12/3/16

Κρίση, αφηγηματική εκπροσώπηση, καλλιτεχνική έκρηξη

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ

Ένα θέμα που ανέκυψε παράλληλα με την ελληνική κρίση είναι η αναπαράστασή της και κατ’ επέκταση η εκπροσώπηση που συνεπάγεται: το ποιος μιλά εν ονόματι τίνος. Τα τελευταία χρόνια παρακολουθήσαμε την κατασκευή μιας νέας άρθρωσης, η οποία οργανώνεται από κάποιους έναντι άλλων που βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Μια θέση που αφενός εγείρει την αναλυτική περιέργεια αφετέρου δημιουργεί υποκείμενα δίχως φωνή. Οι εκτοπισμένοι εκτός λόγου βρίσκονται σε μια ενδιάμεση συνθήκη, μια συνθήκη πολιτειακής εκκρεμότητας και οριακότητας που τους μετατρέπει σε εμψυχωτές διεθνών προβλέψεων και σε μετέχοντες μιας συγχρονικότητας προ-οικονομημένης.
Οι δίχως φωνή λοιπόν δεν παρίστανται οι ίδιοι για να μιλήσουν. Στέκονται μπροστά σε ένα παγκόσμιο ακροατήριο, το οποίο θέλει να ακούσει για εκείνους παρά να ακούσει εκείνους. Ενώπιον αυτού του ακροατηρίου υποκαθίστανται από τρίτους που εξουσιοδοτούνται να μιλήσουν στο όνομά τους. Η αδυναμία τους να μιλήσουν οι ίδιοι είναι βεβαίως αποτέλεσμα της συνθήκης τους: αντί να τους δοθεί βήμα γίνονται αντικείμενο εξιστόρησης των κάθε λογής ειδικών που τους εκπροσωπούν. Η κατάσταση αφωνίας στην οποία βρίσκονται σημαίνει τη μετατόπιση από τη θέση του αφηγητή στη θέση του αφηγηματικού αντικειμένου. Εκείνος που μιλά έναντι των Άλλων, αυτός που καταλαμβάνει τώρα τη θέση του αφηγητή, αυτόματα προεξοφλεί την αδυναμία τους να εξηγήσουν τη συνθήκη τους και επιτελεί τη χειραγωγική προϋπόθεση της εκπροσώπησης.

Συνέπεια αυτής της μετατόπισης είναι και η μεταστροφή της πρόσληψης του Ίδιου, που τώρα καθορίζεται από τα συστημικά αφηγηματικά αιτήματα και την εκφορά την οποία αυτά ορίζουν. Οι δίχως φωνή, έχοντας αποστερηθεί τη δυνατότητα να περιγράψουν την κατάστασή τους και να οργανώσουν την εικόνα τους, διαδικασία που λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής της συνθήκης τους, απομακρύνονται σταδιακά από το ενδεχόμενο του αυτοκαθορισμού τους. Η εκπροσώπηση, όμως, συνεπάγεται επιπλέον την εγκαθίδρυση μιας μορφής επιτήρησης, η οποία αποτελεί αναγκαία συνθήκη ώστε να πραγματοποιηθεί η εκπροσώπηση. Οι εκτός λόγου γίνονται αντικείμενο εποπτείας των παρατηρητών-εκπρόσωπών τους και ως εκ τούτου αντικείμενο μιας βιοπολιτικής διαχείρισης του λόγου που παράγει πολυεπίπεδες ασυμμετρίες και διαστρωματώσεις. Η διαμεσολάβηση και η εκπροσώπηση δεν παύουν να αναπαράγονται ακόμα και στις περιπτώσεις που γίνεται ευθεία παραπομπή στις διατυπώσεις των εκπροσωπούμενων. Και τότε ακόμα οι λόγοι τους προκαθορίζονται από τα κυρίαρχα αφηγηματικά αιτήματα. Πρόκειται για μια τακτική που καθιερώθηκε στα χρόνια της αποικιοκρατίας και βασίζεται στην εγκαθίδρυση μια μορφής ξενότητας: την υιοθέτηση ενός υπαγορευμένου αφηγήματος που δημιουργεί εσωτερική ρήξη στην εικόνα της εκάστοτε οντότητας, συλλογικής ή ατομικής, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του οικείου πλαισίου αναφοράς και τον διχασμό.

Στην περίπτωση της καθ’ ημάς εκδοχής της κρίσης, ήδη από το 2010 άρχισαν να φθάνουν στην Αθήνα δημοσιογράφοι και να αναζητούν την εκπληρωμένη μορφή ενός προϊδεασμού που ήθελε την χώρα να βρίσκεται σε τροχιά αλλαγής και τους Έλληνες να προωθούν μια οργανική και από-τα-κάτω αναμόρφωση. Προβλεπόταν, λοιπόν, πως η Ελλάδα θα υιοθετούσε ένα νέο δημιουργικό μοντέλο, απαλλαγμένο από τα υπολείμματα της προσποίησης, της κρατικοδίαιτης λογικής και της διαφθοράς, ένα μοντέλο το οποίο θα οδηγούσε γρήγορα στην άνθιση της τέχνης, στην ανακεφαλαίωση των τρόπων παραγωγής της, σε μια επινοητική πρακτική που θα γεφύρωνε την κοινωνική προσαρμοστικότητα και τη ριζοσπαστική ενατένιση. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας και η απειθαρχία, στοιχεία προσδοκώμενα σύμφωνα με την παγιωμένη πρόσληψη του Νότου, η επινοητικότητα και η ευμεταβλητότητα, συμβατές με την ανεξαρτήτως προέλευσης καλλιτεχνική επισφάλεια, γίνονταν εδώ προνομιακές ταυτοσημίες της κρίσης, φυσικοποιήσεις που αναπαράγονταν από τα μίντια και τον μηχανισμό πρόβλεψης τάσεων. Την ίδια στιγμή, δεν έπαψε να απασχολεί και η ριζοσπαστική χειραφέτηση, η οποία ωστόσο δεν συμβάδιζε με τα κυρίαρχα αιτήματα, με αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί συστηματικά και τελικά να αμβλυνθεί. Η πρόβλεψη της καλλιτεχνικής έκρηξης ωστόσο εκπληρώθηκε, παρά την αδρανοποίηση του ριζοσπαστισμού, κι ως εκ τούτου προκύπτει η ανάγκη να εξηγηθεί και να εκτιμηθεί η σημασία της υπό τις παρούσες συνθήκες.
Τι μένει επομένως όταν ο πολλαπλασιασμός των καλλιτεχνικών πρακτικών και η πολιτική χειραφέτηση αποκόπτονται και δεν αναπτύσσονται παράλληλα; Όταν αναστέλλεται η ριζοσπαστικότητα και η τέχνη συνεχίζει ακατάπαυστα να ανθοφορεί ανεξάρτητα από τις ματαιώσεις του πολιτικού πεδίου; Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η άνθιση της τέχνης φαίνεται πως μετατρέπεται σε μια προστακτική, σε μια διαδικασία δημιουργικής επιτάχυνσης η οποία στερείται τον αναστοχασμό και την δομική κριτική. Ανταποκρινόμενη στην επιτήρηση ενός κυρίαρχου Άλλου και ακολουθώντας την κατηγορική προστακτική της δημιουργίας που υπαγορεύεται από-τα-πάνω, παράγεται μια τέχνη η οποία εκπληρώνει τις διεθνείς προβλέψεις της δημιουργικής έκρηξης, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να γεμίσει το κενό νοήματος που αναδύεται στην κρίση. Ο επιταχυμένος παροντισμός και η κοινωνική οριακότητα της κρίσης δεν ευνοούν τη συνθήκη της καλλιτεχνικής μετάπλασης∙ αντιθέτως, διαμορφώνουν ένα πεδίο αστάθειας και μη αφομοιωμένης καλλιτεχνικής παραγωγής. Εγκαθιδρύεται, επομένως, η επικράτεια των αντανακλαστικών σχολιασμού και της γρήγορης ανταπόκρισης σε επείγουσες συνθήκες, καλλιεργείται η λογική της γνώμης και μάλιστα μεταφέρεται στο πεδίο της τέχνης ως αναλογία: ένα καλλιτεχνικό opinionism που παράγει βιαστικές δημιουργικές συναρμογές. Βρισκόμαστε για μια ακόμα φορά στο σημείο που η έρευνα, η σημασιολογική θεμελίωση, η οργανική εμπέδωση, υποχωρούν μπροστά στην υπαγόρευση μιας επιταχυμένης πρακτικής που βιάζεται να κεφαλαιοποιήσει την κρίση, την ανάγκη για επεξηγήσεις, κατασκευάζοντας ανεδαφικά μοντέλα σκέψης και ανυπόστατες μορφοποιήσεις, βασισμένες στη μεταχείριση της γενικευμένης ρευστότητας του νοήματος. Η εν λόγω ρευστότητα επιτρέπει τη μεταστροφή των λόγων, των σημασιών, των πρακτικών, με μια έννοια επιτρέπει τη χειραγώγησή τους και παράγει επιφαινόμενες, ψευδότυπες κοινωνικές και δημιουργικές ενδεχομενικότητες.
Αυτή η συνθήκη διατρέχει άρθρα, παρεμβάσεις διανοούμενων, θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις: κύριο χαρακτηριστικό πολλών από αυτές είναι η αισθητική του ρεπορτάζ και το δημοσιογραφικό πνεύμα. Φυσικά θα πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι δεν εμπίπτουν όλες και όλοι στη συγκεκριμένη λογική. Ευτυχώς υπάρχουν εξαιρέσεις και μάλιστα λαμπρές· χαρακτηριστικές είναι εκείνες των ανθρώπων των κινημάτων που, είτε ταυτίζονται με τους πληγμένους της κρίσης είτε είναι οι ίδιοι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό πληγμένοι, κατορθώνουν να αγωνιστούν και όχι απλά να συνεισφέρουν στη ροή μιας εν τέλει ευτελούς και κοινότοπης ρητορικής. Ο βαθμός συνάφειας και κοντινότητας του ομιλούντος, με την κατάσταση εκείνου τον οποίο εκπροσωπεί, έχει σημασία. Έχει νόημα πια να λέμε ότι θα πρέπει να είναι αυτονόητος ένας βαθμός συμπάσχειν σε όσους θέλουν να μιλούν για την κρίση μέσα από την σκοπιά των θυμάτων της. Η αποδοχή αυτού του όρου και η κριτική απέναντι στη ιδέα ότι το όφελος που λαμβάνουν οι πληγμένοι της κρίσης μέσα από την προβολή του «θέματός τους» είναι δεδομένο ανεξαρτήτως της θέσης και των χειρισμών του εκπροσώπου, είναι απαραίτητες.
Προϋποτίθεται, λοιπόν, ενός είδους «κοινωνία» που θα δεσμεύει τα υποκείμενα που λειτουργούν ως εκπρόσωποι. Με λίγα λόγια, το να μιλά κανείς για την κρίση και την ευαλωτότητα ενέχει ένα τίμημα και δεν μπορεί να αποτελεί όχημα επιτάχυνσης προσωπικών διαδρομών. Δίχως να εννοείται ότι θα πρέπει όσοι αρθρώνουν λόγους σχετικά με την κρίση να βρίσκονται σε μια συνθήκη αυταπάρνησης όμοια με εκείνη στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό της η μαρτυρική Simone Weil, και όσο κι αν είναι διφορούμενες παρόμοιες ταυτίσεις και τέτοια παραδείγματα, την ίδια στιγμή δεν μπορούμε να μην αντιμετωπίζουμε κριτικά τις περιπτώσεις εκείνων που προπαγανδίζουν κρίσιμα ζητήματα του παγκόσμιου πεδίου, ακολουθώντας απλά μια τάση και εκπληρώνοντας μια τυπική προϋπόθεση για να παραμείνουν ενεργοί και να θεωρούνται ριζοσπαστικοί και αλληλέγγυοι στο πλαίσιο αναφοράς στο οποίο λογοδοτούν.
Και για να γίνει πιο σαφές εκείνο που εννοώ θα επισημάνω ένα πρόσφατο παράδειγμα: ο διεθνής εικαστικός Ai Weiwei επισκέφτηκε την Μυτιλήνη, συνάντησε τις τοπικές αρχές, έλαβε ως δωρεά από τον οικονομικά εξασθενημένο Δήμο μερικές χιλιάδες σωσίβια (τα οποία χρησιμοποίησε για ένα έργο του στο Konzerthaus του Βερολίνου), φωτογραφήθηκε ως πνιγμένο νήπιο (αναπαριστώντας την εικόνα του άτυχου Σύρου Alan Kurdi), διοργάνωσε μια εκδήλωση επωνύμων που φορούσαν θερμικές κουβέρτες διάσωσης, τελικά κατορθώνοντας να ξεσηκώσει μια θύελλα διαμαρτυριών... Και όλα αυτά σε τίνος το όνομα; Φοβάμαι πως η εικόνα που παρουσίασε ο Ai Weiwei τις τελευταίες εβδομάδες, αποτελούν την πιο φρικτή εκδοχή μιας τέχνης που επικαλείται την πολιτική ριζοσπαστικότητα ενώ επιτελεί ένα συστημικό παιχνίδι με τους πιο κυνικούς όρους. Πρόκειται για την αναπαραγωγή ενός διπλού δεσμού που ακροβατεί μεταξύ συμπαράστασης και εκμετάλλευσης και είναι βέβαιο πως η σύγχυση που γενικεύουν τέτοιες τακτικές δεν βοηθούν· είναι βέβαιο πως όταν μιλάμε για προπαγάνδιση και αντίσταση, για συμμετοχή και αγωνιστικότητα, εννοούμε κάτι άλλο.

Συνοψίζοντας, η μεταδημοκρατική συνθήκη και ο πολιτισμός της υπαγόρευσης παράγουν λόγους, ταυτότητες και πολιτειότητες. Οι εκπροσωπήσεις και οι εκπρόσωποί μας, οι αναφορές και οι γνωμοδοτήσεις τους, οι μορφές που δημιουργούν, συνιστούν την αναπαράσταση και την ίδια στιγμή επιτελούν την παράστασή μας: διαμορφώνουν το πλαίσιο στο οποίο εγγραφόμαστε και καθορίζουν την ύπαρξή μας και το μέλλον μας. Όλες αυτές οι διαδικασίες ενορχηστρώνουν έναν μηχανισμό, ο οποίος εμπλέκει ζητήματα ηθικής τάξης: παράγει τους όρους που συγκροτούν μια οντολογική συνθήκη η οποία υπερβαίνει τα επιμέρους πεδία —την τέχνη, τη γνώση, την πληροφόρηση και ούτω καθεξής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι λόγοι και τα έργα, οι πράξεις και οι πρακτικές μας, υποστασιοποιούνται, λαμβάνουν σημαίνουσες πολιτικές διαστάσεις και καταδεικνύουν το επείγον της αποκρυστάλλωσης, της κριτικής μετατόπισης και του επαναπροσδιορισμού.

Μια πρώτη μορφή του κείμενου ανακοινώθηκε στις 25/9/2015 στο συνέδριο Institutions, Politics, Performance, στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο Green Park.

Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων

Στέφανος Ρόκος, Το Πάρτι: Ένας Χρόνος Μετά / The Party: One Year After, 2015,
μεικτή τεχνική σε χαρτί , 92 Χ 127 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: