26/4/15

Κινήματα και αριστερά

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΕΡΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗΣ, Τα κοινά της ελευθερίας, εκδόσεις Εξάρχεια, σελ. 288

Πρόκειται για ένα βιβλίο πολιτικής θεωρίας το οποίο πραγματεύεται τη σχέση των κοινωνικών κινημάτων με την πολιτική, την ηγεμονία και το κράτος από την σκοπιά των κοινών· χρησιμοποιεί την έννοια των κοινών για να σκιαγραφήσει τις λειτουργίες των δημοκρατικών θεσμών και για να περιγράψει τη δημοκρατική πολιτεία. Αντιλαμβάνεται τόσο τα στενά όρια ενός ουτοπικού μικρο-εναλλακτισμού στις ρωγμές του συστήματος, όσο και τις σοβαρές δυσκολίες της μετωπικής σύγκρουσης μ’ ένα κράτος το οποίο διεισδύει στη ρύθμιση κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής. Με την «διαζευκτική σύζευξη» κινημάτων και κυβερνώσας αριστεράς και την «κοινοποίηση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης» προσπαθεί να φανταστεί ένα κεντρικό πολιτικό ρόλο για τα κοινωνικά κινήματα στην προοπτική του στρατηγικού οράματος για μια «κοινή δημοκρατία».
Να υπενθυμίσουμε ότι τα κοινά θα τεθούν στο κέντρο μιας ενοποιημένης θεωρίας για τη σύγχρονη κοινωνία με τους Χάρντ και Νέγκρι. Η εισαγωγή από τον Κιουπκιολή της έννοιας των κοινών στην πολιτική θεωρία βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στις θέσεις των Χάρντ και Νέγκρι για τη βιοπολιτική παραγωγή : η βιοπολιτική παραγωγή είναι η ενοποίηση της υλικής και της άυλης παραγωγής, χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Το πρότυπο είναι η ομότιμη παραγωγή δια του διαδικτύου, ένα πρότυπο με το οποίο διαμορφώνεται όλο και περισσότερο όχι μόνο η άυλη παραγωγή αλλά επίσης η όλη οικονομική και κοινωνική ζωή. Με τη βιοπολιτική παραγωγή τα μέσα παραγωγής «κοινοποιούνται»· το προϊόν της παραγωγής το οποίο δεν είναι τίποτα λιγότερο από το σύνολο της υλικής και πνευματικής ζωής είναι «εν τοις πράγμασι» ή τείνει να γίνει κοινό. Η διάκριση ανάμεσα στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική δεν έχει πλέον κανένα νόημα.

Στο πλαίσιο αυτό η ιδέα της αναρχίας –και της κοινής δημοκρατίας- είναι μια ιδέα χειροπιαστή και πειστική όταν μπορούμε να αντιπαραθέτουμε την κοινωνία στο κράτος, όταν η καταστροφή του κράτους δεν σημαίνει την κοινωνική διάλυση ή τον πόλεμο όλων εναντίων όλων. Όμως το σύγχρονο βιοπολιτικό κράτος παίρνει υπό την ευθύνη του ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή· αναλαμβάνει την παιδεία, την υγεία, τη φροντίδα των ηλικιωμένων, χορηγεί συντάξεις, περιστέλλει την εγκληματικότητα και προσφέρει ασφάλεια, με την εφαρμογή του δικαίου ρυθμίζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις, μεριμνά για τις συγκοινωνίες κ.τ.λ. Η ίδια η αγορά είναι ένας δημόσιος θεσμός. Με άλλα λόγια το βιοπολιτικό κράτος επιτελεί το μεγαλύτερο μέρος από τις λειτουργίες που διεκπεραίωνε κάποτε η κοινωνία και δεν έχει μαζί της μια εξωτερική σχέση όπως π.χ. το προνεωτερικό κράτος. Μάλιστα το κράτος σήμερα επιβάλλεται δια της απόσυρσής του, δια της εξαίρεσης από την θεσμική κανονικότητα ολόκληρων κοινωνικών περιοχών, δια της σχεδιασμένης και μεθοδικής επιβολής της ανομίας από τα πάνω. Οι ζώνες αποκλεισμού συμπεριλαμβάνονται στην ευρύτερη κρατική τάξη. Τι θα μπορούσε να είναι η καταστροφή ενός τέτοιου κράτους ; Ποιά θα μπορούσαν να είναι τα πεπρωμένα πρόσκαιρα κατακτημένων αυτονομιών στις ρωγμές και τα διάκενα;
Μια έντιμη στάση απέναντι στο μοντέλο Κιουπκιολή θα ήταν να το αντιμετωπίσουμε όχι σαν πραγματικό σχέδιο άμεσης εφαρμογής αλλά σαν μύθο, σαν «μια συγκεκριμένη δημιουργία της φαντασίας» που επενεργεί πάνω στους ανθρώπους για να τους παρακινήσει στη δράση. Το μεγάλο πρόβλημα εδώ είναι ότι η κοινωνία για την οποία μιλάει αυτός ο μύθος δεν ξεχωρίζει με σαφήνεια από τη σύγχρονη κοινωνία των ιδιωτών (η οποία διαχωρίζεται από την πολιτική κοινωνία), ούτε ο άνθρωπος που εξυπονοεί με «το άτομο που προάγει ειρηνικά τη δική του αντίληψη για τον αγαθό βίο, αποκομίζοντας με εργαλειακό ορθολογικό τρόπο ικανοποιητικά μερίδια ευζωίας». Το φαντασιακό σύμπαν στο οποίο ανοίγεται –όπως και εκείνο της μαρξιστικής ουτοπίας- συγχέεται με το φαντασιακό μιας «καταναλωτικής κοινωνίας» ή απλώς «κοινωνίας» με την έννοια που έχουν οι όροι στην Άρεντ. Σύμφωνα με την Άρεντ «κοινωνία» είναι η σφαίρα στην οποία καταδύονται και εκλείπουν τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική σφαίρα. «Καταναλωτική κοινωνία» είναι η κοινωνία του μόχθου, προπάντων όταν όλη σχεδόν η ανθρώπινη «δύναμη του μοχθείν» ξοδεύεται στην κατανάλωση, οπότε όσο περισσότερος ελεύθερος χρόνος μένει στους «εργαζόμενους» τόσο πιο άπληστες και ακόρεστες γίνονται οι ορέξεις τους· μάλιστα με την υποτιθέμενη εκλέπτυνση των ορέξεων του καταναλωτή σε μια ιδεατή κοινωνία ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος «να μην απομείνει τίποτα στον κόσμο προφυλαγμένο από την κατανάλωση και τον αφανισμό μέσα από την κατανάλωση». Ας συζητήσουμε στο φως αυτών των σκέψεων της Άρεντ «τη μετατροπή της διακυβέρνησης σε κοινό πόρο ή κοινό αγαθό» που προτείνει ο Κιουπκιολής.
Ο Κιουπκιολής με το εμπνεόμενο από τον κυβερνοχώρο (και τις πλατείες;) μοντέλο της ελεύθερης πλατφόρμας και το αίτημα της μετατροπής της διακυβέρνησης σε κοινό πόρο ή κοινό αγαθό: α. Παίρνει ως δεδομένο τον απελευθερωτικό χαρακτήρα μιας ορισμένης τεχνολογίας και των κοινωνικών σχέσεων που αυτή συνεπάγεται· τη θέτει στο κέντρο του παραδείγματός του αντί να την κάνει αντικείμενο κριτικής (ο χρήστης μπροστά στον υπολογιστή του ως ο κατεξοχήν ιδιώτης, η γλώσσα των υπολογιστών ως ιδεολογία, ο χώρος και ο χρόνος στον φυσικό/ιστορικό κόσμο και στο διαδίκτυο, η μηχανική μεσολάβηση των ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων κ.ά.). β. Μετατρέπει το δημόσιο Αγαθό σε πόρο, σε μέρος της αφθονίας των αγαθών, απέναντι στο οποίο ο άνθρωπος αντιδρά μάλλον σαν καταναλωτής παρά σαν πολίτης. Όμως ο πολίτης μετέχει στην πόλη του· γι’ αυτόν η πόλη (όπως η θρησκεία για τον πιστό, η ομάδα για τον φίλαθλο, το έθνος για τον πατριώτη, ο καταυλισμός για τον άγριο) δεν επιμερίζεται σε ένα πόρο, εφόδιο ή αγαθό για ψυχοθεραπευτική χρήση, απόλαυση ή ωφέλεια. Ο Ιβάν Ίλιτς συνέδεσε την αρπαγή των κοινών με την μετατροπή τους σε πόρους για την ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών. Για τον Ίλιτς οι πόροι είναι η πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων και του φυσικού περιβάλλοντος· με τη μετατροπή των κοινών σε πόρους οι άνθρωποι γίνονται homo economicus, αποξενώνονται από τον κόσμο και η κοινότητα χάνει την αυτονομία της.
Ο Κιουπκιολής μιλώντας για την «κοινή δημοκρατία» κάνει λόγο για τη μετατροπή σε κοινό αγαθό, αλλού της κυβέρνησης, αλλού της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και αλλού της «διακυβέρνησης», χωρίς να επιμένει στην διευκρίνιση ανάμεσα σε κυβέρνηση/δημοκρατική αντιπροσώπευση/διακυβέρνηση. Ο Κιουπκιολής ορίζει τη διακυβέρνηση υιοθετώντας μια φράση του Ζίζεκ ως «ένταση/διάλογος ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τα αυτο-οργανωμένα κινήματα του πλήθους». Για την έννοια της διακυβέρνησης η Σαντάλ Μουφ παραθέτει την Ουρμπινάτι «Η διακυβέρνηση εμπεριέχει μια ρητή αναφορά στους «μηχανισμούς» ή τις «οργανωμένες» και «συντονισμένες δραστηριότητες» που απαιτούνται για την επίλυση ορισμένων ειδικών προβλημάτων. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, η διακυβέρνηση αναφέρεται σε «πολιτικές» και όχι στην «πολιτική» γιατί δεν αποτελεί μια δεσμευτική δομή λήψης αποφάσεων. Αποδέκτες της δεν είναι «ο λαός» ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, αλλά «ο πληθυσμός» που μπορεί να επηρεάζεται από παγκόσμια ζητήματα όπως το περιβάλλον, η μετανάστευση ή η χρήση φυσικών πόρων».
Δεν χρειάζεται καμιά μετατροπή της διακυβέρνησης σε πόρους· είναι ήδη πόροι. Οι υπηρεσίες διακυβέρνησης προσφέρονται σήμερα στο πλαίσιο της ανερχόμενης αγοράς πολιτικών υπηρεσιών. Η διακυβέρνηση δεν έχει καμιά δυσκολία να λειτουργήσει σύμφωνα με το μοντέλο της ελεύθερης πλατφόρμας. Για την ακρίβεια μόνο με αυτό το μοντέλο μπορεί να λειτουργήσει. Ο Κιουπκιολής υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης ή της κυβέρνησης θα γίνει δια της μετατροπής της διακυβέρνηση σε κοινό αγαθό. Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, οι δύο λύσεις που καταγράψαμε στο κείμενο του Κιουπκιολή («κοινοποίηση» της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, διαζευκτική σύζευξη κινημάτων/αριστερών κυβερνήσεων) είναι στην πραγματικότητα μία. Δεν πρόκειται παρά για τη λύση που προτείνουν οι Χαρντ και Νέγκρι εμπνεόμενοι από το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής: η διαζευκτική σύζευξη κινημάτων/αριστερών κυβερνήσεων επιτρέπει μια διαδικασία κατά την οποία υπό την πίεση των κινημάτων η κυρίαρχη εξουσία διαλύεται σε ένα «ανοιχτό εργαστήριο συναινετικών παρεμβάσεων και πλουραλιστικών δημιουργιών νομοθετικών κανόνων».

Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσουμε δύο λόγους για τους οποίους πρέπει να διαβαστεί το βιβλίο του Κιουπκιολή: α. Το βιβλίο αποτελεί ένα εξαιρετικό εγχειριδιακό βοήθημα. Ο Κιουπκιολής παρεμβαίνει στον διάλογο ανάμεσα στους Λακλάου, Χαρντ και Νέγκρι, Ζίζεκ κ.ά. σε ένα διάλογο ο οποίος αποτυπώνει ευρείες συμφωνίες, στην οντολογία, την μέθοδο, την πολιτική, κ.τ.λ. Για παράδειγμα η άποψη για τη διαζευκτική σύζευξη κινημάτων/αριστερών κυβερνήσεων, με τις μεγαλύτερες ή μικρότερες παραλλαγές της, αποτελεί κοινό τόπο ανάμεσα στον Ζίζεκ, τους Χαρντ και Νέγκρι κ.ά. Πρόκειται όχι οπωσδήποτε για σπουδαίους φιλοσόφους αλλά για μερικούς από τους σημαντικότερους ιδεολόγους της εποχής μας. Αποτελούν την αναγνωρισμένη, την επίσημη αντιπολίτευση, μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. β. Ο Κιουπκιολής δεν μένει στη μέση του δρόμου όπως ο Χόλογουέι και διάφοροι μετα-αναρχικοί ή αυτόνομοι μαρξιστές. Υποστηρίζει σωστά την ανάπτυξη εναλλακτικών υποδομών για να αντικαταστήσουν τις κρατικές και τονίζει ταυτόχρονα τα αδιέξοδα του μικρο-εναλλακτισμού στις ρωγμές του συστήματος. Έχει δίκιο στο ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το κράτος και την πολιτική. Όμως η διαζευκτική σύζευξη κινημάτων/κυβερνώσας αριστεράς που προτείνει είναι αυτό που έτσι ή αλλιώς θα συμβεί αν τα κινήματα «στρέψουν τα νώτα τους» στην πολιτική. Εκ των πραγμάτων προκύπτει «αυθόρμητα» μια συμπληρωματική σχέση κινημάτων και αριστερών κυβερνήσεων, εάν τα κινήματα δεν μπορέσουν να αναδείξουν και να προετοιμάσουν πολιτικοκοινωνικά ένα σχέδιο συνολικής αλλαγής, που θα απευθύνεται σε μια πλειοψηφική λαϊκή συμμαχία. 

Goldgrenze, 2009, λάδι σε καμβά, 61 x 38 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: