28/2/14

Ονείρου Οδύσσεια

Με αφορμή το ομότιτλο βιβλίο του Γιάννη Κουβαρά, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Χωρίς τίτλο, 2011, φωτογραφία, 26Χ38εκ.
ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΜΑΖΑΡΑΚΗ

Με ένα ευφυές λογοπαίγνιο, ήδη στον τίτλο της συλλογής του, σκοράροντας από τα αποδυτήρια, κατά την έκφραση του προσφιλούς του ποδοσφαίρου, μας υποδέχεται ο Γιάννης Κουβαράς. Ονείρου Οδύσσεια επιγράφεται εύλογα το βιβλίο του, καθώς οι νύκτιες περιπέτειές μας, οι ενύπνιες περιπλανήσεις μας παρά δήμον ονείρων συγγενεύουν βαθιά με το αρχετυπικό οδυσσειακό ταξίδι. Ας μη μας διαφύγει κατά την ανάγνωση του τίτλου το παιχνίδι με τα δύο γένη της λέξης «όνειρο». Το όνειρο αλλά και ο Όνειρος, ο γοργοπόδαρος αγγελιαφόρος των βουλών του Δία. Ο πατριάρχης των ποιητών Όμηρος παραχωρεί τη θέση του στον Όνειρο, κι αυτός, όπως μας πληροφορεί η Πηνελόπη στη ραψωδία τ της Οδύσσειας, μας ταξιδεύει μέσα από πύλες άλλοτε κεράτινες κι άλλοτε φιλντισένιες στις αλήθειες και στα ψέματα του κόσμου. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ερμηνεύει τους ομηρικούς στίχους σχολιάζοντας πως η κεράτινη πύλη δίνει όνειρα που βγαίνουν αληθινά, γιατί το κέρατο έχει διαφάνεια, ενώ, αντίθετα, η φιλντισένια πύλη δίνει όνειρα που ξεγελούν, γιατί το φίλντισι είναι αδιαφανές. Πλοηγός μας, επομένως, ο ποιητής, και μέσα από την πύλη των αληθινών ονείρων προσπαθεί στην ουσία των πραγμάτων να μας οδηγήσει και να οδηγηθεί.

Η Οδύσσεια των ονείρων, η Οδύσσεια των δικών μας ονείρων, έπος πολυτάραχο και πλήρες μεταπτώσεων από την ευτυχία στη δυστυχία, από την ελπίδα στην απελπισία, από το χρώμα της ζωής στο μαύρο του θανάτου, αλλά και η Οδύσσεια του αγγελιαφόρου Ονείρου, με όμικρον κεφαλαίο, που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο ποιητής. Στην προσπάθειά του να φτάσει ως εμάς περνάει πάντοτε από τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τους φοβερούς Ποσειδώνες μιας πραγματικότητας πεζής και ανέμπνευστης, και τις περισσότερες φορές, σε αυτόν τον άνισο αγώνα, χάνει τη μάχη. Αλλά δεν παύει να ξαναρχίζει το ταξίδι του, γιατί σκοπός του είμαστε εμείς. Σκοπός του είναι να φτάσει σε εμάς ή, για την ακρίβεια, να επιστρέψει σε εμάς, γιατί κάθε ποιητής, στις καλύτερες στιγμές του, δεν είναι άλλος από τον καθένα μας, υψωμένος όμως στη νιοστή δύναμη της φαντασίας και της αλήθειας του. Ιθάκη του και Ιθάκη μας ο αληθινός μας εαυτός.
Σαν οδηγός ανάγνωσης της συλλογής προτάσσεται ο αφορισμός του Μάρκες  πως «δεν παύουμε να ερωτευόμαστε επειδή γερνάμε, αλλά γερνάμε επειδή παύουμε να ερωτευόμαστε». Εδώ, ο έρωτας σε όλες τις εκδοχές του, έρωτας χθόνιος, γενετήσιος, σαρκικός, αλλά και έρωτας σωκρατικός, έρως καλού, έρωτας για τη γνώση και την αλήθεια, έρως ήρως, έρωτας ματαιωμένος αλλά ηρωικός, έρωτας που οι μύστες των Ελευσινίων λάτρευαν ως Πρωτόγονο, με κεφαλαίο π, ως αυτόν δηλαδή που γεννήθηκε πρώτος και συνέχει τα πάντα.
«Άδοξοι που ‘ναι» τιτλοφορείται το πρώτο ποίημα της συλλογής, έμμεσος φόρος τιμής στον απελπισμένο ποιητή της Πρέβεζας, σε αυτόν που πρώτος νοιάστηκε τους άδοξους ομότεχνούς του. Αλλά εδώ ο προσδιορισμός περιλαμβάνει και τις μάχες μπροστά στη λευκή σελίδα, που αφήνουν πίσω τους, λέει ο ποιητής, «αιχμαλωτισμένες ψυχές/ αλεσμένες ζωές», θυμίζοντας τις σεφερικές ψυχές, «τις δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι». Αφήνουν πίσω τους «νεκρές λέξεις» γιατί χρειάζεται πολύμοχθη, εξαντλητική επεξεργασία τόνων ολόκληρων γλωσσικού μεταλλεύματος για να παραχθεί ένα πολλοστημόριο καίριας και δραστικής ποιητικής έκφρασης, δίχως ούτε κι αυτό να είναι πάντοτε εξασφαλισμένο. Αλλά είναι «λαμπαδηφορία η ποίηση» και τιμή μεγάλη γι’ αυτόν που κράτησε, έστω για «δυο τρία βήματα» τη λαμπάδα της. Ο Κουβαράς ανήκει στους δημιουργούς που δεν κρύβουν ούτε αρνούνται τις οφειλές τους. Κάθε άλλο, στα ποιήματά του κατονομάζει όλους εκείνους που με τον ένα ή άλλο τρόπο τον επηρέασαν. Για εκείνον, χορτάρι ταπεινό να είσαι στο μεγάλο δάσος τους είναι ήδη πολύ.
Πίστη αληθινή του ποιητή είναι η ποίηση, αυτήν επικαλείται στις προσευχές του, στις τυχερές του στιγμές έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι την αποκαλυπτική και ιαματική της δράση, αλλά είναι και φορές που, σαν άλλος εσταυρωμένος τη στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας, κλονίζεται και αμφιβάλλει. Και τότε ομολογεί δίχως περιστροφές την αμφιθυμία του απέναντί της, την αμφισβητεί ανοιχτά, σχεδόν της αρνείται κάθε αξία. Γιατί ενώ έζησε παίζοντας με τις λέξεις, -χαρακτηριστικό το λογοπαίγνιο (παί)ζωντας στον τίτλο του σχετικού ποιήματος-, δεν διστάζει να συμπληρώσει πως έτσι έχασε τη ζωή. Ακούγεται ξανά ο Καρυωτάκης «είκοσι χρόνια παίζοντας/ αντί χαρτιά βιβλία,/ είκοσι χρόνια παίζοντας,/ έχασα τη ζωή», καθώς και ο γνωστός του στίχος για την ποίηση και το επίφθονο καταφύγιό της. Γράφει ο Κουβαράς: «Η ποίηση είναι ο ίσκιος της πράξης/ η πράξη πάντα προηγείται/ η πράξη είναι η ποίηση/ Και γράφεται από αγράμματους/ ή εγγράματους, αδιάφορο». Είναι η έμπρακτη ποίηση της υπερεκατοντάχρονης που σώθηκε από τις φλόγες της Σμύρνης και «έταξε τάμα που σώθηκε/ Να γιατροπορεύει ναυαγισμένους/ Για ένα πιάτο φαΐ», είναι η ποίηση της γιαγιάς Καλής που «άναβε χρόνια τα καντήλια/ στο παραμεθόριο χωριό της/ στο κοιμητήρι των ξένων», ή εκείνου του «οδηγού ογκώδους μηχανήματος στην πολυσύχναστη λεωφόρο Τατοΐου, που έβγαλε αλάρμ για να εκτρέψει το ρεύμα πίσω του και να κατέβει να πάρει τη χελώνα που διέσχιζε την άσφαλτο». Τι να την κάνεις την γραφόμενη ποίηση, όταν έχεις ποίηση στο ψυχικό σου θυμιατό, έγραφε ο Νίκος Καρούζος.  
Για τον μονομάχο της λευκής σελίδας, για εκείνον που ξοδεύεται δονκιχωτικά, χαμένος από χέρι, στο κυνήγι του άρρητου, επίμονος όσο και απελπισμένος, η ποίηση ορίζεται ως «άλυτο σταυρόλεξο», το ποίημα είναι «το γιοφύρι της Άρτας», ο ίδιος ο δημιουργός δεν είναι παρά «ο πρωτομάστορας που, άτεκνος και άγαμος, δεν έχει βεβαίως τίποτα άλλο να θυσιάσει παρά την ίδια του τη ζωή». Μοτίβο που επανέρχεται εμμονικά στα ποιήματα του Κουβαρά είναι αυτή ακριβώς η εγγενής ανεπάρκεια της γλώσσας, η αδυναμία των λέξεων να εκφράσουν την κρυμμένη και αμετάδοτη ουσία του βάθους των πραγμάτων. Διαβάζουμε πως «οι ποιητές/ Γαβγίζουν το ανείπωτο/ Τις σκιές το αόρατο/ Πετροβολούν τη σιωπή/ Όπως τα σκυλιά αλυχτάνε/ Το ραγισμένο φεγγάρι/ Πριν από μεγάλο σεισμό». Και σαν τον ερωτευμένο που πότε λατρεύει και πότε φθονεί το αντικείμενο του έρωτά του, έτσι κι εδώ ο ποιητής, αγανακτισμένος σχεδόν, αποκαλεί τις λέξεις λέαινες και λάμιες, τέρατα βουλιμικά που «σάρκες ζητούνε» και δεν χορταίνουν παρά «με αίμα». Καθόλου τυχαία, το ατελέσφορο των λέξεων βιώνεται εξίσου τυραννικά και στον έρωτα. «Η ποίηση τελειώνει/ εκεί που αρχίζει η ομορφιά σου», διαβάζουμε, Σίσυφος αυτοαποκαλείται ο ποιητής και καταγγέλλει τη χρεοκοπία της γλώσσας μπροστά στην ομορφιά που δεν λέγεται αλλά μένει «ποίημα αποίητο/ Άλεκτο».
Μια μυθική μορφή που με τον ισχυρό της συμβολισμό τη συναντάμε και στο κριτικό έργο του Κουβαρά είναι ο Ανταίος, ο βασιλιάς  της Λιβύης που αντλούσε τη δύναμή του από την επαφή με τη γη. Έτσι, η γενέθλια Κυνουρία, με τον πολικό αστέρα της, το Άστρος, να προσανατολίζει σταθερά τη θύμηση, οι θάλασσες των παιδικών χρόνων, πότε θερμές σαν μητρικές αγκαλιές, πότε πικροκυματούσες και φόνισσες, ο πνιγμένος συμμαθητής και η μικρή δίδυμη αδερφή της μάνας, που την υιοθέτησαν μακριά, πέρα από τη θάλασσα, στοιχειώνουν ακόμη τη μνήμη. Αλλά και το Γυμνάσιο της ιδιαίτερης πατρίδας με το προαύλιό του και τα πρώτα σκιρτήματα της εφηβικής αγάπης, η Αθήνα των φοιτητικών χρόνων, η πάλη μιας πνευματικά άπληστης νιότης με μια πόλη δύσκολη μα αγαπημένη, η Αθήνα των μεγάλων προσδοκιών, μια Αθήνα που κατάντησε αγνώριστη, «κάθε τετράγωνο και Τράπεζα», δίχως «πουθενά τώρα ένα γραμματοκιβώτιο να ταχυδρομήσουμε τη θλίψη μας», επιστρέφουν για να αρδεύσουν ένα παρόν σε κρίση, μια καθημερινότητα που μόνο κατ’ ευφημισμόν μπορεί να αποκαλείται ειρηνική, μια πραγματικότητα άνυδρη και αιχμηρή.
Ο ποιητής, άλλωστε, βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με την παντοδύναμη λήθη, αυτήν που μας αφήνει ακόμη πιο ευάλωτους στις παγωνιές του καιρού μας, «μαυρίζει τη σελίδα/ Να λιγοστέψει το ψύχος του άσπρου», αναλαμβάνει να περιθάλψει όλες τις μορφές των ανώνυμων και αδικαίωτων, αλλά και των αποσυνάγωγων, που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στεγάζονται προνομιακά στις σελίδες του.
Αλλά ο Κουβαράς δεν αποστρέφεται το παρόν, οι αναδρομές του στο παρελθόν δεν είναι στείρες και απελπισμένες, σπασμωδικές προσπάθειες μιας μάταιης διαφυγής, είναι αγκυρωμένος στο καθημερινό, δεν το φοβάται, την τάση του για αμεσότητα την καλλιεργεί ασυμπλεγμάτιστα, τόσο όσον αφορά το εκάστοτε θέμα του, όσο και τον τρόπο που το πραγματεύεται. Χρησιμοποιώντας με φειδώ τη μεταφορά, προκρίνοντας εκείνη την κυριολεξία, που τη σωστή στιγμή, αστράφτει λιτή και απροσποίητη σαν λάμα μαχαιριού, άλλοτε αποκαλύπτοντας την τραγικότητα μιας λεπτομέρειας από τα ψιλά των ειδήσεων, άλλοτε παραθέτοντας έναν σπαρταριστό διάλογο από τον κόσμο των δικαστηρίων, κατορθώνει, στις καλύτερες στιγμές του, να μας κάνει να δούμε, λες για πρώτη φορά, αυτό που θεωρούσαμε ήδη γνωστό και, ως εκ τούτου, ανάξιο προσοχής.
Θα πρέπει εδώ να έχει παίξει τον ρόλο της η τριανταπεντάχρονη θητεία του στα σχολεία, η επιθυμία του να κινητοποιήσει ψυχικά και πνευματικά τους μαθητές του, να εκμαιεύσει ό,τι καλύτερο διαθέτουν, δίχως, όμως, να ξεχνά τη μέριμνα, που του επιβάλλει η θέση του, να γίνεται κατανοητός. Όσοι υπήρξαμε μαθητές του μπορούμε να το πιστοποιήσουμε. Είναι πάντοτε απολύτως ρεαλιστικό το πλαίσιο μέσα από το οποίο ξεκινάει για να στήσει τον ποιητικό του μύθο.
Περιστατικά σχεδόν ασήμαντα σε πρώτη ματιά, η σκηνογραφία της καθημερινότητας και οι αυτοσχέδιες σκηνοθεσίες της φωτίζονται, αν όχι λοξά, πάντως υποβλητικά, ελλειπτικά, αφαιρετικά, προκειμένου ο αναγνώστης να συμπληρώσει ο ίδιος το σκίτσο. Ονόματα τόπων και προσώπων παρατίθενται καταλογογραφικά, «Το Όνομα είναι το Νόημα» γράφει, -εδώ το όνομα ως έσχατο, αφοπλιστικό επιχείρημα του ποιητικού εγχειρήματος, το όνομα-εικόνα, το όνομα-χίλιες λέξεις. Στους στίχους που αφιερώνει στο άγαλμα που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του, τη Νίκη της Σαμοθράκης, το χαμένο για πάντα πρόσωπο της δίνει την αφορμή για μια σειρά διερωτήσεις, διατυπώνεται η παράτολμη, όσο και γοητευτική, υπόθεση πως επίτηδες το έσβησε ο χρόνος, για να το συμπληρώνουμε εμείς με τις αγαπημένες μας μορφές, τεκμηριώνεται ποιητικά η αισθητική θέση που θέλει την έλλειψη, τον υπαινιγμό και το ανολοκλήρωτο να είναι στοιχεία συστατικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
«Ζωή και έργο κόμπος / Σε ακατάλυτη συζυγία», είναι το σχόλιό του για όλους αυτούς που είχαν την τύχη να διακονήσουν ό,τι περισσότερο αγάπησαν και η παρατήρηση ισχύει φυσικά και για τον ίδιο. Το βιβλίο κλείνει με έναν πανηγυρικό της νεότητας, αφιερωμένο σε όλους τους μαθητές του, τον «στρατό της σωτηρίας» όπως τους αποκαλεί, σε όλους αυτούς που καθημερινά του πρόσφεραν «την πολυτέλεια / να ανεβοκατεβαίνει μαζί τους συνεχώς τα σκαλιά / από τα δεκάξι μέχρι τα δεκαοχτώ και αντίστροφα».
«Συνήθεια της Αγάπης η Ποίηση», ο προτιμότερος, κατά τον Μέσκο, από τους άπειρους ορισμούς της, και σίγουρα ο Κουβαράς προσυπογράφει.


Ο Φάνης Μαζαράκης είναι φιλόλογος

1 σχόλιο:

Κωνσταντινα είπε...

...η αδυναμία των λέξεων να εκφράσουν την κρυμμένη και αμετάδοτη ουσία του βάθους των πραγμάτων...