, αναρχο-αυτόνομες ομάδες και ελευθεριακούς σοσιαλιστές. Επρόκειτο για τη δημιουργία κοινοτήτων με αντιαυταρχικό τρόπο λειτουργίας, την ολοκλήρωση της προσωπικής ζωής στη βάση της αναγνώρισης ότι «το πολιτικό είναι προσωπικό». Αυτή η συμβίωση της εναλλακτικής κουλτούρας με την κληρονομιά της «Νέας Αριστεράς» θα περιθωριοποιούσε την παλιά περιβαλλοντιστική αντίληψη. Στη Γαλλία, πρωταγωνιστές των γεγονότων του Μάη πρωταγωνίστησαν και στη συγκρότηση τέτοιων ομάδων και κινημάτων. Μάλιστα, ο αγρονόμος Ρενέ Ντιμόν διεκδίκησε την εκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου της χώρας το 1974.

Στη Δυτική Γερμανία, η βίαιη σύγκρουση μεταξύ της Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης, που εξέφραζε την μαχητική αριστερή νεολαία των πανεπιστημίων (και της νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) και της κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού των δύο μεγάλων κομμάτων, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Χριστιανοδημοκρατίας, καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις και την τροπή που θα έπαιρναν οι κινητοποιήσεις. Η δολοφονική απόπειρα εναντίον του ηγέτη των ριζοσπαστών φοιτητών Ρούντι Ντούτσκε και η βίαιη δολοφονία από αστυνομικό του φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ σε διαδήλωση κατά του Σάχη του Ιράν, είχαν ως αποτέλεσμα την άμεση ριζοσπαστικοποίηση της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών φοιτητών και τη δημιουργία του κινήματος της 2 Ιούνη. Όμως, ένα τμήμα του κινήματος εξωθήθηκε στην ένοπλη πάλη κατά του συστήματος και των εκπροσώπων του, μέσω μικρών ομάδων τύπου RAF, ενώ οι διάφορες ομάδες που αποτελούσαν την πλειοψηφία του κινήματος ακολουθούσαν ποικίλες στρατηγικές, χωρίς να καταφεύγουν στην ατομική βία. Η γερμανική «ιδιαιτερότητα» του ναζισμού και της καταστροφής της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο συνέβαλε στην ιδιαίτερη ένταση που πήρε η σύγκρουση. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας είχαν σκοπό την άνευ προηγουμένη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία της βιομηχανικής Γερμανίας, που μπορεί να απέφερε καλά εργατικά εισοδήματα και ισχυρό κοινωνικό κράτος αλλά είχε βαρύ τίμημα. Η μόλυνση του περιβάλλοντος, η ρύπανση ποταμών και λιμνών από τα βιομηχανικά απόβλητα, η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής και κυκλοφορίας των πάσης φύσεως Ι.Χ. και οχημάτων και, τέλος, η σχεδιαζόμενη δημιουργία δεκάδων πυρηνικών εργοστασίων, μαζί με την εγκατάσταση στο έδαφος της χώρας νέων γενεών πυρηνικών πυραυλικών συστημάτων κατά της ΕΣΣΔ, όλα αυτά συντελούσαν στην οικολογική ανισορροπία, σε μια καταναλωτική κοινωνίας με τεχνοκρατικής λογικής «μονοδιάστατους ανθρώπους», πολίτες με περιορισμένους ψυχοπνευματικούς ορίζοντες.

Στην Ελλάδα, το «μήνυμα» του Μάη ήρθε μερικά χρόνια αργότερα λόγω της Δικτατορίας, τον Νοέμβριο του 1973, αλλά και μετά, με το κύμα των καταλήψεων εναντίον του ν. 815/78. Παράλληλα, αναπτυσσόταν το οικολογικό κίνημα με αργότερους ρυθμούς σε σχέση με τις ευρωπαϊκές και τις βορειοαμερικανικές κοινωνίες. Από το 1973 ως και το 1981 έγιναν οχτώ μαζικές κινητοποιήσεις στην περιφέρεια, εκτός Αθηνών, που αφορούσαν εναντίωση σε ίδρυση νέων βιομηχανιών, και μεταφορά ορισμένων. Υπήρχε πολυταξική συμμετοχή πολιτών, υποκίνηση από ομάδες πρωτοβουλίας βάσης ή συντονιστικές επιτροπές, επιλογή ίδιων τρόπων κινητοποίησης και μεταφορά του αγώνα στην Αθήνα, και υποστηρίζονταν από μη τοπικές οργανώσεις προστασίας περιβάλλοντος. Η αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων από τα κόμματα, ώσπου αυτές να εδραιωθούν, ήταν σχεδόν εχθρική. Προβάλλονταν εναλλακτικά πρότυπα γεωργικής ή ήπιας τουριστικής ανάπτυξης. Τέλος, οι κινητοποιήσεις ήταν συχνά αποτελεσματικές.

Τη δεκαετία του 1980, τόσο το κράτος με τις πολιτικές του αλλά και τις ελλείψεις παρεμβάσεών του, όσο και η πλειονότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αδιαφορούν για τις συνέπειες της δραστηριότητάς τους, και από κοντά η έλλειψη κατάλληλων δημοσίων συγκοινωνιών ωθεί στην υπέρμετρη ανάπτυξη της αγοράς αυτοκινήτων. Στη δεκαετία αυτή, δημιουργήθηκαν και εδραιώθηκαν τοπικές οικολογικές ομάδες πολιτών, στην Αθήνα και την περιφέρεια, κυκλοφόρησαν θεωρητικά έργα, αυξήθηκαν τα περιοδικά της πολιτικής οικολογίας και η κυκλοφορία τους, μιας και απευθύνθηκαν σε ευρύτερο κοινό. Επίσης, δειλά αλλά σταθερά με συχνές και θεαματικές παρεμβάσεις, μελέτες και εναλλακτικές προτάσεις, δραστηριοποιήθηκε η Greenpeace και δημιουργήθηκαν αντιπροσωπείες άλλων οργανώσεων, όπως η WWF, οι Φίλοι της Γης κλπ. Το αίτημα για πολιτική συγκρότηση ενός συντονιστικού φορέα για τις πολύμορφες τοπικές και περιφερειακές παρεμβάσεις τυγχάνει πλέον γενικής αποδοχής, στο βαθμό που το υπάρχοντα κόμματα δεν προσαρμόζονται, με τη μερική εξαίρεση της ανανεωτικής και της ευρύτερης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που, έτσι κι αλλιώς, υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαιρέσεις. Η κάθοδος του ψηφοδελτίου «Οικολόγοι-Εναλλακτικοί» στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου 1989 και η σχετική επιτυχία τους πανελλαδικά, αλλά κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία της Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων, τον Οκτώβριο του 1989, και την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και Απριλίου 1990, με την εκλογή και στις δυο εκλογές των πρώτων οικολόγων βουλευτών στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλίου, με το σχήμα των «Οικολόγων-Εναλλακτικών». Οι σημαντικές διαφωνίες επί των βασικών πολιτικών ζητημάτων, που δεν έτυχαν της κατάλληλης επεξεργασίας και συζήτησης, οι πολύ διαφορετικές προελεύσεις (ιδεολογικές και πολιτικές) των συμμετεχόντων στα πλαίσια της Ομοσπονδίας και η ενσωμάτωση στοιχείων του οικολογικού λόγου και οικολογικών αιτημάτων στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων, κυρίως του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, έδωσαν το έναυσμα για την εκδήλωση της υποβόσκουσας κρίσης των «Οικολόγων-Εναλλακτικών» και την αδρανοποίησή τους, με αποτέλεσμα το 1993 να μην υπάρξει αξιόπιστο οικολογικό ψηφοδέλτιο στις βουλευτικές εκλογές. Η συνεχής αύξηση οικολογικών κινητοποιήσεων από τοπικές ομάδες και κινήσεις πολιτών, που εκδηλώνονται στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, και η παράλληλη επιδείνωση όλων των δεικτών της περιβαλλοντικής κατάστασης, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, σε συνδυασμό με την εντεινόμενη κρίση εκπροσώπησης, που γινόταν ολοένα και πιο φανερή, είχε ως συνέπεια την επάνοδο των οικολογικών εκλογικών σχημάτων, τόσο των «Οικολόγων-Πράσινων» όσο και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η συζήτηση για τη διαφορά της ανάπτυξης των οικολογικών κινημάτων σε αυτές τις χώρες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ξεκομμένη από τη συνολική ιστορική πορεία των κοινωνιών τους, παρά το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση των οικολογικών προβλημάτων είναι εμφανής. Αλλά αυτό είναι γενικότερο θέμα διαλόγου που θα συνεχιστεί.

Ο Θανάσης Τσακίρης είναι πολιτικός επιστήμων και διδάσκει στο ΤΕΙ Πάτρας



Κομμουνιστικά κόμματα και κοινωνικά κινήματα

Του Δημήτρη ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ



Μία από τις πάγιες αναρωτήσεις, τόσο των αναλυτών όσο και των ακτιβιστών, είναι η (υπάρχουσα και δέουσα) σχέση των κινημάτων με τα κόμματα. Η αναρώτηση αυτή, αν δε θέλει να λάβει α-ιστορικό χαρακτήρα, πρέπει να τοποθετείται πάντα σε συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα και να λαμβάνει υπόψη της τη συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία, προκειμένου να απαντηθεί. Ο Μάης του ’68 στη Γαλλία παρέχει πλούσιο ιστορικό υλικό που μπορεί να μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα, αναφορικά με την (υπάρχουσα και δέουσα) σχέση των κινημάτων με τα κόμματα (κυρίως τα κόμματα της αριστεράς).

Ας δούμε πρώτα τη στάση του ΚΚΓ, απέναντι στην εξέγερση του Μάη. Το ΚΚΓ, ήδη από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, είχε δώσει σαφή δείγματα εγκατάλειψης του επαναστατικού του προσανατολισμού. Κράτησε αρνητική στάση απέναντι στις προσπάθειες των φοιτητών να ενισχύσουν τον αγώνα των Αλγερινών ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία, παρέμεινε στο πλευρό της Μόσχας, τόσο στην περίπτωση της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία και Πολωνία το ’56 όσο και στη διένεξή της με το Πεκίνο, υποστήριξε το σοσιαλιστή Μιτεράν στις προεδρικές εκλογές του 1965, ενώ διέγραψε όλα τα μέλη της νεολαίας του που διαφώνησαν με τις παραπάνω επιλογές.

Υιοθετώντας μια ανάλυση που ήθελε τις αντικειμενικές συνθήκες απρόσφορες για οποιαδήποτε δυναμική αναμέτρηση, που σκοπό της θα είχε την ανατροπή του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, ακολούθησε χωρίς παρεκκλίσεις τον κοινοβουλευτικό δρόμο, με σκοπό να φτάσει μέσα από μια συμμαχία με τους σοσιαλιστές στην κατάκτηση της εξουσίας. Προκειμένου λοιπόν να είναι αυτό που θα μοιράσει στους εργαζόμενους τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, φρόντιζε να αποφύγει κάθε πρόκληση προς το αστικό καθεστώς. Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθούσε να μονοπωλεί την εκπροσώπηση των διεκδικητικών λαϊκών αιτημάτων. Αυτή του η πολιτική υπαγόρευσε και τη στάση του απέναντι στα γεγονότα του Μάη. Αρχικά κατήγγειλε τους φοιτητές ως «προβοκάτορες» και «ανεύθυνα στοιχεία», στη συνέχεια, καθώς έβλεπε να ξεπερνιέται από τη δυναμική της εξέγερσης, αποφάσισε να κατεβάσει τους εργάτες στο δρόμο, προκειμένου –χάρη στον όγκο τους- να πάρει πάλι στα χέρια του την πρωτοβουλία των κινήσεων και, τέλος, αφού έκανε τα πάντα για να εμποδίσει την περαιτέρω συμμαχία εργατών-φοιτητών, υπέγραψε1 τις συμφωνίες της Γκρενέλ2 προκειμένου να επανέλθει η κανονική ροή των πραγμάτων. Αποστασιοποιήθηκε από τους φοιτητές και αποδέχθηκε τις επερχόμενες εκλογές, στο όνομα του νόμου και της τάξης. Κινήθηκε δηλαδή από την άρνηση στην προσπάθεια ελέγχου και από κει στην υπονόμευση της εξέγερσης του Μάη. Το αποτέλεσμα ήταν να «ηττηθεί» ο Μάης (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα), όσον αφορά στα θεσμικά του αιτήματα.

Με τις επιλογές του ΚΚΓ ευθυγραμμίστηκαν και οι οπαδοί και τα στελέχη τού μόλις διασπασμένου ΚΚΕ, που βρίσκονταν στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει άλλωστε πολύς καιρός από τότε που το ΚΚΕ και η ΕΔΑ είχαν επιτελέσει τον «πυροσβεστικό» τους ρόλο, προκειμένου να ελέγξουν τη δυναμική των Ιουλιανών. Παρόμοια στάση απέναντι στα κοινωνικά κινήματα θα έχουν στη συνέχεια όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, μέχρι να μεταρρυθμιστούν. Την ίδια στάση επιδεικνύει ακόμα και σήμερα το ΚΚΕ, όπως φάνηκε και στην περίπτωση του άρθρου 16.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Μάη του ’68 και ας στρέψουμε το φως προς στην πλευρά των εξεγερμένων. Διαγραμμένοι πολλοί απ’ αυτούς από το ΚΚΓ, λόγω της κριτικής που του ασκούσαν, απέρριπταν κάθε ιεραρχία και κάθε ηγετική πρωτοπορία, κάθε περιορισμό απ’ όπου και αν προερχόταν και οτιδήποτε με το οποίο μπορεί να συνδεόταν (οργάνωση, πρόγραμμα, θέσμιση). «Απαγορεύεται η απαγόρευση» διακήρυτταν, βοηθώντας έτσι να εκδιπλωθεί μια ριζοσπαστικότητα, μια μαχητικότητα και μια μαζικότητα άνευ προηγουμένου. Οι μάζες των εξεγερμένων ανέπνευσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Μάη και σε όλο το φάσμα των ανθρωπίνων σχέσεων έναν αέρα ελευθερίας πρωτόγνωρο για τη γαλλική κοινωνία. Ο ισχνός οργανωτικός ιστός, που αποτελούνταν από έναν αστερισμό οργανώσεων (τροτσκιστές, μαοϊκοί, σιτουασιονιστές, γκεβαρικοί και λοιποί αριστεριστές), ούτε μπόρεσε ούτε θέλησε να περιορίσει την αυθόρμητη έκφραση, με αποτέλεσμα στην κυριολεξία «ν’ ανθίσουν όλα τα λουλούδια». Οι οργανώσεις αυτές συνεργάζονταν μεταξύ τους, οι μάζες των ανένταχτων τις εμπιστεύονταν, καθώς δεν προσπάθησαν να παίξουν ποδηγετικό ρόλο, και οι εργάτες επηρεάστηκαν από το νεανικό ριζοσπαστισμό, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας συμμαχίας, πέρα και σε αντίθεση με τη γραμμή του ΚΚΓ και της συνδικαλιστικής του οργάνωσης. Το αποτέλεσμα ήταν η εκδίπλωση μιας σειράς επαναστατικών εμπειριών αυτοοργάνωσης, σε επίπεδο είτε παν/μιου είτε εργοστασίου είτε ολόκληρης πόλης (Νάντη). Ως εκεί όμως έφτασαν τα πράγματα.

Η προσπάθεια του ΚΚΓ και των συνδικάτων να σπάσουν τη συμμαχία εργατών-φοιτητών, οι επιδέξιοι χειρισμοί της κυβέρνησης Ντε Γκώλ (ικανοποίηση μιας σειράς εργατικών αιτημάτων, διαρροή φημών περί επέμβασης του στρατού, κινητοποίηση νομιμοφρόνων πολιτών, προκήρυξη εκλογών) σε συνδυασμό με την καταστολή, καθώς και η αδυναμία των εξεγερμένων ν’ αντιτάξουν τις δικές τους δομές στις επίσημες κρατικές και τις αντίστοιχες καπιταλιστικές, ή έστω να διατυπώσουν με επιχειρησιακό τρόπο τα αιτήματά τους, προσδιορίζοντας συγκεκριμένα μέσα για την ικανοποίησή τους, οδήγησε σταδιακά στην απομείωση της μαχητικότητας και της μαζικότητας των κινητοποιήσεων και, ως εκ τούτου, προϊόντος του Ιούνη, στην επιστροφή στην κανονικότητα. Αν και εκ των υστέρων (βλέπε συνεντέύξεις στην Ινώ Αφεντούλη το 1988) οι πρωταγωνιστές του Μάη αποκατέστησαν την αναγκαιότητα της οργάνωσης, του προγράμματος, της σύνδεσης με τη θεσμική πολιτική και της αποφυγής του βολονταρισμού με την επιτυχία των κινηματικών διαδικασιών, η αυτονομία σε σχέση με τα κόμματα και το ιδεώδες της αυτοοργάνωσης υπήρξαν πολύτιμη κληρονομιά για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά μέχρι τις μέρες μας. Το PCF του ’68 βρίσκεται σήμερα, 40 χρόνια μετά, μεταγραμμένο στους τοίχους του Παντείου: «Όσα δε φτάνει το ΚΚΕ, τα λέει προβοκάτσια».

Ας μην είμαστε όμως μονομερείς. Ο ρόλος του ΚΚΓ τότε, ο ρόλος του ΚΚΕ τότε και τώρα, ο ρόλος γενικά όλων των κομμουνιστικών κομμάτων, ήταν και είναι (όπου υπάρχουν) διττός: απ’ τη μια ενισχύουν τα κοινωνικά κινήματα, απ’ την άλλη τα εμποδίζουν. Όσον αφορά δε στο ρόλο των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, απ’ τη μια διαφυλάσσουν την αυτονομία και, ως εκ τούτου, τη ριζοσπαστικότητα, τη μαχητικότητα και τη μαζικότητα των κινημάτων, απ’ την άλλη αδυνατούν συχνά να φέρουν αποτελέσματα αποτυπωμένα στο θεσμικό επίπεδο.

Κατά τη διάρκεια του Μάη, πάντως, το οργανωτικό ζήτημα τέθηκε de facto. Πολλή οργάνωση, λίγη οργάνωση ή καμία οργάνωση; Η πολλή οργάνωση πνίγει τα κινήματα, η έλλειψή της δεν τους επιτρέπει να έχουν διάρκεια. Η οργάνωση ως το σημείο που να διατηρείται η κινηματική διάσταση και να εμποδίζεται η γραφειοκρατικοποίηση φαίνεται να είναι η απάντηση. «Η αρετή βρίσκεται μεταξύ δύο κακών», που έλεγε και ο Αριστοτέλης. Ανάμεσα λοιπόν στους σιτουατιονιστές, που μόλις κέρδισαν τις εκλογές του φοιτητικού τους συλλόγου τον διέλυσαν, και στο υπερσυγκεντρωτικό ΚΚΓ, υπήρχε ο αστερισμός των οργανώσεων και των ανένταχτων που δημιούργησαν τον Μάη. Μην ξεχνάμε όμως ότι χωρίς τους σιτουασιονιστές μπορεί να μην ξεσπούσε ο Μάης, ενώ χωρίς το ΚΚΓ δεν μπόρεσε να πάει παραπέρα. Βρισκόμαστε επομένως μπροστά στα οργανωτικά μοντέλα που αντιστοιχούν σε αντίστοιχες φάσεις ανάπτυξης ενός κινήματος; Πολύ νομοτελειακό για να ‘ναι αληθινό. Η απάντηση στο οργανωτικό ερώτημα είναι πιο σύνθετη και σχετίζεται πάντα με τις ευκαιρίες και τις απειλές, τους υλικούς πόρους, τις αξίες, τις ιδέες, το ρεπερτόριο, και φυσικά το στόχο του κινήματος. Στόχος όμως του Μάη ήταν τα πάντα, υλικά και άυλα, εντοπίσιμα και μη, μηδέ της οργάνωσης εξαιρουμένης. Παρόλα αυτά, αμφισβητώντας το λενινιστικό πρότυπο οργάνωσης, γέννησε τις προϋποθέσεις για την κατίσχυση του δικτυακού τρόπου οργάνωσης.



2 Η γαλλική ΓΣΕ ήταν ελεγχόμενη από το ΚΚΓ

2 Συμφωνίες μεταξύ συνδικάτων-εργατών-κράτους που προέβλεπαν μια σειρά από οφέλη για την εργατική τάξη.

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης



Με φόντο τον Μάη

Σωτήρης Χαλικιάς, |Πριν και μετά τα τείχη|, μυθιστόρημα, εκδόσεις Ίνδικτος, σελ. 516

Του Χρίστου ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


Η καθολικά γραμμική και χωρίς ακραίες ή επιτηδευμένες εξάρσεις γραφή του συγγραφέα Σωτήρη Χαλικιά, κάνει το παρόν, ογκώδες μυθιστόρημα αληθινά μαγευτικό. Τα βιώματα που ο δημιουργός αποφάσισε να μετατρέψει σε έργο ζωής, όχι απλώς γίνονται οικεία, αλλά πολύ περισσότερο δεν συναντάς σελίδα προς απόρριψη ή παράγραφο που να μην προσδίδει τη δική της δυναμική στο όλο εγχείρημα. Εγχείρημα που ξεκινά και ολοκληρώνεται σαν κύκλος, έτσι ώστε πολλά επεισόδια του "πριν" να απαντώνται "μετά" και τανάπαλιν. Διότι ο Χαλικιάς περιγράφει την προσωπική του διαδρομή -παρά το τριτοπρόσωπο της αφήγησης-, όταν κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, όταν, ένα χρόνο μετά τον Μάη του '68 αποδρά από τη χώρα, βρίσκεται στην Ευρώπη «χωρίς χαρτιά» επισκέπτεται, εκτός από το Παρίσι, τη Ρώμη, τη νότια Ιταλία, το Βερολίνο, το Αμβούργο, και όπου αλλού το κίνημα τον καλούσε, προκειμένου να συντονιστεί η δράση για πιο γρήγορη πτώση της χούντας. Ο Χαλικιάς εμφανίζει τον ήρωά του ως αρχιτέκτονα, που καταφεύγει καταρχάς στο Παρίσι, γνωρίζει γάλλους συναγωνιστές, εξασφαλίζει πάρα πολύ δύσκολα στέγη και εργασία, ενώ, ως παράνομος, κινείται με κάθε προφύλαξη όταν συναντάται με άλλους Έλληνες αντιστασιακούς, που εκείνη την περίοδο οργώνουν τη γηραιά ήπειρο, προκειμένου να την ευαισθητοποιήσουν για τις εκτοπίσεις και τα βασανιστήρια που μετέρχεται η χούντα προκειμένου να πνίξει τη λαϊκή αντίδραση. Οι τάσεις και οι μορφές δράσης τη συγκεκριμένη εποχή είναι σχεδόν υποταγμένες σε ό,τι η κάθε ομάδα ή κίνημα πίστευε πριν τη Δικτατορία~ στην πορεία, όμως, νέες αντιλήψεις, καινούργιες πολιτικές πλατφόρμες, η ένοπλη βία αλλά και τα δείγματα αποκατάστασης της δημοκρατίας σε διάφορες χώρες του κόσμου ταυτίζονται με τη σκέψη των εξόριστων~ τέλος, το φάσμα όλων αυτών των εκδηλώσεων, που γίνεται με μονολόγους αντί για διάλογο, ξεκινά από τους τροτσκιστές και τη μαοϊκή αριστερά και φτάνει μέχρι κάποιους πεφωτισμένους του Κέντρου. Η πολιτική διαπάλη είναι τόσο έντονη, που ακόμη και γεγονότα όπως η αντίσταση της Νομικής και η εξέγερση του Πολυτεχνείου, στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, γίνονται αιτίες και αφορμές γι' ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα στις θέσεις των παράνομων ελληνικών κομμάτων ή κινήσεων. Ο συγγραφέας, πάντα μέσω του ήρωά του, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση ούτε βέβαια να αποστασιοποιηθεί ούτε και να τα παρατήσει. Έτσι, δεν χάνει ευκαιρία να αναπτύξει φιλίες, να κάνει διακοπές, να ερωτευθεί...

Το μυθιστόρημα, τόσο στη μορφή όσο και στη θεματολογία, ακολουθεί μια σφαιρική τροχιά, μια αυταπόδεικτη ρεαλιστική αντιμετώπιση, ακόμη και των πιο δύσκολων περιόδων του ήρωα και εν ταυτώ του συγγραφέα, στη διάρκεια της εκούσιας εκτόπισής του, με μια μεγάλη σεμνότητα για το τι ο ίδιος προσέφερε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας~ με μια προσεγμένη, όσον αφορά την ερωτική του ζωή, περιγραφή των σχέσεών του~ με μια σχεδόν σιωπηλή αποχώρηση απ' την πολιτική, για την οποία, απ' ό,τι φαίνεται, δεν είχε και την καλύτερη γνώμη, παρά το γεγονός ότι από παιδί, στο νησί του, εντάχθηκε στους Νεολαίους, στη συνέχεια στο Πολυτεχνείο και φυσικά στο Παρίσι, τον τόπο της εξορίας του.

Ο Χρίστος Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Του Ηλία ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Σωτήρης Χαλικιάς, γνωστός ίσως σε κάποιο ειδικό κοινό ως μεταφραστής και σχολιαστής του Κομφούκιου και του Λευκάδιου Χερν, καταθέτει με το μυθιστόρημά του μια βιωμένη αυθεντική μαρτυρία για τα όμορφα εκείνα χρόνια, των αρχών της δεκαετίας του ’70. Τότε που «με το μυαλό και τα συνθήματά μας ταξιδεύαμε στο χρόνο, να φέρουμε το μυθικό αύριο στο εδώ και τώρα της νεανικής βιασύνης». Και ταυτόχρονα προσπαθεί να απαντήσει –ή τουλάχιστον επιχειρεί να αναρωτηθεί- «πώς βγήκαμε αλώβητοι» από το όνειρο, ενώ κάποιοι άλλοι, με θάρρος και αποκοτιά παγιδεύτηκαν στο απόλυτο.

Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται κυρίως σε μια καθοριστική για τον αφηγητή περίοδο (μέχρι την πτώση της δικτατορίας) και κινείται σε δυο διακριτά αλλά αλληλοτροφοδούμενα πεδία. Το πρώτο αφορά τον ευρωπαϊκό, κυρίως γαλλικό και ιταλικό, απόηχο του παρισινού Μάη, ή για την ακρίβεια της μαγικής εκείνης χρονιάς, η οποία αν δεν άλλαξε τον κόσμο, άλλαξε σίγουρα τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Το δεύτερο πεδίο αφορά το ελληνικό αντιδικτατορικό κίνημα –και μάλιστα στην πιο ακραία του εκδοχή, τις κλειστές και ολιγομελείς δυναμικές οργανώσεις, οι οποίες, μετά την εξάρθρωση των πιο μαζικών αντιστασιακών οργανώσεων, προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι η δικτατορία δεν ήταν παντοδύναμη.

Εκτός από τον ευρωπαϊκό περίγυρο υπάρχει βέβαια και η διεισδυτική ακτινογραφία, με μυθοπλαστική πάντα αφαίρεση, του ελληνικού αντιδικτατορικού μικρόκοσμου –κυρίως στο Παρίσι και τη Ρώμη. Από το πλήθος των προσώπων που παρελαύνουν, τρία έχουν ως κοινή αφετηρία με τον αφηγητή την ένταξή τους προδικτατορικά στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη: είναι ο Μαρίνος, ο αμφισβητίας φίλος από τη Σχολή, «ο τρελός της παρέας», που υποδέχεται τον αφηγητή όταν φτάνει παράνομα στο Παρίσι και τον φέρνει σε επαφή με τους γάλλους συντρόφους. Είναι η Άννα, που μετά τη σύλληψη των πρωτοκλασσάτων της νεολαίας βρέθηκε στην κορυφή της οργάνωσης, έγινε η ψυχή των πρώτων αντιδράσεων στη Χούντα και κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Και, τέλος, είναι ο Λευτέρης, με τον οποίο θα ξεκινήσουν μαζί, την περιπέτεια των οργανώσεων Δ., όπως ήταν τότε κωδικοποιημένες στην κομματική διάλεκτο.

Τον Μαρίνο ο αφηγητής θα τον ξανασυναντήσει μετά από πολλά χρόνια, σχεδόν ερημίτη σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, με τα χέρια του να τρέμουν από το πιοτό. Η Άννα θα εξαφανιστεί σταδιακά από την αφήγηση, αποσύρεται διακριτικά χάνοντας τη δυναμικότητά της και υψώνοντας γύρω της αδιαπέραστα τείχη.

Ο Λευτέρης είναι, μαζί με τη Μαρί, το δεύτερο –ίσως και το πρώτο- κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου. Μαζί του θα αναμετρηθεί ο αφηγητής και το ομολογεί: «Αναγνωρίζει τώρα πως ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτήν την αγωνιστικότητά του, ένα είδος άτυπης άμιλλας, ήταν η μέχρι αυτοθυσίας θαρραλέα, στάση του Λευτέρη, έναντι του οποίου, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ούτε στιγμή δεν ήθελε ν’ αποδειχτεί κατώτερος».

Ο Λευτέρης ήταν ο μόνος –ή σχεδόν ο μόνος- από τα μέλη της Νεολαίας «που έμοιαζε να ‘χε προετοιμαστεί από καιρό γι’ αυτό που τους περίμενε όλους, το πνεύμα της παρανομίας. Από τη μια στιγμή στην άλλη η συμπεριφορά τους υποχρεώθηκε να προσαρμοστεί στις αδυσώπητες επιταγές της. «Από ανέμελα παιδιά δηλαδή υποχρεώθηκαν από τη μια μέρα την άλλη να μετατραπούν σε μηχανάκια». Με τον Λευτέρη θα συμπορευτεί για δυο περίπου χρόνια ο αφηγητής, μέχρι τη στιγμή που οι επιλογές τους θα αρχίσουν να αποκλίνουν. Για να ολοκληρωθεί η ρήξη αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Για τον Λευτέρη, η μεταπολίτευση ήταν «μια διαβολική πλεκτάνη για να παγιδευτούν και να εξουδετερωθούν οι λίγες αντιστασιακές δυνάμεις που είχαν παραμείνει». Θα συνεχίσει τη μοναχική του πορεία, για να βρει το θάνατο σε ένα αεροπορικό δυστύχημα στη Λατινική Αμερική. Εκείνος «έβγαινε από την τρέλα του Λευτέρη και των φίλων του». Αναγνώριζε βέβαια πως ο Λευτέρης και οι φίλοι του «ήταν οι μόνοι που είχαν αγωνιστεί για να βγάλουν το φίδι από την τρύπα». Όμως «εγκλωβίστηκαν στο κελί της συνομωτικότητας, που μετέτρεπε το όραμα σε εφιάλτη».

Η συνθετική μυθιστορηματική φιγούρα του Λευτέρη –όπως και η αντίστοιχη της Μαρί- σκιαγραφεί, με μια γλυκιά πίκρα την πορεία ορισμένων ανθρώπων που με αγνές προθέσεις δεν συνειδητοποίησαν ίσως πόσο είναι «βαρύ πράγμα να είσαι ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια». Και την επιλογή τους αυτή την πλήρωσαν με πολύ ακριβό προσωπικό τίμημα. Άλλωστε, και για τους δύο ο συγγραφέας επέλεξε ως κατάληξη το «ετελεύτησαν εν στόματι μαχαίρας».

Ο Ηλίας Νικολακόπουλος διδάσκει Πολιτική Επιστήμη και Εκλογική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: