8/2/15

Αρχείο και σώμα Νίκου Καρούζου

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Andreas Sell, Travel Group # 29, 2014, ξύλο, σχοινί. σύρμα, καθρέφτης, 50 x 67 x 59 εκ.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 432

Μια εκδοτικά και φιλολογικά έντιμη έκδοση ποιημάτων του Νίκου Καρούζου, την οποία οφείλουμε στο «Ίκαρο», στη φιλολογική επιμέλεια της Μαρίας Αρμυρά και την κριτική εποπτεία του Ευγένιου Αρανίτση. Πρόκειται για ποιήματα που ο ίδιος ο ποιητής δεν επέλεξε να περιληφθούν στο κυρίως σώμα του έργου του. Έστω και αν πρόκειται για ολόκληρες (εκδομένες) συλλογές της πρώτης του περιόδου και για ποιήματα δημοσιευμένα απ’ τον ίδιο σε λογοτεχνικά περιοδικά, μαζί με ποιήματα που ευρέθησαν στο αρχείο του, και κυρίως στα χέρια άλλων, συνήθως φίλων του ποιητή. Έτσι, έχουμε μια έκδοση που ήδη από την πρώτη σελίδα της προσδιορίζει με αυτούς του όρους τον χαρακτήρα της, παίρνοντας εξ ολοκλήρου την ευθύνη, γι’ αυτό και είναι φιλολογικά έντιμη. Γιατί δεν είναι καθόλου απλό και αυτονόητο να προστίθενται  επιπλέον ποιήματα δίπλα σε αυτά που ο ίδιος ο ποιητής θέλησε τελικά να περιλάβει ως έργο κάτω απ’ το όνομά του. Στις μεταθανάτιες εκδόσεις, την ευθύνη την έχουν, και πρέπει να την αναλαμβάνουν ολόκληρη, οι επιμελητές τους.
Έτσι, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρακτική ευθέως αντίθετη με ό,τι συνέβη σε άλλες περιπτώσεις, επίσης κορυφαίων συγγραφέων μας, όπως π.χ. με τα κατάλοιπα του Κ. Π. Καβάφη και του Ανδρέα Εμπειρίκου, τα οποία εντάχθηκαν βιαίως στο σώμα του έργου τους από τους μεταθανάτιους επιμελητές τους. Με αποτέλεσμα, το σώμα του έργου τού Εμπειρίκου να αποτελείται πια κατά συντριπτική πλειοψηφία απ’ όσα δεν εξέδωσε ο ίδιος, ενώ επί των αντίστοιχων ποιημάτων τού Καβάφη ηγέρθησαν θλιβερές και αδιανόητες αξιώσεις πνευματικών δικαιωμάτων, ήτοι φιλολογικής εξουσίας, από τους αρχειοφύλακες.

Εδώ συναντάμε μείζονα θεωρητικά ζητήματα, τα οποία η ανά χείρας έκδοση τα διαχειρίζεται επαρκώς, χωρίς μάλιστα να διατυμπανίζει τη θεωρητική της σημασία. Σέβεται την εκδοτική επιλογή του Καρούζου, αλλά χωρίς να ενδίδει σε κάποια, επίσης αδιανόητη, εξουσία του συγγραφέα πάνω στο έργο του (που είναι και μάταιη ως φιλοδοξία). Γιατί η επιλογή του κάθε συγγραφέα δεν συνιστά την «αυθεντική» επιλογή του «καλύτερου» τμήματος του έργου του, του άξιου να παραδοθεί στην αιωνιότητα διά χειρός αυτού του ιδίου. Αυτός ο ιδεότυπος συγγραφέα, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ, μας έχει ήδη αφήσει χρόνους. Η επιλογή απ’ τον ίδιο τον συγγραφέα, του έργου που μας παραδίδει κάτω απ’ το όνομά του, αφορά τη φιλοτέχνηση μιας συγγραφικής περσόνας, που φέρει το όνομά του και αναφέρεται σε συγκεκριμένο σώμα έργου, το οποίο επίσης παραδίδεται σε συγκεκριμένη μορφή.
Έτσι, ο Διονύσιος Σολωμός επέλεξε να μας παραδώσει τα γραπτά του στη μορφή τού χαώδους, αποσπασματικού αρχείου -το οποίο για να συνταχθεί σε «έργο» απαιτεί τη μεσολάβηση του αναγνώστη- περιγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την περσόνα ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Ο Καβάφης σκηνοθέτησε την ποιητική περσόνα Κ. Π. Καβάφης, με βαρύνουσα επ’ αυτής τη σημασία της επιλογής του να μη μετέλθει της συνήθους πρακτικής της έκδοσης ποιητικών συλλογών (πόσω μάλλον τόμων, του τύπου των «Αποκηρυγμένων»….). Ο δε Εμπειρίκος, μας κατέλειπε τον Μεγάλο ανατολικό, δηλαδή μια ολόκληρη μυθολογία περί αυτού του βιβλίου, η οποία μυθολογία μετείχε στην περσόνα που φιλοτέχνησε (όχι ο Μεγάλος ανατολικός…). Μήπως λοιπόν υπάρχει κάποιος κανόνας σεβασμού της «θέλησης» του συγγραφέα, τον οποίο κανόνα οφείλουν να ακολουθούν οι μεταθανάτιοι επιμελητές/εκδότες του έργου του, ώστε να μην αλλοιώνουν τη συγγραφική περσόνα που ο αποθανών δημιούργησε;
Ο πιο συνηθισμένος αντίλογος βασίζεται στο παράδειγμα του Φραντς Κάφκα, ο οποίος παρέδωσε το ανέκδοτο, κύριο σώμα του έργο του, στον φίλο του Μαξ Μπροντ, με τη ρητή εντολή να το καταστρέψει. Όμως ο Μπροντ, ευλόγως, το εξέδωσε. Αλλά σήμερα, που η θεωρία της λογοτεχνίας έχει επιτέλους την επάρκεια να ερμηνεύει τις λογοτεχνικές πρακτικές τουλάχιστον των μοντερνιστών συγγραφέων, νομίζω πως δεν χρειάζεται να επισημάνω πως έχουμε να κάνουμε απλώς με τη σκηνοθέτηση της συγγραφικής περσόνας Φραντς Κάφκα, η οποία σκηνοθέτηση βεβαίως περιελάμβανε ως πιθανότητα και το «ατύχημα».
Δεν φαντάζομαι να εννοήσει κανείς ότι με τα προηγούμενα αρνούμαι ή υποβαθμίζω το κείμενο και τη σημασία του, προς χάριν της υπεραξίωσης της λογοτεχνικής περσόνας. Το αντίθετο: κάθε κείμενο διαθέτει μεγαλύτερη ή μικρότερη λογοτεχνική αξία, όμως σε αυτή έχει βαρύνουσα σημασία η ποιητική που συνθέτει ο κάθε συγγραφέας: η λογοτεχνική περσόνα είναι που εκφράζει και συνοψίζει την ποιητική του, περιλαμβάνοντας ως σημαίνον στοιχείο της και τη στάση του συγγραφέα απέναντι στην τέχνη του. Έτσι καταργούνται οι παγιωμένοι, αφόρητοι πια διαχωρισμοί, μεταξύ μορφής και περιεχομένου, κειμένου και ιστορίας, συγγραφέα ως καλλιτέχνη και συγγραφέα ως ανθρώπου∙ έτσι φωτίζεται εναργέστερα η αισθητική του κειμένου, ως μορφή, δηλαδή ως εκείνο το στοιχείο της τέχνης που έχει ευρύτερη σημασία, πέραν και του πεδίου της λογοτεχνίας. Μέσω της μορφής φωτίζεται και η διαφορά μεταξύ της λογοτεχνικής περσόνας του συγγραφέα και της θλιβερής κοινωνικής πόζας «συγγραφέας», η οποία περιφέρεται στη δημοσιότητα, σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, σε θεσμικούς προθαλάμους, υποδυόμενη έναν μικρό θεό, ευφρόσυνο ή αδικημένο, ανάλογα με την περίπτωση, την εποχή και την κοινωνική συνθήκη.
Ας επανέλθουμε όμως στην προηγούμενη συζήτηση. Το αισθητικό πρόταγμα των συγγραφέων που ανέφερα έχει άμεση, «οργανική» όπως επιμένουν κάποιοι, σχέση με τις εκδοτικές επιλογές τους: ο ρομαντισμός του Σολωμού με την αποσπασματική «κατάσταση» του έργου του, ο αισθητισμός του Καβάφη με την υπονόμευση της κοινωνικής συνθήκης (και αξίωσης) «ποιητικό βιβλίο», το σουρεαλιστικό υποσυνείδητο του Εμπειρίκου με την ατελεύτητη μυθολόγηση της γραφής, ο άγριος εξπρεσιονισμός του Κάφκα με εκείνη τη γραφή που ασφυκτιά μέσα στον εαυτό της. Όσον αφορά τον Καρούζο, το αισθητικό του πρόταγμα ορίζεται από τη δραματική αμηχανία του μέσα στο μοντερνιστικό σύμπαν και στις αντίστοιχες εκδοτικές πρακτικές των ποιητών του ακμαίου μοντερνισμού, που μνημείωναν προκαταβολικά το έργο, με παρεπόμενη την αξίωσή τους αυτό να αποτελέσει τον αρραγή κανόνα, μέσω το οποίου θα διαβαστεί όχι μόνο η μοντερνιστική εποχή τους αλλά και το όλον παρελθόν, αξίωση που κατάφερε να εμπεδωθεί ως εξουσία και στο μέλλον, ήτοι στο δικό μας παρόν.
Έτσι, ο Καρούζος, ζώντας την «ανεπιτυχή», αλλά και όντως ανεπιτυχή, προσπάθεια υπέρβασης του πραγματωμένου μοντερνισμού (του Ελύτη), δεν διστάζει να πετά στην ανυποληψία ολόκληρες εκδομένες συλλογές του, καθώς και να χαρίζει απλόχερα εκατοντάδες ποιήματά του, χωρίς να έχει καμία εξασφάλιση ότι κάποτε θα δουν το φως της δημοσιότητας. Όπως σημειώνεται από την Μαρία Αρμυρά, είναι βέβαιο ότι και άλλα ποιήματα του Καρούζου λανθάνουν, στα χέρια τρίτων, είναι δε πολύ πιθανόν κάποια από αυτά να έχουν ήδη χαθεί.
Ακριβώς από αυτή την αποτυχία προέκυψε ένα έργο «ανολοκλήρωτο», ένα περιβόλι σπαραγμάτων, που ορίζεται όχι από τα «εγκεκριμένα» απ’ τον Καρούζο ποιήματά του, αλλά ορίζεται σε σχέση με τις αντοχές της γλώσσας, τις αντοχές της στην εποχή του, ορίζεται σε σχέση με τις δικές του αντοχές μέσα της. Έτσι, εν πλήρει συνειδήσει, η ποίηση του Καρούζου, οριζόμενη μέσα στη γλώσσα, με αυτήν παλεύοντας, προχώρησε «ανεπιτυχώς», πέραν του Ελύτη, πέραν της μνημειακά ορισμένης μοντερνιστικής κανονικότητας, δραματοποιώντας την αμηχανία της.
Αυτό είναι το ποιητικό προφίλ του Καρούζου, η ποιητική του περσόνα, με το «εγκεκριμένο» σώμα του έργου του να μη συνιστά ένα «όλον», και μάλιστα να περιέχει και πάρα πολλά «αδύνατα» ποιήματα, σχετικοποιώντας έτσι τα όρια ανάμεσα σε αυτά που περιελήφθησαν στο επίσημο σώμα και σε όσα τώρα αποθησαυρίζονται, αλλά και σε εκείνα που ελλείπουν και ίσως να έχουν χαθεί. Γιατί το περίγραμμα της ποίησης του Καρούζου δεν ορίζεται από μια περιοχή ή από το «όλον» του έργου του, αλλά εννοηματώνεται ως διαδικασία μέσα στη γλώσσα και αποτυπώνεται στην ποιητική του περσόνα.
Έτσι, αν αναζητήσουμε έναν γενικό κανόνα για τις μεταθανάτιες εκδόσεις, θα είχα να προτείνω πως θα πρέπει να χρεώνονται στο όνομα του επιμελητή που αποφασίζει να εκδώσει τα διαλείποντα, πάνω από τον τίτλο «Αρχείο…». Όμως, στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν συνέβη, το βιβλίο δεν χρεώνεται βιβλιογραφικά στην επιμελήτρια ούτε επιγράφεται «Αρχείο Νίκου Καρούζου». Αλλά ήδη στην πρώτη σελίδα του βιβλίου αυτό ακριβώς δηλώνεται, και η επιμελήτρια αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την έκδοση, απεκδυόμενη κάθε πρόθεση «διεύρυνσης» του ποιητικού προφίλ του Καρούζου. Δεν καταφεύγει στη γνωστή κουτοπόνηρη πρακτική, απ’ την οποία έχουμε μπουχτίσει πια, όπου ο επιμελητής/τρια, με γλυκανάλατες υπονοήσεις, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, ώστε να τον καταστήσει συνένοχο στο ατόπημα να κοιτάξουν μαζί τα «απόκρυφα» και τα «παραλειπόμενα» του έργου τού συγγραφέα και να τροποποιήσουν αυτάρεσκα την φιλοτεχνημένη περσόνα του: μια λαθραία αξίωση των επιμελητών να παραστήσουν τους λογοτέχνες…
Όσον αφορά λοιπόν συγκεκριμένα τον Καρούζο, καλώς το βιβλίο δεν χρεώνεται βιβλιογραφικά στην επιμελήτρια, ούτε φέρει τον τίτλο «Αρχείο Νίκου Καρούζου», γιατί έτσι θα απέδιδε κανονιστικό χαρακτήρα στο άλλο, στο «επίσημο» σώμα του έργου του. Το οποίο, ως τέτοιου είδους «έργο», δεν αντέχει να υποστηρίξει τη θέση που δικαίως έχει ο Καρούζος στη νεώτερη και σύγχρονη ποίησή μας. Μάλιστα, ο επιλεγείς από τον Ευγένιο Αρανίτση τίτλος, Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, μέσα και από την μεγαλειώδη αντιστροφή του, αποτυπώνει έξοχα τον χαρακτήρα του έργου τού Καρούζου, ως διαδικασία μέσα στη γλώσσα.

Οιδίπους τυραννούμενος

Εζούσα τις πιο βαθειές μου λεπτομέρειες
         καθώς αργά ο έρημος διανύω
                      την κόλαση
περιμένοντας τους καρπούς από τα ψέματα πάλι
την όσφρηση του βίαιου μυαλού μου κι ο θάνατος
        αχολογούσε άρωμα μητέρας
               βόσκοντας έρωτα στην αναισθησία
    των άστρων ανεπαίσχυντα.
Λοιπόν η άβυσσος ο καταπιώνας που δεν κοπάζει
Δικό μου είν’ αυτό το βιβλίο η δάκνουσα λαλιά
        κι η ανάγνωση.

Δεν έχω κανένα δικαίωμα στην ευτυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: