1/10/11

Σκηνοθετημένες αλήθειες και πλαστές ταυτότητες

ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

ΕΔΓΑΡΔΟ ΚΟΖΑΡΙΝΣΚΙ, Μακριά από πού, μτφρ. Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 141

Πολωνία, Βιέννη, Γένοβα, Μπουένος Άιρες. Αυτό είναι το μακρύ ταξίδι της ηρωίδας η οποία προσπαθεί να ξεφύγει από τη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και να χτίσει μια καινούρια ζωή.  Δεν είναι η πρώτη φορά με την οποία ο Εδγάρδο Κοζαρίνσκι ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα. Και στα προηγούμενα βιβλία του, Οι νύφες της Οδησσού, Ο Μολδαβός Σωματέμπορος, η μετανάστευση, το ταξίδι και η βία του εικοστού αιώνα συγκροτούν τις βασικές  θεματικές εμμονές του. Αυτή η μετακίνηση είναι κάτι περισσότερο από μια διασυνοριακή περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο. Οι πρωταγωνιστές έχουν καταρρίψει πρώτα τα εσωτερικά σύνορα. Μοιάζουν ανέστιοι σε ένα κόσμο που η Ιστορία τον έχει μετατρέψει σε παγίδα.

Τον Ιανουάριο του 1945 μια γυναίκα εγκαταλείπει τα γραφεία της διοίκησης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης  του Άουσβιτς, όπου δούλευε, και κλέβει το διαβατήριο μιας εβραίας που έχει μπει στο θάλαμο των αερίων. Ως Τάουμπε Φισμπάϊν πια και φορώντας μια στρατιωτική χλαίνη θα προσπαθήσει να αποφύγει την τιμωρία, η οποία προβάλει απειλητικά από τον «Κόκκινο Στρατό» που προελαύνει. Δεν συμμετείχε άμεσα στην εξόντωση των εβραίων, αλλά θαύμαζε και ήταν ερωτευμένη με τον γιατρό του στρατοπέδου, που προσπαθούσε με τα πειράματά του να μετατρέψει γαλάζια τα μάτια των τσιγγάνων. Μετά την πρώτη στάση στην πατρίδα της, τη Βιέννη, θα καταφύγει στη Γένοβα. Η γηραιά ήπειρος όμως δεν τη χωρά κι αναζητά καταφύγιο στο γεμάτο υποσχέσεις μακρινό Μπουένος Άιρες.
Στο νέο κόσμο θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από τις ενοχές. Όμως ο Φεδερίκο,  το όμορφο αγόρι που θα φέρει στον κόσμο μετά από έναν ομαδικό βιασμό, αναζητά την αλήθεια και την ταυτότητά του.  Την πολιορκεί  με τις ερωτήσεις του εμποδίζοντάς την να ξεχάσει το αμαρτωλό παρελθόν.
Στο έργο του Κοζαρίνσκι -μυθιστορηματικό και κινηματογραφικό- οι ήρωες διασχίζουν σύνορα ως ξεριζωμένες υπάρξεις. Αλλά ο τόπος και οι ρίζες είναι ένα σταθερό στοιχείο της ταυτότητας. Η περιπλάνησή τους υποδεικνύει τη ρευστότητα του κόσμου και της συγκρότησης του υποκειμένου. Σε ένα παιχνίδι αντιστροφής ο Φεδερίκο θα πραγματοποιήσει τον ανάπλου για να αναζητήσει τις πηγές της αλήθειας και τις ρίζες της μητέρας του. Διασχίζοντας αντίθετα το ρεύμα θα καταλήξει μια βραδιά του Δεκέμβρη του 2008 στο μπαρ ενός έρημου σιδηροδρομικού σταθμού της Δρέσδης. Η γυναίκα που τον σερβίρει ετοιμάζεται να κλείσει. Ανάμεσα σε μερικά ποτήρια βότκας που πίνουν δυο άγνωστοι, θα του εξομολογηθεί και η ίδια της –θύμα του πολέμου- πως ποτέ δεν γνώρισε τη μητέρα της. Ο Φεδερίκο θα αγγίξει την αλήθεια αλλά θα την προσπεράσει. Η γυναίκα, που θα παραμείνει γι’ αυτόν μια άγνωστη, είναι η ετεροθαλής αδελφή του που η μητέρα του απέκτησε με τον γιατρό του στρατοπέδου, αλλά εγκατέλειψε νωρίς σε μια αυστριακή οικογένεια. Άλλωστε πρόκειται για μια αλήθεια που κατασκευάζεται. Η πραγματική ιστορία του Ρώσου φωτογράφου Γεβγκένι Χαλντέι που ενσωματώνεται στο μυθιστόρημα το υπογραμμίζει. Ήταν αυτός που τράβηξε τη διάσημη φωτογραφία με τον στρατιώτη να υψώνει τη σημαία του Κόκκινου Στρατού στην στέγη του Ράιχσταγκ. Η φωτογραφία, σύμβολο της ιστορικής ήττας της ναζιστικής Γερμανίας έκανε τον Μάιο του 1945 τον γύρο του κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως η φωτογραφία ήταν η αναπαράσταση της έπαρσης που είχε γίνει τρεις μέρες νωρίτερα με την κατάληψη του κτηρίου. Εν τω μεταξύ, ο Χαλντέι βρήκε μια τεράστια σημαία, βρήκε τρεις άλλους στρατιώτες και τράβηξε ξανά τη φωτογραφία. Για μεγαλύτερη δραματική ένταση πρόσθεσε, στο αρνητικό, μαύρο καπνό που σκοτεινιάζει τον ουρανό, σα να πρόκειται για μάχη. Το συμπέρασμα μοιάζει αναπόφευκτο. Η ιστορική αλήθεια είναι σκηνοθετημένη.
Υπάρχει μια εμμονή του Κοζαρίνσκι με την Ιστορία. Τα βιβλία του σχολιάζουν  και εξερευνούν τα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα.  Δημιουργεί τον δικό του στοχασμό αναζητώντας τα ατομικά ίχνη, τη γνώση και την εμπειρία που κουβαλούν οι προσωπικές ιστορίες. Παρακολουθεί τις τροχιές των ηρώων του που διασταυρώνονται  καθώς προσπαθούν να χτίσουν καινούριες ζωές,   να κρύψουν τις ενοχές τους, να μαζέψουν τα ράκη τους στα απόνερα  των μεγάλων γεγονότων. Γι’ αυτό και ξαναβάζει ως μότο ενός κεφαλαίου τη φράση από τον Μολδαβό σωματέμπορο:  «Οι ιστορίες κληρονομούνται, δεν επινοούνται».

Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

νομιζω ότι δεν καταλαβατε το νοημα του βιβλιου