29/3/14

Μαρία Πολυδούρη

Επανεκτιμώντας την ποίηση του μεσοπολέμου

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια, επίμετρο Χριστίνα Ντουνιά, εκδόσεις της Εστίας, σελ. 398

Mathias Schauwecker, Χωρίς τίτλο, μελάνι σε χαρτί, 1992

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ

«Ο σημερινός αναγνώστης, αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται θρυμματισμένη, αποσπασματική και χωρίς νόημα, δεν ανατρέχει τόσο στη ‘μεγάλη’ ποίηση του κανόνα αναζητώντας μια οριστικά χαμένη ολιστική προοπτική, αλλά ανακαλύπτει τις πιο οικείες φωνές της προσωπικής και εξομολογητικής ποίησης». Η παρατήρηση αυτή της Χριστίνας Ντουνιά είναι πολύ ενδιαφέρουσα, και η άποψή της ότι «η Πολυδούρη είναι μια από τις ισχυρότερες φωνές που αποκρίνονται σε αυτή την αναζήτηση» δικαιώνεται από τον συγκεντρωτικό τόμο των Ποιημάτων της Πολυδούρη, που εκδόθηκε πρόσφατα από την Εστία με φιλολογική επιμέλεια και εκτενές Επίμετρο της μελετήτριας.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι σημερινοί αναγνώστες ανατρέχουν όλο και περισσότερο  στους ποιητές του Μεσοπολέμου - στον Καρυωτάκη, τον Λαπαθιώτη, τον Φιλύρα, την Πολυδούρη: το έργο τους είναι κατεξοχήν προσωπικό και εξομολογητικό, και επομένως συνομιλητικό και παρηγορητικό, γραμμένο σε μια εποχή κρίσης που παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την εποχή μας. Ένα από τα πιο καίρια ζητήματα που θέτει στο Επιμετρό της η Ντουνιά είναι η ανάγκη να δούμε την πριν από τον μοντερνισμό ποίησή μας απαλλαγμένοι από τις επί πολλές δεκαετίες παγιωμένες αντιλήψεις ότι οι παραδοσιακές φόρμες είναι περιοριστικές και, κυρίως, ότι «ο βιωματικός, εξομολογητικός χαρακτήρας της ποίησης, το ευανάγνωστο νόημα των στίχων, η αμεσότητα της έκφρασης, είναι στοιχεία μιας εύκολης τέχνης». Το γεγονός, εξάλλου, ότι το μέτρο έχει θριαμβευτικά επανακάμψει στη νεοελληνική ποίηση της τελευταίας εικοσαετίας δημιουργεί προϋποθέσεις κατάλληλες για μια επανεπίσκεψη της ποίησης των συνοδοιπόρων του  Καρυωτάκη ποιητών.

Η συμβολή της Ντουνιά στη μελέτη της λογοτεχνίας και της πνευματικής ατμόσφαιρας του Μεσοπολέμου είναι σημαντική: οι δύο μονογραφίες της, που αφορούν τα αριστερά λογοτεχνικά περιοδικά του Μεσοπολέμου (1996) και την πρόσληψη του έργου του Καρυωτάκη (2000), είναι έργα υποδομής. Παράλληλα, μας έχει προσφέρει μια σειρά από φροντισμένες και πλούσια σχολιασμένες εκδόσεις των πεζογραφικών έργων του Πέτρου Πικρού, καθώς και του άγνωστου μυθιστορήματος Η ερωμένη της τής Ντόρας Ρωζέττη. Πολλά από τα μικρότερα μελετήματά της, εξάλλου, αφορούν ζητήματα της ίδιας περιόδου, με πιο πρόσφατο το τιτλοφορούμενο «Η δεκαετία του 1920. Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση» (Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας (συλλογικό), επιμέλεια Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Παν/μιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012), που απολαμβάνει μιας ασυνήθιστης, για φιλολογικό κείμενο, επισκεψιμότητας στο διαδίκτυο. Το υποψιασμένο αναγνωστικό κοινό των ημερών μας δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη λεγόμενη «γενιά του Καρυωτάκη» - και σε αυτό έχει συμβάλει, πέρα από τις συνθήκες που προαναφέραμε, και η ίδια η Ντουνιά, με τη θερμή ερευνητική και κριτική αφοσίωσή της στα  τεκταινόμενα της δεκαετίας του '20, οι λογοτέχνες της οποίας σαρώθηκαν από τη θριαμβευτική επέλαση του μοντερνισμού. Βασικό χαρακτηριστικό των ισχυρότερων ποιητών της δεκαετίας αυτής είναι, όπως υπογραμμίζεται στο Επίμετρο της έκδοσης της Πολυδούρη, η άρρηκτη σύνδεση της ζωής και της τέχνης. Όντας, οι περισσότεροι, εκτός κοινωνικής νόρμας -«καταραμένοι», όπως αρκετοί προσφιλείς τους ξένοι συμβολιστές-, επισκιάστηκαν, ως ποιητές, από τον μύθο τους: ο ομοφυλόφιλος, αυτόχειρας Λαπαθιώτης, ο τρελός Φιλύρας, ο ναρκομανής Παπανικολάου, η φυματική και θανάσιμα ερωτευμένη Πολυδούρη, και, φυσικά, ο πεισιθάνατος κλπ. Καρυωτάκης (ο οποίος, λίγες μόλις μέρες πριν, χαρακτηρίστηκε «συφιλιδικός» σε βιβλιοπαρουσίαση της έκδοσης της Πολυδούρη στο Βήμα). Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρουσα - και χαρακτηριστική της ανανεωμένης ματιάς με την οποία η Ντουνιά προτείνει να ξαναδούμε τους μεσοπολεμικούς ποιητές- η εξής τοποθέτησή της: «Το γεγονός  ότι ο ‘μύθος’ της Πολυδούρη έχει αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα στους τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνουμε το έργο της, δεν συνιστά εμπόδιο· αντίθετα, μας δίνει τους πόρους που μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε με ακρίβεια τα νήματα της ζωής και της λογοτεχνικής δημιουργίας που συνυφαίνονται στην ποίησή της». Δεν είναι τυχαίο ότι ο τόμος των Απάντων κλείνει με τα «Στοιχεία βιογραφίας», όπου ανακοινώνονται νέα ευρήματα για τη ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή της ποιήτριας.
Μολονότι η πολύκροτη ερωτική σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη συντέλεσε στην παραμέληση του έργου της από την κριτική (όχι μόνο για λόγους αρνητικού βιογραφισμού αλλά και εξαιτίας της ακτινοβολίας του έργου του Καρυωτάκη, γράφει η Ντουνιά), ο έρωτας αυτός άρδευσε την ποίησή της ισχυροποιώντας τη  δυναμική της. Το «πρόδηλο βιογραφικό αποτύπωμα» του έργου και των δύο δημιουργών προβάλλει ως «η ισχυρή συνιστώσα που χαρίζει επικοινωνιακή δύναμη στην ποίησή τους». Από κει και πέρα, στόχος πρέπει να είναι, όπως υπογραμμίζει η μελετήτρια, η αυτονόμηση της ποίησης της Πολυδούρη από εκείνη του Καρυωτάκη, η απαλλαγμένη από τα στερεότυπα περί γυναικείας γραφής εξέτασή της, η νηφάλια επανεκτίμησή της και, εντέλει, η απάντηση στο ερώτημα αν συνεχίζει σήμερα να μας μιλά. Η άποψη της ίδιας της Ντουνιά στο τελευταίο αυτό ζήτημα είναι απερίφραστα θετική, στους αντίποδες της θεώρησης της ποίησης αυτής ως γλυκερής και απλοϊκής από μεγάλο μέρος των κριτικών και των ιστορικών της λογοτεχνίας μας. Συνοψίζω τα κυριότερα επιχειρήματα βάσει των οποίων η μελετήτρια, μέσα από την πολύχρονη ζύμωσή της με το έργο της Πολυδούρη, οδηγείται στην τολμηρή, για τα δεδομένα της κριτικής μας,  εκτίμηση ότι πρόκειται για την «πιο συναρπαστική ποιήτρια του μεσοπολέμου και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα»: η βαθιά συναισθηματική ποίηση της Πολυδούρη αντιστέκεται στον μελοδραματισμό και στη μονοσήμαντη ανάγνωσή της χάρη στο στοχαστικό και αναστοχαστικό στοιχείο, την υπόγεια ειρωνική διάθεση αλλά και την τόλμη της ερωτικής έκφρασης, που δίνουν στους στίχους της βάθος και πολυσημία· η μετρική και μορφική ατημελησία πολλών ποιημάτων της δεν είναι δείγμα ατεχνίας αλλά έκφραση αντικομφορμισμού, ακόμη και τραγικότητας, όπως έχει υποστηρίξει ο Τέλλος Άγρας -και όπως μας υπενθυμίζει η Ντουνιά- μιλώντας για την «αγωνιώδη ασυμμετρία» ανάμεσα στην έκφραση και τη μορφή της ποίησής της· στο έργο της αφομοιώνονται σολωμικές και καρυωτακικές απηχήσεις, διδάγματα των Γάλλων decadents -ιδίως του Paul Verlaine- και ήχοι της ρομαντικής ιέρειας Marceline Desbordes-Valmore, την οποία ωστόσο η Πολυδούρη υπερβαίνει προχωρώντας, μας λέει η Ντουνιά, «σε υπαρξιακές αναζητήσεις πιο βαθιές, σε πτυχές ανεξερεύνητες»· η ποίηση της Πολυδούρη δεν περιορίζεται στο ερωτικό στοιχείο και διέπεται από ένα συνεκτικό όραμα για τον κόσμο· χάρη στη δυνατή της ατομικότητα, τέλος, η ποιήτρια «απογειώνει τους κοινούς τόπους της εποχής της και δίνει μια διαχρονικότητα εντυπωσιακή στον στίχο της».
Ακόμη και αν κανείς δεν συμφωνεί με το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών, δεν μπορεί παρά να κλείσει το βιβλίο με την πεποίθηση ότι η ποίηση της Πολυδούρη  είναι σημαντική, αρδεύεται από μια ισχυρή λυρική φλέβα και διακρίνεται από λεπτή πνευματικότητα (η οποία είναι τόσο βαθιά συγχωνευμένη με το συγκινησιακό στοιχείο που μπορεί να διαφύγει  της προσοχής του βιαστικού ή προκατειλημμένου αναγνώστη).  «Ωχρή» για τον Κ. Θ. Δημαρά, ευαίσθητη αλλά «πρόχειρη και κοινότοπη» για τον Λίνο Πολίτη, συμπαθητική αλλά ανώριμη για τον Αλέξανδρο Αργυρίου, η ποίηση της Πολυδούρη επαινέθηκε, πάντως, από σημαντικούς κριτικούς όπως ο Ανδρέας Καραντώνης -για τον οποίο η Πολυδούρη είναι «η πιο σημαντική ελληνίδα ποιήτρια» (1961)- και ο Βύρων Λεοντάρης, που θεωρεί ότι «από την ποιητική αίσθησή της  η επίσημη ‘νέα’ και σεφερική ποίηση δεν απέχει και πολύ» (1991).
Το αναγνωστικό κοινό έχει για πρώτη φορά στη διάθεσή του σχεδόν το σύνολο της ποίησης της Πολυδούρη· εκδομένα, ανέκδοτα, ημιτελή και αθησαύριστα ποιήματα, καθώς και οι λίγες μεταφραστικές απόπειρες της ποιήτριας, συνοδεύονται από ενδελεχή φιλολογικό σχολιασμό. Το βιβλίο ορθώς δεν φέρει τον τίτλο «Ποιητικά άπαντα», καθώς το έργο της πρόωρα χαμένης Πολυδούρη είναι διασκορπισμένο σε πολλά αρχεία και δεν αποκλείεται, παρά την ερευνητική εμπειρία της Ντουνιά και τις κοπιώδεις αναζητήσεις της, κάποια ποιήματα να λανθάνουν. Οι ογδόντα πυκνογραμμένες σελίδες που επιτάσσονται των ποιημάτων φωτίζουν ενδιαφέρουσες πλευρές του βίου και της εποχής της Πολυδούρη, ανατρέχουν στην  πρόσληψή της από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας και τους κριτικούς, σκιαγραφούν τα κυριότερα γνωρίσματα και τις επιδράσεις της ποίησής της από Έλληνες και ξένους ομοτέχνους της. Με την ευθυβολία της γραφής, την καθαρότητα της σκέψης και την επικέντρωσή της στο ουσιώδες, η Ντουνιά καθιστά για μία ακόμη φορά τη φιλολογία ευχάριστο ανάγνωσμα, ικανό να μας οδηγήσει κατευθείαν στην ποίηση. Από την άποψη αυτή, θα συνιστούσα στον αναγνώστη να διαβάσει τον τόμο των Ποιημάτων από το τέλος προς την αρχή.

Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

      ΓΛΕΝΤΙ

     Σ' ένα γλέντι με κάλεσαν οι σύντροφοι.
     Δε θ' αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
     Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα
     και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.

     Το νεκρό πόχω μέσα μου περήφανα
     και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
     Θα 'μαι σα χαρωπή, σα μυστικόπαθη
     θα 'μαι μια αποσταλμένη από το Χάρο.

     Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους
     κι αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε.
     Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους
     μα θα 'μαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε.

     Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε
     μήπως σε μια χλωμή χαράν ελπίζουν,
     μα τόσο αληθινό θα 'ν' το τραγούδι μου
     που σαστισμένοι θα σιωπήσουν.
                  
              (Οι τρίλλιες που σβήνουν, 1928)


              [άτιτλο]
         
     Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα.
     Σας χαιρετίζω,
     πια δεν ορίζω
     τη φωνή μου.
     Ξεφεύγει παραλήρημα.
     Σας σμίγω μα η πνοή μου
     δε φτάνει, σπα.
     [...]
     Να τραγουδώ
     το θάνατο τη δυστυχία,
     να λησμονώ
     της χαράς την αγάπη,
     δε θέλω. Ας σβήσω
     σφιχταγκαλιάζοντας τη χορδή που μου μένει
     να μη σημαίνει
     γλυκά στο Θάνατο κι αυτός αργεί
     με ιδιοτροπία ερωμένου!

     Σας χαιρετίζω,
     Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε.
                  
              (Ηχώ στο χάος, 1929)

Δεν υπάρχουν σχόλια: