1/11/15

Κριτική και Θεωρία

Συνέντευξη του Τέρρυ Ήγκλετον στην Αγγελική Σπυροπούλου



-Ποια είναι η κατάσταση της «θεωρίας» σήμερα στον χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών;
-Η άνοδος της θεωρίας συνδέεται με την άνοδο της αριστεράς στην μεταπολεμική Ευρώπη και με τα ερωτήματα γύρω από την εξουσία, την ιστορία, τη γλώσσα και το υποκείμενο που τέθηκαν εκ νέου με τα νέα κινήματα για τα δικαιώματα που πρωτοστάτησαν τη δεκαετία του ’60. Υπήρξε η ανάγκη να αναθεωρηθούν πολλές από τις παραδοσιακές έννοιες και μεθόδους στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και να συνδεθούν με το πνεύμα αμφισβήτησης της εποχής.
Στη δεκαετία του 1980, η αποκαλούμενη «υψηλή θεωρία» υποχώρησε και αναδείχθηκαν τρεις τομείς δραστηριότητας κυρίως. Ο φεμινισμός, που επιβίωσε από την προηγούμενη φάση και συνέχισε να παράγει θεωρία, αν ίσως με μειωμένη ένταση και ριζοσπαστικότητα, εν μέρει οι μεταποικιακές σπουδές που θα έλεγα ότι αποτελούν τη μείζονα κριτική βιομηχανία σήμερα, και εν μέρει το μεταμοντέρνο. Όλες αυτές οι τάσεις περιέχουν θεωρητικά στοιχεία, άρα δεν είναι ότι τελείωσε η θεωρία η ίδια, αλλά εκείνο που τελείωσε είναι η φάση της «υψηλής θεωρίας», δηλαδή, οι θεωρίες της σημειολογίας, της ερμηνευτικής, του μεταδομισμού, σε έναν βαθμό της ψυχανάλυσης, δηλαδή οι πιο αφηρημένες θεωρίες της προηγούμενης περιόδου, που ήταν φιλοσοφικά πιο φιλόδοξες και συνδέονταν με την άνοδο της αριστεράς. Αυτές υποχώρησαν χάριν ενός πιο πραγματιστικού κλίματος. Αυτή είναι η ιστορία της θεωρίας μεταπολεμικά.

-Πώς βλέπετε τη σχέση κριτικής και θεωρίας;
-Θεωρία είναι η κριτική που αποκτά αυτοσυνείδηση. Η θεωρία επισυμβαίνει όταν η κριτική παραμερίζει και τίθενται ορισμένα μετα-ερωτήματα, θεμελιώδη ερωτήματα που δεν δύναται να θέσει κατ’ αρχήν η πρακτική κριτική. Η πρακτική κριτική ρωτάει: «είναι καλό αυτό το μυθιστόρημα; Περί τίνος πρόκειται;» H θεωρία ρωτάει: «τι είναι μυθιστόρημα;»
Με άλλα λόγια, η κριτική εκλαμβάνει ως δεδομένες πολλές αντιλήψεις που ουσιαστικά χρήζουν διερώτησης. Η θεωρία οφείλει να αποκαλύπτει τις άρρητες προκείμενες, στις οποίες στηρίζεται ή ενσωματώνει η κριτική και να τις κάνει συνειδητές.
Αυτός είναι ένας πιθανός ορισμός της. Να εξετάζει τις πρακτικές που, αίφνης για κάποιο λόγο, χρειάζονται αναστοχασμό – ίσως επειδή έχουν προβληματικοποιηθεί κατά κάποιον τρόπο. Έρχεται μια στιγμή που χρειάζεται να θέσουν τον εαυτό τους ως αντικείμενο διερεύνησης. Οι πρακτικές δεν το κάνουν αυτό κατά κανόνα, αλλά λόγω κάποιας ιστορικής συγκυρίας χάνουν την προηγούμενη νομιμοποίησή τους και δεν μπορούν να συνεχίσουν ως έχουν. Αυτό συνέβη στην πρακτική κριτική περίπου την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, την εποχή της διεκδίκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του φοιτητικού κινήματος. Η κοινωνική συναίνεση [consensus], στο οποίο στηριζόταν η κριτική αμφισβητήθηκε και η κριτική δεν μπορούσε να συνεχίσει σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αποκαλύφθηκε αυξανόμενα η εμπλοκή των πανεπιστημιακών θεσμών σε μορφές βίας και κυριαρχίας και η κριτική δεν μπορούσε να το αγνοήσει αυτό. Επομένως, θεωρώ την ανάδυση της θεωρίας ως μεταγλώσσας συνδεδεμένη με τις προαναφερθείσες ιστορικές καταστάσεις που επέφεραν ένα κλίμα γενικότερης αμφισβήτησης.
-Όμως, πώς θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας ανάμεσα στη θεωρία και την κριτική, δεδομένης της πρόσφατης «επιστροφής» σας στην εστίαση στη μορφή του έργου τέχνης και την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση, που είναι ιστορικά συνδεδεμένα με την πρακτική κριτική;
-Υπήρξα πολύ ενεργός κατά την εποχή της «υψηλής» θεωρίας. Ακόμη θεωρώ τη θεωρία πολύ σημαντική. Όμως, πιστεύω ότι οι σημερινοί/ες φοιτητές/τριες, για πολλούς διαφορετικούς λόγους, αδυνατούν όλο και περισσότερο να διαβάσουν τη λογοτεχνία με ευαισθησία, να δώσουν, δηλαδή, την πρέπουσα σημασία στη λογοτεχνική μορφή. Τείνουν απλώς να διαπερνούν τη μορφή για να εξαγάγουν το περιεχόμενο. Αυτό πιθανόν να είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι κριτική λογοτεχνίας, σε ό,τι με αφορά. Βλέπετε, έλαβα την εκπαίδευσή μου στην κριτική σχολή του Leavis και του Richards, εκείνων των διαπρεπών κριτικών του Καίμπρητζ που έδιναν μεγάλη προσοχή στις λέξεις πάνω στη σελίδα.
Βέβαια, στο παρελθόν άσκησα κριτική στην προσέγγιση αυτή της πρακτικής κριτικής, επειδή χρησιμοποιήθηκε για να μετατεθούν άλλα ζητήματα, θεωρητικά και πολιτικά, που εγείρει η λογοτεχνία. Όμως, η κριτική που εστιάζει στη μορφή δεν χρειάζεται απαραίτητα να παίξει αυτό τον ρόλο της απώθησης άλλων θεμάτων. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένα πρόσφατα βιβλία μου κατά κάποιον τρόπο «επέστρεψα» στην πρακτική κριτική, αλλά το έκανα με σκοπό να ευαισθητοποιήσω τους/τις φοιτητές/τριες σχετικά με τη σπουδαιότητα του τόνου, του ρυθμού, της υφής, όλων εκείνων των παραγόντων της λογοτεχνικής γλώσσας που η τεχνοκρατική κοινωνία μας τείνει να εξαλείψει.
Επομένως η κριτική έχει επωμισθεί τη σημαντική αποστολή να αναβιώσει τη διάσταση της γλώσσας ως αίσθησης, η οποία στις χώρες του εξελιγμένου καπιταλισμού τείνει να παραβλέπεται ή και να εξαλειφθεί.
-Πώς βλέπετε τη σχέση πολιτικής και μορφής μετά την επιστροφή σας από την υψηλή θεωρία στην πρακτική κριτική;
-Σκοπός μου είναι να δείξω στους/στις φοιτητές/τριες πως αυτά τα δύο δεν είναι όσο αντιθετικά φαίνονται. Εάν καταφέρουν να κατανοήσουν εκείνο που συχνά αποκαλώ η «πολιτική της μορφής» ή, αλλιώς, η ιδεολογία της μορφής, αυτό θα ήταν τεράστιο επίτευγμα από παιδαγωγικής πλευράς. Οφείλουν να αντιληφθούν η μορφή είναι φορέας ιδεολογίας όσο και το περιεχόμενο. Ο Φρέντρικ Τζέημσον έκανε, κάποτε, μια θαυμάσια, πραγματικά αξιομνημόνευτη, παρατήρηση. Ότι, δηλαδή, η μαρξική κριτική –και θεωρώ πως το ίδιο ισχύει για κάθε είδους κριτική– έχει, όπως είπε, την ευθύνη να λάβει υπόψη το σχήμα της γλώσσας. Αν δεν το κάνει αυτό, τότε δεν είναι κριτική.
-Αυτού του είδους η κριτική ή η θεωρία αναγκαστικά περιορίζεται εντός πανεπιστημίου;
-Νομίζω ότι οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές και να παραδεχθούμε ότι τα πανεπιστήμια είναι κατά κύριο λόγο ο χώρος που εδράζονται και κινούνται οι διανοούμενοι στην κοινωνία μας. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Παλαιότερα μπορεί να είχαν τη βάση τους στην εκκλησία ή στην αυλή ενός ευγενούς ή βασιλέως. Όμως, αυτό ισχύει σε μας σήμερα, Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον διανοούμενο και στον πανεπιστημιακό ερευνητή. Ο διανοούμενος, τουτέστιν ο δημόσιος διανοούμενος, διαφέρει από τον πανεπιστημιακό, ο οποίος ειδικεύεται σε μια επιστημονική περιοχή και την μελετά σε βάθος. Όμως, θα έλεγα ότι το είδος που θα επιδιώκαμε να καλλιεργήσουμε είναι ο δημόσιος διανοούμενος. Όμως δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό - απαιτεί μια σειρά ιστορικών, πολιτισμικών και κοινωνικών συνθηκών, την ύπαρξη κατάλληλης δημόσιας σφαίρας, γιατί δεν μπορείς να είσαι δημόσιος διανοούμενος και ταυτόχρονα απομονωμένος. Δυστυχώς, οι συνθήκες αυτές δεν εξαρτώνται από τους ίδιους τους διανοούμενους ούτε μπορούμε να τις νομοθετήσουμε σε ισχύ . Εξαρτώνται από ένα ευρύτερο κίνημα.
-Πώς θα ορίζατε τη θέση ενός διανοουμένου; Είναι αναγκαστικά κάποιος «εκτός», όπως τον όρισε ο Said, ή όχι;
-Νομίζω πως όχι. Είναι λάθος να θεωρούμε τους διανοούμενους ως προγραμματικά διαφωνούντες. Το κράτος, για παράδειγμα συχνά προσλαμβάνει πολύ δυνατούς διανοούμενους. Οι διανοούμενοι δεν είναι απαραίτητα επαναστάτες. Υπάρχει μια μεγάλη παράδοση συντηρητικών διανοουμένων που οφείλουμε να πάρουμε σοβαρά υπόψη. Υπάρχει μια τάση στην αριστερά να χρησιμοποιείται, μάλλον αβασάνιστα, η λέξη «διανοούμενος» με την έννοια της διανοητικής διαφωνίας. Όμως, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ορισμένους πολύ δυνατούς αντιπάλους. Επομένως, θα όριζα τον διανοούμενο, πολύ απλά, ως κάποιον που κινείται ανάμεσα σε διαφορετικά είδη λόγων, σε αντίθεση με τον πανεπιστημιακό που συνήθως κατέχει σε βάθος ένα είδος λόγου. Και, επίσης, ως κάποιον που αναλαμβάνει να διαδώσει και να δοκιμάσει τις ιδέες ευρύτερα στην κοινωνία και την κουλτούρα ως σύνολο, κάτι που δεν συμπεριλαμβάνεται απαραίτητα στις υποχρεώσεις του πανεπιστημιακού ερευνητή.
-Πώς θα περιγράφατε την κατάσταση της αριστεράς σε σχέση με τις συνθήκες παγκόσμιας κρίσης σήμερα;
-Mου κάνει τεράστια εντύπωση πόσο γρήγορα αλλάζουν τα πράγματα. Και όχι πάντοτε προς το καλύτερο. Το λέω αυτό, γιατί οι μεταμοντέρνοι διατηρούν αυτή την επιπόλαια ιδέα ότι κάθε αλλαγή είναι για καλό, πράγμα ανυπόστατο. Μπορεί να επισυμβούν αλλαγές προς το χειρότερο. Όμως, εάν σκεφτεί κανείς ότι το 1990 αναγγελλόταν ο θάνατος της ιστορίας - οι μεγάλες αφηγήσεις τελείωσαν, η ιστορία τελείωσε, μας διαβεβαίωναν. Είχαμε εισέλθει, υποτίθεται, σε μια φάση μετα-ιστορική, μετά-μεταφυσική, μετα-μοντέρνα, μετά-οτιδήποτε. Και τότε, δύο αεροσκάφη προσγειώθηκαν πάνω στους πύργους του Κέντρου του Παγκόσμιου Εμπορίου (WWT) στην αρχή τούτης της χιλιετίας, και μια νέα μεγάλη αφήγηση εμφανίστηκε ξαφνικά ακριβώς όταν ορισμένοι, μάλλον απογοητευμένοι, διανοούμενοι της αριστεράς διακήρυτταν ότι όλα αυτά τα ζητήματα είχαν τελειώσει.
Κανείς δεν πίστευε ότι η ιστορία θα επανεκκινούσε με αφετηρία τα απρόβλεπτα μέρη του ριζοσπαστικού Ισλάμ, το οποίο, πιστεύω, θα μας απασχολήσει για πολύ ακόμη. Και σκεφτείτε πόσα μείζονα συμβάντα σημειώθηκαν από τότε: η αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη, το κραχ – μια τεράστια καπιταλιστική κρίση, τα κινήματα των καταλήψεων και των πλατειών και ούτω καθ’ εξής.
Μας έγινε μάθημα τελικά, έτσι δεν είναι, ότι κανείς δεν δικαιούται να είναι αυτάρεσκoς όσον αφορά στην Ιστορία. Τη μία μέρα αναγγέλλεται ο θάνατος της ιστορίας και κυριολεκτικά την επόμενη χρονιά, το όλο ζήτημα ξανάνοιξε. Είναι αδύνατον να κάνει κανείς προβλέψεις και αυτό δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό. Ωστόσο, όπως ο Μπρεχτ είχε αντιληφθεί σοφά, υπάρχει αστάθεια, ιδιαίτερα ενός του καπιταλισμού, του πιο ασταθούς συστήματος στην ιστορία. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ισχυρό σύστημα, με εξαιρετική ευμάρεια, αλλά επίσης φοβερά ασταθές, με την κρίση να ενδημεί στον ίδιο του τον πυρήνα.
Αυτό σημαίνει ότι αναγκαζόμαστε να περνάμε κρίσεις συχνά και το πρόβλημα με τη σημερινή κατάσταση, ή τουλάχιστον ένα από τα προβλήματα που μπορώ να διακρίνω, είναι ότι όταν η τεράστια κεφαλαιοκρατική κρίση ξέσπασε το 2008, η αριστερά ήταν σε ανάπαυση και όχι σε επιφυλακή, είχε ήδη υποχωρήσει στα μετόπισθεν. Ορισμένες από τις δυνάμεις που δημιούργησαν την κρίση είχαν προηγουμένως «απωθήσει» την αριστερά, είχαν καταστρέψει το εργατικό κίνημα.
Αποτελεί, επομένως, μεγάλη ειρωνεία -και τούτο δεν έχει επισημανθεί επαρκώς- το ότι οι ίδιες αυτές δυνάμεις που οδήγησαν σε έναν καπιταλισμό εκτός ελέγχου, υπήρξαν εκείνες που τόσο είχαν αποθαρρύνει και αποδυναμώσει την αριστερά, ώστε όταν έφτασε η κρίση, η αριστερά δεν ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση για να αντιδράσει και να εκμεταλλευτεί το γεγονός προς όφελος των δικών της πολιτικών εναλλακτικών. Όμως κι αυτό μπορεί να αλλάξει. Μπορεί να έρθει εκείνη η στιγμή που η κρίση θα βρει την αριστερά σε καλή κατάσταση παγκοσμίως.


[Η παρούσα συνέντευξη αποτελεί απόσπασμα εκτενέστερης συζήτησης με τον Τέρρυ Ήγκλετον για τη λογοτεχνία, τη θεωρία και τα πανεπιστήμια σήμερα, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο 2015]

Δεν υπάρχουν σχόλια: