8/2/15

Η ελπίδα, σταθερός βηματισμός εξόδου από το τέλμα

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

James Balmforth, We Don’t Have Drawings We Think and We Build, 2009, συγκολλημένες χαλύβδινες δοκοί τύπου Ι με ζωγραφισμένα στο χέρι γράμματα, 98 x 195 x 10 εκ.

Με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η ελπίδα υπερίσχυσε του φόβου. Τον φόβο τον προκαλεί η απώλεια ή ο κίνδυνος της απώλειας που εξωθεί τις αντιδραστικές δυνάμεις στην «επιστροφή στη μήτρα» όπως αποκαλεί την οπισθοδρόμηση ο Χένρι Μίλλερ, στην Εποχή των δολοφόνων.
 Μένει να δούμε από πού πηγάζει η ελπίδα για να κρατήσουμε σταθερό τον βηματισμό μας, αντέχοντας την υπονόμευση, την διαστρέβλωση, την μεμψιμοιρία. Γιατί η ελπίδα δεν είναι η χίμαιρα ή η παρηγοριά των απελπισμένων, όπως πιστεύει κανείς, μέσα σε κλίμα γενικευμένου φόβου. Μια κούφια κουβέντα, δηλαδή, καλή για ρητορισμούς χωρίς συλλογισμό και επιχείρημα.
 ***
Στα επιλεγόμενα του βιβλίου μου Καιρός (2008) εστίασα σ’ αυτή την απαξιωμένη έννοια για να δείξω γιατί και με ποιους όρους, η ελπίδα είναι συστατικό του ψυχισμού και της σκέψης που διαμορφώνουμε, μέσα από την σχέση μας με τα πράγματα. Η πραγματικότητα δεν θα ήταν πραγματική χωρίς τη δυνατότητα που φέρει μέσα της να διορθωθεί, να ανανεωθεί ή να αλλάξει. Ρεαλιστής δεν είναι αυτός που βλέπει μια πραγματικότητα παγιωμένη και αναλλοίωτη, αλλά αυτός που συνυπολογίζει τη δυναμική των πραγμάτων, ξεμπλέκοντας με επιμονή τα νήματα που την εξυφαίνουν. Αυτή την απλή αλήθεια ότι η πραγματικότητα είναι ζωντανή στην κίνηση της, την ξεχνούν όσοι βλέπουν κατά πώς τους βολεύει.

Πολλοί διανοητές αντί να εστιάσουν στην ελπίδα, έριξαν το βάρος στην αγωνία του θανάτου που αντικρίζεις, ανοίγοντας το πιθάρι. Η Ιστορία, ωστόσο, δεν έπαψε να στέλνει σημάδια που δείχνουν ότι ο άνθρωπος αντί να θρηνολογεί για τις συμφορές του, αγωνίζεται να τις ξεπεράσει, επιστρατεύοντας δυνάμεις της ψυχής και του νου του για έργα που κάποια από αυτά εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να είναι αθάνατα.
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι παραδίνονται στο άγχος του θανάτου, όταν αντιπαρέρχονται αμαχητί τους πόθους που τους κρατούν ζωντανούς. Γιατί χωρίς την όρεξη, την επιθυμία, τον πόθο, η ζωή πέφτει σε αδράνεια, απονεκρώνοντας την κίνηση που την κάνει να είναι ζωή.
 Στην απονεκρωμένη κατάσταση που κατασπαταλά αποθέματα ζωής για να κρύψει ή να ξεχάσει τη νέκρα της, φωλιάζει ο φόβος . Ο φόβος γεννά αγωνία που κάνει την τόλμη να φαντάζει παραφροσύνη και την ελπίδα, χίμαιρα. Με τέτοια σύγχυση, ο θάνατος γίνεται το μυστικό της ζωής.
Ο μηδενισμός, που εδώ και δεκαετίες κατάπιε την φοβισμένη διανόηση, κατάφερε να αποκτήσει χαρούμενη νότα και να γίνει το σκηνικό όπου διαδραματίζονταν, επί χρόνια, όλα όσα μας έκαναν να ξεχάσουμε πως το μυστικό της ζωής δεν είναι ο θάνατος, αλλά η πάλη με όσα στέκουν εμπόδιο στην κίνησή της. Ο Ν. Κάλας, την εποχή αποθέωσης του δομισμού και της αποδόμησης , επέμενε να μας θυμίζει, τον βηματισμό της φροϋδικής Γκραντίβα που πάει μπροστά.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η διαλεκτική του δυνατού και αδύνατου χαντακώθηκε, κακήν κακώς, με εγκεφαλικές ακροβασίες που εξίσωσαν το δυνατό με την επιθυμία για κάτι εκ των πραγμάτων αδύνατο. Με τον τρόπο αυτό, η σκέψη αποκόπηκε από ονειρικά και εφιαλτικά βιώματα/παραστάσεις που ανατροφοδοτούν τα ριζικά συναισθήματα ηδονής και οδύνης, χωρίς τα οποία δεν θα είμασταν άνθρωποι.
Από την αδράνεια της διαλεκτικής δυνατού- αδύνατου, ό,τι απέμενε για γνώμονας ήταν η τάξη ενός απαρασάλευτου Νόμου. Αλλά ο νόμος είναι δημιούργημα του νου που η συναισθηματική αποστέγνωση υποβίβασε σε εργαλείο επιβίωσης ή επικράτησης. Έφτασε, έτσι, η ορμή του πόθου που συγκροτεί την ελεύθερη σκέψη να φαντάζει σαν χίμαιρα που την τρέφει η έλλειψη. Αποτέλεσμα ήταν η ελπίδα, το βαθύτερο συστατικό της οντολογικής μας δομής, απαξιωμένη, να κάνει φτερά. Αυτό που κυριάρχησε σα θέμα των προβληματισμών μας ήταν ο φόβος και η αγωνία για την ασφάλεια των παραπλανημένων και παροπλισμένων υπάρξεων που γίναμε.
Το μερίδιο της ευθύνης των διανοουμένων που προσαρμόστηκαν στην ελαφρότητα που κυριάρχησε με τον καταναλωτισμό, είναι τεράστιο. Γιατί, όταν ο φόβος, η αγωνία, η παραίτηση παίρνουν την θέση της πάλης με το εμπόδιο, οι διαιρετικές πρακτικές εκτοπίζουν τις ενοποιητικές πρακτικές, η επιβολή επισκιάζει την ορμή της ελευθερίας, η φαντασία στερεύει, η σκέψη χάνει την δύναμη της, η ελπίδα εξαφανίζεται.
Το ερώτημα «που πάμε;» εκφράζει αγωνία και φόβο που μας συγκρατεί σ’ αυτό που γίναμε∙ αναξιοπρεπείς, άπληστοι για κατανάλωση, αδιάφοροι για αποθησαυρισμό πολύτιμων αξιών χρήσης, από το νερό ώς την γνώση και την συγκίνηση. Αντίθετα το ερώτημα «τι μπορούμε να ελπίσουμε;» αναθερμαίνει το φρόνημά μας και το μέλημα να γίνουμε αυτό που μπορούμε να είμαστε.
Ενώ λοιπόν, με ξεθυμασμένη την επιθυμία και το συναίσθημα που την φορτίζει, οι περισσότεροι, έντρομοι, αναρωτιούνται πού πάμε, κάποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη να σκεφτούν τι μπορούμε να κάνουμε για να γίνει η ελπίδα πραγματικότητα κι ακόμη λιγότεροι κάνουν τον κόπο να μεθοδεύσουν όσα χρειάζεται να κάνουμε για να πάμε εκεί που θέλουμε να βρεθούμε.
 ***
Αντίθετα με το ρήμα «φοβάμαι» που εκφράζει παθητικότητα, το ρήμα «ελπίζω» εκφέρεται στην ενεργητική φωνή όπως όλα τα ρήματα που δηλώνουν ενέργεια (κατασκευάζω, παράγω, δημιουργώ, κρίνω, διδάσκω, κλ.) βασικό συστατικό της πραγματικότητας όπου εκτυλίσσεται, δυνάμει και ενεργεία, η ύπαρξη μας.
Μαζί με όσα είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε, όσα ελπίζουμε - γιατί παλεύουμε γι’ αυτά- αποτελούν μέρος του δύνασθαι να συμβούν, αρκεί να ενεργούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Όσα προσδοκώ από τις δράσεις μου, πηγάζουν από την επιθυμία για ευτυχία ή για λιγότερη δυστυχία και κατευθύνουν την κίνηση μου πέρα από το εδώ και τώρα όπου με περιχαρακώνει ο φόβος για το χειρότερο. Αλλά το χειρότερο καιροφυλακτεί, όταν δεν κάνουμε τίποτα για να συμβεί το καλύτερο.
Η ελπίδα, καθώς τρέφεται από την ορμή της φαντασιακής επιθυμίας, είναι το έναυσμα νέων μορφοποιήσεων και αντικειμενοποιήσεων απ’ την τέχνη ως την πολιτική. Αλλιώς ο αρχαίος μύθος δεν θα την έβαζε στον πάτο του πιθαριού, στα κατάβαθα, δηλ. του κόσμου και της ψυχής μας.
 ***
Αλλά το ρήμα «ελπίζω» έχει μιαν ιδιαιτερότητα που προκαλεί μοιραίες παρεξηγήσεις∙ εκφέρεται στην ενεργητική φωνή για να δηλώσει αναμονή. Όχι, όμως την αναμονή με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά την αναμονή στην οποία θέτω αυτοβούλως τον εαυτό μου, όταν έχω σκεφθεί όσα χρειάζεται να κάνω και τα κάνω, το ένα μετά το άλλο, πειθαρχικά και μεθοδευμένα, ώστε να πραγματωθούν όσα έκρινα ότι προέχουν, γιατί συγκροτούν τη ζωή ως πεδίο δυνατοτήτων κι όχι μόνον περιορισμών. Δεν είναι επομένως, η παθητική αναμονή του τραίνου στο σταθμό, αλλά η διαδρομή που διανύουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Μετρά, δηλαδή, τον χρόνο που παίρνει για να προκύψει το αποτέλεσμα των πράξεων μου. Στην πραγματικότητα, ανοίγει τον νέο κύκλο για το γέμισμα της κλεψύδρας που άδειασε.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι φρούδες ελπίδες που στηρίζονται σε λειψούς ή λανθασμένους προσδιορισμούς που οδηγούν αναπόφευκτα σε εσφαλμένες κρίσεις για το πρακτέον. Οι ελπίδες που τρέφει η επιθυμία μας για διόρθωση, ανανέωση, αλλαγή των πραγμάτων, είναι βάσιμες και όχι απατηλές, μόνον όταν στηρίζονται σε σωστούς προσδιορισμούς που βοηθούν την κρίση να ζυγίσει ορθά τα πράγματα και την πιθανή έκβαση τους. Ο όρος παιγνίδι που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε για τα πολιτικά εγχειρήματα δεν είναι ο πιο κατάλληλος να αποδώσει μια τόσο σοβαρή υπόθεση όπως είναι η κινητοποίηση θεωρίας και πράξης που βάζει το καλό όλων, πάνω από μικρά ή μεγάλα συμφέροντα.
Φυσικά, όπου ισχυρά συμφέροντα εναντιώνονται στο κοινό καλό, οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται και οι λύσεις δεν προδικάζονται. Προδεδικασμένη και γι’ αυτό στείρα και άγονη είναι η έμμονη επανάληψη κι αυτήν αντιστρατεύεται ο αγώνας εξόδου από το τέλμα της.
Η άποψη ότι αυτός ο αγώνας περιττεύει, αφού η Ελλαδα, το 2020, θα εξοφλά το χρέος, αλλά και θα ζει, προκαλεί κατάπληξη. Για όποιον ξανασκέφτεται όσα σκέφτηκε, είναι επιχείρημα χωρίς προκείμενες. Χωρίς την έξοδο από το τέλμα, η Ελλάδα θα θυμίζει έρημη χώρα όπου θα ψάχνουμε για νερό σε άνυδρες, πλέον, πηγές . Ο νέος πρωθυπουργός επένδυσε στην έξοδο από το τέλμα για την χώρα μας και ολόκληρη την Ευρώπη, και σωστά έπραξε ∙ η ζωή είναι πάλη με τα εμπόδια.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, συγγραφέας

1 σχόλιο:

Μαρία Κουγιουμτζή είπε...


Εξαιρετικό, λογικό και με αίσθημα δράσης και αντίδρασης.