19/9/15

Μνήμη και εμπειρία των προσφύγων στην Τσεχοσλοβακία

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ

Taysir Batniji, Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος #2, 2012, Άρθρο 13 της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χαραγμένο σε σαπούνι Μασσαλίας, 253, 5 x 81 x 4 εκ. 


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΡΑΛΟΒΑ - ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΒΟΣ (επιμ.), Στέγνωσαν τα δάκρυά μας. Έλληνες πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 384

Ανάμεσα στα θύματα του εμφυλίου πολέμου, από όσους κατάφεραν να παραμείνουν ζωντανοί, η μοίρα των περίπου 100.000 ανθρώπων που κατέφυγαν, προσωρινά, όπως πίστευαν τότε, στις Ανατολικές χώρες υπήρξε η πιο άδοξη.
Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, άμαχοι και παιδιά, ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι, άντρες και γυναίκες, από το 1945 έως το 1949 κατέφυγαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες στα βόρεια σύνορα της χώρας, οι οποίες λειτουργούσαν ως μετόπισθεν για τον στρατό του ΚΚΕ και τους «πολίτες» της επικράτειάς του, μέχρι τον Αύγουστο του 1949.
Ήδη από τους πρώτους μήνες του 1948 το ΚΚΕ άρχισε να εφαρμόζει ένα σχέδιο εκκένωσης των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές, με στόχο τόσο την προστασία τους όσο και την ευκολότερη στρατολόγηση των γονιών τους. Επρόκειτο για μια επιχείρηση που έμεινε γνωστή με τον ιστορικά φορτισμένο όρο «παιδομάζωμα», τον οποίο χρησιμοποίησε η βασιλική κυβέρνηση· επώδυνη αλλά ταυτόχρονα σωτήρια για όσους την υπέστησαν, διπλωματικά καταστροφική για το ίδιο το ΚΚΕ.
Τα παιδιά που διεσπάρησαν σε παιδικούς σταθμούς στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήρθαν να συναντήσουν, μετά την ήττα και όταν πλέον είχε φανεί πως η παραμονή στην προσφυγιά θα είναι μακρόχρονη, τα μέλη των οικογενειών τους. Μέσα από αυτές τις μετακινήσεις διαμορφώθηκε η «πολιτική προσφυγιά», μια υβριδική, δι-εθνική κοινότητα, στερημένη από την ελληνική ιθαγένεια, που αποτέλεσε τους υπηκόους του δι-εθνικού «κράτους» του ΚΚΕ.

Φέροντας το τραύμα του εμφυλίου, υποκείμενοι σε διπλή πειθάρχηση και καταστολή, τόσο από τα κράτη υποδοχής όσο και από τις ελληνικές κομματικές οργανώσεις, ξένοι τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη πατρίδα τους, οι πολιτικοί πρόσφυγες χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικό πρόταγμα για τη λήθη του Εμφυλίου και τον εκδημοκρατισμό στην Ελλάδα (με αίτημα τον επαναπατρισμό τους), ως διαπιστευτήριο για τον πατριωτικό χαρακτήρα της Αριστεράς στην προσφυγιά (με επίμονες προσπάθειες του ΚΚΕ για την καλλιέργεια και τη διατήρηση της εθνικής τους συνείδησης). Όμως οι ίδιοι και η εμπειρία τους παρέμειναν στη σιωπή, ξένοι εδώ όσο κι εκεί.
Το γεγονός ότι, μετά τον επαναπατρισμό τους, που άρχισε να γίνεται μαζικά μετά το 1974, αποτελούσαν ζωντανό σύμπτωμα του απωθημένου τραύματος απέτρεψε την ενασχόληση με τη δική τους ιστορική διαδρομή, τη συγκρότησή τους ως δι-εθνικών υποκειμένων, τη σχέση τους με τις χώρες υποδοχής κ.ά. Πέρα από σχετικά λίγες μαρτυρίες που κατέγραψαν οι ίδιοι, η πλέον προδρομική ματιά πάνω στο θέμα υπήρξε αυτή του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που με το Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) έσκυψε πάνω από την εμπειρία της επιστροφής, της διαχείρισης του τραύματος, τελικά της αποξένωσης και από τις δύο πατρίδες.
Την τελευταία δεκαπενταετία, στο πλαίσιο της άνθησης των μελετών για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, η πολιτική προσφυγιά αναδείχθηκε σε σημαντικό ερευνητικό ζητούμενο για την περίοδο. Ιδιαίτερη ώθηση για την παραπέρα μελέτη της έδωσε η διεξαγωγή του συνεδρίου με τίτλο Το όπλο παρά πόδα, από το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων και ο σχετικός τόμος που κυκλοφόρησε από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (2005), καθώς και η μελέτη για την Εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων κομμουνιστών, από τις Άννα Ματθαίου και Πόπη Πολέμη (2003), με βάση το αρχειακό υλικό των ΑΣΚΙ. Είχαν προηγηθεί οι χρήσιμες μελέτες της Κατερίνας Σουλτανιά (1999, 2001, 2003), καθώς και του Γαβρίλη Λαμπάτου για τους πρόσφυγες της Τασκένδης και τη διάσπαση της εκεί οργάνωσης του ΚΚΕ (2001). Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν έρευνες για επιμέρους πτυχές του ζητήματος, όπως για την προσφυγική κοινότητα της Βουλγαρίας, από την Κατερίνα Τσέκου (2010) ή για το ζήτημα των παιδιών προσφύγων (Ειρήνη Λαγάνη - Μαρία Μποντίλα, 2012, Λουκιανός Χασιώτης, 2013), θέμα με το οποίο ασχολείται, από ανθρωπολογική οπτική, και η μελέτη των Ρίκη βαν Μπούσχοτεν - Λόρινγκ Ντάνφορθ, Παιδιά του ελληνικού Εμφυλίου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά (Αλεξάνδρεια, 2015). Σε συμβολικό επίπεδο, επιστέγασμα των σχετικών ερευνών θα μπορούσε να θεωρηθεί η έκθεση και η σχετική ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, με τίτλο Καλή πατρίδα! (2011).
Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος, που επιμελήθηκαν οι καθηγητές Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Καρόλου της Πράγας, Κατερίνα Κράλοβα και Κώστας Τσίβος, είναι αποτέλεσμα ενός ερευνητικού προγράμματος για τη μνήμη και την εμπειρία των προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Τσεχοσλοβακία, το οποίο έκανε ευρεία χρήση μεθόδων προφορικής ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα και των τσεχοσλοβακικών αρχείων για την εποχή. Ως εκ τούτου, στη συγγραφική ομάδα μετέχει πλειάδα ερευνητών, Τσέχων, Ελλήνων, αλλά και απογόνων πολιτικών προσφύγων.
Στόχος του προγράμματος ήταν να μελετήσει «μία από τις νεότερες μειονότητες της Τσεχικής Δημοκρατίας», όπως χαρακτηρίζονται οι πρόσφυγες, κυρίως από την τσέχικη οπτική γωνία, διερευνώντας θέματα όπως τις σχέσεις τους με την παλιά και τη νέα τους πατρίδα, τη διαμόρφωση της πολιτικής τους ταυτότητας στο πλαίσιο των ιδεολογικών συγκρούσεων της εποχής, τη διαπραγμάτευση της εθνικής και εθνοτικής ταυτότητας, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία υποδοχής μέσα από την εκπαίδευση ή την επαγγελματική αποκατάσταση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το δείγμα των πληροφορητών αποτελούν άνθρωποι και από τις τρεις γενιές προσφύγων, τόσο ελληνικής όσο και σλαβομακεδονικής καταγωγής, που ενηλικιώθηκαν μέσα σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, στοιχείο που διαφοροποιεί τόσο την μνήμη όσο και την κρίση τους για τις ιστορικές εμπειρίες τους.
Οι επιμελητές του τόμου, στο εισαγωγικό τους κεφάλαιο, παρουσιάζουν συνοπτικά το ιστορικό πλαίσιο και τη δημιουργία του φαινομένου της προσφυγιάς και τη εγκατάστασής στην Τσεχοσλοβακία, βασισμένοι κυρίως σε αρχειακό υλικό και επικεντρώνοντας στον τρόπο με τον οποίο το ΚΚΕ καθόριζε τη ζωή των προσφύγων. Στα επόμενα κεφάλαια μελετάται η μνήμη των αφηγητών της πρώτης γενιάς για την Ελλάδα που άφησαν πίσω τους, το ζήτημα της μετακίνησης των παιδιών του Εμφυλίου προς την Τσεχοσλοβακία και αυτό της υποδοχής τους στις δομές κοινωνικής πρόνοιας της χώρας, εμπειρία που στάθηκε καθοριστική για τη διαμόρφωση της μετέπειτα ζωής πολλών από αυτά τα προσφυγόπουλα, καθώς και για την ομαλή ενσωμάτωσή τους στην τσέχικη κοινωνία. Ακόμη, ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στην ένταξη στις εκπαιδευτικές και εργασιακές δομές της χώρας, καθώς και την οργανωμένη από τους συλλογικούς φορείς διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, με στόχο τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και την αναπαραγωγή των εθνικών παραδόσεων.
Στη συνέχεια, στα επόμενα κεφάλαια διερευνάται η εμπειρία των σλαβομακεδόνων προσφύγων, η ευκολότερη ένταξή τους στην τοπική κοινωνία αλλά και οι συχνά τεταμένες σχέσεις που διατηρούσαν με τους ελληνόφωνους συμπατριώτες τους, καθώς και οι τρόποι και ο βαθμός ενσωμάτωσης των προσφύγων στην κοινωνία υποδοχής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεφάλαια που διερευνούν τις στάσεις απέναντι στις ιστορικές περιπέτειες της Τσεχοσλοβακίας (Άνοιξη της Πράγας, Βελούδινη Επανάσταση), όπου σημειώνεται σημαντική απόκλιση των απόψεων του προσφυγικού πληθυσμού σε σχέση με την πλειονότητα, καθώς και απέναντι στο ΚΚΕ και τις διαδοχικές διασπάσεις του, το 1956 και το 1968, που είχαν ως συνέπεια, πέραν των πολιτικών διώξεων, και τη δημιουργία βαθιών κοινωνικών ρηγμάτων στο σώμα της προσφυγικής κοινότητας.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με δύο κεφάλαια που εξετάζουν το ζήτημα του επαναπατρισμού των προσφύγων, τόσο ιστορικά, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και το 1981, όσο και μέσα από την εμπειρία των επαναπατρισθέντων προσφύγων, τις απογοητεύσεις και τις δυσκολίες ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία, καθώς τις προοπτικές της ενεργού πλην ολιγομελούς (περίπου 2.500 άτομα σήμερα) ελληνικής κοινότητας στην Τσεχία και τον τρόπο με τον οποίο τα ίδια τα μέλη της διαπραγματεύονται την «ελληνικότητά» τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση του βιβλίου, το 2012, γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία για τα τσέχικα δεδομένα, προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του ελληνικής καταγωγής κοινού και τιμήθηκε, το 2013, με το βραβείο Μιροσλάβ Ιβάνοφ, που απονέμεται στις καλύτερες μη λογοτεχνικές εκδόσεις.

Ο Σπύρος Κακουριώτης είναι δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: