3/12/11

Γιατί μεταφράζουμε Θουκυδίδη;

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, Ιστορία, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Πόλις, σελ. 1230

Η μνήμη είναι η κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ικανότητα στην οποία εδράζεται η φιλοσοφία ως αναζήτηση της αλήθειας και, στην πολιτική εκδοχή της, ως αναζήτηση του ορθώς πράττειν. Είναι ο Σωκράτης του πλατωνικού Φαίδωνα που μας το υπενθυμίζει αυτό, όταν σαν έσχατο επιχείρημα για να αποδεχτεί την ποινή του θανάτου, καθώς οι μαθητές του τον προτρέπουν να εγκαταλείψει την πόλη, λέει ότι μια ζωή αναζητούσε την α-λήθεια, δηλαδή την ανάμνηση των ιδεών (ας θυμηθούμε την παραβολή του σπηλαίου) και τώρα έφθασε η στιγμή να το υποστηρίξει με τη στάση του. Η στάση εδώ προσλαμβάνει το πρωτογενές νόημά της, της εξέγερσης εναντίον του συνόλου, της πόλης, μιας προσωπικής εξέγερσης στο όνομα της φιλοσοφικής αλήθειας με τίμημα την ίδια την ύπαρξή του.

Η αναφορά αυτή γίνεται για δύο λόγους. Ο πρώτος για να εγκωμιάσω τον μεταφραστικό άθλο του Νίκου Σκουτερόπουλου. Η στάση του ως μεταφραστή, ο οποίος επιλέγει ελεύθερα όσα κείμενα αξίζουν σύμφωνα με τη δική του αλήθεια να μεταδοθούν και δουλεύει πάνω στη νεοελληνική γλώσσα γι’ αυτόν τον σκοπό, ασφαλώς τον καθιστά υπόδειγμα. Εκείνο όμως που θα ήθελα να μεταφέρω είναι ό,τι μου εντυπώθηκε βαθιά σε μια συζήτησή μας και αφορά την προσωπική επιλογή να ρίξει όλες του τις δυνάμεις στο έργο του μεταφραστή. Χωρίς να θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του -η μνήμη είναι αδύναμη και επιλεκτική-, το νόημα τους είναι το εξής: Αντί ο ίδιος να αναλωθεί για να καταγράψει τις δικές του σκέψεις, προτίμησε να αφιερωθεί σε όσους είπαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτά που θα έλεγε ο ίδιος με τη δική του συγγραφή. Αυτό και μόνον ως στάση από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο είναι πράγματι μια υποδειγματική παρακαταθήκη, με πολλούς αποδέκτες στις μέρες μας και όχι μόνον. Γιατί είναι τώρα, μέσα σ’ αυτήν τη βαθιά κρίση, που ο νους διψά για έργα τα οποία θα τον φωτίσουν να βρει τον δρόμο του και ασφαλώς οι κλασικοί που συνωστίζονται αμετάφραστοι έχουν τον πρώτο λόγο.
Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα: γιατί ο Θουκυδίδης; Δεν θα ήταν προκλητικό να πούμε ότι εδώ ένας πολιτικός με το ανάστημα του Ελευθερίου Βενιζέλου αναλώθηκε στη μετάφραση του Θουκυδίδη και μάλιστα, όπως μου επεσήμανε ο Ν. Σκουτερόπουλος, αποφεύγοντας λάθη άλλων μεταφραστών ακριβώς επειδή ήταν πολιτικός, κι εμείς, που ο καθένας με τον τρόπο του ασχολείται με την πολιτική, αναρωτιόμαστε «γιατί;» Αλλά αυτή η εριστική απάντηση είναι φανερό ότι δεν ικανοποιεί. Κι αυτό μας φέρνει στον δεύτερο λόγο της αρχικής αναφοράς. Η αλήθεια με το νόημα μιας άρνησης της λήθης, της ιστορικής λησμονιάς αυτού που είναι ο άνθρωπος, δηλαδή ζώον πολιτικόν, δεν αποκαλύπτεται πουθενά αλλού διαυγέστερα απ’ όσο στην ιστορία∙ ειδικά δε, όπως διέγνωσε ο Θουκυδίδης, στην ακραία εκείνη κατάσταση ενός μείζονος πολέμου, στον οποίο ενεπλάκη όλος ο γνωστός τότε κόσμος με τον άλφα ή βήτα τρόπο.
Ο Θουκυδίδης μας μεταφέρει από τη σφαίρα των αιώνιων κι ακίνητων ιδεών, από την πολιτική φιλοσοφία η οποία αναζητά το άριστο πολίτευμα που είναι ακίνητο, στην κίνηση του πραγματικού κόσμου. Με τα λόγια του Λέο Στράους: «Όποτε ανοίγουμε τις σελίδες του Θουκυδίδη, βυθιζόμαστε διά μιας στην πολιτική ζωή με όλη τη σφοδρότητά της, στον αιμοσταγή πόλεμο, εξωτερικό και εμφύλιο, σε αγώνες ζωής και θανάτου. Ο Θουκυδίδης βλέπει την πολιτική ζωή κάτω από το δικό της φως∙ δεν την υπερβαίνει, δεν στέκεται πάνω από την αναταραχή αλλά μέσα σε τούτη∙ παίρνει στα σοβαρά την πολιτική ζωή ως έχει∙ γνωρίζει μόνον πραγματικές πόλεις, πολιτικούς, διοικητές στρατών και στόλων, πολίτες και δημαγωγούς σε αντιδιαστολή με ιδρυτές και νομοθέτες∙ μας παρουσιάζει την πολιτική ζωή μέσα στο εκτυφλωτικό μεγαλείο της, την αδρότητα μα και τη ρυπαρότητά της».[1]
Η ιστορία του Θουκυδίδη, όμως, πόρρω απέχει από τη δική μας θεώρηση της ιστορίας ως γίγνεσθαι. Στη δική του προοπτική δεν υπάρχει κάποια αρχή κι ένα τέλος, ένα έσχατον, μια υπόσχεση ή ελπίδα σωτηρίας∙ ούτε η εκκοσμικευμένη εκδοχή της εσχατολογίας, μια άπειρη πρόοδος, νοηματοδοτεί τον ιστορικό του ορίζοντα. Η πολιτική θεολογία του Θουκυδίδη, όπως τονίζει στην εισαγωγή του ο Ν. Σκουτερόπουλος, ανταποκρίνεται περισσότερο στην τραγική έποψη για την ιστορία και τον άνθρωπο, είναι «απόφανση για τον τρόπο που έχει ρυθμιστεί και ‘λειτουργεί’ ο κόσμος και για τη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν».[2] Η κίνηση στον Θουκυδίδη ανταποκρίνεται στην τέλεια κίνηση των ουράνιων σωμάτων και γι’ αυτό η αιώνια επιστροφή, που αποκλείει κάποιον δημιουργό και τη μοναδικότητα ή το ανεπανάληπτο κάποιου συμβάντος (η ενσάρκωση του Σωτήρα), δίνει τη δυνατότητα στον Θουκυδίδη να κάνει τη συγγραφή του κτήμα ες αιει των ανθρώπων. Σύμφωνα και πάλι με τον Στράους, «ο κόπος που έχει καταβάλλει ο Θουκυδίδης για να ανακαλύψει την αλήθεια γύρω από τον πελοποννησιακό πόλεμο (και τα ‘παλαιά πράγματα’) θα απαλλάξει τους αναγνώστες από την υποβολή σε έναν ανάλογο κόπο προκειμένου να κατανοήσουν τα συμβάντα της εποχής τους∙ η συγγραφή του παρουσιάζει τα αποτελέσματα ενός είδους έρευνας (ή μιας ‘ιστορίας’) που καθιστά περιττό αυτό το είδος έρευνας. Εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για μία ακόμη φορά την αριστοτελική διάκριση, ο Θουκυδίδης ανακάλυψε στα ‘καθέκαστα’ της εποχής του (και των ‘παλαιών πραγμάτων’) το ‘καθολικό’». [3]
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στον Θουκυδίδη η ισχύς παίζει έναν σημαντικό ρόλο για τον προσδιορισμό της ανθρώπινης φύσης και ιδιαίτερα των ανθρώπινων πραγμάτων. Ωστόσο ο Θουκυδίδης δεν είναι ένας εισηγητής της ισχύος με τη νεοτερική έννοια του όρου και γι’ αυτό η κυκλική σύλληψη της ιστορίας έχει εντελώς διαφορετική σημασία στα συμφραζόμενά του απ’ ό,τι στον Νίτσε. Η αιώνια επανάληψη του Νίτσε ως απάντηση στη χριστιανική εσχατολογία και τη νεοτερική πρόοδο είναι ένα νέο ευαγγέλιο το οποίο επιβάλλεται με την ισχύ, μια έκφραση της θέλησης για δύναμη, που μάλλον θα γέμιζε με απορία ένα πνεύμα σαν εκείνο του Θουκυδίδη. Σ’ αυτόν οι αγώνες ισχύος αποκτούν το νόημά τους στη συνάφεια μιας εντελώς αντίθετης πολιτικής θεολογίας απ’ εκείνη που έχει κατά νου ο Νίτσε: Είναι η ετερογονία των σκοπών, μια δύναμη που ξεπερνά τα μεμονωμένα άτομα και τις συλλογικότητες για να καθορίσει τις ιστορικές αλληλουχίες.
Για τη δική μας πραγματικότητα, που έχει για ορίζοντα το μέλλον, η προοπτική του Θουκυδίδη, καθώς είναι στραμμένη προς το παρελθόν, αποτελεί αναμφίβολα μια πρόκληση. Παρελθόν και μέλλον, χωρίς ν’ αναιρούν τη δική μας στάση στο παρόν, δημιουργούν μιαν άλλου είδους ιστορική αίσθηση που υπενθυμίζει μια παραλλαγή σ’ έναν στίχο του Χαίντερλιν: προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω θέλουμε να κοιτάμε.

Ο Γιώργος Μερτίκας είναι μεταφραστής και δοκιμιογράφος

[1] Leo Strauss, The city and man, “On Thucydides’ war of the Peloponnesians and the Athenians, σ. 139.
[2] Ν. Σκουτερόπουλος, «Εισαγωγή», Θουκυδίδη Ιστορία.
Όπ. π.

Δεν υπάρχουν σχόλια: