21/2/16

Ένα ποίημα απλό

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Pablo Picasso, Κήποι στο Vallauris, 15.1.1953, λιθογραφία, 57,2 x 76,5 εκ.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ, Αρλεκίνος, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ. 48

«Ταπεινή τέχνη δίχως ύφος», έγραφε ο Κ. Γ. Καρυωτάκης στο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», ένα ποίημα που εγκολπώνεται, και ταυτόχρονα εξαντλεί τη μοντερνιστική αντίληψη της ποίησης, αφού, εκτός από την αποενοχοποιημένη οικειοποίηση της λαϊκής τέχνης, αποδομεί την αντίληψη του υψηλού, με βάση την οποία συνεχίστηκε η μακρά παράδοση της τέχνης ως διαδικασίας «εξευγενισμού» των «πρωτόγονων» -καλλιτεχνικά και ανθρωπολογικά- μορφών.
Ο Καρυωτάκης βέβαια ως ύφος εδώ εννοεί την πόζα, συγκεκριμένα τη νεορομαντική πόζα της εποχής του, που μακροημέρευσε ως μοντερνιστική πόζα στη συνέχεια, ως πολιτική/κοινωνική πόζα στον Μεταπόλεμο, ως αμφισβητησιακή στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ως γλωσσική ατημέλεια ή –το ίδιο κάνει- ως λόγια εκζήτηση στις μέρες μας.
Ο Γιώργος Λίλλης, στον έκτο ποιητικό του βιβλίο, και αφού προηγήθηκαν δοκιμές και περιπλανήσεις του, αγωνιώδεις μεν αλλά όχι πάντα γόνιμες, όπως π.χ. αυτή στην ποίηση ιδεών, εδώ, κατά τη γνώμη μου, βρίσκει ένα ποιητικό πρόσωπο.
Έχω λοιπόν τη γνώμη, ότι σε αυτό το βιβλίο ξανακάνει τη διαδρομή από το ποίημα του Καρυωτάκη μέχρι σήμερα, με ενδιάμεση στάση την αποφορτισμένη και προσωπική/συνομιλητική ποίηση του Αναγνωστάκη, με τελικό όμως σταθμό τον ώριμο Σινόπουλο.

Θα παραμείνω απλά ένας ταχυδρόμος, ποτέ ο αποστολέας.
Ούτε καν ένας τυχαίος παραλήπτης.
Το βιβλίο του Λίλλη είναι σκανδαλωδώς χαμηλότονο και πεζολογικό, σε σημείο που η στιχοποιητική μορφή απλώς να ακολουθεί, απλώς να υποκαθιστά, τη στίξη. Τίποτα περισσότερο. Ήτοι, αυτό είναι το ύφος της ποίησής του εδώ: δίχως πόζα. Μια ποιητική που υπόκειται στον κανόνα/πρόταγμα του ώριμου Σινόπουλου: «τα λυρικά να λείπουνε».
Κι ας δηλώνει ο ίδιος ο ποιητής, σε μια αυτοπαρουσίαση του βιβλίου: «Σε μια εποχή που το σκοτάδι πύκνωνε γύρω μου αποφάσισα, ως ύστατη αντίδραση, να καταφύγω στον λυρισμό ― αναζήτησα τον δικό μου αρλεκίνο μέσα σ’ ένα ποίημα που έχει τις καταβολές του στον ρομαντισμό. Ο Αρλεκίνος δεν είναι μόνο ένα ερωτικό ποίημα· είναι μια ελεγεία για τις περίτεχνες αυταπάτες μου. Με θέτει ενώπιον του εαυτού μου. Αλλά και ενώπιον του κόσμου που με περιβάλλει. Η Γυναίκα, με κεφαλαίο, είναι το πρότυπο της αγνότητας και της υπεροχής. Η κρυφή δίοδος στο φως. Εκείνη που με έμπνευσε, και της το αφιερώνω μυστικά, διαφυλάττοντας έτσι αυτή την αγνότητα από τις ατραπούς της καθημερινότητας.»
Γιατί ο λυρισμός στον οποίο ακουμπά είναι ο λυρισμός των πραγμάτων, ήτοι της φύσης και των ανθρώπων, και όχι ο λυρισμός της φλουταρισμένης καθημερινότητας και της φλουταρισμένης γλώσσας, όπως συμβαίνει π.χ. στο κυρίαρχο παράδειγμα της ποίησης της Δημουλά.
Οι γύπες χόρτασαν από σάρκες.
Ας δώσουμε την ευκαιρία στ’ αηδόνια να τραγουδήσουν.
Άλλωστε, επιλέγοντας το πλέον διάσημο και προφανές προσωπείο, αυτό του αρλεκίνου, τόσο προφανές που καταντά δηλωτικό πρόσχημα, στην ουσία επιλέγει να μιλήσει προσωπικά.
Αυτό που επιθυμώ είναι ο γόνιμος διάλογος.
Να βγάλουμε τις μάσκες, να αποθέσουμε τα σπαθιά στο έδαφος.
Ήτοι, επιλέγει να ταυτιστεί με τους ανθρώπους και τα πράγματα, με τον πόνο τους∙ με τον εαυτό του. Και έτσι, μπορεί, με τη δική του φωνή, με την αμεσότητα της γλώσσας, να μιλά για όσα είδε, γνώρισε, σκέφτηκε, διάβασε, στον κόσμο αυτό.
Ποιο είναι όμως το αισθητικό πρόταγμα μιας τέτοιας ποίησης; Μήπως η επιστροφή στο ναΐφ, στο αδιαμεσολάβητο, στον αυθύπαρκτο και διαρκή «έσω εαυτό»; Το αντίθετο: απ’ τους μεταπολεμικούς ποιητές, ο Σινόπουλος ήταν αυτός που, περισσότερο από κάθε άλλον, σπούδασε ποιητικά, με σύστημα, σε βάθος, με διάρκεια, τον (αγγλοσαξονικό) ποιητικό μοντερνισμό (όπως και η Ελένη Βακαλό). Μόνο έτσι έφτασε στη δυνατότητα της απλότητας και της φυσικότητας του ύφους. Γιατί μόνο από τη διανυθείσα διαδρομή προκύπτει η ποιότητα του αισθητικού προτάγματος. Και το πρόταγμα του Λίλλη προκύπτει ως απάντηση στο αίτημα της σύγχρονης ποιητικής έκφρασης, όχι ως λύση του εκφραστικού προβλήματος, η οποία άλλωστε ποτέ δεν είναι «οριστική».
Έτσι σε διαβαίνω, καιρέ. Με λασπωμένα άρβυλα.
Έτσι σε διανύω, εαυτέ. Με υπερθετική μοναξιά.
Δοσμένος σ’ ένα έργο που δεν τελειώνει ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: