7/12/13

Το κλινικό βλέμμα του Τσέχoφ

ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΡΑΠΤΟΥ

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ, Ο Θάλαμος αρ. 6, μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου, πρόλογος: Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου, επίμετρο: Νίκος Ι. Χουρδάκης, Φ. Παπαρήγα, Εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 111

Γιάννης Κολιός- Ο θάλαμος αρ. 6
Ποιο το όριο μεταξύ της τρέλας και της λογικής; Ποια η χειρονομία που ορίζει τη διαχωριστική γραμμή, ποια γλώσσα και κυρίως ποια επιτέλεση επικυρώνουν το εκείθεν της λογικής και το εντεύθεν της τρέλας; Σύμφωνα με τον Φουκώ «η καθιέρωση της τρέλας σαν διανοητική αρρώστια, στο τέλος του 18ου αιώνα, φανερώνει περίτρανα τον κομμένο διάλογο … Η γλώσσα της ψυχιατρικής, που δεν είναι παρά μονόλογος της λογικής για την τρέλα, δεν κατάφερε να επικρατήσει παρά μόνο μετά από μια τέτοια σιωπή».[1]
Ο Τσέχoφ, στη νουβέλα με τον τίτλο Ο Θάλαμος αρ.6 , στην ανθεκτική μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου (που συνοδεύεται από τον δομημένο πρόλογο της Σόνιας Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου και το εξισορροπιστικό επίμετρο των Ν. Ι. Χουρδάκη και Φ. Παπαρήγα), ακολουθεί τη διαδρομή επιβολής της λογικής των πολλών σε εκείνους που έπαψαν να εντάσσονται στον ασφαλή μέσο όρο, που αποκλίνουν, που μιλούν αλλά δεν ακούγονται, ζουν αλλά δεν τους βλέπει κανείς. Ο Τσέχοφ επιλέγει πρωτίστως να προβάλλει τα χωρικά χαρακτηριστικά του τόπου όπου εκτυλίσσεται το ιστόρημά του. Χρησιμοποιεί προσεκτικά τη γλώσσα του και τις νοηματικές διαβαθμίσεις χώρου και βλέμματος. Η υγρή εικόνα εγκατάλειψης τόσο του περιβάλλοντα χώρου όσο και του οικοδομήματος που φιλοξενεί τους ψυχικώς «αναξιοπαθούντες», είναι η σκηνική πλαισίωση της αποπνικτικής ρώσικης επαρχίας, αλλά και της υποκειμενικής και υποκείμενης ερήμωσης. Ο Τσέχοφ εστιάζει στα πρόσωπα χωρίς αναστροφές ή ηθικιστικούς πλεονασμούς. Η λεπτομερής καταγραφή της σωματικότητας, της συμπεριφοράς και της κοινωνικής καταγωγής, χωρικοποιούν χαρακτήρες, συστήνουν τόπους υπό δραματική αίρεση.

Αρχικά, εστιάζει στο νοσοκόμο-ανθρωποφύλακα Νικήτα. «Θετικός, χοντροκέφαλος, ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι κατάλληλοι για εκτελεστικά όργανα, αγαπάνε την τάξη»[2] και το παιδαγωγικό ξύλο. Στο μικροαστικό χάρτη από τον οποίο αποκολλήθηκαν οι τρόφιμοι, ο Εβραίος Μοϊσέικα είναι ο μόνος που έχει την άδεια να βγαίνει έξω από το θάλαμο και να περιφέρεται στην πολίχνη, ζητώντας από τους περαστικούς καπίκια, παίρνοντας κβας, ψωμί και λίγα νομίσματα, για να ληστευθεί στη συνέχεια και εξακολουθητικά από τον φύλακα. Ακολουθεί η ενδελεχής περιγραφή του Ιβάν Ντμήτριτς Γκρόμοφ, του μορφωμένου ασθενή με τη μανία καταδίωξης και τον πυρετικό λόγο, που θα εμπλακεί με το γιατρό Ράγκιν σε ατέρμονες φιλοσοφικές συζητήσεις. Οι άλλοι τρεις τρόφιμοι αν και μορφοποιούνται άρτια, λειτουργούν ουσιαστικά ως το σκηνικό φόντο μπροστά από το οποίο διαγράφονται ευκρινέστερα και αντιστικτικά οι συμπεριφορές των «πρωταγωνιστών».
Ο συγγραφέας παρουσιάζει, με τη χαρακτηριστική σχολαστικότητα του κλινικού γιατρού και την παρατηρητικότητα του στοχαστή, το ιστορικό του Γκρόμοφ, για να μεταπηδήσει στη συνέχεια στο κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας, στο γιατρό και διευθυντή της επαρχιακής κλινικής, τον Αντρέι Εφίμιτς Ράγκιν. Ο χειρούργος Ράγκιν, που δεν κάνει πλέον καμιά εγχείρηση και αναθέτει τα σύνθετα καθήκοντα στον θρησκόληπτο βοηθό του Σεργκέι Σεργκέιτς, έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια να θεραπεύει τους κατοίκους της πολίχνης, αρνείται στον εαυτό του το ρόλο της ιαματικής επιτομής. Το μικρό νοσοκομείο αποτελεί παράδειγμα κακοδιοίκησης. Για την ολιγομελή επιτροπή διοίκησης και το κατώτερο προσωπικό είναι μέσο παράνομου πλουτισμού, για τον άλλοτε αισιόδοξο Ράγκιν είναι κάτι μεταξύ καθαρτηρίου και κολαστηρίου. Η βασική διερώτηση του γιατρού, αλλά και η μόνιμη καθήλωσή του, αφορά στη ματαιότητα της ζωής, στην αλλοτρίωση από τη βαλτώδη καθημερινότητα της επαρχίας. Για τον ευγενικό, άτολμο Ράγκιν «η ζωή είναι μια απαίσια φάκα»[3] και επομένως ανάγοντας τη βασική του πεποίθηση σε ιατρική απόφανση, αναρωτιέται βασανιστικά για το νόημα της θεραπείας, της νοσοκομειακής περίθαλψης και εντέλει για την ευλογία του πόνου σε ζωές δημοσίων υπαλλήλων και εμπόρων που «τι παραπάνω θα γινόταν αν ζούσαν περισσότερα χρόνια».
Ο αναστοχασμός για τη ζωή και κυρίως το θάνατο, η εσωτερική αντίδραση στη μικροαστική ανία, η συνείδηση ότι δεν μπορεί να είναι θεράπων όταν η πολιτεία, ως θεσμοποιητική πύκνωση, εγκαταλείπει την πρόνοια, επιπλέον, η ταυτόχρονη προσωπική ενοχή για τη μη τέλεση των θεραπευτικών καθηκόντων, οδηγούν τον Ράγκιν όλο και πιο κοντά στο κατώφλι του ψυχιατρικού θαλάμου με τον αριθμό 6, στο τεχνητό όριο ανάμεσα στο κανονικό και το παθολογικό, ανάμεσα στις δύο επικράτειες: το οικείο και το πέραν. Οι συχνές συναντήσεις με τον Γκρόμοφ, δεν αργούν να παρεξηγηθούν από τον κοινωνικό και εργασιακό περίγυρο του γιατρού. Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας είναι διαχρονικά ίσως το πιο δύσκολο να ακυρωθεί. Ο Ράγκιν, στο τέλος της νουβέλας εισέρχεται ως τρόφιμος στο διαβόητο θάλαμο, επιβεβαιώνοντας δραματικά ότι: «Όταν η κοινωνία αμύνεται εναντίον των εγκληματιών, των ψυχοπαθών και γενικά των ενοχλητικών ανθρώπων, είναι αήττητη…».[4] Η φυσική βία είναι η κατάληξη, η πιο αδρή μορφή αυτής της κοινωνικής εξουσίας. Έτσι, αφού ο Ράγκιν –χαμένος ήδη σε έναν λαβύρινθο οδυνηρής αυτογνωσίας- υποστεί τη βία από τον Νικήτα, θα αποφασίσει τη μόνη γενναία πράξη της ζωής του: το θάνατο.
Ο Τσέχοφ, στη βαθιά κριτική, ως προς τις ανθρώπινες δυνατότητες, νουβέλα παρουσιάζει με συμπαγή και περιεκτικό τρόπο όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη μοναδικότητα των μεταγενέστερων θεατρικών του έργων, εκείνων που εξακολουθούν να παρουσιάζονται ανελλιπώς στις σκηνές του Δυτικού θεάτρου. Αυτό που εδώ κεντρίζει το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η δραματουργική δομή του έργου, αλλά και η λεπτοδουλεμένη, εκθετική ανάπτυξη των χαρακτήρων και των συμπεριφορών, η αντικειμενικότητα που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη την ταυτισιακή σχέση με τα πρόσωπα και την αβασάνιστη συμπάθεια ή αντιπάθεια στα εμπλεκόμενα χαρακτηρολογικά μέλη. Αυτό αποτρέπει την αυστηρή κρίση των πράξεων , την κάθετη διανομή ηθικών φορτίων. Είναι η χρήση του χώρου και του σώματος ως βασικών σημασιακών δεικτών της ιστορίας, και κυρίως η ηγεμονία του στιλπνού κλινικού βλέμματος, που κατανέμει τις μορφές του πόνου μέσα και έξω από το θάλαμο, μέσα και έξω από το επαρχιακό νοσοκομείο μέσα και έξω από τη σκηνική επικράτεια. Δε θα ήταν άτοπος ο ισχυρισμός ότι στο σύντομο ιστόρημα επιτελείται η θεατρική ψυχανάλυση της ιατρικής γνώσης στο λυκόφως του 19ου αιώνα, με έμφαση στη ρώσικη μεταβατική πραγματικότητα.
Ο Φουκώ κάνει λόγο για το βλέμμα που ακούει και το βλέμμα που μιλάει. Για τον φιλόσοφο η κλινική εμπειρία αντιπροσωπεύει μια στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στην ομιλία και το θέαμα.[5] Στη νουβέλα, όπου κεντρικό ρόλο έχει η έννοια της υγείας και της ασθένειας, η περιγραφή των προσώπων ως προς τα σωματικά τους χαρακτηριστικά (ως προς την όψη και άρα την ορατότητά τους) είναι καθοριστικής σημασίας. Συγκροτείται σε δεύτερο επίπεδο ένας χάρτης σωμάτων-σημείων και ορατών αλλαγών-συμπεριφορών, ένας χώρος όπου ο ευαίσθητος θεατής και αναγνώστης μπορεί, δυνάμει, να εντοπίσει την ασθένεια και την κατανομή της. Ο Τσέχοφ εισάγει με θεατρικά μέσα, την κλινική εμπειρία στον πυρήνα του συμβολισμού του conditio humana. Εμπλουτίζει τη νουβέλα με ένα υποδόριο σύστημα σκηνικών και επιτελεστικών δυνατοτήτων στο οποίο η κατοχή και η ύπαρξη σώματος είναι από μόνη της μια χωρική πράξη. Ο σωματικός και ψυχικός πόνος των τροφίμων νοηματοδοτείται και αναπαρίσταται από τον ηθελημένο θάνατο του Ράγκιν. Έτσι, αλλάζει ο τρόπος θέασης της ασθένειας και συγκροτείται εκ νέου ο χαρακτήρας και η σημασία του υποκειμένου και της ατομικότητάς του.
Στη λύση του Τσέχοφ προϋποτίθεται η φουκωική θεώρηση, που θέλει την εμπειρία του θανάτου ως άμεσα συνδεδεμένης με την εμπειρία της ατομικότητας. Ο θάνατος του Ράγκιν στο θάλαμο του ψυχιατρείου δεν αναδεικνύει μόνο το τραγικό της ατομικότητας. Αναδεικνύει την αμηχανία απέναντι στην ψυχική διαφορά, επισημαίνει τη βία του μέσου όρου, τον καταναγκασμό της ιατρικής γνώσης, την ταξινομητική απειλή που υφίστανται τα υποκείμενα. Αποτελεί, εντέλει την απελπισμένη εκφώνηση των αδυνάμων, μια ετεροτοπία στο εδραιωμένο κανονιστικό σύστημα.

Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος - υπ.Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ

[1] Μισέλ, Φουκώ, Η Ιστορία της Τρέλας, μτφρ. Φραγκίσκη Αμπατζόγλου, Ηριδανός, σελ.6.
[2] Άντον, Τσέχοφ, Ο Θάλαμος αρ.6, σελ 14.
[3] Βλ. ό.π., σελ.39.
[4] Ό.π., σελ. 50.
[5] Μισέλ, Φουκώ, Η Γέννηση της Κλινικής, μτφρ. Κική Καψαμπέλη, επίμ. Μαρία Μητροσύλη, Νήσος, Αθήνα 2012, σελ.179.

Δεν υπάρχουν σχόλια: