18/6/11

Έμφυλες σχέσεις και εξουσία

ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΣΥΦΟΛΟΓΟΥ

AΛΕΞΑΝΔΡΑ ΧΑΛΚΙΑ, Έμφυλες Βιαιότητες: εξουσία, λόγος, υποκειμενικότητες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 183

Το νέο βιβλίο της Αλεξάνδρας Χαλκιά παρεμβαίνει με τρόπο επιτακτικό σε ορισμένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της σύγχρονης μεταδομιστικής φεμινιστικής κοινωνικής θεωρίας, «συνυπολογίζοντας» ταυτόχρονα τις πολιτικές «σκοπιμότητες» της φεμινιστικής σκέψης. Επεξεργάζεται εκ νέου το ιστορικά διαμορφωμένο πεδίο των φεμινιστικών σπουδών, ή αλλιώς σπουδών φύλου, εξετάζοντας στο πλαίσιο αυτό την χρησιμότητα των εργαλείων της μεταδομιστικής σκέψης για την ανάλυση του φύλου, της εξουσίας και των κοινωνικών ανισοτήτων.

Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο δεν επιχειρεί να παραγάγει επιστημολογικές βεβαιότητες σε σχέση με τις μεγάλες κατηγορίες ταυτοποιήσεων της ύστερης νεωτερικότητας, όπως το φύλο, η φυλή, το έθνος, αλλά αντίθετα αναζητά τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για την διερεύνηση των ασυνεχειών που διαπερνούν το πολύπλευρο σύστημα σχέσεων εξουσίας που ορίζεται με άξονα την έμφυλη σωματικότητα.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, όπως είναι αναμενόμενο, η ανάλυση της Χαλκιά υπερβαίνει το δίλλημα της ύπαρξης ή μη της «διαφοράς[1]» και εστιάζει σε θεωρητικά παραδείγματα «αποταυτίσεων», όπως αυτά αποτυπώνονται για παράδειγμα στην  κουίρ θεωρία ή στην προβληματική της «διάθλασης ταυτοτήτων[2]».
Το βιβλίο Έμφυλες βιαιότητες, Εξουσία, Λόγος, Υποκειμενικότητες μελετά θεμελιακούς άξονες της μεταδομιστικής θεωρίας, θέτοντας παράλληλα το αίτημα της ικανοποίησης πολιτικών στόχων του φεμινιστικού και ΛΟΑΤ [Λεσβιακού, Ομοφυλοφιλικού, Αμφιφυλοφιλικού, Τρανς] κινήματος. Το γεγονός αυτού του «συνδυασμού» το αναδεικνύει ως ένα σημαντικό θεωρητικό και πολιτικό κείμενο ιδιαίτερα κατά τη στιγμή της επικράτησης της  θεωρητικής φαντασίωσης του μεταδομισμού ως ενός συνεχούς, ενοποιημένου και πολιτικά «άστοχου»  ρεύματος.
Κεντρικός διακηρυγμένος στόχος του βιβλίου είναι η μελέτη των τρόπων με τους οποίους η εξουσία επιδρά μέσω του λόγου παράγοντας υλικότητα, «σώματα» και πρακτικές, που στο σύνολο τους όχι μόνο δε συνιστούν απλές φυσικές πρακτικές αλλά αντίθετα αποτελούν θεμελιώδη εργαλεία για την διακυβέρνηση των σύγχρονων κοινωνιών[3]. Ταυτόχρονα εντασσόμενο στο πεδίο της διεθνούς και εγχώριας σχετικής βιβλιογραφίας επιχειρεί να απαντήσει στο αίτημα της αξιοποίησης των μεταδομιστικών αναλυτικών εργαλείων, τόσο στο επίπεδο της θεωρητικής συζήτησης όσο και στο επίπεδο της κινηματικής πολιτικής πρακτικής.
Το εγχείρημα αυτό «συμπυκνώνεται» στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου με μία «εφαρμογή» στο πεδίο των διάφορων  επιστημολογικών «καθεστώτων αλήθειας», τα οποία σύμφωνα με τον Φουκώ παράγουν «αλήθειες» με στόχο τη διακυβέρνηση των πληθυσμών και την αναπαραγωγή του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικών σχέσεων[4]. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Χαλκιά καταγράφει και παραπέμπει σε θεωρητικές αναλύσεις, οι οποίες αφενός αποτιμούν τον πρωτεύοντα ρόλο που επιτελούν οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις στην παραγωγή της επιστημολογικής αλήθειας για την υλικότητα και το σώμα, και αφετέρου καταδεικνύουν τη σημασία των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων στη διαδικασία αυτή.
Όμως, όπως επισημαίνεται τόσο στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου όσο και στον επίλογο, ο στόχος δεν είναι η «γενεαλογικού τύπου» καταγραφή των μεταδομιστικών φεμινιστικών θεωρήσεων αλλά η μέσω του διαλόγου ανάδειξη της διεπιστημονικής χρησιμότητας των μεταδομιστικών εργαλείων, καθώς και η δημιουργία νέων ακόμη πιο αποτελεσματικών. Για το λόγο αυτό, το βιβλίο εμπνέεται και αξιοποιεί ως «οδηγό» τον φεμινιστικό νεοϋλισμό της Μπραϊντότι, η οποία αποδίδοντας έμφαση  στην υλικότητα διαβλέπει τη δυνατότητα ενός καθημερινού στοχασμού που στηρίζεται στο «νομαδισμό». Ο όρος υποκείμενο–νομάδας περιγράφει το υποκείμενο που κατά τη Μπραϊντότι έχει «αντίληψη του μη σταθερού των ορίων»[5], δηλαδή της ιστορικότητας του υποκειμένου και αφηγηματικότητας του σώματος μέσα από το πρίσμα της μεταδομιστικής σκέψης. Αυτό τo νομαδικό πολυγλωσσικό υποκείμενο παρουσιάζεται ως πρότυπο αντίστασης στις επικρατούσες αναπαραστάσεις του υποκειμένου.
Το ζήτημα της υλικότητας δεν παραγνωρίζεται.  Αντίθετα, μέσω της αξιοποίησης των μεταδομιστικών επεξεργασιών της Μπάτλερ και κάποιων άλλων εκλεκτικά συγγενών κειμένων, μελετώνται με μεγαλύτερη διεισδυτικότητα οι καθημερινές πολλαπλές και ετερογενείς συμβολικές και υλικές επιτελέσεις[6] του «κανονιστικού» φύλου.
Τελικά, η αναγνώριση της  απείθαρχης υλικότητας που διέπει τα ενσώματα υποκείμενα ενισχύει και εξυπηρετεί τον κεντρικό στόχο -όχι μόνο αυτού του βιβλίου αλλά και της φεμινιστικής μεταδομιστικής κριτικής στο σύνολο της-, δηλαδή της πολιτικοποίησης των διαστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας που καταξιώνονται ως ιδεολογικά ουδέτερες. Αυτή η στρατηγική επανάκτησης της πολιτικότητας του σώματος αποβλέπει στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση του διπολικού  συστήματος του φύλου και των παραπλεύρων στατικών ταυτοποιήσεων που απορρέουν από αυτό.
Η διερεύνηση των κοινωνικών, πολιτισμικών και ιστορικών διεργασιών που οριοθετούν το κανονιστικό φύλο γίνεται το εφαλτήριο του αναστοχασμού πάνω στο ζήτημα της καθοδηγούμενης από ρυθμιστικές μυθοπλασίες και εξειδικευμένες νόρμες υλοποίηση του έμφυλου σώματος.  Κι όμως, η δημιουργική αποκάλυψη των κανονιστικών μυθοπλασιών για το φύλο μας φέρνει μόνο στα μισά της διαδρομής. Η αναγνώριση των περιορισμών, όπως φάνηκε και από την περίοδο της ριζοσπαστικοποίησης του φεμινισμού και των άλλων κοινωνικών κινημάτων, δεν είναι αρκετή. Το ζητούμενο παραμένει η μετάβαση από τη  δημιουργική κριτική στην δημιουργική πράξη.
Η πρό–σ–κληση της οπτικής του υποκειμένου νομάδα, του οποίου η «εντοπισμένη εμπερία», ή αλλιώς «θεσιακότητα»,[7] αποτελεί την αποκλειστική και περιστασιακή του βεβαιότητα, υπερβαίνει την προβληματική διάσταση ενός λόγου που μέσω της καταγγελίας κυρίαρχων μορφωμάτων εξουσίας επιχειρεί να υλοποιήσει χειραφετητικά αιτήματα, αλλά καταλήγει να προσπαθεί να γίνει ένα μέρος της εξουσίας του Νόμου. Επομένως, η υιοθέτηση της οπτικής του νομάδα μπορεί να αξιοποιηθεί ως «όχημα» για την ανάπτυξη μιας θεωρίας που προωθεί την κοινωνική αλλαγή. Το υποκείμενο–νομάδας δεν δύναται να κατακτήσει μία θέση στο υπάρχον «θεατρικό» σκηνικό, αφού δομικά έχει αποκλειστεί από αυτό. Αντίθετα, η αναγνώριση της υλικής παρουσίας του αναδεικνύει την ανάγκη της εκ θεμελίων αλλαγής αυτού του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού τοπίου.
Η υποκειμενικότητα του «νομάδα» δε συγκροτείται ως ετερότητα αντινομική προς την ηγεμονική οικουμενική (ανδρική, λευκή, αστική) επικράτεια[8], αλλά αντίθετα υπερβαίνει την ανάγκη ένταξης σε κάποιο σχήμα αντιπαραθετικής ταυτοποίησης. Ταυτόχρονα, η εμπειρία του νομάδα μάς  ωθεί σε μια καλύτερη κατανόηση των πολλαπλών κοινωνικών, πολιτισμικών, ακόμη και γεωγραφικών επικαθορισμών που δομούν την καταπίεση και την κοινωνική ανισότητα. Στις σημερινές κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες η αναλυτική κατηγορία νομάδας μπορεί να περιλάβει την εμπειρία των περιπλανώμενων “clandestinos”, των «χωρίς χαρτιά» με άλλα λόγια, των διεμφυλικών, αλλά ακόμη και του ατόμου που προσάγεται, χωρίς να συλλαμβάνεται, από την αστυνομία και βρίσκεται παγιδευμένο σ ένα μεγάλο νομικό κενό, αφού η ιδιότητα του προσαχθέντα δεν αναγνωρίζεται από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο.
Συνεπώς, η υιοθέτηση της νομαδικής οπτικής «επαναριζοσπαστικοποιεί» τη φουκωική σύλληψη της «διαπεραστικής» και «δικτυωμένης» εξουσίας[9], αφού μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τις επικράτειες[10] των παρεμβατικών εξουσιών στο υποκειμενικό επίπεδο–σώμα, αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο–οικονομία, πολιτική πρακτική κοκ. Ταυτόχρονα, μέσα από την αξιοποίηση της οπτικής του νομάδα διανοίγεται ένα πεδίο επικοινωνίας μεταξύ ριζικά διαφορετικών υποκειμενικοτήτων, το οποίο όμως δεν εξαρτάται από το σύστημα κανονικότητα–ετερότητα.
Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Χαλκιά δεν προωθεί μια εκ νέου ταξινόμηση των κυρίαρχων ταυτοποιήσεων αλλά την κατανόηση και τη θεματοποίηση τους, με σκοπό την υλοποίηση μιας θεωρητικά θεμελιωμένης φεμινιστικής πολιτικής για το φύλο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η θεωρητικο-πολιτική πρόταση του βιβλίου αναδεικνύεται ως μια πολύτιμη και πολιτικά σημαντική συμβολή στη μεταδομιστική κριτική θεώρηση των σχέσεων εξουσίας, που «οικοδομούν» όχι μόνο το φύλο και τη σεξουαλικότητα αλλά και το σύνολο των εκφάνσεων της κοινωνικής δραστηριότητας.

Η Αλίκη Κοσσυφολόγου είναι υπ. διδάκτωρ Πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

[1] Παραπέμπω στη θεωρητική «αντιδικία» που γεννήθηκε ανάμεσα στις μαρξίστριες/υλίστριες φεμινίστριες που επιδίωκαν τη ριζική ισότητα και εξάλειψη των κοινωνικών συνεπειών της έμφυλης διαφοράς με τις αμερικανίδες ριζοσπάστριες και γαλλίδες θεωρητικούς της «γυναικείας γραφής» που διεκδικούσαν τη ριζική διαφορά, βλ. σχετικά στο: (επιμ.) Αθανασίου Αθηνά, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, μτφρ: Μαρκέτου Πελαγία, Μηλιώρη Μαργαρίτα, Αιμίλιος Τσέκενης, Αθήνα: Νήσος, 2006, σελ  14.
[2]  Για παράδειγμα, η διάθλαση ταυτοτήτων «αποτυπώνεται στην πολυεθνικότητα των μεταναστών οι οποίοι κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς», από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
[3]στο ίδιο, σελ. 17.
[4] Φουκώ Μισέλ, Η τάξη του Λόγου, μτφρ. Χρηστίδης Χ, Αθήνα: Ηριδανός, σελ 14 – 16.
[5] Αλ. Χαλκιά, ό.π, σελ. 15.
[6] Για την έννοια της επιτελεστικότητας του κανονιστικού φύλου ή αλλιώς της υλοποίησης του έμφυλου σώματος, βλ. Μπάτλερ Τζούντιθ, Σώματα με σημασία: οριοθετήσεις του φύλου στο λόγο, μτφρ: Πελαγία Μαρκέτου, εισαγωγή, επιστημονική επιμέλεια: Αθηνά Αθανασίου, Αθήνα: Εκκρεμές, 2008
[7] Αλ. Χαλκιά, ό.π, σελ. 10.
[8] Αθηνά Αθανασίου, Φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το δεύτερο κύμα στο (επιμ.) Αθηνά Αθανασίου, ό.π, σελ. 33.
[9] Η εξουσία σύμφωνα με τον Φουκώ δεν αποτελεί μία στατική δομή, αλλά διαχέεται και κυκλοφορεί αφού «η εξουσία χρησιμοποιείται μέσω μίας οργάνωσης που μοιάζει με δίχτυ. Και τα άτομα όχι μόνο κυκλοφορούν ανάμεσα στα νήματα της, αλλά είναι πάντα στη θέση όπου συγχρόνως υφίστανται και ασκούν την  εξουσία αυτή. Τα άτομα δεν είναι μόνο ο αδρανής ή συναινών στόχος της, είναι και τα στοιχεία άρθρωσης της. Το άτομο που έχει συγκροτηθεί από την εξουσία είναι συγχρόνως και φορέας της». Μισέλ Φουκώ, «Πειθαρχική Εξουσία και Υποτέλεια», στο: Μισέλ Φουκώ, «Η μικροφυσική της Εξουσίας», μτφρ.–σχόλια Λίνα Τρουλίνου, Αθήνα: Ύψιλον, 1991, σελ 107.
[10] Αλ. Χαλκιά, ό.π, σελ 150.

Δεν υπάρχουν σχόλια: