30/5/15

Η γλυπτική της επιθυμίας

Ποιοι είναι οι λόγοι της επιστροφής σε μια αφαίρεση που αδιαφορεί για τις πλατωνικές εξιδανικεύσεις της γεωμετρίας; Κάποιες πρόσφατες εκθέσεις γλυπτικής επιβεβαιώνουν μια  τάση προς μια άμορφη υλικότητα

Ντορα Οικονομου, Preclimax, 2014, Μολύβι, 13 x 47 x 47 εκ., ευγενική παραχώρηση της γκαλερί Breeder


ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΒΕΛΩΝΗ

Γλυπτά, εγκαταστάσεις και ανάγλυφα σε ατομικές εκθέσεις, όπως αυτές της Ντόρας Οικονόμου (“ΠΡΕΝΤΕΑΛ”, Breeder, 13/ 06 - 31/ 07/ 2014), του Κώστα Σαχπάζη (“Old-Eyed Premiere,” Radio Athènes, 28 /03/ - 10/ 05), της Μαρίας Γεωργούλα (“Pom pom expedition”, Circuits and Currents, 1/ 04– 18/ 04)  αλλά και του μέχρι τώρα διστακτικού προς αυτή την κατεύθυνση Παντελή Χανδρή (“Stealth”, Γκαλερί Έλικα, 5/ 03 – 18/ 04), μας αποκαλύπτουν το άμορφο μέσα από την υπονομευτική αποδόμηση του καθορισμένου σχήματος. Συνήθως, βρισκόμαστε μπροστά στην επιλογή ενός υλικού που αρνείται την προσαρμογή σε κάποιο τυπικό γεωμετρικό σχήμα.
Η θεωρητική καταγωγή αυτού του «βασικού υλισμού» στη νεωτερικότητα εντοπίζεται στα φιλοσοφικά κείμενα του Bataille, τα οποία επαναχρησιμοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’90, για  να στηρίξουν τις θέσεις της ομάδας των κριτικών τέχνης της αμερικάνικης περιοδικής έκδοσης October[i]. Τόσο ο Γάλλος στοχαστής όσο και οι αμερικανοί τεχνοκριτικοί  διαμόρφωσαν ένα πεδίο επιχειρημάτων για την εκφορά του άμορφου, στηριζόμενοι στη  γλώσσα της ψυχανάλυσης, χωρίς αυτό να γίνεται πάντοτε άμεσα αντιληπτό με συγκεκριμένους όρους και παραδείγματα. Είναι καιρός να δούμε λεπτομερέστερα αυτήν τη συσχέτιση, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατεύθυνση αυτών των έργων προδίδει τη libido, με την έννοια της λατινικής σημασίας της ως “επιθυμία”, στην καλλιτεχνική πρακτική. Πώς, όμως, μεταφράζεται ο φροϋδικός αυτός όρος στη γλυπτική;

Ένα κύριο σύμπτωμα είναι ότι οι στιβαρές και γεωμετρικές κατασκευαστικές συνθέσεις  απουσιάζουν ενώ γίνεται αντιληπτή η ανεικονική ταυτότητα των γλυπτών περισσότερο στο επίπεδο της ύλης και λιγότερο της γεωμετρίας. Η αφαίρεση που προκύπτει από τη χρήση της ύλης και όχι από κάποια αυστηρή γεωμετρία συνδυάζεται συχνά με την επιλογή μαλακών και εύκαμπτων υλικών, τα οποία  προσλαμβάνουν το αποτύπωμα της ενόρμησης με τη δυνατότητα της μετάπλασης ή της τροποποίησής της από το ένα αρχικό σχήμα/ύλη σε κάποιο άλλο. Είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτο ότι οι “πλαστικές” τέχνες δανείζονται αυτήν την ικανότητα για τη χρήση των εύπλαστων υλικών από το λεξιλόγιο της ιδίας της ψυχανάλυσης.
Η ικανότητα της επιθυμίας να αλλάζει λίγο ως πολύ εύκολα αντικείμενο και τρόπο ικανοποίησης ονομάζεται «πλαστικότητα της libido» (plastizität der Libido), όρος προερχόμενος από τον Freud που μπορεί εξίσου να αποδοθεί ως «ελεύθερη κινητικότητα» (freie Beweglichkeit). Ο άμεσα καλλιτεχνικός όρος της “πλαστικότητας” αντιστοιχεί στην ιδέα ότι η ενόρμηση είναι σχετικά ακαθόριστη ως προς τα αντικείμενά της αλλά παραμένει ταυτόχρονα ικανή να τ' αλλάξει. Αυτή η συνθήκη, στην οποία συμφώνα με το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης “η μη-ικανοποίηση κάποιας μερικής ενόρμησης αντισταθμίζεται από την ικανοποίηση κάποιας άλλης”[ii], παραπέμπει άμεσα στη χρήση των εύπλαστων υλικών του πηλού και του γύψου, των οποίων οι ιδιότητες δημιουργούν τις συνθήκες της αλληλοαντικατάστασης. Η διαγραμματική λογική της καλλιτεχνικής πρακτικής αλλά και της πλαστικότητας της libido μπορεί να παρασταθεί με ένα δίκτυο αγωγών γεμάτων με υγρά που είναι συγκοινωνούντα. 
Αυτό που περιμένει κανείς λοιπόν από τα γλυπτά που περιγράφουμε είναι μια εν δυνάμει μετάλλαξη από το ένα σχήμα στο άλλο, τα οποία μέσα στη σχηματική τους ασάφεια αναδεικνύουν τη δυνατότητα της αλλαγής της μορφής. Είναι αρκετό να σταθμεύσει κάποιος στα προτεινόμενα υλικά των εικαστικών για να διαπιστώσει αυτή την προτίμηση για τον βασικό υλισμό όπως η σιλικόνη, ο πηλός και οι ζελατίνες στη Ντόρας Οικονόμου,   τα εύκαμπτα πλαστικά στο Κώστα Σαχπάζη, η χρήση της μαρέγκας, της ταραχώδους υφής του γύψου και της μαλακής σύστασης του ορυκτοβάμβακα της Μαρίας Γεωργούλα αλλά και η απόκοσμη υλικότητα του φύλλου mylar στα τοπολογικά γλυπτά του Παντελή Χανδρή.
Ασφαλώς, πέρα από την αναγκαία επικαιρότητα των εκθέσεων που μας τροφοδοτεί με παραδείγματα, συγγενικές σχέσεις αλλά σε μια εντονότερη αντιπαράθεση με τα σκληρά  υλικά αντιλαμβανόμαστε στα καμουφλαρισμένα και υβριδικά τεχνητά τοπία της Αναστασίας Δούκα, στα πολύχρωμα υφάσματα και τις “πρόχειρες” συγκολλήσεις των κατασκευών του Γιώργου Σαπουντζή καθώς και στη χρήση της πραλίνας πάνω στα ανοίκεια αντικείμενα του Poka-Yio.
Εάν οι μέχρι τώρα αφηγήσεις της αφαίρεσης ως καθαρής γεωμετρίας αφορούν κυρίως το λόγο της κοινότητας , η συνεπής αδιαφορία των καλλιτεχνών που αναφερόμαστε για το  καθαρό περίγραμμα αντιστοιχεί σε μια συνειδητή αποστροφή για τους ιδεολογικούς συμβολισμούς του public forum. Αυτές οι επιλογές μας προτείνουν μια διαφορετική αφήγηση του πολιτικού, εκεί που επανατοποθετείται σε σχέση με το προσωπικό ή ακόμη και με την φθαρτή φύση των διαπροσωπικών σχέσεων. Όμως από την κρίση της ταυτότητας του υλικού στην κρίση της ιδεολογικής ταυτότητας υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις αλλά και αφηγηματικά σπαράγματα, τα οποία δεν αναιρούν το ένα το άλλο. Το ζήτημα της φόρμας προσβάλει και το περιεχόμενο. Εάν επιμένω σε αυτό είναι επειδή θεωρώ ότι η επιλογή της λιβιδινικής ενόρμησης στη χρήση των υλικών δεν στερείται πολιτικής νοηματοδότησης. 
Αυτή η ποιότητα είναι ανιχνεύσιμη στις χειρωνακτικές πρακτικές εικαστικών όπως αυτές της  Οικονόμου, του Σαχπάζη, της Γεωργούλα με την προϋπόθεση ότι δεν θεωρούμε ότι το πολιτικό έργο οφείλει να συστήνεται με ορούς πιστής αναπαράστασης ή μιας αφαίρεσης που δανείζεται το κατασκευαστικό τόπο μιας “αιχμηρής” πρωτοπορίας που παράγει  σαφή  συμβολικά σχήματα[iii]. Εκεί που φαίνεται ότι κάποιες φορές προελαύνει η σκιά μιας ευκαιριακής αξιοποίησης της επικαιρότητας μέσα από την γεωμετρική αφαίρεση, η γραφή μιας ακανόνιστης αφαίρεσης, κάνοντας την ύλη να υπερτερεί της δομής φαίνεται ότι έχει  περισσότερο χώρο για να αναπτύξει μια ειλικρινέστερη σχέση με το πολιτικό και πολιτισμικό Άλλο, ως έλξη αλλά και ως απώθηση. Σε αυτές τις συνθήκες της ανάδειξης της ετερότητας θα συμπεριελάμβανα  τις κατασκευές του Δημήτρη Αμελαδιώτη και της Νάνας Σαχίνη.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο παραγωγής των έργων σε μια Ελλάδα του 2015, η λιβιδινική ευελιξία των υλικών και των σχημάτων τους αντανακλά την κοινωνικοπολιτική αστάθεια της εποχής, από την επιλογή των ευρεθέντων υλικών και αντικειμένων που τονίζουν μια αισθητική  του υπολείμματος και του διαμελισμένου μέχρι την 'βρώμικη” επεξεργασία τους. Στο βαθμό που η σεξουαλική ενόρμηση στη γλυπτική  μεταφράζεται στον εντοπισμό των μεταλλάξεων της ύλης και της ταυτόχρονης υποβάθμισης της μορφής, πρακτικές αντίθετες όπως εκείνης της αυστηρότητας στον σχεδιασμό και ενός πουριτανικού μινιμαλισμού συνδέονται με μια προσπάθεια εξευγενισμού της αφαίρεσης με το κίνητρο ενός ιδεαλιστικού οραματισμού.
Όμως αυτό είναι ακριβώς το σημείο που πρέπει να συλλογιστούμε. Επειδή η γεωμετρική αφαίρεση δεν αναζητά την ικανοποίηση αλλά πρωτίστως την υπεράσπιση κάποιας ιδέας,  αυτό που προκύπτει από την αθωότητα του άμορφου είναι ίσως η δυνατότητα να δούμε το σύνολο της εικαστικής πρακτικής ως μια περιπετειώδη πορεία ανάμεσα στη δυναμική εκδήλωση της ενόρμησης και στα  συμπτώματα που την περιορίζουν.

Ο Κωστής Βελώνης είναι εικαστικός καλλιτέχνης


[i] Βλέπε τον κατάλογο της έκθεσης που στηρίζεται στα κείμενα του Georges Bataille και ανανεώνει το θεωρητικό ενδιαφέρον για την έννοια και τις πρακτικές του άμορφου σε αντιπαράθεση με την l'art informel. Yve-Alain Bois & Rosalind Krauss: L' Informe. Mode d'Emploi. (Paris: Centre Georges Pompidou, 1996). Michel Tapié, Un art autre: où il s'agit de nouveaux dévidages du réel (Paris: Gabriel-Giraud et fils, 1952)
[ii] J. Laplanche & J.-B. Pontalis, Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης. Μτφρ. Β. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλήκα, Π. Αλούπης. (Αθήνα: Κέδρος,1986), σ.385. Sigmund Freud,Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse (1916-17), Gesammelte Werke, (Frankfurt am Main: S. Fischer,1960)
[iii] Για παράδειγμα το έργο των Νίκου Χαραλαμπιδη, Κώστα Μπασσάνου, Δημήτρη Ντοκατζή, Κώστα Ρουσάκη θα μπορούσε να αναλυθεί περισσότερο με όρους δομής και λιγότερο ύλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: