20/9/14

Χωρίς εστία: Η πιο σκληρή εξορία

Σκέψεις με αφορμή το μυθιστόρημα «Ανέστιος» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη - Εκδόσεις Άγρα, 2014

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ήταν πάντα η πιο σκληρή μορφή της βαρβαρότητας, είτε ως άσκηση ωμής βίας είτε ως απότοκος της κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης, το γεγονός ότι αφήνει τον άνθρωπο χωρίς εστία. Ξένος στην πατρίδα του, σαν σβήνει η φωτιά στο παραγώνι της πατρικής στέγης, ξένος στην ξενιτιά που η ανάγκη τον σπρώχνει, ξένος στο δρόμο που οι νόμοι της αγοράς τον πετάνε μοιραία. Αν θυμηθούμε εδώ για λίγο πώς μένουν ο κόσμος και οι άνθρωποι χωρίς αυταπάτες (το περιέγραψε τόσο ιδανικά εκείνο το Μανιφέστο του 1848), τότε θα νιώσουμε πόσο τρομαχτικό είναι να μένει κανείς χωρίς εστία.
Δεν είναι πολύς καιρός που από τις εκδόσεις Άγρα εκδόθηκε το νέο μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη «Ο ανέστιος- Ημερολόγια», ένα βιβλίο που μιλάει με τρόπο εξαιρετικό όχι απλώς για την υπαρκτική καταστροφή που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αλλά γενικότερα για όσα εκτυλίσσονται στο σύγχρονο κόσμο. Σ’ ένα κόσμο που ο φιλελεύθερος οπτιμισμός καταρρέει με βρόντους και λυγμούς και όλα αποκαλύπτονται στην τραγική τους διάσταση. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο ανέστιος Ηλίας Κ., είναι ένας ηλεκτρολόγος μηχανικός που αιφνιδίως καταστρέφεται. Έντιμος πανεπιστημιακός και συνεταίρος σε μιαν ανθηρή τεχνική εταιρία, ξαφνικά νιώθει να χάνει κάθε διάθεση για εκείνους τους μικρούς αλλά συνεχείς συμβιβασμούς που κάνουν εφικτή μια συνηθισμένη ζωή. Επιλέγοντας αντί της άμεσης αυτοκτονίας μια βραδεία αυτοεξόντωση, μοιράζει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και αναχωρεί φυγάς θεόθεν και αλήτης σ’ ένα ταξίδι εξερεύνησης του εαυτού του.
Ο Ηλίας Κ., είναι αλήθεια πως δεν είναι ένας συνηθισμένος άστεγος. Όχι μόνο επειδή επί έξι χρόνια καταγράφει με υποδειγματική συνέπεια σε τετράδια την περιπλάνησή του σε ένα κόσμο ανεστιότητας. Είναι υπέρμαχος της ιστορικότητας της συνείδησης και ξέρει πώς είναι να ζει κανείς σε ένα ατέρμον παρόν. Ζει στο ελάχιστο εδώ και τώρα όχι επειδή το είχε σκοπό αλλά από μια απόλυτη επιθυμία ελευθερίας. Ούτε από συνήθεια ούτε από ανάγκη. Για να δώσει δρόμο στα πάντα κάνει το δρόμο σπίτι του. Πρόκειται για την απόλυτη αποδέσμευση, να χαθείς απ’ όλα και να ζεις χωρίς κανένα κέντρο, χωρίς μια τρύπα να συμμαζέψεις το βλέμμα και τις δυνάμεις σου. «Μόνο τις σκέψεις μου, εν τέλει, δεν λέω να αποχωριστώ», διαπιστώνει. Ο πόθος για διάλογο που τον κατέτρωγε, γίνεται πυρετικός μονόλογος. Τη μέρα βέβαια είναι εύκολο να αποδέχεται την παγωνιά. Τις νύχτες όμως, για να αντέξει, πρέπει να ονειρεύεται πως είναι αγρίμι. Και έτσι ζει.

Με γραφή παλλόμενη μεταξύ αισθημάτων και στοχασμού, η Δεληγιώργη συνθέτει μια εξαιρετική ψυχολογική αποτύπωση του γεγονότος της ανεστιότητας. Πώς γίνεται, για παράδειγμα, ανέστιος αυτός που ζητά ματαίως ένα πραγματικό φίλο επειδή δεν θέλει πια άλλους γνωστούς, άλλες γνωριμίες, άλλες τυχαίες παρέες. Συνήθως, ο εν δυνάμει ανέστιος έχει λόγους να κρύβει την ερημιά του. Κάποτε όμως έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Δεν έχει πια νόημα να κρύβεις πως είσαι μόνος, οριστικά και τελεσίδικα μόνος. Τελειώνει τότε η εποχή που μετρούσε «όχι ποιος είσαι αλλά πώς καταφέρνεις να κρύψεις αυτό που είσαι». Μια αβάσταχτη ανάγκη γεννιέται, η ανάγκη επιστροφής στην παιδικότητα, στην καθαρότητα των πραγμάτων και ζητά ξανά το πέταγμα. Βέβαια δεν είναι εφικτό πια να πετάς. Μα τούτο δεν είναι πρόσχημα και για να σέρνεσαι. Κι αφού «κανείς δεν τολμά πια να μιλήσει για κάποιον προορισμό», ο ήρωας της Δεληγιώργη δεν έχει άλλο δρόμο παρά να οδεύει. Χωρίς να βιάζεται, χωρίς να βραδυπορεί. Αναπαύεται στο παγκάκι, απολαμβάνει την εγγύτητα με τον Άλλο, παρατηρεί το μυαλό που χοροπηδάει από το ατομικό στο παγκόσμιο με εκπληκτική ευκολία.
Η προτίμηση στο παγκάκι ενός κήπου και όχι στο καφενείο: να μια αναζήτηση όχι κοινωνικότητας παλαιού τύπου αλλά ένας πόθος προσωπικής επαφής. Ως αναζήτηση του φίλου και όχι του γνωστού. Ο Ηλίας Κ. αναζητώντας το όλον αρνείται το μέρος. Το ξέρει πως ο πραγματικά άστεγος είναι ο ανέστιος. Αυτός που περιφέρεται χωρίς σταματημό και έχει χάσει κάθε σημείο αναφοράς, κάθε κέντρο βάρους. Είναι ύπουλη αρρώστια η ανεστιότητα, η πιο φονική επιδημία του αιώνα μας. Εκατομμύρια τα θύματά της αφού τέσσερις τοίχοι και μια σκεπή δεν συνιστούν βέβαια εστία. Χωρίς σεβασμό στην πιο ανθρώπινη ιδιότητα, την συναναστροφή, ο ατομικισμός, η πιο βάρβαρη θρησκεία, καταστρέφει εστίες, πατρίδες, κοινωνίες. Και το πιο απάνθρωπο: ζητά να εξαφανίσεις το παρελθόν από μέσα σου. Κι επειδή ξέρει πως η λήθη, η απομάκρυνση, η σιωπή, η αποξένωση είναι τεχνάσματα (δεν αρκούν για να ξεφύγεις από το παρελθόν) ζητά την απόλυτη καταστροφή της μνήμης. Επειδή όμως «δεν γίναμε ακόμη αυτό που ήταν να γίνουμε», η καταστροφή αυτή γεννά αφεύκτως το μηδέν. Γινόμαστε αντί για όντα, παρόντα. Πλάσματα του εδώ και τώρα, παρέστιοι, παρατρεχάμενοι και παρεπιδημούντες, όπως σημειώνει η Δεληγιώργη. Αυτή η βαθιά παραμόρφωση –μια επέμβαση που απέκοψε ζωτικές διαστάσεις της ύπαρξης όπως είναι το παρελθόν και κατά συνέπεια το μέλλον– οδηγεί φυσικά όλους «εύλογα να αναρωτιούνται πώς έγινε, διάολε, και το μέλλον αντί να είναι η φυσική προέκταση του παρόντος, όπως όλοι προθυμότατα πίστεψαν, ήταν εν τέλει αντικατοπτρισμός του χθες, η αντίπερα όχθη που το καθρέφτιζε».
Ζώντας σε ένα κακοχυμένο κόσμο που κακοφόρμισε, ο ανέστιος της Δεληγιώργη ζητά να βρει πότε άρχισε το κακό. Οι μύθοι για την πτώση ελάχιστα τον παρηγορούν. Η εξουθενωτική αναζήτηση της αιτίας, στην Ιστορία που φωτίζει την καλά κρυμμένη σαπίλα, αποκαλύπτει μια τεράστια πολιορκητική μηχανή ψευδολογίας. Ο φόβος να ξεσπάσει βίαια η αηδία γι’ αυτό τον κόσμο είναι έντονος. Ευτυχώς όμως υπάρχει η γραφή: «Τα ημερολόγια, ένας τρόπος να μη χυθεί τόσο αίμα», όπως σημειώνει και ο Ηλίας Κ. που δεν είναι μηδενιστής και δεν χαίρεται με τις κατακρημνίσεις, αφού πιστεύει ακόμη στη ζωή. Ελπίζει, παλεύει, δεν αδιαφορεί για τον μίτο της Αριάδνης. Ποθεί την έξοδο από το λαβύρινθο. Ποθεί ένα νόημα. Γιατί η έξοδος και η εξορία του δεν είναι εν τέλει παρά η αναζήτηση μιας εστίας. Ανέστιος από παιδί, υπέρμαχος της ζωής και όχι της επιβίωσης, γνωρίζει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαστροφή, δεν υπάρχει βαθύτερη αλλοτρίωση του ανθρώπινου προσώπου από την ανεστιότητα: χωρίς εστία, χωρίς πατρίδα, καμιά απελευθέρωση δεν είναι δυνατή.
Ποιος είναι τελικά ο Ηλίας Κ.; «Μια φλογερή καρδιά που κάηκε στη φλόγα της ανημπόριας του. Διόλου απίθανο το κακό να συνέβη από αφηρημάδα ή ευπιστία ή περιφρόνηση για τις λογιστικές πράξεις ή από καθαρή (έμφυτη) αδυναμία να κάνει σωστά το λογαριασμό». Καθώς αρνείται την ιερότητα της χρησιμότητας (που δεν είναι εν τέλει παρά μια υποκρισία) και τον στείρο ορθολογισμό (που δεν είναι παρά οκνηρία) και ψάχνει να βρει την άκρη για να λύσει το αίνιγμα της ζωής του, ο ήρωας της Δεληγιώργη ενώνει τον 21ο με τον 19ο αιώνα. Η ιστορία και η ζωή φανερώνουν τη συνέχεια τους, με ρωγμές και τρύπες βέβαια παντού αλλά συνέχεια. Πρόκειται για το νήμα που φέρνει ξανά στο φως την ελληνική τραγωδία. Γιατί ο «Ανέστιος» είναι συνυφασμένος με τις συνθήκες, τον κοσμολογικό ρυθμό και το εσωτερικό κλίμα της τραγωδίας. Ο κόσμος ξαναβρίσκει τη φλέβα της τραγικής κραυγής, της κραυγής για νόημα. «Ένας ατέλειωτος θάνατος» τούτη η κραυγή, κατά τη φράση του Μάρλοου που ξαναφέρνει το τραγικό ρίγος στον κόσμο, σε ένα κόσμο που είναι αυτή η ίδια κόλαση, όπως θα πει ο Μεφιστοφελής στον Φάουστους. Αλλά και αφορμή για μια σπάνια λογοτεχνία όπως αυτή που διακονεί με συνέπεια, χρόνια τώρα, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη.


Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι συγγραφέας


Δεν υπάρχουν σχόλια: