6/5/16

#Βασανίζομαι

ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΑΨΑΣ, Η Λευκή Κουρτίνα, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 128

Ακολουθώντας την φόρμα μιας μαθηματικής δυστοπίας ή καλύτερα μιας ανεπίλυτης μαθηματικής εικασίας η περιπέτεια του Χ. τον οδηγεί σε μια οδυνηρή αλλά απολύτως ανταποδοτική διαδρομή αυτοσυνείδησης. Κι ενώ εκείνος πασχίζει να αποδείξει στους παράξενους δεσμώτες του ότι δεν είναι αυτός, που νομίζει ότι εκείνοι νομίζουν ότι είναι, οι εμπειρίες του παρελθόντος της ενηλικίωσης καθώς και οι σχέσεις με τους ανθρώπους εγείρουν ανυπέρβλητα εμπόδια και τον καθηλώνουν στην διανοητική του φυλακή.
Όπως ο Γκέρντ Βίσλερ στις Ζωές των Άλλων γίνεται σταδιακά αναπόσπαστο μέρος της ζωής των ανθρώπων που παρακολουθεί έτσι και ο Χ. προσδένεται στην πραγματικότητα εκείνων, των Άλλων και την οικειοποιείται. Εξάλλου, εδώ και καιρό αυτή που εκείνος αναγνωρίζει ως πραγματική ζωή έχει πλεχθεί με την αναπαράσταση της όπως αυτή δίνεται μέσα από τον ψηφιακό κόσμο και τα κοινωνικά δίκτυα του.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Γράψα Η Λευκή Κουρτίνα (Καστανιώτης, 2016) γράφεται στο «όνομα» της γενιάς που η ενηλικίωση της δεν εκπληρώνεται. Μέσα από την αφηγηματική εναλλαγή μεταξύ του πρώτου και τρίτου προσώπου αναδεικνύονται οι επιμέρους, αντιφατικές συχνά, όψεις της ταυτότητας που συγκροτείται μέσα σε ένα ρευστό διαρκώς μετασχηματιζόμενο περιβάλλον.  «Δεν είμαι (εγώ) αυτός που νομίζετε» επιμένει να φωνάζει ο Χ. όμως στην πραγματικότητα αναρωτιέται «Ποιος (νομίζω) ότι είμαι εγώ;». Ερώτημα το οποίο προφανώς δεν βρίσκει ακόμη την απάντηση του.
Η Λευκή Κουρτίνα είναι ένα κείμενο με «δραστήρια» πλοκή,  το οποίο ωφελείται διπλά από το λανθάνον αυτοσαρκαστικό ύφος του συγγραφέα του. Με έξυπνα ευρήματα, ζωηρή γλώσσα και ανατροπές το κείμενο καταλαμβάνει δίκαια μια θέση στην σφαίρα των χορταστικών αφηγήσεων. Διαθέτοντας έναν αξιοζήλευτο εσωτερικό ρυθμό και σχετικά μικρό/σύντομο μέγεθος δεσμεύει τον/την αναγνώστη/στρια να ακολουθήσει με συνέπεια και μέχρι τέλους το νήμα της ιστορίας που αφηγείται ο Χ. Κι ενώ το μυστήριο μπερδεύεται  με την υπαρξιακή αγωνία, τα όρια μεταξύ πραγματικής ιστορίας του Χ. και της αναπαράστασης της συγκλίνουν, όπως ακριβώς γίνεται και στην πραγματική ζωή. Εξάλλου,  «Τίποτα τόσο ισχυρό δεν είναι ψεύτικο».

Αναμφίβολα,  κάθε συγγραφικό εγχείρημα διακρίνεται από τόλμη στο βαθμό που συνιστά μια επιλογή έκθεσης του ίδιου του υποκειμένου της συγγραφής του. Ειδικότερα, στην περίπτωση των νέων συγγραφέων η διαδρομή από την συγγραφή ως την δημοσίευση θυμίζει λίγο το Βασανίζομαι που διαβάζουμε σε αρκετούς από τους τοίχους της πόλης τα τελευταία χρόνια.
Εξάλλου, η συγγραφή δε μπορεί παρά να είναι μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στη συλλογική εμπειρία και στην  εσωστρεφή αναστοχαστικότητα, ανάλογη με  αυτήν που δοκίμασε και ο συγγραφέας του βιβλίου γράφοντας το κείμενο αυτό στην Λευκάδα, -όπως άλλωστε μαθαίνουμε στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση του. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η ανάστροφη διαδικασία- από έξω προς τα μέσα και εν τέλει προς τα έξω- διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση των ορίων της ορατής πραγματικότητας – κοινωνικής και συναισθηματικής.

Έφη Σπύρου, Still Dog, 2016, c-print σε φωτογραφικό χαρτί, φωτ.: Δέσποινα Σπύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια: