12/3/16

Υστερόγραφο στον Πρόλογο μιας συλλογής

Στέφανος Ρόκος, Δοκιμή σε ένα Τέλειο Περιβάλλον / Tasting in a Perfect Setting, 2014, μεικτή τεχνική σε χαρτί , 156 Χ 127 εκ. 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ, Η γλώσσα των υπερηρώων, Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 43

Ο Παναγιώτης Βούζης είναι ένας σοβαρός ομηριστής φιλόλογος, που είχε την καλοσύνη να παραβεί τους κανόνες της ευπρεπούς ομηρικής έρευνας και να σχολιάσει σε έναν πρόλογο το βιβλίο μου Ο Όμηρος και το Αλφάβητο, όπου χρησιμοποίησα τους αλφαβητικούς τίτλους των ραψωδιών ως κώδικες για μια θεματική ακροφωνική δομή των επών.
Εδώ όμως μεταπήδησε από σχολιαστής, κριτικός, θεωρητικός στην πράξη. Στο ποιητικό του βιβλίο, Η γλώσσα των υπερηρώων [το οποίο προλογίζω], συνθέτει, στο τέλος της συλλογής, μια σειρά από πεζά κείμενα, γραμμένα σε απλές φράσεις αλλά με μια συνεχή ροή γλωσσική, που δημιουργώντας ένα κείμενο από αντι-συνειρμικές διακοπτόμενες φράσεις, οι οποίες συνδέονται με τον ρυθμικό παλμό της γλώσσας, συναποτελούν ένα γλωσσοκεντρικό κείμενο ανεξάρτητων φράσεων, που κατάγεται από το κυβιστικό ποίημα «Ζώνη» του Απολλιναίρ και από τα “Γράμματα επιστολές” του, όπως το «Lundi rue Christine», ελευθερώνοντας τη φράση από τη νοηματική συνέχεια και έτσι “κτίζοντας” το κείμενο με όμως έναν συνεχή ρυθμό, που αποτελεί ένα συνεχές παρόν ενός κόσμου, όπου μπορεί να συμβούν ή να μη συμβούν γεγονότα αληθινά ή φανταστικά, δίνοντας στο κείμενο μια πολυδιάστατη δομή. Με αυτόν τον τρόπο τα τρία κείμενα, το «Planck», το «A longdistance call» και το «Brzo!», συνιστούν μια συνεχή αφήγηση περιστάσεων πάνω σε μία οθόνη μέχρι πρότινος άδεια, αλλά δεκτική παντοιοτρόπων εξισώσεων στο κενό.

Γιατί όμως η γλώσσα του Παναγιώτη Βούζη είναι τόσο αναγνώσιμη; Γιατί δεν έχει πλέον τις εξωφρενικές μεταφορές των “αυτομάτων” κειμένων των παλαιότερων, οι οποίοι επέμεναν στη μη-νοηματικότητα, αλλά με καθημερινή νοημοσύνη παρουσιάζει ένα τοπίο γραφής, που είναι εξίσου οικείο όσο και ανοίκειο. H γραφή με αυτό τον τρόπο δημιουργεί μια προφορική ένταση, την οποία τα συνήθη “μοντερνιστικά” κείμενα δεν έχουν, και ένα “πλατώ” περιστάσεων κοινότοπων ή ανήκουστων, που επεκτείνουν την εμπειρία μας της συνηθισμένης γλώσσας. Κάθε φράση έχει ένα νόημα, αλλά και μια ρυθμική αρχή και τέλος, όπως σε ένα μουσικό κομμάτι. Είναι άμεση και δεν χρειάζεται ερμηνεία. Αφηγείται μόνη της τον εαυτό της, στη συνήθη, ιδιάζουσα γλώσσα των υπερηρώων.

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: