14/12/13

Η διαμάχη του 20ού αιώνα για την ύπαρξη εξωγήινης ζωής

ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

SEVEN J. DICK, Ζωή σε άλλους κόσμους, μετάφραση: Παναγιώτης Παπαχρήστου, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 480

Η αιώνια σιωπή αυτών των απέραντων χώρων με τρομάζει
ΜΠΛΕΖ ΠΑΣΚΑΛ

Ένας από τους τρόπους για να τεθεί το ζήτημα που πραγματεύεται το βιβλίο που παρουσιάζεται εδώ, είναι αυτό που έχει καταχωριστεί ως «Παράδοξο του Φέρμι». Συνίσταται στην εξής ερώτηση: «Αν υπάρχουν, γιατί δεν πέφτουμε πάνω τους;». Αν υπάρχουν εξωγήινοι, γιατί δεν ανταλλάσσουμε καθημερινούς χαιρετισμούς; Φαντάζομαι πως το ερώτημα αυτό δεν είναι προφανές για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα περισσότερο από αυτό που επιτρέπει η δημοσιογραφική κάλυψη ή η κινηματογραφική αποτύπωση. Κι όμως, πρόκειται για εντελώς εύλογο ερώτημα.
Σύμφωνα με κάποιους από τους εγκυρότερους ερευνητές του ζητήματος των διαστρικών και διαγαλαξιακών ταξιδιών, με μετριοπαθείς υπολογισμούς, αν υπήρχε έστω κι ένας πολιτισμός στοΝ Γαλαξία μας, ο οποίος θα είχε προηγηθεί σε τεχνολογική εξέλιξη του δικού μας, θα του ήταν εύκολο να έχει εποικίσει ήδη το σύνολο του Γαλαξία με τα 100 δισεκατομμύρια άστρα του. Με ταχύτητα ίση με το 1/10 της ταχύτητας του φωτός, ο εποικισμός θα απαιτούσε λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο χρόνια. Στην πραγματικότητα, δέκα εκατομμύρια χρόνια θα ήταν αρκετά. Αν αναλογιστούμε πως μέχρι να εμφανιστεί ο δικός μας τεχνολογικός πολιτισμός μεσολάβησαν 4.5 δισεκατομμύρια χρόνια ύπαρξης της Γης και 13.4 δισεκατομμύρια χρόνια από το Big Bang –στο μέτρο που δεν αμφισβητούμε την ιδέα της «εκκίνησης» του Σύμπαντος- είναι προφανές πως υπήρχε πολύ περισσότερος από τον απαιτούμενο χρόνο. Με τα λόγια του Dick, «με οποιεσδήποτε λογικές παραδοχές, οι εξωγήινοι θα έπρεπε να βρίσκονται εδώ».

Γιατί, λοιπόν, δεν τους βλέπουμε γύρω μας; Οι απαντήσεις πολλές και ποικίλες. Οι υποστηρικτές της ύπαρξης εξωγήινης ζωής θα ισχυριστούν πως «οι διεργασίες της βιολογίας, οι φυσικοί νόμοι για την ενέργεια και οι τεράστιες ενδοαστρικές αποστάσεις συνωμοτούν για να κάνουν τον εποικισμό των άστρων αδιανόητο για πάντα». Οι αρνητές, αντίστοιχα, θα υποστηρίξουν πως αυτή η απουσία υποδηλώνει, στην πραγματικότητα, την ανυπαρξία τους.  Οι πρώτοι θα επιμείνουν πως η καλύτερη μέθοδος επαφής είναι μέσω της ανίχνευσης ραδιοκυμάτων από το εξωτερικό διάστημα, ενώ οι δεύτεροι θα θεωρήσουν πως πρόκειται για ανόητη ενασχόληση και πεταμένα χρήματα, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πολύ καλύτερα επιδιώκοντας άλλους σκοπούς.
Δεν θα πρέπει να δημιουργηθούν, ωστόσο, στρεβλές εντυπώσεις. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη πλειοψηφία των φυσικών και των αστρονόμων είναι πεπεισμένοι πως κάθε άλλο παρά είμαστε μόνοι. Για πολλούς, μάλιστα, είναι σχεδόν βέβαιο –και υποστηρίζεται από πλήθος επιχειρημάτων και στοιχείων- πως το Σύμπαν όχι απλώς φιλοξενεί, αλλά βρίθει από ζωή. Στοιχειώδη πρωτοζωή, ζωή βασισμένη στον άνθρακα ή, γιατί όχι, στο πυρίτιο, ζωή νοήμονα, ζωή συνειδητή, ζωή μαζί νοήμονα και συνειδητή, ζωή νοήμονα, αλλά όχι συνειδητή.
Το βιβλίο του Dick την ιστορία αυτής της συζήτησης αφηγείται. Πιάνοντας τα πράγματα από την αρχή, από τη διερεύνηση των πολλών κόσμων στην αρχαία Ελλάδα, τη σχετική φιλοσοφική διαμάχη, την εξέλιξή της μετά την επικράτηση του χριστιανισμού,[1] μέχρι και τη νεώτερη φιλοσοφία. Παρουσιάζοντας, με πολύ περιεκτικό τρόπο, τις λογοτεχνικές και, ευρύτερα, καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του θέματος. Παρακολουθώντας τη διαμάχη σχετικά με τα UFO και τις μαρτυρούμενες επισκέψεις εξωγήινων σκαφών στον πλανήτη μας.  Μην αφήνοντας καμιά πτυχή του ζητήματος –οσοδήποτε «γραφική»- εκτός της παρουσίασής του.
Σε ό,τι αφορά το φιλοσοφικό περιεχόμενο της αντιπαράθεσης, δύο είναι οι πόλοι, που, με πολλές παραλλαγές βέβαια, διαμορφώνουν το γενικό της πλαίσιο. Από τη μία, στη γραμμή του Επίκουρου, όσοι μαζί του υποστηρίζουν πως, όπως ο δικός μας κόσμος δημιουργήθηκε από τις τυχαίες συγκρούσεις ατόμων με μια απολύτως φυσική διαδικασία, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να έχουν δημιουργηθεί κι άλλοι κόσμοι, άπειροι, όπως και τα άτομα, πλήρεις ζωής. Πεπεισμένοι για την αξία της κοπερνίκειας αρχής και της «υπόθεσης της ταπεινοφροσύνης», αρνούνται να δεχτούν πως είμαστε, η γήινη ζωή και η ανθρωπότητα, κάτι τόσο εξαιρετικό, που θα υπήρχε κάποια, φυσική ή άλλη, δυσκολία στο να επαναληφθεί.
Από την άλλη βρίσκονται όσοι, βασισμένοι σε κάποιο είδος αυτού που σήμερα ονομάζεται «ανθρωπική αρχή», ισχυρίζονται πως οι συνέργειες που απαιτήθηκαν προκειμένου να προκύψει η ζωή είναι τόσο απίθανες, ώστε η κοσμική μοναξιά μας είναι η μόνη λογικά δυνατή υπόθεση. Είναι, σύμφωνα με αυτήν την θέση, τέτοιες οι «συμπτώσεις» που απαιτήθηκαν, οι «λεπτοί συντονισμοί» φυσικών σταθερών, η «παράδοξη καταλληλότητα» των ίδιων των φυσικών νόμων, που η οποιαδήποτε επιχειρηματολογία περί της πολλαπλότητας του βιολογικού φαινομένου στο Σύμπαν να συνιστά μια ολοκληρωτικά αστήρικτη εικασία. Ο κορυφαίος κβαντοφυσικός  John Wheeler το έθεσε ρωτώντας: «Έπρεπε το Σύμπαν να προσαρμοστεί από τις πρώτες μέρες του στις μελλοντικές απαιτήσεις για τη δημιουργία ζωής και πνεύματος;». «Αυτής» της ζωής και «αυτού» του πνεύματος και όχι άλλων, κατά του οπαδούς της «ανθρωπικής αρχής».
Όπως γίνεται κατανοητό, τα θέματα που ανακύπτουν βρίσκονται στην καρδιά της φιλοσοφικής αναζήτησης και διαμάχης. Και αφορούν το σύνολο των επίμαχων ερωτημάτων σχετικά με την τύχη και την αναγκαιότητα, την αιτιοκρατία και την τελεολογία, «το νόημα και τον σκοπό όλων αυτών εκεί έξω ή και μέσα μας» ή την ολοκληρωτική τους απουσία.
Η μεγάλη, ωστόσο, δύναμη του βιβλίου του Dick βρίσκεται στο γεγονός πως μας δίνει ένα πανόραμα των επιστημονικών αναζητήσεων στον τομέα της αστροβιολογίας και της εξωβιολογίας[2].  Ξεκινάει με την εξέταση της έρευνας για ζωή στο ηλιακό σύστημα. Αφιερώνει μεγάλο μέρος της αναφοράς του, όπως είναι φυσικό, στον πλανήτη Άρη, ο οποίος από τον 19ο αιώνα ερευνήθηκε ως πολύ πιθανός υποψήφιος για την ύπαρξη, καταρχήν, ευφυούς ζωής, στο μέτρο που τηλεσκοπικές παρατηρήσεις είχαν πείσει πολλούς επιστήμονες πως διατρέχεται από τεχνητές διώρυγες που κατασκευάστηκαν από τους κατοίκους του προκειμένου να λύσουν το πρόβλημα της ερημοποίησης του. Σε αυτό το σενάριο, οι διώρυγες μετέφεραν νερό από τους πόλους του πλανήτη προς όλες τις κατευθύνσεις πάνω του. Η κατάρρευση αυτής της εκδοχής ήδη με την αρχή του επόμενου αιώνα, μετρίασε τις προσδοκίες στην πιθανότητα ύπαρξης, τουλάχιστον, στοιχειώδους ζωής, μικροοργανισμών ή υποτυπώδους χλωρίδας.
Η σχετική αναζήτηση, βέβαια, δεν σταμάτησε στον Άρη. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα ερευνήθηκε και η υπόθεση της ύπαρξης ζωής στην Αφροδίτη, παρόλο που οι ακραίες σε σχέση με τη Γη συνθήκες θερμοκρασίας (500 C) και πίεσης (100 atm) εμφανίζονταν αποτρεπτικές για κάτι τέτοιο. Η ανακάλυψη πρόσφατα «ζωής στα άκρα» στην ίδια τη Γη, μέσα σε ηφαίστεια ή στο βυθό των ωκεανών υπό συνθήκες τεράστιας πίεσης, έδειξε πως δεν θα πρέπει να τίθενται περιορισμοί τέτοιου είδους στην έρευνα. Τα τελευταία χρόνια, υποψήφιοι για βιοφιλία έχουν αναδειχτεί ο 80 χιλιομέτρων βάθους ωκεανός της Ευρώπης –δορυφόρου του Δία- που καλύπτεται από μια γεμάτη ρωγμές παγωμένη επιφάνεια, όπως και ο Τιτάν –δορυφόρος του Κρόνου- οι θάλασσες υγρών οργανικών ενώσεων του οποίου μοιάζουν εξαιρετικά φιλόξενες.
***
Ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου –το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου- αφιερώνεται στην παρουσίαση της SETI, της «έρευνας για εξωγήινη νοημοσύνη». Κι έχει ενδιαφέρον, νομίζω, να σημειώσω πως στην ιστορία αυτή η Σοβιετική Ένωση, για μεγάλο διάστημα είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κατά την άποψη του Dick, αυτό ήταν απολύτως αναμενόμενο στο μέτρο που «το θέμα για την ύπαρξη ζωής στο Διάστημα φαινόταν να στηρίζεται από την κομμουνιστική φιλοσοφία». Βεβαίως, αυτό δεν αφορούσε την σοβιετική άρχουσα τάξη παρά μόνο στο μέτρο που υπηρετούσε τις προπαγανδιστικές ανάγκες της. Γι’ αυτό κιόλας το πρόγραμμα διαστρικής επικοινωνίας εγκαταλείφθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’70. Οι αστροφυσικοί που εμπλέχτηκαν, όμως, πράγματι το έκαναν και γιατί η αληθινά κομμουνιστική τους δέσμευση τους ωθούσε στη σχετική ερευνητική περιοχή. Δεν είναι τυχαίο, επιπλέον, πως, ενώ οι αμερικανοί συνάδελφοί τους έριχναν το βάρος στην προσπάθεια επικοινωνίας με πολιτισμούς τύπου Ι[3], οι σοβιετικοί, με πρώτους τους Σκλόβσκι και Καρντάσεφ, ενδιαφέρονταν πρωταρχικά για τους πολύ περισσότερο προηγμένους πολιτισμούς. Σε αυτούς, πιθανότατα, η αταξική κοινωνία θα ήταν προ πολλού πραγματοποιημένη.

[1] Ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζορίστηκε και με την υπόθεση ενός Μεσσία, που θα ήταν υποχρεωμένος να επαναλαμβάνει την ενσάρκωση σε μια πολλαπλότητα κόσμων. Και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σοβαρά συζητήθηκαν αυτά τα ζητήματα της «αστροθεολογίας» και πόσες διαφορετικές λύσεις προτάθηκαν.
[2] Σε ό,τι αφορά τις φιλοσοφικές πτυχές, μοναδικής αξίας στην παγκόσμια βιβλιογραφία είναι το βιβλίο του Paul Davies, Είμαστε μόνοι; (Κάτοπτρο, Αθήνα), το οποίο θα παρουσιαστεί σε επόμενη έκδοση των Αναγνώσεων.
[3] Στην ταξινόμηση του Καρντάσεφ οι πολιτισμοί τύπου Ι διαθέτουν τεχνολογικό επίπεδο ίδιο με το δικό μας με μέτρο την ολική ενεργειακή κατανάλωση, οι πολιτισμοί τύπου ΙΙ μπορούν να χειραγωγήσουν την ενέργεια του άστρου τους και αυτοί του τύπου ΙΙΙ μπορούν να αξιοποιήσουν την ενέργεια του γαλαξία τους.

The Secret, 2006, 280 x 200 cm

Δεν υπάρχουν σχόλια: