10/7/16

Το αθέατο αίτημα της κοινωνικής αλλαγής

ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Χρήστος Βαγιάτας, It never happened, άποψη της έκθεσης


ΒΑΣΛΗΣ ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ, Πεκλάρι: Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας, Ιωάννινα, εκδόσεις Ισνάφι

Δεν είναι ευχάριστο, είναι όμως αναγκαίο να θυμίσω ότι βιώνουμε την πιο κρίσιμη καμπή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η επίσημη επιστήμη επιμένει να σιωπά για το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα. Εκείνη που έχει την ικανότητα αλλά και το χρέος να το αντιμετωπίσει είναι η ανθρωπολογία. Το βιβλίο του Β. Νιτσιάκου συνιστά μια σημαντική συμβολή σ’ αυτό το χρέος. Είναι μια ανθρωπολογική ματιά στο παρελθόν με προοπτική τον προβληματισμό μας για το μέλλον. Ξεκινά από την κριτική θεώρηση της κοινωνίας μας που βρίσκεται στο στάδιο της αποδόμησης. Η κοινωνία αυτή θεμελιώθηκε πάνω στην αρχή ότι συγκροτείται από ελεύθερα άτομα που την αναπτύσσουν με τη θέλησή τους διαμέσου του ελεύθερου ανταγωνισμού, αγνοώντας το συναίσθημα του κοινοτισμού (communitas) και τις εξαρτήσεις του κοινωνικού συστήματος με τον κόσμο. Επιπλέον, σύμφωνα με την κριτική ματιά του συγγραφέα, ο κυρίαρχος λόγος της Δύσης θεμελιώθηκε με βάση δύο δυιστικές αρχές: την πνεύμα/σώμα και την κουλτούρα/φύση. Η πρώτη έχει ρίζες στο χριστιανισμό αλλά η δεύτερη, η διχοτομία κουλτούρα/φύση, αποτελεί καθαρά προϊόν και έκφραση του βιομηχανικού πολιτισμού. Συνδέεται με αυτό που είχε χαρακτηρίσει ο Weber ως κύριο έργο του πολιτισμού αυτού, την «απομάγευση του κόσμου». Δηλαδή, την ανατροπή του ανιμισμού που δέσποζε στην προηγούμενη κοινωνία και που διαχώριζε τον χώρο σε ιερούς και σε βέβηλους τόπους και το χρόνο σε ιερές και σε αποφράδες ημέρες. Αντί αυτών επιβλήθηκαν στην παιδεία μας οι νευτώνειες κατηγορίες του ισόμορφου χώρου και του ισόμορφου χρόνου.

Με τον πανψυχισμό του ανιμισμού, ο άνθρωπος αντιμετώπιζε τη φύση όχι σαν κάτι αντίθετο και ξένο από αυτόν αλλά σαν προέκταση της κοινωνίας του που συνεργαζόταν μαζί της και αυτή τον προστάτευε, όπως έκαναν τα ιερά δένδρα και τα κλαδερά στο Πεκλάρι. Ο Νιτσιάκος δεν κάνει απλή περιγραφή της οικολογικής ισορροπίας που χαρακτηρίζει τις προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως είναι το Πεκλάρι της Κόνιτσας, αλλά μελετά τις πολύπλοκες διασυνδέσεις του ανθρώπου με τη φύση που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Για παράδειγμα, για τους ανθρώπους αυτούς η συστάδα δένδρων δεν συνιστά ένα στερεότυπο φυσικό όρο, τον οποίο εμείς αποκαλούμε «δάσος», αλλά ένα πολύμορφο και μεταβαλλόμενο μέρος της φύσης με το οποίο οι άνθρωποι συνάπτουν ποικίλες σχέσεις συμβίωσης. Το δάσος δεν είναι το «εκτός χρήσης» αλλά μέρος της βιωσιμότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βουνά. Ο Νιτσιάκος μελετά την Εθνο-οικολογία, την ιθαγενή γνώση και χρήση του χώρου. Η μελέτη του εντάσσεται στη εφαρμοσμένη ανθρωπολογία, από την άποψη ότι, όπως θα εξηγήσω, ερευνά τα προβλήματα που προκύπτουν από την ανθρωπολογική προσέγγιση του παρόντος για τη διάγνωση  των προβλημάτων και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης της ανθρωπότητα.
Η νεωτερικότητα διέλυσε τους δεσμούς της παραδοσιακής κοινωνίας με το περιβάλλον και αντιπαρέθεσε τη φύση σαν ξένη και αντίθετη προς τον άνθρωπο. Η στροφή αυτή του ανθρώπου προκάλεσε το γνωσιολογικό πρόβλημα του πώς μπορούμε να έχουμε έγκυρη γνώση για τον αντικειμενικό κόσμο, αφού μας είναι απόλυτα ξένος. Την αιτία της ξενότητας προς τη φύση θα την αναζητήσουμε στην ιδιαιτερότητα της νοόσφαιρας  που την κάνει να διαφέρει προς όλα τα συστήματα της βιόσφαιρας, στο ότι επεμβαίνει στη φύση και την διαχειρίζεται. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Η τάση μιας τέτοιας αύξησης πιέζει συνεχώς τα κοινωνικά συστήματα με βάση τη συνεχή ανάπτυξη της τεχνολογίας. Μετά τον 12ο αιώνα στην Ευρώπη, ο συνδυασμός της τεχνολογικής προόδου με την απουσία ισχυρής κεντρικής εξουσίας και με την ύπαρξη διάφορων περιφερειακών κοινωνικών στρωμάτων (ιπποτών, τροβαδούρων, εμπόρων, τεχνητών κ.ά,) ευνόησε τον κοινωνικό μετασχηματισμό να στραφεί στη διαμόρφωση ενός νέου τρόπου παραγωγής που διεύρυνε απεριόριστα τη σφαίρα των ανταλλαγών, με τον μερκαντιλισμό, και που χειριζόταν ένα επαναστατικό εργαλείο, τη μηχανή. Η μηχανή επέτρεπε: α) την ευρύτερη άντληση νέων πηγών ύλης και ενέργειας από τη φύση (υλοτομία, ορυχεία κ.ά.) και β) την επιβολή πολλών κύκλων παραγωγής αντί του ενός, ο οποίος προσδιορίζονταν από τον ετήσιο κύκλο της  φυσικής αναπαραγωγής. Καπιταλισμός είναι η συνεχής αύξηση του κέρδους.
Η βιομηχανική επανάσταση υπήρξε η δεύτερη μεγάλη επανάσταση της ανθρωπότητας μετά τη γεωργική. Ήταν επόμενο να αντιστραφεί για τον άνθρωπο η  εικόνα  της φύσης και αντί πεδίο με προστάτες αγίους να μετατραπεί σε πεδίο ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης και κέρδους. Ενώ στις προ-βιομηχανικές κοινωνίες η αναπαράσταση της φύσης ήταν ελάχιστη ή μηδενική, στην ευρωπαϊκή τέχνη απέκτησε κυρίαρχη θέση, κυρίως στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία. Τον 16ο αιώνα ο ντα Βίντσι επιβάλλει στη φύση την κατηγορία του ωραίου. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Μετά από πέντε αιώνες εκμετάλλευσης η οικολογική ισορροπία έχει καταστραφεί και σήμερα βιώνουμε το τέλος της βιωσιμότητας του πλανήτη.
Την παραπάνω γενική εικόνα της οικολογικής ανατροπής ο Νιτσιάκος μας τη δίνει αναλυτικά στην μικροκλίμακα. Πολύ σωστά μας εξηγεί ότι το φυσικό περιβάλλον δεν είναι κάτι ξένο, που μας επιβλήθηκε από τα έξω, αλλά είναι ανθρωπογενές. Όπως γράφει χαρακτηριστικά και το έχει αναπτύξει και σε προγενέστερα βιβλία του, κυρίως στο «Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο» του 2003, «οι έννοιες του χώρου και του χρόνου…συγκροτούνται κοινωνικά, που σημαίνει ιστορικά». Δεν πρόκειται για a priori κατηγορίες που με βάση αυτές οργανώνουμε την εμπειρία μας, όπως τις όρισε ο Καντ, αλλά για νοητικές κατασκευές που απορρέουν από τη βιωματική σχέση μας με τη φύση.. Την ιδέα, ότι το τοπίο και το περιβάλλον αποτελούν το προϊόν της κοινωνικοποίησης που επέβαλε με τη διαχείρισή του ο άνθρωπος στον αντικειμενικό κόσμο, την έχουν αναλύσει από πριν οι Ingold, Tilley και άλλοι. Την ιδέα αυτή είναι καιρός να την υιοθετήσουμε, όπως έχουμε υιοθετήσει και την αντίθετή της, ότι σήμερα ο άνθρωπος  αντι-κοινωνικοποιεί το περιβάλλον και το καταστρέφει.
Η εικόνα που μας δίνει η ανάλυση του Νιτσιάκου, από την τουρκοκρατία μέχρι σήμερα,  για το Πεκλάρι είναι παρόμοια με εκείνη που μας δίνει η ανθρωπολογία από πολλές προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι ότι: Τις περισσότερες εργασίες τις έκαναν οι γυναίκες. Επικρατεί ασάφεια για τους τίτλους ιδιοκτησίας και περιορισμός της εμπορευματοποίησης και της κυκλοφορίας του χρήματος, το οποίο χρησιμοποιείται μόνο για τους φόρους. Εναρμόνιση της παραγωγής –για παράδειγμα, τα κλαδερά συνδέουν τη γεωργία με την κτηνοτροφία. Η ιδιοκτησία αναφέρεται μόνο στη χρήση και, γενικότερα, η οικονομία έχει προσανατολισμό την αξία χρήσης. Συνεπώς, πρόκειται για κοινωνία της αυτάρκειας - με πολυποικιλότητα καλλιέργειας, με αυξημένη συλλογικότητα και με καθεστώς εξισωτισμού. Οι συνθήκες αυτές επικρατούν μέχρι την απελευθέρωση, το 1913. Η επιρροή του καπιταλισμού ξεκίνησε από τα τσιφλίκια, με την εμπορευματοποίηση της γης. Και η αύξηση της επιρροής αυτής συνοδεύεται με τη μείωση του πληθυσμού και την εγκατάλειψη. Από 612 κατοίκους που είχε το 1874, σήμερα το Πεκλάρι έχει μόνο 32 άτομα. «Ρήμαξε ο τόπος», είναι ο επίλογος για το Πεκλάρι και για το βιβλίο.   
Γενικά, πρόκειται για κοινωνίες μεικτής παραγωγής, με κτηνοτροφία και γεωργία, που αποτελούν μεγάλο μέρος της παραδοσιακής οικονομίας της χώρας μας. Λειτουργούν σε συνθήκες αυτάρκειας και αυτονομίας, σε ένα σύστημα «βιωματικής αειφορείας και κοινωνικού εξισωτισμού», όπως το χαρακτηρίζει ο Νιτσιάκος, το οποίο εξασφάλιζε την αναπαραγωγή των φυσικών πόρων αφενός, και την εξισορρόπηση των εστιακών ομάδων και την επιβίωση-αναπαραγωγή της κοινότητας, αφετέρου. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού παραγωγής είναι η επίτευξη οικολογικής ισορροπίας σε συνάρτηση με την εξισωτική οργάνωση και τον κοινοτισμό.
Η περιγραφή του παραδοσιακού μοντέλου παραγωγής από τον Νιτσιάκο  θέτει ένα τεράστιο ερώτημα για την παγκόσμια και μεγαλύτερη κρίση που διέρχεται η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Αν το βιομηχανικό μοντέλο το κατέστρεψε, αν «ρήμαξε ο τόπος», δεν σημαίνει ότι το βιομηχανικό μοντέλο είναι κακό, γιατί η ιστορία δεν έχει ηθική. Οφείλεται στην ιστορική αναγκαιότητα «αύξησης της παραγωγικότητας» που χαρακτηρίζει όλη την πορεία της νοόσφαιρας. Σήμερα, με τη σειρά του, το βιομηχανικό μοντέλο περνά και αυτό σε αποδόμηση. Οι G7 το γνωρίζουν από το 1974 αλλά το αποσιωπούν. Είναι αξιοπερίεργο ότι, παρά την τεράστια πρόοδο της επιστήμης, δεν παρουσιάζεται καμιά επιστημονική μελέτη για την πορεία της κρίσης. Αντίθετα, είναι γνωστό ότι, πλέον, κάθε πρόοδος της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας –μεταλλαγμένα, βιομάζα κ.ά.- έχει αρνητικά αποτελέσματα για τον άνθρωπο.
Το πρόβλημα που τίθεται είναι: ποιο μοντέλο παραγωγής θα διαδεχθεί την αποδόμηση του βιομηχανικού μοντέλου; Μια από τις λύσεις που συζητούνται από πολλούς είναι η «επιστροφή στις ρίζες», στο παραδοσιακό μοντέλο, σ’ αυτό που μας περιγράφει ο Νιτσιάκος. Νομίζω ότι το βιβλίο του –και αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά του- ξεκαθαρίζει τη στρεβλή εικόνα που καλλιεργείται για το οικολογικό πρόβλημα. Μέσ’ από τις σελίδες του ξεκαθαρίζει ότι η οικολογική επανασύνδεσή μας με τη φύση δεν αφορά την «προστασία του περιβάλλοντος» με όρους που διαιωνίζουν την κυριαρχία μας πάνω σ’  αυτό. Μας ξεκαθαρίζει ότι η φολκλορική επιστροφή «στις ρίζες μας», στο παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής, δεν αναφέρεται σε ένα εξωτικό παρελθόν που μας προσφέρεται για κατανάλωση. Γιατί με μια τέτοια προοπτική επανερχόμαστε στα ίδια. Μας υποδεικνύει ότι η επιστροφή στο παραδοσιακό μοντέλο συνεπάγεται την αλλαγή της στάσης που έχει υιοθετήσει ο άνθρωπος από την ένταξή του στο βιομηχανικό μοντέλο. Συνεπάγεται, με άλλα λόγια, την αλλαγή της κοινωνίας μας. Πιο συγκεκριμένα, συνεπάγεται την ασάφεια για τους τίτλους ιδιοκτησίας, τον προσανατολισμό στην αξία χρήσης αντί στο κέρδος, την αυξημένη συλλογικότητα και το καθεστώς εξισωτισμού και την αφομοίωση της βιομηχανίας στο μοντέλο αυτό. Πρόκειται για το κεντρικό πρόβλημα της εποχής μας, για το οποίο το βιβλίο του Νιτσιάκου αποτελεί ένα σημαντικό πρελούντιο.

Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: