9/7/11

Ποίηση και κρίση

Μέρος 1ο και μέρος 2ο


Του Κώστα Βούλγαρη
Κωνσταντίνα Αραπάκη- Χωρίς τίτλο
Η σημερινή, γενικευμένη κοινωνική κρίση που βιώνουμε, εκφράζει την αναντιστοιχία των δομών της δεκαετίας του 1980, όπου το νεοελληνικό κράτος ολοκλήρωσε μια μακρά διαδρομή αστικής συγκρότησης, διαδρομή που ξεκίνησε την επαύριο του 1922, όταν η οριστική έκπτωση της Μεγάλης Ιδέας είχε σαν αποτέλεσμα η νεοελληνική κοινωνία να κυριαρχηθεί από τα αιτούμενα, τις αντιθέσεις, τα διλήμματα και τα αδιέξοδα της αστικής εποχής. Αυτές οι δομές, σε μια διαδικασία μακρόσυρτη και γεμάτη αντιφάσεις, τομές και συνέχειες (κι έναν εμφύλιο πόλεμο), αποκρυσταλλώνονται και παγιώνονται στη δεκαετία του 1980, ενσωματώνοντας με παροιμιώδη στρεβλότητα το ευρωπαϊκό «κοινωνικό συμβόλαιο» κι έχοντας ως συνεκτική ουσία τους τον εθνικολαϊκισμό. Αυτές λοιπόν οι δομές δεν αντέχουν να εκφράσουν τις σημερινές ανάγκες, να παράγουν μέσα από τη φόρμα τους τις απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα και προβλήματα, τις αναγκαίες προοπτικές.
Αντίστοιχα, με την παρακμή της συνάδουσας με τη Μεγάλη Ιδέα παλαμικής ποίησης, εμφανίζονται ποιητικές που εκφράζουν τα αιτούμενα, τις αντιθέσεις, τα διλήμματα και τα αδιέξοδα της αστικής εποχής, όπως είναι οι ποιητικές του Καβάφη, του Βάρναλη, του Καρυωτάκη, του Νικολάου Κάλας. Όμως το νήμα κι αυτής της συνέχειας διακόπτεται, σχεδόν βίαια, με ήττες, διαψεύσεις και αμφιλεγόμενους «μοντερνισμούς», με αποτέλεσμα, μέσα από μια μακρά σειρά αναγορεύσεων και αποσιωπήσεων, διαδοχών και επιγονισμών της «γενιάς του ‘30», στη δεκαετία του 1980 να παγιωθεί ένα σύνολο ποιητικών τρόπων, με ιδεολογικό τους άλλοθι το μακρυγιαννικό φαντασιακό και αισθητική νομιμοποίηση τον αενάως παρατεινόμενο νεορομαντισμό (ο οποίος έχει τόση σχέση με τον πάλαι ποτέ ρομαντισμό, όση η οπερέτα με την όπερα...). Αυτοί λοιπόν οι ποιητικοί τρόποι του 1980 κυριαρχούν ακόμα και σήμερα, όντας πια καταφανώς αναντίστοιχοι με το διαμορφούμενο κοσμοείδωλο του σύγχρονου ανθρώπου, γεγονός που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για κρίση του ποιητικού λόγου.
Η ιστορική τομή στην οποία υπόκεινται, τόσο η κοινωνία όσο και η ποίηση, η «πηγή» της αναντιστοιχίας και της κρίσης τους, βρίσκεται στο 1989, στην ιστορική στιγμή όπου, συμβολικά αλλά και πραγματολογικά, το νεωτερικό κοσμοείδωλο ταυτίζεται με την κρίση του, δηλαδή η αντίληψη της προόδου, το ιδεολογικό σχήμα τόσων αιώνων διαφωτισμού, διακόπτει την ακολουθία του. Φυσικά, η κρίση δεν είναι μόνο ελληνική αλλά ταυτόχρονα και ευρωπαϊκή, αφορά όλο το δυτικό κόσμο, αφού μετά το 1989 ο επελαύνων, νεοφιλελεύθερος, χρηματιστηριακός καπιταλισμός σαρώνει όλες τις δομές, και πρώτα απ’ όλα τις δομές του κοινωνικού κράτους, καθώς και τις αντίστοιχες δομές της κουλτούρας, που είχαν φτιαχτεί με βάση τη διπολική μεταπολεμική πραγματικότητα και ευημερία. Πάνω απ’ όλα όμως αλλάζουν οι δομές της σκέψης και της αντίληψης των πραγμάτων, δηλαδή ακριβώς τα σημεία όπου δημιουργούνται οι εστίες της τέχνης. Η μεταμοντέρνα συνθήκη είναι λοιπόν παρούσα, η σχέση, του χρήματος, των κοινωνιών, της σκέψης, της τέχνης, με την πραγματικότητα έχει αλλάξει.  
Εδώ χρειάζονται δύο, αναγκαίες κατά τη γνώμη μου διευκρινήσεις. Η πρώτη αφορά τις «αντιστοιχίες», που χρησιμοποίησα για να περιγράψω μια ανάλογη διαδρομή της κοινωνίας και της ποίησης. Όχι, δεν εννοώ καμιά νομοτελειακή ταύτιση. Οι εν γένει διαδρομές της κοινωνίας και της τέχνης δεν είναι ούτε συγχρονισμένες ούτε ταυτόσημες. Άλλοτε η τέχνη προηγείται, άλλοτε έπεται, και σπανίως μόνο συμβαδίζει με τις κοινωνικές διεργασίες, εντάσσεται στην κοινωνική περιοδολόγηση, ενώ και η διαδρομή της τέχνης συνήθως αποκλίνει από εκείνη της κοινωνίας, σπανίως δε οι δρόμοι τους συμπίπτουν. Μόνο στη μέση ή στη μακρά διάρκεια μπορούμε να εντοπίσουμε αναλογίες, καθώς και τις εκρεπείς εξαιρέσεις. Μόνο σε ένα μεγαλύτερο από τη συγκυρία χρονικό άνυσμα μπορούμε να ορίσουμε την «τρέχουσα ποίηση», όπως την είπε ο Βύρων Λεοντάρης, την «τέχνη εποχής», όπως την εννόησε ο Καρυωτάκης, η οποία απλώς αθροίζεται ως τεκμήριο με άλλες εκφάνσεις του υλικού και του όλου πολιτισμού, και ελάχιστη σχέση έχει με τις διεργασίες εξέλιξης της γλώσσας της κάθε τέχνης. Η ιστορία των κοινωνιών και η ιστορία των μορφών και των αισθητικών ρευμάτων και επιτευγμάτων δεν ταυτίζονται. Αυτή η διάκριση, αυτή η διάσταση, ορίζει τη διαφορά του πεδίου του εν γένει πολιτισμού από το πεδίο της τέχνης. Κι αν σήμερα καταρρέει ο διαχωρισμός «υψηλής» και ποπ κουλτούρας, όσον αφορά την τέχνη δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια διαδικασία «δημοκρατικοποίησής» της, αλλά με τη δυνατότητα αποενοχοποιημένης χρήσης παντός είδους υλικών και τρόπων, που όμως ακριβώς ως υλικά και τρόποι χρησιμοποιούνται από την τέχνη, επιβεβαιώνοντας τη διάκρισή της από τη μη τέχνη. Αν όλα δικαιούνται, και βρίσκουν μια θέση στην τέχνη, τα πάντα δεν είναι τέχνη.
Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά το περιβόητο «μετά». Η σημαία του μεταμοντέρνου, συχνά, συχνότατα, κατέληξε μια σημαία ευκαιρίας, γι’ αυτό άλλωστε και εγκαταλείπεται από διάφορους τόσο εύκολα και γρήγορα∙ ήταν ένα σχήμα που ήρθε άλλοτε να περιγράψει, με την αγωνία μπροστά στο καινούριο, και άλλοτε να εκφράσει, με τη σπουδή του καιροσκοπισμού, την πολιτισμική λογική του επελαύνοντος, μετά το 1989, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Δεν ήταν βέβαια μόνο μια κατασκευή, όπως τίποτα δεν είναι μόνο μια κατασκευή. Στα καθ’ ημάς, και εν πολλοίς, ήταν μια πρόχειρη, και πολύ προσοδοφόρα προσπάθεια να «αξιοποιηθεί» θεωρητικά, σε στενή συνάφεια με την εξουσία, μια πραγματική ιστορική τομή, η ιστορική ήττα των ιδεών του διαφωτισμού, με τη συνήθη στην ιστορία πρακτική μετά από κάθε ήττα: λεηλατώντας τα ερείπια. Όμως η ήττα υπήρξε, ως αποτέλεσμα του αδιεξόδου της νεωτερικής αφήγησης, και πλέον η ιστορική τομή είναι πραγματικότητα και όχι ισχυρισμός κάποιων θεραπόντων των «πολιτισμικών σπουδών». Βρισκόμαστε, λοιπόν, μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη (κάποιοι επιμένουν να την ονομάζουν ύστερο μοντερνισμό), και είτε θα τη δαιμονοποιήσουμε, πορευόμενοι μακαρίως με τα κλισέ και τα στερεότυπα της πριν εποχής, εν προκειμένω της δεκαετίας του 1980, όπως κάνει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και της ποίησής μας, είτε θα αναπαράγουμε έτοιμες και κυρίως αφυδατωμένες συνταγές, που ευδοκιμούν στα πολυποίκιλα, μη θεσμικά αλλά και θεσμικότατα «εργαστήρια» δημιουργικής γραφής και σκέψης, της νεοφιλελεύθερης κουλτούρας και οικονομίας, είτε, τέλος, θα οριστούμε μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη, «μιλώντας» τη γλώσσα της και χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της, αρθρώνοντας όμως έναν λόγο κριτικό, που θα έχει πλήρη επίγνωση της συνθήκης της ύπαρξής του, δηλαδή του ιστορικού παρόντος του, που θα οργανώνεται ως τομή, ως αναστοχασμός και ως ανάδραση, όπως, για παράδειγμα, πράττει ο θεωρητικός λόγος του Φρέντρικ Τζαίημσον.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι, όλα αυτά τα χρόνια, το κυρίαρχο ρεύμα της ποίησής μας, στις διάφορες αποχρώσεις του, συνέχιζε και συνεχίζει την αναπαραγωγή των φθαρμένων μοντερνιστικών στερεοτύπων (με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως π.χ. αυτές κάποιων κύκλων «μετασουρεαλιστικής» μαθητείας, στον Νάνο Βαλαωρίτη, στον Έκτορα Κακναβάτο, στον Δημήτρη Παπαδίτσα, στην Ελένη Βακαλό, κ.ά., μια μαθητεία που ενίοτε αξιοποιεί γόνιμους και ακόμα ενεργούς θύλακες). Αν λοιπόν εξαιρέσουμε, ή ακόμα κι αν συμπεριλάβουμε τις εξαιρέσεις, το κυρίαρχο ρεύμα της ποίησής μας, χωρίς προωθητική αισθητική δυναμική, συμβαδίζει με την κοινωνική εξέλιξη, με το σωρευόμενο κοινωνικό αδιέξοδο, εν τέλει με την κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πιο προωθημένη και πιο επίσημη εκδοχή αυτής της ποίησης εποχής, που αποτυπώνεται από την Κική Δημουλά, εκδοχή που αναδείχθηκε κατά την απολιτική-αντιπολιτική φάση της μεταπολίτευσης, εκφράζοντας το περιρρέον κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1990, με τη δομή της γλώσσας της να αντιστοιχεί στη δομή της γλώσσας του επικοινωνιακού-διαφημιστικού λόγου, ποίηση που μάλιστα αυτά τα χρόνια απέκτησε την ακαδημαϊκή-καθεστωτική επικύρωση.
Θα ήμουν όμως άδικος, αν δεν αναγνώριζα ότι γράφονται πολλά καλά ποιήματα, πως υπάρχουν αρκετοί ποιητές και ποιήτριες που «στέκονται» αξιοπρεπώς μέσα στη γραμματολογία της νεοελληνικής ποίησης. Δεν αμφισβητώ την ποιότητά τους. Μετέχουν αξιοπρεπώς στο σύγχρονο πολιτισμικό τοπίο. Αμφισβητώ την αξία τους. Τι σημαίνουν από την άποψη της ποίησης; Της εξέλιξής της; Εδώ, τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Οι ποιητές και τα ποιήματα κρίνονται με βάση το αν κομίζουν κάτι όντως καινούριο εις τέχνην. Αν το ποίημα συνιστά ένα σημαίνον αισθητικό γεγονός. Αν, μπαίνοντας στο κάδρο, τροποποιεί, ελάχιστα ίσως αλλά πάντως διακριτά, όλη την εικόνα. Ναι, αλλά σε τελευταία ανάλυση, αυτή η ποίηση που έχουμε, δηλαδή η κυρίαρχη εκδοχή της, δεν είναι η ποίηση της εποχής μας; Θα απαντήσω πως όχι: είναι η «ποίηση εποχής». Και θα ρωτήσω με τη σειρά μου: αυτή η ποίηση εποχής εκφράζει τα αιτούμενα του ιστορικού παρόντος; Κατά τη γνώμη μου, όχι.
Όμως, η σύγχρονη νεοελληνική ποίηση ενσωμάτωσε την ιστορική τομή του 1989. Μια διακριτή τάση της ορίζεται σε σχέση με αυτήν την τομή, ή και μετά από αυτήν. Αντιμετώπισε, πολύ πρώιμα σε σχέση με την κοινωνία, την προϊούσα κρίση, και ειδικότερα την κρίση του ποιητικού λόγου, παράγοντας μορφές και τρόπους που τοποθετούνται μετά από το αδιέξοδο όριο του ποιητικού μοντερνισμού, αδιέξοδο που, παρ’ όλα αυτά, αναπαράγεται «ανέμελα» από τους συντριπτικά περισσότερους ποιητές, οδηγώντας στην παρακμή του ποιητικού λόγου. Χρονικά, αυτή η «άλλη» ποίηση εμφανίζεται, με ιδιαίτερη ένταση, αμέσως μετά το 1989, και μάλιστα εμφανίζεται ακόμα και ως τομή μέσα στο έργο κάποιων ποιητών που είχαν ήδη ξεκινήσει να γράφουν. Να κάποια, ευδιάκριτα, χαρακτηριστικά της.
Πρώτον (η σειρά δεν είναι αξιολογική ούτε ο κατάλογος εξαντλητικός), η έντονη και γενικευμένη αφηγηματικότητα, η οποία βεβαίως εξυπηρετεί την ποικιλότητα των «υλικών» που ενσωματώνονται, την πολλαπλότητα των συσχετισμών και των συνάψεων, αλλά και την πληθυντικότητα της απεύθυνσης. Εξυπηρετεί όχι μόνο τη «δημιουργική συνομιλία» με ένα μεγάλο φάσμα προγόνων από την ιστορία της παγκόσμιας ποίησης, αλλά και την αναμέτρηση μαζί τους, για πρώτη φορά χωρίς δέος και κόμπλεξ, αφού τη στιγμή μετά την ήττα οι καλοί τρόποι είναι πολυτέλεια, τα δε προσδοκώμενα κληρονομικά έσοδα αναιμικά. Επιπλέον, η αφηγηματικότητα εξυπηρετεί τη διάρρηξη των δεσμών συνέχειας με τη μοντερνιστική ποίηση, τη διακοπή της απρόσκοπτης σχέσης διαδοχής μέσα στη θεσμισμένη ως «κανόνα» διαδρομή, ανασύροντας υποφωτισμένες περιοχές και δυνατότητες του ποιητικού λόγου, που βρίσκουν τη θέση τους στην ευρύχωρη αφηγηματική ποιητική.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι μια ανοικτά πολιτική θεματολογία, σχεδόν εξαφανισμένη για πολλά χρόνια, αφού κυριαρχούσε, και κυριαρχεί, η ποίηση του προσωπικού στιγμιοτύπου. Γιατί η διαδικασία σμίκρυνσης του πολιτικού στα μέτρα της προσωπικής διάστασης των πραγμάτων, με όχημα τη σεφερική ποιητική και ολίγον άρωμα μεσοπολεμικού συμβολισμού, ένα φαινόμενο που γνώρισε άνθιση καθ’ όλη τη μακρά μεταπολεμική περίοδο, προϋπέθετε ακμαίες όλες τις σταθερές του μοντερνισμού. Όταν όμως το κοσμοείδωλο του σύγχρονου ανθρώπου καταρρέει, αφού καταρρέει το δίπολο του καλού και του κακού στο παγκόσμιο φαντασιακό (σε όποια πλευρά του και να τοποθετούνταν κανείς στην εποχή των μανιχαϊσμών), τότε τα πράγματα πρέπει να οριστούν εξ αρχής, η πολιτικότητα να παραχθεί μέσα σε νέες αναγνώσεις του ιστορικού παρόντος, μέσα σε νέες ιδέες, μέσα σε νέες φόρμες. Έτσι, η συνέχεια της προδιαγεγραμμένης, εν τέλει υπαγόμενης στο κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο μοντερνιστικής πολιτικοποίησης, διακόπτεται, δίνοντας τη θέση της στον αναστοχασμό πάνω στην ίδια την ιστορία. Για παράδειγμα, έχουμε νέες αναγνώσεις, τόσο της διαδικασίας εθνογένεσης (ατέρμονη εκκρεμότητα στα Βαλκάνια...) και ανανέωσης των εθνικών ταυτοτήτων, όσο και του εν γένει χαρακτήρα της ιστορικής αφήγησης.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η επιστροφή σε «προμοντερνιστικές» ποιητικές φόρμες, και τις χαρακτηρίζω έτσι, γιατί ο καθ’ ημάς ποιητικός μοντερνισμός, δηλαδή η εξουσιαστική-καθεστωτική αφήγησή του, ανήγαγε σε δομικό χαρακτηριστικό του τον ελεύθερο στίχο, επισείοντάς τον τρομοκρατικά, ως απόλυτο αλλά και επαρκές δείγμα του «νεωτερισμού» του, ως ασφαλή απόδειξη της «ανατρεπτικότητάς» του. Αυτό το ταμπού, αυτό το ιδεολόγημα, ανετράπη, αυτός ο κούφιος, δογματικός φορμαλισμός αποκαθηλώθηκε. Ο πιο εύκολοι και ανώδυνοι τρόποι της αποκαθήλωσης ήταν βέβαια η παρωδία και η μίμηση της «παραδοσιακής» μεσοπολεμικής ποιητικής φόρμας, όμως υπήρξαν και ιδιαίτερα γόνιμοι τρόποι, όπου ανακαλούνται στιχοποιητικές μορφές απ’ όλη τη διαδρομή του ποιητικού λόγου, που αρθρώνονται με ανακλήσεις απ’ όλη τη διαδρομή της γλώσσας, όπου η χρονική, εύτακτος ακολουθία, με τα τόσα στεγανά και τις παροιμιώδεις αγκυλώσεις, επίσης διακόπτεται. Πρόκειται για μια δημιουργική διαδικασία αναχώνευσης-διαύγασης, γλώσσας, μορφών και ιστορίας, που μέχρι τώρα είχε συμβεί μόνο μία φορά στη νεοελληνική λογοτεχνία, και μάλιστα στην ιδρυτική της στιγμή, με τον Διονύσιο Σολωμό.
Το τέταρτο χαρακτηριστικό είναι η σύνθεση. Δεν νομίζω πως σε άλλη περίοδο, της νεοελληνικής ποίησης, έχουμε τόσες πολλές, τόσο σημαντικές, και γραμμένες από τόσους πολλούς ποιητικές συνθέσεις, έστω και αν αρκετές από αυτές σε καμιά περίπτωση δεν «φωνάζουν», δηλαδή δεν περιφέρουν τη συνθετική τους φιλοδοξία. Κατά τη γνώμη μου, η προσφυγή στη φόρμα της ποιητικής σύνθεσης εκφράζει ανάγλυφα όχι μόνο την κόπωση του «ατομικού» (κατά τη δομή του λόγου του ποιητικού υποκειμένου αλλά και κατά την απεύθυνση) μοντερνιστικού ποιήματος, αλλά και την ανάδραση μετά την τομή του 1989, δηλαδή την προσπάθεια να οριστούν τα πράγματα εξ αρχής, όχι σαν αίτημα προσωπικό αλλά γενικευμένα ιστορικό. Είναι μια κίνηση που αναδεικνύει το κενό, αλλά και το αίτημα για νέες μεγάλες αφηγήσεις, όχι πλέον ολοποιητικές αλλά ανομοιογενείς και πολυφωνικές, μια κίνηση που αναδεικνύει το αίτημα για μια νέα ιστορικότητα, συχνά με όχημα μια ποίηση ιδεών, η οποία χειρίζεται με πρωτογενή άνεση τις φιλοσοφικές παραμέτρους.
Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά συναντώνται σε μια σειρά από ποιητές, συνήθως επιμερισμένα και επιλεκτικά, συχνά, συχνότατα, με παροιμιώδεις αντιφάσεις, εν συνόλω όμως διαμορφώνουν ένα άλλο ποιητικό πεδίο, υποφωτισμένο και ασαφές μέσα στο σύνολο ποιητικό τοπίο, όμως διακριτό και επαρκές, ώστε να μπορούμε να περιγράψουμε την ιδιοτυπία του, έστω και αν, ανάμεσα στα χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, που τη διαφοροποιούν και την ταυτοποιούν, δεν υπάρχει ένα, προφανές και ευκόλως αναγνωρίσιμο, που θα μπορούσε να γίνει «σημαία» ή «παράδειγμα», όπως ήταν η δημοτική γλώσσα για τη γενιά του Παλαμά ή ο «ελεύθερος στίχος» για τη γενιά του ‘30.
Εδώ, υποχρεούμαι να δώσω ονόματα και διευθύνσεις, δηλαδή να αναφέρω όσους μετέχουν αυτού του ποιητικού κλίματος, ανταποκρινόμενοι, ο καθένας με τον τρόπο του, στο αίτημα της υπέρβασης της κυρίαρχης ποιητικής. Είναι οι: Ευγένιος Αρανίτσης, Χάρης Βλαβιανός, Σπύρος Βρεττός, Μιχάλης Γκανάς, Βαγγέλης Κάσσος, Διονύσης Καψάλης, Γιώργος Κοροπούλης, Μαρία Κούρση, Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Μπλάνας, Θανάσης Χατζόπουλος, Δημήτρης Χουλιαράκης... Ο κατάλογος δεν κλείνει, δεν μπορεί να κλείσει, γιατί μια συστηματική αποτίμηση έχει να αντιμετωπίσει γλωσσικές, αλλά και μεταφραστικές επιλογές, όπως π.χ. αυτές του Παντελή Μπουκάλα, ποιήματα και βιβλία, όπως π.χ. ορισμένα του Στρατή Πασχάλη ή του Νίκου Δαββέτα, ποιητικές συνθέσεις, όπως π.χ. Ο κύριος Φογκ του Γιάννη Βαρβέρη ή το Εν γη αλμυρά του Βύρωνα Λεοντάρη, ιδιότυπες ποιητικές, όπως αυτές του Σταύρου Ζαφειρίου, του Αντώνη Φωστιέρη ή του Γιώργου Χρονά, την ποίηση ιδεών του Στέφανου Ροζάνη, την απροσδόκητη συνομιλία, με αυτή την ποίηση, ποιημάτων του αειθαλούς Γιάννη Δάλλα, και άλλα πολλά, που κινούνται περιμετρικώς, όπως π.χ. ο «ποιητικόφρων» λόγος του Γιώργου Βέλτσου, που ήδη έχει βρει αρκετούς μιμητές, ανανεώνοντας τη φανταιζί εικονοποιία με την εννοιολόγηση των λέξεων, ή η κοινοτιστική-πολιτισμική μεταμφίεση των αντιδραστικών ψαλμωδιών της θρησκόληπτης ποίησης. Τέλος, εκκρεμεί η αποτίμηση του έργου ορισμένων (ελάχιστων) νεώτερων ποιητών, που είδε το φως κατά την τελευταία δεκαετία, έργο που προϋποθέτει ποιητικά τη συντελεσμένη τομή.
Τι συνιστούν όμως, εν συνόλω, αυτά τα ποιήματα και αυτοί οι ποιητές, εκτός από ένα άλλο ποιητικό «κλίμα»; Μήπως συνιστούν μια ποιητική γενιά; Και αν ναι, δεν θα πρέπει αυτή να ονοματιστεί με το μείζον ιστορικό γεγονός με το οποίο συνδέεται, δηλαδή το 1989; Είναι, νομίζω, ένα ερώτημα εύλογο.
Όταν άνοιξα αυτή τη συζήτηση, πριν από μια δεκαετία, τότε που η νεοελληνική κοινωνία και η ποιητική συντεχνία έπλεαν στο πέλαγος των αυταπατών τους, δεν απάντησα ευθέως. Σήμερα, όμως, που οι αυταπάτες διαλύονται, μήπως είναι η ώρα να απαντήσω; Όπως έλεγα και πριν δέκα χρόνια, δεν αρκούν μόνο τα ποιητικά κριτήρια και τα ποιητικά αποτελέσματα, όσο σημαντικά κι αν είναι (και στην περίπτωσή μας όντως είναι). Για να υπάρξει μια ποιητική γενιά, δηλαδή για να λειτουργήσει ως γενιά (και η ονοματοδοσία της ως γενιάς, αν θέλετε η «αναγόρευσή» της, είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο αυτής της λειτουργίας), απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι ίδιοι οι δημιουργοί της να θέλουν και κυρίως να μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα νέο σημείο αναφοράς (σημείο αισθητικό, ιδεολογικό, ιστορικό κλπ), ως ένα σημείο κοινωνικής αναφοράς που θα φωτίζει και θα διαυγάζει τα αισθητικά προτάγματα του έργου τους (και δεν θα τα συσκοτίζει, ούτε θα τα ακυρώνει, όπως συνήθως γίνεται σήμερα), η δε κοινωνία να προσβλέπει σε αυτούς, εν προκειμένω στην ποίηση, ώστε να λάβει τις απαντήσεις που θεωρεί συμβατές και χρήσιμες για τα ερωτήματα που την ταλανίζουν.    
Αυτό που μπορώ να πω, μετά από μια δεκαετία, είναι πως τίποτα απ’ τα δύο δεν συμβαίνει. Οι μεν ποιητές δεν διαθέτουν τη συνείδηση για να αναλάβουν ευρύτερους ρόλους, τους επιτελεστικούς εκείνους που αντιστοιχούν στους διανοούμενους, ώστε πρώτα απ’ όλα να εξέλθουν από το ατομικό τους σύμπαν, αναγνωρίζοντας συνοδοιπόρους και συντρόφους, συνάφειες και ταυτίσεις μέσα από τις διαφορές, διαχωρίζοντας τα ασήμαντα εφήμερα από τα σημαντικά και διαρκή, αναγνωρίζοντας τις χαώδεις και διαρκείς αντιπαλότητες με το παλιό, αλλά και με τις επιβιώσεις του που μας κατακλύζουν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ιστορικής τους θέσης, κάνοντας δηλαδή ό,τι έκαναν οι προηγούμενοι που αξιώθηκαν αυτό το ρόλο. Η δε κοινωνία βουλιάζει στην κρίση της, χωρίς να αναζητά νέα σημεία αναφοράς στη σύγχρονη ποίηση, βουλιάζει αγκαλιά με τα βολικά φαντάσματα του παρελθόντος.
Από την άποψη λοιπόν της ποίησης, η κρίση έχει αρχίσει τουλάχιστον προ εικοσαετίας, μια σημαντική τομή έχει επέλθει, νέες μορφές έχουν υπάρξει. Αλλά η πιθανότητα αυτή η αφήγηση να αποτελέσει αφήγηση του ποιητικού παρόντος, καθώς και του κοινωνικού παρόντος, κατά τη γνώμη μου είναι αναιμική. Άλλωστε, κατά πάσα πιθανότητα, η σημερινή κρίση διακόπτει και άλλη μια μεγάλη συνέχεια: επί δύο αιώνες, η νεοελληνική κοινωνία διαμόρφωνε την αισθητική και την ιδεολογία της προνομιακά μέσα από την ποίηση. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό να επαναληφθεί. Δεν είναι όμως η μόνη συνέχεια που διακόπτεται στις μέρες μας. Η (ευρωπαϊκή) συνθήκη που παρήγαγε καλλιτεχνικά κινήματα με προγραμματικές αξιώσεις (και παροιμιώδη βολονταρισμό), που αναγόρευε μεγάλους ποιητές και διανοούμενους, έχει επίσης παρέλθει. Ανεξάρτητα από το πραγματικό μέγεθος του έργου ή της σκέψης των παλαιότερων και των σύγχρονων (μέγεθος που τελικά κρίνεται μόνο στο οικείο πεδίο τους), σήμερα ζούμε την «αποϊεροποίηση» της τέχνης και της σκέψης. Η σχέση που δομείτο πάνω στην παραδοχή της «μεγαλοσύνης», προϋπέθετε, υπόρρητα έστω, ένα σχήμα, ένα κοσμοείδωλο, με υπεράνθρωπους και μύστες, ποιητές και διανοούμενους. Αυτές οι εξουσιαστικές δομές έχουν καταρρεύσει. Το ερώτημα όμως είναι αν θα αρκεστούμε στο υποκατάστατο της «πληροφορίας» και στον παράγωγο ρόλο των περιφερόμενων «ενημερωμένων», που σπεύδουν να καλύψουν κάθε κενό, ή, μέσα από μια διαδικασία αναδράσεων, μια διαδικασία ιστορική, η ποίηση και η σκέψη θα προσδιορίσουν εκ νέου το ρόλο τους μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη, αρνούμενες τη μοίρα των καταναλωτικών σπαραγμάτων. Αν ο θάνατος του υπεράνθρωπου-μύστη-συγγραφέα-διανοούμενου είναι καλοδεχούμενος, η αριστοκρατικότητα της τέχνης και της σκέψης παραμένει η μόνη θεμιτή αλλά και αναγκαία αριστοκρατικότητα, που νοηματοδοτεί και καταξιώνει τα αντίστοιχα πεδία. Κι αν αυτό ακούγεται ως ωραίο και επιβεβαιωτικό από τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους, και διαβάζεται ως έπαρση και αυταρέσκεια από τους «απέξω», θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αφορά πρώτα απ’ όλα την αξιολόγηση των ίδιων των πεδίων της τέχνης και της σκέψης, όπου δεν νομιμοποιούνται «τα πάντα όλα». Η εν λόγω αριστοκρατικότητα δεν είναι πόζα και φιλαρέσκεια, αλλά σημαίνει αίμα και τίμημα, συνεπάγεται γενναίες απορρίψεις, στο πεδίο της τέχνης και της σκέψης, απορρίψεις όσων αναπαράγουν παρωχημένους τρόπους. Γιατί το μοναδικό κριτήριο της τέχνης είναι το αισθητικό. Μόνο μορφή μας παρέχει ένα έργο τέχνης, ό,τι κι αν αφηγείται. Μορφή, δηλαδή έναν τρόπο να δούμε και να ζήσουμε, τον κόσμο και τη ζωή μας. Κάτι ανάλογο νομίζω πως κάνει και η φιλοσοφία...
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Έχουμε μια κοινωνία σε κρίση και μια ποίηση σε κρίση: ο κυνικός νεοφιλελευθερισμός τροφοδοτεί αδιαλείπτως έναν παρωχημένο εθνικολαϊκισμό, που πνίγει και εξοστρακίζει την ανατρεπτική πολιτική σκέψη, ενώ ο μικροαστικός, επίσης παρωχημένος ποιητικός νεορομαντισμός, αναπαράγει και διογκώνει ένα φθαρμένο και επίπεδο ποιητικό μόρφωμα, χωρίς αισθητικές αγωνίες και αιτούμενα, το οποίο με τη σειρά του, ως πολιτισμική συνθήκη πια, πνίγει και εξοντώνει τη ρηξικέλευθη καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ απωθεί και το ελάχιστο εναπομείναν κοινωνικό ενδιαφέρον για την ποίηση. Ασφαλή απόδειξη των λεγομένων μου αποτελεί ο πληθωρισμός ποιητικών βιβλίων, λιπόσαρκων αλλά αδρά πληρωμένων, έναντι τουλάχιστον 3.000 ή και 5.000 ευρώ. Και πρόκειται για περισσότερα από τριακόσια βιβλία κάθε χρόνο, δηλαδή για μια εργολαβία υπέρ της ποιήσεως με κέρδη τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ ετησίως, κέρδη «μαύρα», αφορολόγητα και ανομολόγητα: μια αυθεντική εικόνα της κοινωνικής κρίσης, αλλά και της κρίσης της ποίησης, μια τραγική εικόνα της κοινωνικής κατηγορίας «ποιητής». Εικόνα που συμπληρώνεται, και τζίρος που αυξάνεται, από τον συνακόλουθο, ενίοτε και διαπλεκόμενο πληθωρισμό ποιητικών εκδηλώσεων, αλλά και βραβείων, ποιητικών εντύπων και ηλεκτρονικών σελίδων, σχετικών εικόνων και βίντεο, και όλα όσα συνθέτουν αυτή την πρωτόγνωρη και γενικευμένη, αγχωτική «διακίνηση» ποιητικού υλικού, σε ένα σώμα που έχει πάψει να διακινεί ποίηση.
Μέσα σε όλα αυτά, τι τύχη μπορεί να έχει η ήδη συντελεσμένη ποιητική τομή; Στο σύνολό της και ως τομή, πώς μπορεί να εκβάλλει τη δυναμική της, να καθορίσει τα ποιητικά πράγματα; Πόσω μάλλον να αλλάξει, στο φαντασιακό των νεοελλήνων, το «ρυθμό του κόσμου»; Άλλωστε, κι αυτή η «άλλη» ποίηση για την οποία μιλάω, τα τελευταία χρόνια δείχνει την κόπωσή της, προσφεύγοντας στην επανάληψη, στην αμηχανία, στη σιωπή. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, έστω σε μια αξιοπρεπή υπερορία: οι ανάγκες της συγκυρίας, οι ανάγκες της τρέχουσας ποίησης, οι ακόρεστες ανάγκες της λογοτεχνίζουσας και φιλολογούσας μικροκοινωνίας, καραδοκούν. Ως αναλώσιμα υλικά, σε αυτές τις αενάως περιστρεφόμενες μυλόπετρες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι πάντες και τα πάντα, δηλαδή να διοχετευθούν ως τροφή στη χαβούζα (για να θυμηθούμε μια χαρακτηριστική έκφραση της δεκαετίας του 1980) της κρίσης. Αυτό άλλωστε δεν έγινε και με τον Ηλία Λάγιο, για λίγους μήνες μετά το θάνατό του; Αν αυτή η εμβληματική μορφή, που συνοψίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της συντελεσμένης τομής του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, δεν βρήκε καμιά θέση, κανένα ρόλο στο σύγχρονο ποιητικό σύμπαν, παρ’ ότι μάλιστα αποχώρησε με τον πλέον δραματικό τρόπο, τι να περιμένει κανείς; Μήπως, όμως, αυτό ακριβώς σήμαινε η τελευταία πράξη τού Λάγιου ως ποιητή, να μετρήσει τους ορόφους με τον μεγάλο διασκελισμό του, όπως μέτραγε αιώνες ποίησης, γλώσσας και ιστορίας;
Από την άποψη της ποίησης, και με το παράδειγμα της ποίησης, λοιπόν, η σημερινή κοινωνική κρίση δεν είναι αυτονόητο ότι θα οδηγήσει άμεσα σε ένα καινούριο τοπίο. Το πιθανότερο είναι να συνεχιστεί αυτή η αργόσυρτη διαδικασία διάλυσης, απίσχνασης, επιβίωσης του παλιού, με μπόλικες, παρά φύσιν και αδιέξοδες μεταλλάξεις, όπου οι νέες μορφές θα φυτοζωούν, θα στρεβλώνονται, θα υποχωρούν, θα ακυρώνονται, χωρίς να καταφέρνουν να νοηματοδοτήσουν τη νέα πραγματικότητα. Γιατί η κρίση ποτέ δεν είναι στιγμιαία∙ έχει μεγάλη διάρκεια, συνιστά έναν ολόκληρο ιστορικό κύκλο. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, θα δούμε πού θα βρίσκεται και τι θα σημαίνει, αν σημαίνει κάτι, ο καθένας από εμάς, οι απόψεις μας, το έργο μας. Επειδή όμως πρόκειται για εποχή κρίσης, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια∙ είναι δε πιθανόν, οι μάλλον «απαισιόδοξες» προοπτικές που διαβλέπω, να διαψευσθούν. Το εύχομαι.
Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε καλά, η νεοελληνική ποίηση, γίνεται όντως ποίηση, μόνο όταν απελπίζεται...

[Εισήγηση στο 31ο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας]

Δεν υπάρχουν σχόλια: