18/6/16

De profundis

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΗΝΑ

Άποψη της εγκατάστασης με τίτλο Laying Dormant του Δημήτρη Ιωάννου που φιλοξενείται σε υπόγειο χώρο της οδού Αβραμιώτου 4, Αθήνα. Μέχρι 25/6


ΖΑΟΥΜΕ ΚΑΜΠΡΕ, Confiteor, μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 736

Ασορτί με τον τίτλο του, το Confiteor (= ομολογώ) πράγματι αποτελεί μια εκ των βαθών εξομολόγηση, που εκτείνεται σε 736 σελίδες. Μυθιστόρημα ενηλικίωσης και συγχρόνως απολογιστικό κείμενο-σπουδή πάνω στους μηχανισμούς λειτουργίας της μνήμης, το βιβλίο του 69χρονου Καταλανού συγγραφέα συνιστά ένα συναξάρι χαρακτήρων που οι χωροχρονικά παράλληλες ζωές τους διασταυρώνονται στη διαχρονία: από τη Βαρκελώνη της δεκαετίας του ’50 ως τη ναζιστική Γερμανία και το Άουσβιτς και από εκεί πίσω στις ιταλικές πόλεις-κράτη του 18ου-19ου αιώνα, φτάνοντας ως την εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Συνδετικός κρίκος: ένα βιολί φτιαγμένο από εκλεκτό ξύλο, με την υπογραφή του Λορέντσο Στοριόνι (1744 – 1816) απ’ την Κρεμόνα.     
Ο κεντρικός ήρωας, Αντριά Αρντέβολ, γράφει το μυθιστόρημα της ζωής του:
«Νοιώθω γέρος και η κυρία με το δρεπάνι με προσκαλεί να την ακολουθήσω. Βλέπω ότι κούνησε τον μαύρο αξιωματικό και με προσκαλεί, με μια ευγενική κίνηση, να συνεχίσω την παρτίδα. Ξέρει ότι δεν μου απομένουν και πολλά πιόνια […] Είμαι μόνος μπροστά στο χαρτί, την τελευταία μου ευκαιρία».
Μπρος στην ενόρμηση του θανάτου, χτυπημένος από το Αλτσχάιμερ, ο Αντριά μιλάει με την επιθυμία, με ολόκληρο τον ψυχοσωματικό εαυτό του· δεν αφηγείται απρόσωπα, αλλά, όμοια με τον ναμποκοφικό Χιούμπερτ Χιούμπερτ (αφηγητή της Λολίτας), απευθύνεται (στην πολυαγαπημένη του Σάρα):
«Μην μου έχεις και πολύ  εμπιστοσύνη. Σ’ αυτό το είδος, που ενδείκνυται τόσο για ψέματα, τα απομνημονεύματα γραμμένα για έναν και μοναδικό αναγνώστη, ξέρω ότι λίγο-πολύ θα καταφέρω να προσγειωθώ αλώβητος στα τέσσερα, σαν γάτα». Συγχρόνως ο Αντριά ομολογεί: κάνει τον απολογισμό της ζωής του και έρχεται αντιμέτωπος με τις ενοχές που έχει συσσωρεύσει.

Σ’ αυτή την εξομολόγηση-ποταμό οι χρόνοι της αφήγησης εναλλάσσονται όπως επίσης και το πρόσωπο: ο Καμπρέ ξεκινά συνήθως χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο και μέσα στην ίδια παράγραφο το γυρίζει στο τρίτο, με έναν τρόπο που επιδιώκει να αφυπνίσει τον αναγνώστη. Σκοπός του είναι να υπονομεύσει, να θέσει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του αφηγητή του, που πασχίζει να ξετυλίξει το κουβάρι της μνήμης που του έχει απομείνει. Ο Αντριά προσομοιάζει κάπως στον αφηγητή του Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ του Κάρλος Φουέντες, ο οποίος επίσης επιχειρεί έναν απολογισμό της ζωής του στο κατώφλι του θανάτου. Είναι επίσης πανέξυπνη (και εξόχως χιουμοριστική) η ιδέα του συγγραφέα να αναγορεύσει σε παντοτινούς εξομολόγους του μικρού Αντριά του δύο αχώριστους συντρόφους στο παιχνίδι της παιδικής του ηλικίας: τη φιγούρα του σερίφη Κάρσον και εκείνη του Μαύρου Αετού.            
Η αφήγηση εκκινεί από τη Βαρκελώνη της δεκαετίας του ’50. Ο νεαρός Αντριά Αρντέβολ μεγαλώνει υπό αυστηρή κηδεμονία. Ο πατέρας του, Φέλιξ Αρντέβολ, αντικέρ και συλλέκτης με πλατιά κουλτούρα αλλά με αμφισβητήσιμη επαγγελματική δεοντολογία, επιδιώκει να προσφέρει στον γιο του αναγεννησιακού τύπου μόρφωση. Ειδικότερα, φιλοδοξεί να τον δει να γίνει ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος, την ίδια ώρα που η μητέρα του θα προτιμούσε να γίνει ο Αντριά ένα βιρτουόζος βιολιστής. Το βιολί με το οποίο διδάσκεται ο Αντριά είναι το σπάνιο Στοριόνι που αναφέρθηκε πιο πάνω, το οποίο αποτελεί και το κλειδί της ιστορίας. Ερευνώντας την προέλευσή του και κυρίως το πώς πέρασε στην κατοχή του πατέρα του, ο νεαρός Αρτντέβολ θα ανακαλύψει τη σκοτεινή πλευρά του αδίστακτου αντικέρ, ο οποίος, προκειμένου να ικανοποιήσει τα σχέδιά του, έχει φτάσει στο σημείο να καταδώσει αντιφρονούντες στο φρανκικό καθεστώς, ενώ έχει κάνει κρυφές συναλλαγές με αξιωματούχους των ναζί. Μέσα από την ανάδρομη έρευνα του Αντριά, παρακολουθούμε όλους του σταθμούς του βιολιού, σε μια διαδρομή που εκτείνεται από τα μεσαιωνικά μοναστήρια ως το Άουσβιτς, προτού καταλήξει στη Βαρκελώνη, καθώς ο συγγραφέας εγκιβωτίζει στη βασική αφήγηση δεκάδες παραπληρωματικές ιστορίες – που έχουν και το περισσότερο ζουμί.
Το βιολί και η ιστορία του δεν αποτελεί παρά το πρόσχημα: αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τον συγγραφέα είναι να μιλήσει για τη φύση του Κακού και για τις μορφές με τις οποίες αποκαλύπτεται αυτό το τελευταίο στις διαφορετικές εποχές της ανθρώπινης ιστορίας. Επίσης, για την ουσία της αγάπης, για τις έννοιες της συγχώρεσης και της εξιλέωσης.    
Πολυεπίπεδο, φιλοσοφικό μυθιστόρημα, γραμμένο σε μια πληθωρική γλώσσα (σε θαυμάσια μετάφραση από τα καταλανικά), που αναδεικνύει τις μοντερνιστικές ή και μεταμοντέρνες τροπικότητες της αφήγησης, το Confiteor προσιδιάζει, ως προς την πλοκή, στις πιο περίτεχνες μυθιστορηματικές συνθέσεις του Έκο, όπως Το εκκρεμές του Φουκώ και το Όνομα του Ρόδου. Όπως και τα έργα του Ιταλού πανεπιστημιακού, έτσι και το μυθιστόρημα του Καμπρέ χαρακτηρίζεται από …τερατώδη διακειμενικότητα: μπορεί να διαβαστεί σαν ένας αναστοχασμός πάνω σε ορισμένες από τις σημαντικότερες σελίδες της ευρωπαϊκής σκέψης, φιλοσοφίας και λογοτεχνίας.
Συγχρόνως, το Confiteor είναι ένα διαρκές ταξίδι αυτογνωσίας. Μια Τηλεμάχεια, κατά την οποία ο κεντρικός ήρωας, ο Αντριά Αρντέβολ, αναγνωρίζει ως λογοτεχνικό του πατέρα τον οδυσσειακό Στίβεν Ντένταλους.

«Ιστορημένο από τις κόρες της μνήμης. Κι όμως, με κάποιο τρόπο, σαν να μην ήταν όπως η μνήμη το είχε ιστορημένο. Μια φράση τότε ανυπομονησίας, χτύπημα των υπέρμετρων φτερών του Μπλέηκ. Ακούω να γκρεμίζεται όλο το στερέωμα, θρυμματισμένο γυαλί και κατεδαφισμένος τοίχος, και ο χρόνος, μια μαυροκίτρινη στερνή φλόγα. Τι μας απόμεινε ύστερα;». - James Joyce, Ulysses

Δεν υπάρχουν σχόλια: