14/6/14

Ποίηση και όχι ποιηματογραφία

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΗΤΑΣ, Έμμετρη φυσική ιστορία των θεάτρων, εκδόσεις μικρή άρκτος, σελ. 40

Επί δεκαπέντε σχεδόν χρόνια επιμένω πως στην ποίησή μας έχει συντελεσθεί μια ευδιάκριτη τομή, με χαρακτηριστική της στιγμή/πραγματικότητα το έργο του Ηλία Λάγιου. Δεν είναι μόνο το μέγεθος του ποιητή Λάγιου, ή η σημασία της ποίησης του, που με κάνουν να επιμένω, μέχρι σίγουρης παρεξηγήσεως, σε αυτόν. Είναι πως η προϊούσα τομή δεν φωτίζεται και δεν ορίζεται αν βγάλουμε απ’ το κάδρο τον Λάγιο. Χωρίς το έργο του, η εικόνα είναι ενδεχομένως διαχειρίσιμη, απ’ όσους επιμένουν στην αδράνεια της «συνέχειας», ώστε όλα τα καινοφανή, και επίσης, ή και εξίσου σημαντικά, τα οποία έχουν συμβεί με το έργο μιας πλειάδας ποιητών, να απορροφηθούν ανεπαισθήτως στη μακαριότητα του φιλολογισμού και της ποιητικολογίας, απεκδυόμενα τη δραστικότητά τους. Γιατί είναι η έλλειψη καλλιτεχνικής γενναιότητας που χαρακτηρίζει τα λογοτεχνικά μας πράγματα, σε όλες τις εκφάνσεις τους, οδηγώντας τη λογοτεχνική συνθήκη σε βέβαιη παρακμή.

Βαριά η κουβέντα, και δεόντως πολιτική. Όπως και το πρώτο βιβλίο του Στέργιου Μήτα, που τολμά να επιγράφει το δεύτερο μέρος του βιβλίου του «Τι πραγματικά είπε ο Κάρολος Μαρξ», όπου τα ποιήματα που περιέχονται φέρουν τους χαρακτηριστικούς τίτλους: «1. Τα παρισινά χειρόγραφα», «2. Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», «3. Πρώτα σαν τραγωδία, έπειτα σαν φάρσα», «4. Το εβραϊκό ζήτημα», «5. Μισθός, αξία, κέρδος»... Κι όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία «υπερπολιτικοποίησης», που κι αυτή την είδαμε τα τελευταία χρόνια να λειτουργεί ως υποκατάστατο της έλλειψης ποιητικότητας ή εν γένει καλλιτεχνικής πρόθεσης. Πρόκειται, αντίθετα, για την έξοδο από την περιοχή των απόνερων της ποιητικής δημιουργίας (όπου ευδοκιμούν οι «επιδράσεις», οι απισχνασμένοι «λυρισμοί», τα «προσωπικά στιγμιότυπα» ή και η πολιτικολογία). Πρόκειται για τη συνάντηση της γραφής με τα μεγάλα θέματα που ορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα, και πάλι όμως όχι για να τα «εξευγενίσει» λυρικώς αλλά για να συναρθρωθεί μαζί τους, σε ένα ενδεχομένως και θανάσιμο σφιχταγκάλιασμα, όπου οι διακριτές ποιότητες, της ποίησης (δηλαδή, των μορφών, των ρυθμών, της ποιητικής λειτουργίας...) και της πολιτικής (δηλαδή, των ιδεών, της ιστορίας...), συνυπάρχουν χωρίς να απορροφάται η μία στην άλλη. Συνυπάρχουν πολυφωνικά, δηλαδή ανταγωνιστικά και παραγωγικά.
Ως οφείλει, όμως, ο πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής έχει ήδη καταθέσει τις ποιητικές του σταθερές/προθέσεις, στις σελίδες που προηγήθηκαν: το ποιητικό σχέδιο είναι η αποτίμηση ολόκληρης της μοντέρνας ποίησης, συνοπτικά αλλά διορατικά. Όπως ακριβώς το έκανε κι ο Λάγιος, όπως οφείλει να το κάνει κάθε ποιητής που σέβεται τον εαυτό του και την τέχνη του, αν φιλοδοξεί η φωνή του να έχει θέση και ρόλο στη μακρά και πολυπληθή ακολουθία ποιητικών συμβάντων, αν φιλοδοξεί να είναι ποιητής και όχι ποιηματογράφος...
Αν τα «μαρξικά» ποιήματα ανακαλούν την ιστορικότητα των ιδεών, και συγκεκριμένα τις στιγμές όπου διαπιστώνεται το τέλος ή η αφετηρία των εκάστοτε μεγάλων αφηγήσεων, τα «ποιητικά» ποιήματα της συλλογής δηλώνουν τις ανάλογες στιγμές στην ιστορία της τέχνης, στην ιστορία της ποίησης. Έτσι, ως καμβάς για όλο το βιβλίο χρησιμοποιούνται αποσπάσματα/αναφορές στον «κ. Τριστιάνο Τζαρά», όπου η συνέχεια (Τριστιάνος) ακολουθείται από την πιο καταλυτική τομή (Τζαρά), εκεί όπου η ίδια η υπόσταση του λόγου τίθεται υπό αμφισβήτηση, ως διακύβευμα και ζητούμενο.
Η συνθετική κορύφωση της συλλογής έρχεται στην καταληκτήρια «Μπαλάντα της κλινικής». Εδώ, συναρθρώνεται η (διασαλευμένη και αποδομούμενη) ποιητική παράδοση, όπου προεξάρχει ο Καρυωτάκης, με την μετά τον μοντερνισμό μίξη των υφών και των ειδών από τον Λάγιο και τα βασικά εργαλεία/κατηγορίες της μεταμοντέρνας συνθήκης, όπως είναι η διακειμενικότητα.
Κι αν παραμένει η ρίμα ασκεπής
και τεμαχισμένη σε εντόσθια
υλικού, χιλομασημένη hostia
από ένα corpus λογοκλοπής,
πάλι λαχταρά στο παλκοσένικο
να γείρει – και θυσία να προσφέρει
το παρθένο μελάνι: στο γέρικο
το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι
Στα προηγούμενα, θα μπορούσε να εγερθεί η ένσταση ότι και άλλοι νεώτεροι ποιητές έχουν κάνει ανάλογα πράγματα, σε όλες τις επιμέρους πλευρές και θεματικές, έχουν αξιοποιήσει ανάλογες τεχνικές κλπ. Πως όντως έχουν εμφανισθεί τα τελευταία χρόνια ποιήματα που «επικαιροποιούν» τις λεγόμενες παραδοσιακές φόρμες, που είναι δεόντως πολιτικά, κλπ κλπ. Ναι, έτσι είναι. Απουσιάζει όμως το κρίσιμο: η καλλιτεχνική συνείδηση και το αισθητικό πρόταγμα. Άνευ αυτών, μπορούμε να μιλάμε για «πολιτισμό», για «δρώμενα», για «διαδράσεις» (όπως φυσικά και για μιμήσεις και για περιφορές...), αλλά όχι για τέχνη, και εν προκειμένω για ποίηση.
Αλλά για να υπάρξει αισθητικό πρόταγμα πρέπει να προϋποτίθεται ποιητικά, και μάλιστα πολύ συγκεκριμένα, η διανυσμένη διαδρομή. Η υπέρβασή της, δηλαδή η αλλαγή σκυτάλης, πραγματοποιείται διά της αναμέτρησης με τους αμέσως προηγούμενους. Έτσι έγινε με τον Καρυωτάκη απέναντι στον Παλαμά, με τον Σεφέρη απέναντι στον Καρυωτάκη, με τον Λάγιο, τον Κοροπούλη, τον Μπλάνα απέναντι στη γενιά του ’30, έτσι γίνεται πάντα στην τέχνη. Σήμερα, σε ένα περιβάλλον ποιητικού πληθωρισμού, που κολυμπά ανέμελα στην ποίηση των μεταπολεμικών δεκαετιών, και συνηθέστερα σε αυτή του ’70, με τόσους και τόσους ηλικιακά νέους ποιητές, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα όσοι συνεχίζουν και προάγουν την τέχνη της ποίησης. Ποιητικά βιβλία «καλά», αξιοπρεπή, έχουμε αρκετά. Οι ποιητές σπανίζουν. Όχι ως περσόνες, αλλά ως διακριτές, πρωτότυπες και σύγχρονες ποιητικές, δηλαδή ανατρεπτικές και θρασείς.
Κουράστηκε ο μέσα αναγνώστης
και γυρεύει αέρα επικό η λυρική
χαραμάδα. Μα η ποιητική
δωματίου τον κλείνει εντός της.
Υπομονή – ίσως κάποτε ανοίξει
τα δώρα τού εθνικού αντικέρη:
Και κάπου ανάμεσα εκεί ξετυλίξει
το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι.

Στέρξε. Κυρά, στην ψυχούλα του ταίρι.
Κι αν μετά θάνατον εισπράξει υπό
όρους πληγές – κάμε να είναι από

το ποθητό του ανθολόγου νυστέρι.

Νίνα Παπακωνσταντίνου, Εβραϊκά (σειρά ‘Βαβέλ’), 2011
αποτύπωμα καρμπόν σε χαρτί
38.5 x 29 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: