20/3/16

Αιγυπτιακός διαφωτισμός

ΤΗΣ ΠΕΡΣΑΣ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥΛΗΣ, Καιρός να συγχρονισθώμεν, η Αίγυπτος και η αιγυπτιώτικη διανόηση 1919-1939, εκδόσεις Gutenberg - Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κύπρου

Η ελληνική παροικία της Αιγύπτου,  ή αλλιώς η Αιγυπτιώτικη παροικία, υπήρξε ανέκαθεν πόλος έλξης, αλλά και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για πολλούς μελετητές και συγγραφείς. Ακόμα και σήμερα, που η παροικία έχει συρρικνωθεί σημαντικά, αγγίζοντας τα «όρια της ανυπαρξίας»,  δε σταματά να εμπνέει και να προσελκύει το ενδιαφέρον τους, καθώς η ιδιαιτερότητα και η ιδιομορφία της, η ραγδαία ανάπτυξη της, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά και η έπειτα φθίνουσα πορεία της, η οποία διενεργείται ξαφνικά και με ταχύτατους ρυθμούς, αμέσως μετά τη Νασερική εποχή, εγείρει πολλά ερωτηματικά και αντικρουόμενες απόψεις. Κυρίως όμως προκαλεί το ενδιαφέρον τους, γιατί η πορεία της βρισκόταν σε απόλυτη συνάρτηση και συνάφεια με τις ιστορικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές της ίδιας της Αιγύπτου, που κατά τεκμήριο υπήρξαν καταλυτικές, όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής, μετασχηματίζοντας σημαντικά τα εδραιωμένα για χιλιετίες δεδομένα. Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, δεν μπορεί να υπάρξει «σύζευξη» εθνών χωρίς επικοινωνία, συνεργασία και αμοιβαίες επιρροές πόσο μάλλον, όταν μια τέτοια σύζευξη χρονολογείται από τους αρχαίους χρόνους, κάτι που επιβεβαιώνεται περίτρανα από πάμπολλα αρχαιολογικά τεκμήρια. 
Η Αιγυπτιώτικη παροικία υπήρξε πάντα δραστήρια και ευεργετική για την Αίγυπτο και τους Αιγυπτίους, αλλά και η Αίγυπτος έπαιξε καταλυτικότατο ρόλο στη διαμόρφωση, τη διάπλαση και τη σύνθεση της ιδεολογίας της, και σ’ αυτήν ακριβώς την αμφίδρομη σχέση, εστιάζει τη μελέτη του ο συγγραφέας και μελετητής, Μανώλης Μαραγκούλης, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του. Στην εν λόγω μελέτη ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη του άφθονα, στέρεα και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την παροικία, φωτίζοντας μοναδικά εκφάνσεις της οικονομικής, κοινωνικής και κυρίως της πολιτισμικής ζωής του αιγυπτιώτη ελληνισμού, διευρύνοντας τον ορίζοντα της γνώσης του για την μετεξέλιξή του, ιδίως κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, που αποτελούν και τις πλέον καθοριστικές για την ύπαρξη και την άνθισή της. Αλλά ο συγγραφέας υπερβαίνει εδώ τις συνηθισμένες ερευνητικές διαδικασίες και τα κλισέ. Δεν εστιάζει επιφανειακά στις κοινότοπες επαφές που διενεργήθηκαν ανάμεσα στην ελληνική παροικία και την αιγυπτιακή κοινωνία, αλλά αναδεικνύει και  υπογραμμίζει  τη γόνιμη ‘σχέση’ ανάμεσα στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου και το αραβικό στοιχείο, επικεντρώνοντας την προσοχή στη σχέση που ανέπτυξε η ελληνική παροικία με την αιγυπτιακή διανόηση, μια διανόηση που υπήρξε καθοριστική για την ανασκευή της συλλογικής και εθνικής ταυτότητας των Αιγυπτίων και κατά συνέπεια του Αραβικού κόσμου. Και καθώς το βιβλίο εμπεριέχει πλήθος πληροφοριών και τεκμηρίων που ενδυναμώνουν το περιεχόμενο της έρευνας –η μελέτη απλώνεται σε περισσότερο από 600 σελίδες- ο συγγραφέας τις κατανέμει σε έξι ενότητες, στις οποίες ιχνηλατεί και καταγράφει σχολαστικά όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής του τόπου, εφοδιάζοντας τον αναγνώστη του με πάμπολλες θεωρητικές τεκμηριώσεις, στοιχεία, ευρήματα και ιδέες, που καταρρίπτουν την παραδοσιακή και προκατειλημμένη άποψη πολλών Δυτικών για την Αίγυπτο, κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, άποψη που αναπτύσσει με τη θεωρία του οριενταλισμού,  ο στοχαστής Έντουαρντ Σαΐντ, στο  διάσημο βιβλίου του, Όριενταλισμός.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πρώτα κεφάλαια/ενότητες της μελέτης του Μαραγκούλη επισημαίνεται η ανθρωπογεωγραφία του τόπου, με επίκεντρο και εστίαση στη ζωή και τις παραδόσεις του φελάχου στις αγροτικές περιοχές της Αιγύπτου, αλλά και στο μετα-αποικιακό περιβάλλον, που αρχίζει να εδραιώνεται και να γίνεται αισθητό  μετά  τις αιγυπτιακές πολιτικές εξελίξεις, που ακολούθησαν την ιστορική επανάσταση του Σάαντ Ζαγλούλ, το 1919. Η ιδεολογία του αιγυπτιακού εθνικισμού αρχίζει τώρα να διαφαίνεται πιο έντονα από πρώτα. Έτσι, απέναντι στις νέες αυτές αλλαγές και τις προκλήσεις η ελληνική παροικία έρχεται αντιμέτωπη με νέες συνθήκες, στις οποίες καλείται να ‘εγκλιματιστεί’, να προσαρμοστεί. Η ανάγκη ουσιαστικότερου διαλόγου και μιας πιο καίριας πολιτιστικής και πολιτισμικής επικοινωνίας είναι πλέον επιτακτική και εκφράζεται με ποικίλους τρόπους, τους οποίους ο συγγραφέας αναλύει εμπεριστατωμένα και τεκμηριωμένα, εμμένοντας λίγο περισσότερο στην αναγκαιότητα εκμάθησης της αραβικής γλώσσας από τους παροίκους, οι οποίοι ως τότε, και μαζί με την εγχώρια αριστοκρατία, αρνούνταν να τη χρησιμοποιούν στις επίσημες επαφές τους. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο συγγραφέας μάς εισάγει στις αρχικές προσπάθειες της παροικίας να σχετιστεί με τις λόγιες πολιτισμικές εκφράσεις της νεότερης Αιγύπτου. Η αιγυπτιακή Νάχντα, ο λεγόμενος αιγυπτιακός διαφωτισμός,  αυτούσιος αλλά και μέσα από τα μάτια των ελλήνων διανοητών, αναπτύσσεται με ενάργεια, ενώ αναφέρονται και τα φεμινιστικά κινήματα της χώρας, όπως επίσης και οι κοσμικές εκφάνσεις της μουσουλμανικής διανόησης, που καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της έρευνάς του. Θα έλεγα μάλιστα ότι καμία άλλη μελέτη δεν αναφέρεται με τόση λεπτομέρεια σε αυτή την τόσο σημαντική  πτυχή.                                                                   
Η αφύπνιση της Αιγύπτου δίνεται γλαφυρά στις επόμενες ενότητες του βιβλίου, κι όχι μόνο μέσα από τα μάτια των ίδιων των Αγυπτιωτών ελλήνων που τη βιώνουν, αλλά και μέσα από τις ρηξικέλευθες δραστηριότητες των Αιγυπτίων στο πεδίο της γνώσης και της επιστήμης, ενώ αναφέρονται επίσης και οι  δραστηριότητες των Αιγυπτίων λογίων και η συμμετοχή τους στα μορφωτικά  Ιδρύματα της Αιγυπτιακής αυλής. Στις ίδιες αυτές ενότητες ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός των σημαντικών αυτών μεταβολών στο πεδίο της γνώσης και της επιστημονικής έρευνας, αφού ανάμεσα σε άλλα, ιδρύονται η Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία και το Ινστιτούτο της Αιγύπτου, που απασχολεί ξένο αλλά και ‘ντόπιο’ επιστημονικό προσωπικό και ίσως για πρώτη φορά.  
Στις επόμενες ενότητες καταγράφεται η ιστορική γενεαλογία του αιγυπτιώτη ελληνισμού μέσα από αφηγήσεις και λογοτεχνικά κείμενα. Εδώ η λογοτεχνία παίζει πρωταρχικό ρόλο στη διασφάλιση της πολιτιστικής επικοινωνίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο εθνότητες. Αναφέρονται οι σημαίνουσες παρεμβατικές συμπεριφορές που διασχίζουν τα πολιτισμικά σύνορα των δύο εθνών, ανάμεσα σε αυτές, και ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες, είναι οι παρεμβάσεις της λογοτεχνίας που  συμβάλλουν τα μέγιστα στις πολιτισμικές σχέσεις των Ελλήνων και των Αράβων. Η ελληνική παροικία, και κυρίως η αιγυπτιώτικη ελληνική διανόηση, συνετέλεσαν στο πάντρεμα της ελληνικής δημιουργίας και της παράδοσης με τον αιγυπτιακό πολιτισμό σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής, διαμορφώνοντας το ύφος και το ήθος τόσο της ζωής, όσο και της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η λογοτεχνική αναπαράσταση της αιγυπτιακής ανθρωπογεωγραφίας συνεχίζεται και στα επόμενα κεφάλαια, αλλά η λογοτεχνία βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο, αφού κατά τον συγγραφέα διενεργεί θεμελιώδη και πρωταρχικό ρόλο. Στη συγκεκριμένη ενότητα παραθέτονται πολλά παραδείγματα της μεσοπολεμικής λογοτεχνίας,  με κείμενα ποιητών και λογίων, όπως του Κ. Π. Καβάφη, Τσαγκαράδα, και άλλων επιφανών, ενώ εξετάζεται ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών ιστοριογραφικών, λαογραφικών, δημοσιογραφικών, αλλά και περιηγητικών κειμένων που παράγονται από την αιγυπτιώτικη διανόηση. Παράλληλα ερευνάται η σχέση που αναπτύσσεται με την αποικιοκρατική ιδεολογία των Βρετανών αξιωματούχων, σε αντίστιξη πάντα με εκείνα της αντιαποικιακής κατεύθυνσης των αιγυπτίων διανοητών. Αλλά και η οικονομική πρόοδος των Αιγυπτίων εξετάζεται με λεπτομέρεια και αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην καταλυτική επίδραση των ελλήνων εμπόρων, ενώ ανάγλυφα αναφέρεται και η μαρξιστική διανοητική κοινότητα της γενιάς του Τσίρκα.  
Εν κατακλείδι, το βιβλίο του Μανώλη Μαραγκούλη αποτελεί μια έξοχη μελέτη, αλλά και σημαντικότατη καταγραφή της πολιτιστικής και πολιτισμικής δραστηριότητας του ελληνικού παροικιακού πληθυσμού πάντα σε συνάρτηση με εκείνες των Αιγυπτίων γηγενών. Είναι ένας πλούσιος και πολύχρωμος ανθρώπινος χάρτης, πάνω στον οποίο χαρτογραφείται η πορεία, η ανάπτυξη, η δράση, η συνεισφορά αλλά και η προσφορά των Ελλήνων του Καΐρου και των άλλων αστικών περιοχών, πάντα υπό το πρίσμα της εξέλιξης, των αλλαγών και των επιρροών της φιλόξενης αυτής χώρας.

Η Πέρσα Κουμούτση είναι συγγραφέας

Γιώργος Τσεριώνης, Punch Face, 2016, πηλός, κρύσταλλο, ξύλο, 28 x 18 x 16 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: