16/4/11

Εθνικισμός και εκσυγχρονισμός


ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 461

Αναστάσιος Καλιακάτσος-
Χωρίς τίτλο
Λίγους μήνες μετά τον φονικό χειμώνα του ‘42, ο επικεφαλής της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, Εμμανουήλ Τσουδερός, στέλνει στην κυβέρνηση Ρούσβελτ ένα υπόμνημα, στο οποίο διατυπώνονται οι ελληνικές διεκδικήσεις για την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: προσάρτηση της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας, «διόρθωση» της ελληνογιουγκοσλαβικής μεθορίου, Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος, αλλά και παραχώρηση στους Έλληνες του δικαιώματος να μεταναστεύουν στις ιταλικές αποικίες στη Βόρεια Αφρική. Ανεξαρτήτως της επιχειρηματολογίας (συνήθως γίνεται λόγος για τα «ιερά εθνικά δίκαια», τα «ιδανικά της φυλής» και το βαρύ φόρο αίματος που κατέβαλαν οι έλληνες στον πόλεμο), πρόκειται για την αναβίωση της — ηττημένης στα 1922 — αλυτρωτικής Μεγάλης Ιδέας.

Τον Ιούνιο του ‘45, ο Νίκος Ζαχαριάδης θα δηλώσει και αυτός την υποστήριξή του στη διεκδίκηση της Κύπρου, προκαλώντας την κυβέρνηση και τους Βρετανούς υποστηρικτές της. Είναι η περίοδος που το ΚΚΕ επιχειρεί, από τη μια την ενίσχυση της επιρροής του στο εσωτερικό της χώρας, από την άλλη την αναίρεση των κρατικών διεκδικήσεων στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, καθώς τα διεκδικούμενα εδάφη τελούν υπό σοβιετική επιρροή (σ. 103-104).
Οι δύο εκστρατείες για την Κύπρο που θα ακολουθήσουν, και που στην Ελλάδα θα υποστηριχτούν από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα για περισσότερο από μια δεκαετία, αποτελούν το έναυσμα για την κεντρική υπόθεση του βιβλίου του Ι. Στεφανίδη. Μετά την Απελευθέρωση, υποστηρίζει ο συγγραφέας, η ασφάλεια, η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας, η κάλυψη του χάσματος που χώριζε το ελληνικό πολιτικό σύστημα από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της συμμάχου Δύσης και η απαιτούμενη οικονομική ανασυγκρότηση αφέθηκαν έρμαια ενός αλυτρωτικού προγράμματος, που συνοψιζόταν στο αίτημα της «Ένωσης» με την Κύπρο. Η μη ικανοποίηση της αξίωσης αυτής από τους δυτικούς συμμάχους, η «πεισματική άρνηση να αναγνωριστεί η αντίξοη διεθνής πραγματικότητα και η ανάγκη για την εξεύρεση αποδιοπομπαίων τράγων ως αντίδοτου στη μαζική απογοήτευση» (σ.σ.: για τη μη πραγματοποίηση της Ένωσης) σημάδεψαν την ελληνική πολιτική κουλτούρα. Απότοκο της περιόδου αυτής είναι η άνοδος του λαϊκισμού στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, καθώς και ο αντιαμερικανισμός που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα συλλήβδην το πολιτικό σύστημα, εμφανίζεται δε κυρίως (και εξίσου ρωμαλέος) στα δύο «άκρα» του πολιτικού φάσματος (σ. 415-6).
Στην Ελλάδα γίνεται σπάνια λόγος για «ελληνικό αλυτρωτισμό». Ένας τέτοιος «προκλητικός» ισχυρισμός, εξάλλου, σπάνια υποστηρίζεται από μια εξαιρετική τεκμηρίωση (στηριγμένη σε αρχεία, έρευνες κοινής γνώμης και τον τύπο της εποχής) όπως συμβαίνει στην παρούσα εργασία,  καθώς και μια γλαφυρότητα στην αφήγηση που καθιστά το έργο ευκολοδιάβαστο.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας πιο σοβαρός λόγος, για τον οποίο το βιβλίο του Στεφανίδη αξίζει να διαβαστεί. Δείχνοντας τη συμβατότητα της εθνικιστικής ιδεολογίας με το πρόγραμμα και τη δράση, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς εκείνης της περιόδου, ο συγγραφέας φωτίζει ένα φαινόμενο που, ενώ χαρακτηρίζει τον εθνικισμό ως πολιτική ιδεολογία, συχνά ξεφεύγει από την προσοχή μας: πρόκειται για την πλαστικότητα του εθνικισμού, την αντιστοίχισή του με τα πιο ανταγωνιστικά πολιτικά προτάγματα, την ανάδειξή του σε «λεξιλόγιο» για το σύνολο σχεδόν του πολιτικού διαλόγου και, τελικά, σε «ιδίωμα» ανταγωνιστικών ταξικών στρατηγικών.
Από τον 19ο, αιώνα, οπότε και συγκροτείται ως ιδεολογία, ο εθνικισμός αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οχήματα εισόδου των μαζών στο προσκήνιο της ιστορίας. Ο Στεφανίδης γνωρίζει –αν και συχνά αυτό «χάνεται» στην αφήγηση- ότι ο εθνικισμός δεν είναι ουδέτερη ιδεολογία. Εξαρχής επισημαίνει ότι η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» είναι η συνήθης σύντομη οδός, προκειμένου οι κυρίαρχοι να εξασφαλίσουν τη συναίνεση στη στρατηγική τους. Καθώς, ωστόσο, αποτελεί την επίσημη ιδεολογία του κράτους (αυτή, δηλαδή, που αρχικά διεκδίκησε τη συγκρότηση -και έκτοτε νομιμοποιεί την ύπαρξη- του εθνικού κράτους), ο εθνικισμός είναι η πλέον «νόμιμη» από τις γλώσσες των κοινωνικά δρώντων, καθώς αυτοί επιδιώκουν στόχους σε αντιπαράθεση με την εξουσία. Το βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα με την οικονομική κρίση (ο λόγος περί «Διάσωσης της Πατρίδας» αφορά εξίσου μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς)· ο Στεφανίδης δείχνει πώς αυτό το «παράδοξο» συνέβη και με το Κυπριακό. Σημειώνει ο ίδιος: «Η εκστρατεία αυτή (σ.σ.: για την Ένωση με την Κύπρο) προσέδιδε μια αύρα κύρους και περιστασιακή νομιμοποίηση σε ομάδες που διαφορετικά θα αποκλείονταν από την κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των φοιτητικών οργανώσεων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων που λειτουργούσαν εκτός του πλαισίου της ΓΣΕΕ και των οργανώσεων που συνδέονταν με την αριστερά» (σ. 95).
Το αίτημα για «Ένωση», λοιπόν, δεν αντανακλούσε μόνο τη διαδικασία αναδιοργάνωσης της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία αναζητούσε ένα θετικό πρόταγμα ως συμπλήρωμα στον αντικομμουνισμό της· το ίδιο αίτημα, για την ακρίβεια το «λέφτερη Κύπρος στη λέφτερη Ελλάδα» που προέτασσε το ΚΚΕ, συμπύκνωνε επίσης μια (ανταγωνιστική) στρατηγική: α) απόσεισης της ρετσινιάς του «εθνοπροδότη», που ακολουθούσε το ΚΚΕ από το Μεσοπόλεμο, β) άρσης της απομόνωσης στη μετεμφυλιακή περίοδο και γ) ανάδειξης του Κυπριακού ως παράδειγμα αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προς γενίκευση, δηλαδή προς «εισαγωγή» στην Ελλάδα.
Αν αυτές είναι οι «αρετές» του υπό συζήτηση βιβλίου, υπάρχουν ωστόσο και ζητήματα που εγείρουν ενστάσεις –ιδίως μάλιστα στην περίπτωση ενός βιβλίου που συνιστά «πολιτική παρέμβαση», όπως σημειώνει το Αmerican Historical Review και, εμμέσως, παραδέχεται ο συγγραφέας.
Στόχος της μελέτης είναι η αμφισβήτηση δύο διαδεδομένων αντιλήψεων: α) ότι ο ελληνικός αλυτρωτισμός «τελείωσε» το ’22, με τη Μικρασιατική Καταστροφή και β) ότι ο ελληνικός αντιαμερικανισμός είναι αποτέλεσμα της στήριξης που παρείχαν οι ΗΠΑ στη Χούντα και της μη αποτροπής, από τους Αμερικανούς, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 (σ. 10-11).
Σε ό,τι αφορά τον αλυτρωτισμό –και πιο γενικά τον εθνικισμό -, ο Στεφανίδης τοποθετείται σα να επρόκειτο για ένα μείγμα ανορθολογισμού και καθυστέρησης. Υιοθετώντας τη μεθοδολογία του Λίποβατς, θεωρεί ότι ο αλυτρωτισμός αντιπροσώπευε «μια μαζικής κλίμακας τάση φυγής από την πραγματικότητα» (σ. 95), ενώ ο αντιαμερικανισμός –των «από πάνω» και των «από κάτω»- ήταν (και είναι) τεκμήριο μιας «παρωχημένης πολιτικής κουλτούρας», όπου κυριαρχεί η «αμυντική, εθνοκεντρική, ξενοφοβική και αντιδυτική  εκδοχή του ελληνικού εθνικισμού».
Εν γνώσει των επικρίσεων που έχει δεχτεί το σχήμα του «πολιτισμικού δυϊσμού» που εισήγαγε ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, ο Στεφανίδης το αποδέχεται – έστω κριτικά, ενσωματώνοντας τη θεσμοκεντρική προσέγγιση του Νίκου Δεμερτζή. Ο όρος «παρωχημένη κουλτούρα» (underdog culture) του κοινωνικού ψυχολόγου H. Triandis αντιπαραβάλλεται προς την ανοιχτή και εξωστρεφή «εκσυγχρονιστική κουλτούρα», σε μια προσπάθεια αναδρομικής ανάγνωσης της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αλλά και ως απόπειρα ερμηνείας (και αντιμετώπισης...) της αμφισβήτησης που επιφυλάχθηκε στον σημιτικό εκσυγχρονισμό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τον πρόδρομο του σχήματος «εκσυγχρονισμός εναντίον λαϊκισμού», που σήμερα συναντάμε κατά κόρον στις επιφυλλίδες του «Βήματος» και της «Καθημερινής»...
Στο βιβλίο, και στο πλαίσιο αυτό, ο αντιαμερικανισμός αποσυνδέεται από τον Εμφύλιο και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και αντιμετωπίζεται σαν ένα είδος μνησικακίας (δηλαδή ψυχικής καθήλωσης) δεξιών και αριστερών, ενώ ο αντικαπιταλισμός εμφανίζεται ως αποκλειστικά εθνικιστικός.
Η μεθοδολογία, και μάλιστα για μια «πολιτική παρέμβαση», δεν είναι δευτερεύουσα. Εν προκειμένω, αναμετριέται με ιστορικές «ανορθογραφίες» και σύγχρονες αντιφάσεις. Τι ήταν, για παράδειγμα, στο Μεσοπόλεμο το ΚΚΕ –λαϊκιστικό-παρωχημένο ή εκσυγχρονιστικό;- όταν εναντιωνόταν στον βενιζελικό πολεμικό εκσυγχρονισμό, την ίδια στιγμή που υπερασπιζόταν τη δημοτική απέναντι στην καθαρεύουσα; Δεν υπήρξε άραγε ο εθνικισμός η «αργκό» των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον Κώστα Σημίτη; Δεν υπάρχει άραγε ένας άλλος αντιαμερικανισμός από αυτόν της εθνικιστικής Δεξιάς και του εθνικιστικού αντικαπιταλισμού-«αντιιμπεριαλισμού» της Αριστεράς –αυτός που αγνοεί ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, εξαίροντας το βιβλίο του Στεφανίδη («Μια αποκαλυπτική ματιά στον ελληνικό αντιαμερικανισμό», www.andrianopoulos.gr); Είναι όλων μας το πρόβλημα με το Μνημόνιο «οι ξένοι που το επιβάλλουν»; Μπορούμε τελικά να μιλάμε γενικώς για «πολιτική κουλτούρα» χωρίς να μιλάμε για ιδεολογία – άρα για κράτος, μηχανισμούς που την υλοποιούν και κοινωνικές τάξεις; Είναι η ιδεολογία ένα σύνολο από «υψηλά ιδεώδη» (σ.18), ανεξάρτητο από συμφέροντα; Και είναι ειδικότερα η εκσυγχρονιστική ιδεολογία μια μη ιδεολογία (άρα μη επερωτήσιμη), ανεξάρτητη από ταξικά συμφέροντα; Είναι, τελικά, κάτι άλλο πέρα από προπαγανδιστικό το σχήμα του πολιτισμικού δυϊσμού, το οποίο επιχειρεί σήμερα να διαβάσει (και να αντιμετωπίσει) αυτό που εμείς επιμένουμε να λέμε πάλη των τάξεων;

Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: