3/5/15

Aναμνήσεις ενός τεχνικού ακατέργαστων δερμάτων

56η Μπιενάλε της Βενετίας



Tα «Αγριμικά. Why Look at Animals?» της Μαρίας Παπαδημητρίου είναι το έργο που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη φετινή 56η Μπιενάλε της Βενετίας, η οποία εγκαινιάζεται στις 9 Μαΐου με τον γενικό τίτλο «Όλα τα μέλλοντα του κόσμου». Το ελληνικό περίπτερο είναι σε επιμέλεια της Gabi Scardi με τον Αλέξιο Παπαζαχαρία, ενώ σύμβουλος είναι ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Γιώργος Τζιρτζιλάκης. Τα «Αγριμικά» μεταφέρουν αυτούσιο στο χώρο του εθνικού περιπτέρου ένα κατάστημα κατεργασίας και εμπορίας δερμάτων από το Βόλο. Στο κέντρο του, ο Δημήτρης Ζιώγος, ο ογδοντάχρονος ιδιοκτήτης του ο οποίος, εσωτερικός μετανάστης από τη Σιάτιστα μετά τον πόλεμο και παραγιός αρχικά στο ίδιο εμπορικό που αργότερα, αγόρασε, έζησε όλη τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και τη σταδιακή αστικοποίηση, μέχρι το σημείο καμπής του τέλους της δεκαετίας του ’80 και τη σταδιακή έκτοτε φθορά. Στους τοίχους του καταστήματος συναντά κανείς αργασμένα τομάρια, προσωπικά ενθυμήματα, αποκόμματα από εφημερίδες, εργαλεία της δουλειάς, χαμένα αντικείμενα της καθημερινότητας, η προσωπική «αίθουσα θαυμασίων» ενός ακάματου και πικραμένου ανθρώπου. Espace trouvé και αναδιπλασιασμός του αρχικού χώρου, τα «Αγριμικά» της Μαρίας Παπαδημητρίου είναι, όπως αναφέρει η επιμελήτρια της έκθεσης Gabi Scardi, «ένας εμπειρικός χώρος αντιφάσεων». Η αφήγησή του Δημήτρη Ζιώγου, ένας εκτενής μονόλογος συντεθειμένος από συνεντεύξεις και εξιστορήσεις του, βρίσκεται στο κέντρο του καταλόγου της έκθεσης. Από αυτήν δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα. Επιμέλεια-σύνθεση: Θεόφιλος Τραμπούλης


Τα αγριμικά
Αγριμικά τα λέμε γιατί ήταν άγρια ζώα. Εκείνη την εποχή πέφταν πολλά αγριμικά. Δεν υπήρχαν οι φάρμες που είναι σήμερα. Ήταν τα δικά μας τα ζώα, τα παραδοσιακά. Κουνάβια, ασβοί, αλεπούδες. Οι αλεπούδες ήταν η μόδα τότε, μετά το 61. Βάζαν τις αλεπούδες στο γιακά, στις ζακέτες, στα παλτά, για τις κυρίες ήταν αυτό. Τα κουνάβια τα έκαναν ζακέτες γιατί ήταν ακριβό τομάρι, το κουνάβι ας πούμε είχε δύο λίρες, η αλεπού είχε ένα χιλιάρικο. Τον ασβό τον παίρναν οι Εγγλέζοι, βγάζαν το στάχι, το τρίχωμα που λέμε, και το κάναν καναβάτσο, ξέρεις ποιο είναι το καναβάτσο; Είναι στο κουστούμι, να στέκεται το πέτο ντούρο. Το δε δέρμα του ασβού, έχεις δει καμιά φορά κανέναν κουρέα που ακονίζει το ξυράφι απάνω στο λουρί; Το λουρί ήταν από ασβό. Ήταν ιδανικό ακόνι ο ασβός γιατί έχει λάδι μέσα το δέρμα του. Λαγοί. Χιλιάδες κομμάτια λαγοί. Ήταν ένα εργοστάσιο στο Ζάγκρεμπ της Γιουγκοσλαβίας τότες, στην Κροατία τη σημερινή κι ένα στο Λονδίνο. Παίρνανε το πούπουλο από μέσα από το τρίχωμα, άμα φυσήξεις είναι άσπρος από μέσα ο λαγός. Και τι το κάναν το πούπουλο; Το κάναν τσόχα για τα καπέλα. Τα καβουράκια που φοράνε οι αμερικάνοι; Από λαγό γίνονταν. Τσόχα πολυτελείας. Το δέρμα του λαγού όμως ήταν ακατάλληλο. Πολύ λεπτό. Το βράζαν και το κάναν ψαρόκολλα. Αγριογούρουνα λίγα, γιατί ήταν δύσκολη κατεργασία. Άντε καμιά φορά για να τα βάζει κανένας μπροστά στο τζάκι. Αγριμικά είναι και ο λύκος. Η Ρωσία έχει μια ειδική ράτσα λύκο που τον κάνουν παλτό. Κι η Αμερική, η Αλάσκα έχει πολλούς λύκους. Εδώ τους λύκους τους βαλσαμώνανε για διακόσμηση. Σταματήσαν όλα αυτά όταν ήρθαν οι φάρμες, ήρθαν τα βιζόν. Έχει στη Σιάτιστα φάρμες, στην Καστοριά φάρμες. Το κουνάβι, την αλεπού δεν τα θέλει κανείς πια. Δεν τα ζητάνε. Δεν απαγορεύτηκε το κυνήγι τους, απλώς δεν τα ζητάνε. Μόνον η αρκούδα απαγορεύτηκε, τότε ήταν πανάκριβες. Τότε τα πιάναν οι κυνηγοί και μας τα φέρναν. Τώρα κανείς δεν τα θέλει. Ούτε τρώγεται το κρέας τους. Μόνον του ασβού τρώγεται. Τρώγαμε στην Κατοχή ασβό, με πατάτες στο φούρνο. Καλό ήταν.
Οι Χίτες
Στο Βόλο, πήγαινα νυχτερινή εμπορική και τρεις φορές με δείραν οι Χίτες. Με περιμέναν έξω από το σχολείο και αρχίζαν «Τι ώρα είναι αυτή; Πού πας;» Σχολούσαμε η ώρα δέκα το βράδυ, καθόμασταν έξω από τον Βόλο σε ένα μπαξέ και μας ρωτούσαν: «Πού πας; Τι έχεις αυτού; Πας για τους αντάρτες;» Δεν έλεγαν τίποτα άλλο, αυτή ήταν η πρώτη τους κουβέντα. Εδώ μπαίνοντας από τον Βόλο από την Λάρισα δεν είναι τα φανάρια που πάμε για Διμήνι; Τότες είχε φορατζήδες εκεί και σταματούσαν τον κόσμο. Ένας εδώ Λαρίσης σε αυτή τη γέφυρα, ένας πιο πάνω εκεί στα φανάρια, ένας πάνω για τα Μελισσάτικα και ζητούσαν φόρο, διόδια πώς να το πω. Δεν περνούσες άμα δεν έδινες λεφτά […] Για να καταλάβεις, εδώ στη Νέα Ιωνία ήταν ένας, Καλαφάτης στο όνομα, του εκτελεστικού, είχε πάρει μέρος στο πρώτο αντάρτικο εναντίον των Γερμανών, ήταν παιδί 19 χρονών. Ένας χασάπης από τα Παλιά, Χίτης, είχε μια φιλενάδα δέκα χρόνια μεγαλύτερή του που είχε πάει με όλους τους Ιταλούς, παίρνει αυτός τους δικούς του, πηγαίνουν στο σπίτι του παιδιού, βιάζουν τη μάνα του και την αδελφή του επανειλημμένα, 16 χρονών κορίτσι. Ο Καλαφάτης ξέρει ότι αυτός που βίασε τη μάνα του και την αδελφή του κάθε Κυριακή συναντιέται με τη φιλενάδα του έξι με εφτά στη λαχαναγορά. Έβαλε λοιπόν το κουστούμι του, ήταν ψηλός και σωματώδης, πήγε, τον βρήκε και τον ρώτησε «Εσύ είσαι ο Κοτζαμάνης;» «Εγώ είμαι», του λέει ο άλλος. Του βαράει μπαμ μια στο λαιμό και κάτω […]
Το εμπόριο των δερμάτων
Κάναμε εξαγωγή. Οι κύριοι αγορασταί τότε ήταν οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Η Γερμανία ήταν η μάνα των δερμάτων, είχε εργοστάσια, βυρσοδεψία στο Αμβούργο. Και το πρώτο δέρμα που πήγαινε εκεί ήταν το ελληνικό. Μετά ερχόταν η Ιταλία. Η Ιταλία και η Γερμανία ήταν στην πρώτη σελίδα. Έρχονταν, κάναν κοντράτα και τα φορτώναμε στο τρένο. Μετά, το 56-58 άνοιξε το Ανατολικό Μπλοκ. Πρώτοι ήρθαν οι Ουγγαρέζοι. Από το Βόλο μόνον έπαιρναν ένα εκατομμύριο τεμάχια αρνοδέρματα τη σεζόν, από Φεβρουάριο μέχρι Ιούνιο. Αν τα δέρματα κάνανε 7 δραχμές το κιλό για τους άλλους Ευρωπαίους, αυτοί δίναν δέκα για να τα πάρουν και τους προτιμήσαμε. Τους είχαμε αποκλειστικούς. Μετά άρχισε η Πολωνία. Το δέρμα με τους Πολωνούς έφτασε 12 δολάρια το κιλό, το '60. Κι ύστερα Ρουμανία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία και στο τέλος η Ρωσία. Αλλά η Ρωσία έπαιρναν κατσικοειδή δέρματα, ενώ αυτοί έπαιρναν αρνιά.
Η δε Ουγγαρία ήταν η πρώτη χώρα που έβγαζε γουνοποιία. Ενώ οι Γερμανοί δεν κάναν γουνοποιία. Οι Γερμανοί κάνανε παπούτσια από αρνίσιο δέρμα, το φορούσαν όλοι οι άρχοντες γιατί έχει ελαστικότητα και είναι μαλακό. Η γουνοποιία των Ουγγαρέζων ήταν φανταστική. Πήγαινες στο Παρίσι και έβλεπες στις βιτρίνες των Παρισίων αρνιά, πώς είναι αυτό το αρνί εδώ τώρα, εκεί το είχε τρία χρώματα, ένας πόντος κόκκινος, ένας πόντος κίτρινος, ένας πόντος μπλε. Το άνοιγες και κάτω από τα φώτα ήταν φανταστικό. Δίχως να επηρεάζεται ο ένας πόντος από τον άλλον. Ήταν μεγάλη τέχνη, μεγάλη χημεία.
Από το '60 μέχρι το '90 δουλεύαμε με τους ανατολικούς, χρυσές σελίδες. Τι έκαναν τα παλιοτόμαρα οι δικοί μας; Βάζανε 15 κιλά ναφθαλίνη και 15 κιλά μαρμαρόσκονη στο εμπόρευμα, δηλαδή είχε πρόσθετο βάρος 30 κιλά, 30 κιλά για πέταμα. Οι Ρώσοι αντιπρόσωποι ήταν μιλημένοι. Παίρναν τα δέρματα, έτσι όπως ήταν ακατέργαστα, και τα κόβανε λωρίδες 30 πόντους και τα πουλούσαν με το κομμάτι, ενώ από μας τα παίρναν με το κιλό. Κι έτσι δεν φαινόταν η απάτη πριν να φτάσει στο εργοστάσιο. Δεν τολμούσε όμως εκεί να μιλήσει κανένας γιατί θα του παίρναν το κεφάλι. Ερχόντουσαν οι κύριοι του εμπορικού τμήματος, υπογράφανε κοντράκτ, παίρναν τις προμήθειες, μέναν στα καλύτερα ξενοδοχεία, παίρναν τις καλύτερες γυναίκες και όταν φεύγανε ήταν με τα δολάρια στη τσέπη. Τολμούσε να πει εργάτης στη Ρωσία τί ήταν αυτά που φέρατε; Θα τον εξαφάνιζαν αμέσως […]
Το μπον φιλέ
Είχα πάει μια φορά στην Αθήνα, νέος ήμουν 27 ετών. Πήγαμε στην Αθήνα, ήμασταν τέσσερα άτομα και εκείνη την ημέρα πήγαμε στην Αίγλη, στο Ζάππειο, τραγουδούσε η Ρένα Χατζοπούλου, η οποία ήταν τυφλή, δεν έβλεπε, ο Τώνης Μαρούδας κι άλλοι τρεις τέσσερις. Στη γαλαρία υπήρχαν γύρω στις τρεις χιλιάδες άτομα, τα καθίσματα όλα πιασμένα. Βλέπω ένα τραπέζι απέναντι, στο θεωρείο, ελεύθερο, τρέχω, το προλαβαίνω. Έρχεται ένα γκαρσόν από τη Λαμία, πενηντάρης ήτανε, ωραίος, «Τι θα πάρετε;», μας λέει, τσίπουρο δεν είχε η Αθήνα τότες, του λέω «θα μας φέρεις τέσσερα ουζάκια και ό,τι καλύτερο υπάρχει». Για τέσσερα ούζα μας έφερε εννιά πιάτα μεζέδες, κοιτάω σε ένα από τα πιατάκια, είχε χαβιάρι. Στο διπλανό θεωρείο κάθονταν δύο ανδρόγυνα. Η κυρία από το ένα ζευγάρι άρχισε να με πολιορκεί, το γκαρσόν ήταν πανέξυπνο και έβλεπε όλες τις κινήσεις. Όταν είδε τα πιατάκι άδεια σηκώθηκε να δει. Του λέω «Τι θα μας φέρεις;». Μου λέει «Ψάρια». Του λέω «Δε θέλω ψάρια. Έχεις κανένα μπον φιλέ;» «Έχω», μου λέει και μου φέρνει σε μια πιατέλα δύο μπον φιλέ, ένα αγελαδινό, βοδινό που λένε, κι ένα μοσχαρίσιο. Αν το μοσχάρι είναι πάνω από τριών ετών γίνεται βόδι, το λίπος το βοδινό είναι κίτρινο ενώ το μοσχαρίσιο είναι άσπρο, να το ξέρεις. Του λέω, λοιπόν, του γκαρσόν «Aν είμασταν πενηντάρηδες, όπως είσαι εσύ, θα προτιμούσαμε το αγελαδινό, αλλά εμείς είμαστε νέοι όπως βλέπει οπότε θα μας βάλεις το μοσχαρίσιο». Αυτή να μας κοιτάζει λοξά. Το έκοψε μικρά φιλετάκια το μοσχάρι και το έφερε ψητό το γκαρσόν, ολόκληρη πιατέλα, και αυτή ανασηκώθηκε να δει τι είναι αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, φάγαμε, αυτή σηκώθηκε και πήγε μέσα και έδωσε σημείωμα στο γκαρσόν. Ήρθε αυτός πάνω από το κεφάλι μας, όταν σηκωθήκαμε, τον πληρώσαμε και του δώσαμε κι ένα πουρμπουάρ, μου λέει «Μπορώ να μάθω από ποιο μέρος είσαι; Εγώ είμαι από τη Λαμία», μου λέει, «Εσύ;». Του λέω «Εγώ είμαι από το Βόλο». «Δεν είσαι Βολιώτης», μου λέει. «Γιατί;», του λέω. «Γιατί δεν είσαι από το Βόλο», μου λέει. «Οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες». Κι όταν με χαιρέτησε μετά μου έχωσε στην παλάμη το σημείωμα. Είχε το όνομά της και το τηλέφωνό της. Δε θυμάμαι πια πώς τη λέγανε.
Τα αγριμικά, το κατάστημα
Σ’ αυτό το μαγαζί είμαι από το 47 μέχρι τώρα. Συνέχεια. Πρώτα ήμουν υπάλληλος, μετά το 75 πήρα την επιχείρηση μόνος μου και μετά αγόρασα και το ακίνητο. Με λένε Δημήτρη Ζιώγο. Η Νομαρχία έκανε λάθος και έδωσε στα παιδιά μου το επίθετο Ζιώγας. Γι’ αυτό στην ταμπέλα θα δεις «Δέρματα Μαλλιά Αγριμικά Εμμανουήλ Δημητρίου Ζιώγας». Το έχω αφήσει πια το μαγαζί στο γιο μου. 
Από το 1958 μέχρι το 1989 η γειτονιά ήταν διαφορετική. Σε αυτό το στενό, δίπλα από το μαγαζί υπήρχαν αποθήκες, μπακάλικα, ένα καφενείο, ένα κουρείο, ένα φανοποιείο, τσαγκαράδικα, ποτοποιείο στην γωνία. Ήταν εδώ ένας κύριος, ονόματι Κολοκυθόπουλος και έκανε διαδρόμους με τραγόμαλλο, με μαλλί τράγου το οποίο άντεχε για 100 χρόνια, δεν πάθαινε τίποτα. Σπουδαία δουλειά.
Ο Βόλος είχε ένα σωρό βυρσοδεψεία, κλείσαν όλα. Ένα μόνο έμεινε. Ένα τίποτα έμεινε. Καταρχήν χάθηκε η τέχνη, οι τεχνικοί πεθάναν όλοι. Το δέρμα να ξέρεις έχει γράμματα πάνω, δεν τα ξέρει ο καθένας να τα διαβάσει. Όλες οι αποθήκες που είχαν ναφθαλίνες, τώρα έγιναν ψυγεία, βάζουν ημερομηνία πότε αλατιστήκανε. Εμείς τι πουλάμε; Μικροποσότητες. Έχουμε λίγα δέρματα και περιμένουμε τρεις μήνες κάποιον να ’ρθει να τα πάρει. Παλιά στην περιφέρειά μας δεν υπήρχε σπίτι εδώ και στα προάστεια, στα γύρω χωριά, που να μην είχε μια γίδα, ένα μαναράκι. Άρχισαν όμως να τσινίζουν οι κυρίες, να τους μυρίζει η κοπριά, έφερναν το υγειονομικό, μια δυο τρεις, αγανακτούσες, τα ’σφαζες, χάθηκε το στοιχείο αυτό. Το μαγαζί εδώ είχε από εκατό ως τριακόσια δέρματα ημερησίως, από το ’60 και πριν, καθ’ όλο το χρόνο. Η εταιρία που ήταν εδώ δίπλα έβγαζε τα έξοδά της, τους μισθούς των εργατών από τη λιανική, άσε το εμπόριο. Σ’ αυτό ποντάριζα εγώ, αλλά δυστυχώς όμως χαθήκαμε. Συνεχίζω όμως και δουλεύω. Τι να κάνω; Πες μου, τι να κάνω; Από εδώ θα πάρω εισιτήριο. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: