11/1/14

Καθάρια και πόσιμα νερά

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Dan & Lia Perjovschi, Dan: All of it
Lia: Knowledge Museum, 2013, εγκατάσταση
ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Σκοτωμένο νερό, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 205

Από δύο μέρη η συλλογή. Το πρώτο ατιτλοφόρητο: είκοσι τρία διηγήματα με τη μορφή  είτε αφηγηματικής μινιατούρας που εκτείνεται σε ελάχιστες μόνο αράδες, είτε σύντομων αφηγήσεων που ανέρχονται σε κάποιες εκατοντάδες λέξεις είτε εκτενέστερων εξιστορήσεων που δεν ξεπερνούν το όριο μερικών σελίδων. Το δεύτερο με τον τίτλο “Σκοτωμένο νερό”, απ' όπου και ο τίτλος της συλλογής: δεκατρία διηγήματα που χωρίς να χάνουν την αυτονομία τους μοιράζονται κοινό χώρο, κοινό χρόνο και κοινά πρόσωπα, για να συνομιλήσουν φωναχτά μεταξύ τους μέσα στην ευρύτερη αφηγηματική σύνθεση μιας μικρής νουβέλας.
Δύο κι οι βασικοί χρονικοί άξονες. Στο πρώτο μισό του βιβλίου το άμεσο παρόν, στο δεύτερο το πρόσφατο παρελθόν. Το πρωθύστερο της διάταξης αφενός προφυλάσσει την αφήγηση από το απλουστευτικό σχήμα του αιτίου-αιτιατού και από τη γλυκερή αντίστιξη ενός εξωραϊσμένου χτες με ένα εκφυλισμένο σήμερα και αφετέρου οργανώνει τα ίδια ερωτικά πάθη, τις ίδιες υπαρξιακές αγωνίες, τα ίδια κοινωνικά προβλήματα σε δύο διαδοχικούς αλλά διαφορετικούς άξονες αναφοράς, έτσι που το κολάζ της νεοελληνικής πραγματικότητας να αποκτήσει τη διάσταση του βάθους.

Κάθε διήγημα της συλλογής φωτίζει μια διαφορετική πτυχή αυτής της πραγματικότητας, που στη συνολική της σύνθεση απεικονίζει με μουντά και ξεθωριασμένα χρώματα ένα έρημο τοπίο,  ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και ένα ρημαγμένο δωμάτιο εντός των οποίων περιφέρονται, χειρονομούν συνουσιάζονται, πεινάνε, υποφέρουν, αγωνιούν, βογκάνε, πέφτουν και σηκώνονται ανθρώπινοι χαρακτήρες που είναι απολύτως αντιπροσωπευτικοί της νεοελληνικής μας ανθρωπογεωγραφίας.
Εδώ ακριβώς διακρίνω μία από τις πιο σημαντικές αρετές του βιβλίου: οι ήρωες, γήινοι, σάρκινοι, σκοτεινοί, αντιφατικοί και σε κάθε περίπτωση ανθρώπινοι, διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους και υπερασπίζονται την ιδιωτικότητά τους, χωρίς να πάψουν να πατάνε γερά πάνω στο κοινωνικό έδαφος και να κουβαλάνε σαν λάφυρα ή σαν πληγές όλους τους κοινωνικούς τους προσδιορισμούς. Απέναντί τους στέκεται η συγγραφέας ενίοτε με λεπτότητα και διακριτικότητα, ενίοτε με χιούμορ και ειρωνεία και πάντα με διάθεση κατανόησης, που φέρνει στο μυαλό μου τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων στο έργο του Βιζυηνού – τραγικοί κι αδιέξοδοι αλλά κυρίως συμπαθείς στο σιωπηλό τους δράμα, ακόμη κι όταν ολοφάνερα φταίνε.
Η γλώσσα προδίδει αυτοπεποίθηση, άνεση και ωριμότητα και χωρίς να διεκδικεί τον πρώτο ρόλο εξασφαλίζει τους κατάλληλους ρυθμούς για την εκφορά της αφήγησης. Το υλικό αντλημένο από τη μνήμη, τις ιδιωτικές γωνίες και τους κοινωνικούς περισπασμούς προδίδει μια προτίμηση σε ό,τι φαντάζει καθημερινό,  αδιάφορο και ήσσον για να φανεί μέσα από την αφηγηματική του επεξεργασία ότι περιέχει ένα κρυμμένο νόημα, μια σιωπηλή συντριβή και μια ανοιχτή αιμορραγία, πράγμα που αποδίδει ενιαίο αφηγηματικό αποτέλεσμα στο δεύτερο μισό του βιβλίου αλλά κατά τι άνισο στο πρώτο, όπου θεωρώ ότι η συγγραφέας θα έπρεπε να είναι πιο αυστηρή στο στάδιο της διαλογής. Η λογοτεχνική γραφή δοκιμάζει ποικίλες αφηγηματικές φόρμες, τρόπους και τεχνικές, για να δημιουργήσει την αίσθηση του τετριμμένου όταν χαρίζεται στην ευκολία ενός φωτογραφικού ρεαλισμού και ενός αναπαραστατικού διαλόγου ή την εντύπωση του ανούσιου, όταν επαναλαμβάνει το αφηγηματικό σχήμα της λοξής περιγραφής για να εκβιάσει το ξάφνιασμα του τέλους, και πετυχαίνει τις καλύτερες στιγμές της όταν χαλαρώνοντας ή σμπαραλιάζοντας τον  αφηγηματικό άξονα του χώρου και του χρόνου επιδίδεται στον εσωτερικό μονόλογο και τη συνειρμική ανάπτυξη (Μονοσύλλαβη Περιφρόνηση, Η βαλίτσα, Σε δρόμους σκοτεινούς, Una Fiata Musiata, Κεραμίδι από το Βυζάντιο, Μισή Καρδιά, Μινέρβα Λευκό).
Για να κλείσω, στο “Σκοτωμένο νερό” η γραφή πηγάζει σε πείσμα του τίτλου σαν καθάριο και πόσιμο νερό που αντλείται δίχως βιασύνες, εκβιασμούς και θορύβους από μία και μόνη ανάγκη – μιλάω για την ανάγκη της έκφρασης μιας συσσωρευμένης εμπειρίας και ενός συγκεντρωμένου υλικού ύστερα από την πολύχρονη ωρίμανσή τους. Ως πρώτο βιβλίο καταφέρνει, παρά τις όποιες αδυναμίες, να θέσει αρκετά ψηλά τον συγγραφικό πήχη και να σημαδέψει έναν ανοιχτό ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών για ό,τι θα ακολουθήσει. Κι αυτό με τη σειρά του, ας το σημειώσω με έμφαση, συνομολογεί ερήμην της συγγραφέα μία δέσμευση με τον υποψιασμένο αναγνώστη.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: