31/7/16

Η χρήση του ανοικτού κώδικα

Γλυπτική και σχεδιασμός εκτάκτου ανάγκης 

Νικολέττα Τζάννε, Leftovers


ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΒΕΛΩΝΗ

Τα τελευταία χρόνια αναφερόμαστε ολοένα και συχνότερα σε έναν «κοινωνικά υπεύθυνο σχεδιασμό», ο οποίος καλείται να διορθώσει την άλλοτε δημοφιλή αντίληψη ότι το design αφορά  αποκλειστικά προϊόντα της αγοράς. Παράλληλα, κάποιες πρόσφατες «μετατοπίσεις» στη γλυπτική και στη σύγχρονη τέχνη ανανεώνουν το ενδιαφέρον της σχέσης μας με το design, τοποθετώντας το στο επίκεντρο της καθημερινότητας. 
Ακόμη και ως παρωδία από την πλευρά της εικαστικής παραγωγής, ένας σχεδιασμός για το «δημόσιο καλό» μας προτρέπει να διαπιστώσουμε μιαν αλλαγή πλεύσης: την αντικατάσταση του ασφυκτικά υψηλού σχεδιασμού με προτάσεις χρήσιμες σε ένα κοινό που τον έχει ανάγκη. Αν, όμως, στην κυριολεκτική σημασία του «υπεύθυνου σχεδιασμού» αναγνωρίσουμε πως αυτός καλύπτει τις σχέσεις εμπιστοσύνης που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μια επιχείρηση και στους πελάτες της, η επιτυχημένη εφαρμογή του σε προκαθορισμένες μη ευνοούμενες ομάδες μοιάζει ανεδαφική.
O κοινωνικά υπεύθυνος σχεδιασμός αποτυγχάνει πολλές φορές στους στόχους του. Τούτο διότι το κοινό στο οποίο απευθύνεται δεν είναι αυτό που ενδιαφέρεται ενώ το κοινό που ενδιαφέρεται δεν είναι αυτό που θα επιθυμούσε. Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι για πολλούς ριζοσπάστες σχεδιαστές το κοινό δεν υπήρξε εκείνο που οι ίδιοι αρχικά είχαν οραματιστεί, γεγονός που δεν αποκλείει καθόλου την περίπτωση το ίδιο το αντικείμενο να πετύχει στην αγορά[i].
Ωστόσο, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι στο μοντέλο της αγοράς οικονομίας διαμοιρασμού κάθε σχεδιασμός, όσο αυστηρός και σαφής κι αν είναι ως προς τις ανάγκες που καλύπτει, μπορεί να διατεθεί σαν ένας ανοικτός κώδικας και να προσαρμοστεί σε αμεσότερες απαιτήσεις. Στη γλώσσα της πληροφορικής θα μιλούσαμε για λογισμικό ανοικτού κώδικα (open source software) που αφορά στους όρους της ελεύθερης διακίνησης (free access) και της επαναχρησιμοποίησης (redistribution)[ii].

Ο ανοικτός κώδικας στο design μας βοηθάει να διαπιστώσουμε ένα άλλο «είδος» υπεύθυνου σχεδιασμού, ο οποίος ακόμη κι αν δεν φέρει το πρόσημο του κοινωνικά «ευαίσθητου», γίνεται αντιληπτός σε χιλιάδες μικροσχεδιαστές της διπλανής πόρτας και αφορά αυθόρμητες λύσεις που υπαγορεύονται από την ίδια την πραγματικότητα. Σε μια μεταφορντική κοινωνία, που η εμπειρία της λιτότητας οδηγεί σε αντικαταναλωτικές συμπεριφορές και DIY πρακτικές, η σύγχρονη γλυπτική παραγωγή μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον παραμορφωτικό καθρέφτη αυτού του σχεδιασμού της αναγκαιότητας και των άμεσων ευρέσεων[iii].
Σε αυτό το πλαίσιο, η επένδυση στην επινόηση ενός πρωτότυπου σχεδιασμού έχει ίσως μικρότερη αξία από την άμεση επίλυση ενός προβλήματος με δάνεια από τις υπάρχουσες φόρμες και δομές. Πρακτικά αναφέρομαι στα καθημερινά προβλήματα που ένας πολίτης καλείται να λύσει και, ταυτόχρονα, σε εκείνα που στις εικαστικές τέχνες αντιστοιχούν σε ζητήματα κατασκευής και συσχέτισης των υλικών. Επειδή σπάνια στην πορεία κάποιου εικαστικού είναι διαθέσιμο ένα εργαστήριο με κατάλληλους τεχνικούς, παρατηρούμε συχνά μια συνειδητή εκ μέρους του κατάχρηση του “ανοικτού κώδικα”, τον οποίο χρησιμοποιεί και αλλάζει ανάλογα με τις ανάγκες του.
Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός έργου δεν εστιάζονται αποκλειστικά στη φόρμα αλλά και στη μετατόπιση των εννοιών που προκύπτει όταν κάθε καινούργιο έργο βασίζεται δομικά σε κάποιο παλαιότερο. Αυτή η πρακτική δείχνει εν μέρει διαφορετική από τη χειρονομία της επανάληψης γύρω από ένα θέμα, αυτό που θα ονομάζαμε “etude” στη ζωγραφική παράδοση, γιατί συνήθως αποκλείει τη συνταύτιση με κάποια κεντρική ιδέα. 
Σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε τη δημοφιλή περιοδική έκδοση Τhe Whole Earth Catalog του Steward Brand που ξεκίνησε το ’68 και συνεχίστηκε μέχρι το 1998 και το οποίο σύμφωνα με τον Steve Jobs αντικαθιστούσε τη μηχανή αναζήτησης google. Αυτός ο κατάλογος με τη λογική των ενημερωτικών «εργαλείων» συμπεριλάμβανε, ανάμεσα σε άλλα, προτάσεις για επίπλωση, αρχιτεκτονική κήπων μέχρι και το σχεδιασμό σπιτιών και αφορούσε το lifestyle μιας νέας γενιάς που πρόσμενε τη χειραφέτηση από τον κυρίαρχο πρότυπο σχεδιασμό και του δικτύου αγοράς του[iv].
Σήμερα ο καθένας μπορεί να τροποποιήσει την έτοιμη πληροφορία του κώδικα, ακόμη και αν αυτή βασίζεται σε ένα αναγνωρίσιμο σχέδιο που φέρει την επωνυμία μιας πασίγνωστης εταιρίας και να μην περιοριστεί σ' εναλλακτικές σχεδιαστικές  προτάσεις.
Την ίδια στιγμή, η τάση κάποιων σχεδιαστών να διαφοροποιούν το ρόλο τους από εκείνον του εικαστικού έχει περιοριστεί. Αρκετοί κατασκευαστές σήμερα αυτοπροσδιορίζονται ως εννοιολογικοί designers. Αλήθεια, πόσους από τους τυπικούς εκπροσώπους του αμερικανικού μινιμαλισμού, όπως ο Donald Judd, δεν θα αποκαλούσαμε σήμερα «εννοιολογικούς σχεδιαστές»;
Αυτό που αξίζει να επισημανθεί αναφορικά με το σχεδιασμό «ανοικτού κώδικα» είναι ότι παρέχει έναν τρόπο παρατήρησης και ανάλυσης των δυνατοτήτων επίλυσης προβλημάτων σχετικών με την τεχνική και το φυσικό περιβάλλον. O ακτιβιστής του σχεδιασμού John Emerson υπερασπίζεται σε μια συνέντευξή του την ανάγκη εκπαίδευσης πάνω στο αντικείμενο, καθώς «βοηθά τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να αλλάξουν ό, τι τους παρέχεται και να έχουν τη δύναμη να διαμορφώσουν τα πράγματα και να αναγνωρίσουν τα πρότυπα και τα συστήματα πίσω από τις εικόνες, τα αντικείμενα και τους χώρους στη ζωή τους», βοηθώντας τους έτσι και στο «να συμμετέχουν ενεργά στις αποφάσεις που τους αφορούν»[v].
Σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, όχι μόνο λόγω της υπερφόρτωσης πληροφοριών αλλά επίσης από το γεγονός ότι η κοινωνία γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, ο ακτιβισμός στο σχεδιασμό γίνεται μοιραία μια εφήμερη πράξη δίνοντας λύσεις στο παρόν.
Αν το ερώτημα για την ηθική της επανάχρησης ενός αυστηρά οριοθετημένου σχεδιασμού τεθεί σε μακροπρόθεσμη κλίμακα, θα διαπιστώσουμε πόσο ανέφικτη είναι οποιαδήποτε φιλοδοξία αποκλειστικότητας. Θα μιλούσαμε ακριβέστερα για μιαν εφήμερη «προσαρμογή», η οποία αν και θα συνέχιζε να ανταποκρίνεται στις επείγουσες και άμεσες ανάγκες, δεν θα μονοπωλούσε τις λύσεις των προβλημάτων ενώ ενδεχομένως θα ήταν καταδικασμένη να αντικατασταθεί εν καιρώ από μια άλλη πληρέστερη ή διαφορετική εφαρμογή.
Κάθε ερμηνεία ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής της είναι θεμιτό να τροποποιεί τα χαρακτηριστικά ενός έτοιμου σχεδιασμού και να του δίνει «λόγο» και ύπαρξη στο πλαίσιο που επιθυμεί να το ορίσει.
Όμως, κατά πόσο ένας σχεδιασμός του επείγοντος στη τέχνη όταν υιοθετεί στρατηγικές κοινωνικού σχεδιασμού μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα χωρίς να υφίσταται αυτό στη πράξη; Σήμερα, σε ένα πλαίσιο απόλυτου ανταγωνισμού, ακόμη και αν στη κλίμακα της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής επιβάλλονται κάποια χαρακτηριστικά δημοφιλή προϊόντα του σχεδιασμού, δεν είναι εύκολο κανένας “super” σχεδιασμός προϊόντος να επιβιώσει στις πολλές και διαφορετικές απαιτήσεις που προκύπτουν στο χρόνο, καθότι μέσα στη λογική της ανανέωσης της οικονομίας βρίσκεται η ανάγκη για τόνωση της αγοράς με προϊόντα που αλλάζουν διαρκώς. Και αυτό είναι μάλλον ευτυχές, όσο και αν φαίνεται ενεργειακά σπάταλο και αντιπεριβαντολλογικό.
Αν και για τους σχεδιαστές προϊόντων οποιοδήποτε λάθος είναι απευκταίο πριν την τελική διανομή, στην πρακτική της τέχνης τα «ελαττωματικά» προϊόντα είναι επιθυμητά. Όταν επίσης το σχεδιαστικό προϊόν δεν οφείλει να δοκιμαστεί στην αγορά, αυτό το «σφάλμα» στην κατασκευή είναι αποδεκτό, δεδομένου ότι απομακρύνεται με όρους πολιτικής από την κυριαρχία ενός αποτελεσματικού «συνολικού σχεδιασμού».
Θα καταχωρούσα στο «ολικό design» ένα χαρακτηριστικό καθημερινό αντικείμενο που όχι μόνο λύνει ένα πρόβλημα σχεδιασμού, αλλά η χρησιμότητά του είναι αναπόφευκτη ως αποτέλεσμα της  επιβολής της πολιτικής μιας κυβέρνησης ή του επιθετικού marketing μιας πολυεθνικής εταιρείας. Πράγματι, ο σχεδιασμός με τα κριτήρια του νεολουδιτισμού (Neo-Luddism) θα μπορούσε να αποτελέσει το ιδανικό εργαλείο ενός αυταρχικού κράτους για την οριστική εξάρτηση από την τεχνολογία ή την επιβολή μιας μικρής ελίτ εταιρειών, τα διαθέσιμα προϊόντα των οποίων θα όριζαν μια στιλιστική μονοκαλλιέργεια. Συνεπώς, αυτό που ονομάζουμε απαξιωτικά «ελαττωματικό προϊόν» ανήκει σε έναν συνειδητό “ρομαντισμό της αποτυχίας”, εφόσον διατηρεί μια συνθήκη αναβλητικότητας προς το υποσχόμενο μέλλον της τέλειας εφαρμογής.
Τούτη η ένδειξη της αποτυχίας μας προφυλάσσει από την υλοποίηση μιας ουτοπίας που συντηρεί σε όλες τις ιδεολογικές της αφετηρίες μιαν ολοκληρωτική προοπτική, με την έννοια ενός σχεδιασμού που θα στόχευε να καλύψει τους πάντες και να ορίσει τί είναι απαραίτητο και μη αμφισβητήσιμο.

Ο Κωστής Βελώνης είναι εικαστικός καλλιτέχνης

[i] Το εγχειρίδιο “Autoprogrettazione”, του οποίου εμπνευστής είναι ο Ιταλός σχεδιαστής Enzo Mari, αποτελεί έναν οδηγό σχεδιασμού για μια συλλογή των επίπλων που θα μπορούσαν να συναρμολογηθούν με ένα σφυρί και καρφιά. Τα έπιπλα αυτά μέχρι και πρόσφατα μπορούσαν να εκτιμηθούν μόνο από το στενό κύκλο των αγοραστών του υψηλού σχεδιασμού. Εδώ και δύο χρόνια o Sebastian Daschle, ιδρυτής του CUCULA, μιας ένωσης και ενός εκπαιδευτικού εργαστηρίου για τους μετανάστες στο Βερολίνο, συμφώνησε με τον Mari να παράγονται έπιπλα βασισμένα στις αρχές του ώστε τα έσοδα από τις πωλήσεις να διατεθούν στο πρόγραμμα στήριξης των προσφύγων της. Enzo MariProposta per un'Autoprogettazione” (Galleria Milano, Milano, 1974)
[iii] Θα περιοριστώ ενδεικτικά σε κάποιους γλύπτες που χρησιμοποιούν διαφορετικές πηγές  “ανοικτού κώδικα”, όπως η Andrea Zittel, Abraham Crusvillejas, Manfred Pernice, Franz West, Clay Ketter, Martin Boyce.
[iv] Ίσως η θεωρητική επιτομή της αντικουλτούρας στο σχεδιασμό να βρίσκεται στην έκδοση των Charles Jencks and Nathan Silver Adhocism: The Case for Improvisation (London: Secker and Warburg, 1972), η οποία υποστηρίζει μια άμεση και αποφασιστική δράση, μέσω της αξιοποίησης υλικών που διατίθενται χωρίς δυσκολία και η οποία φαίνεται να αποτελεί μια προφητική πηγή για τις σημερινές τάσεις μιας κοινωνικά υπεύθυνης γλυπτικής (ή έστω ψευτοκοινωνικής) του επείγοντος. Βλέπε επίσης τη χρήση του Adhocism, στο οποίο βασίστηκε η έκθεση “Adhocracy”, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Ίδρυμα Ωνάση), 2015 σε επιμέλεια του Πάνου Δραγώνα, dpr-barcelona (Ethel Baraona Pohl, César Reyes Najera), Pelin Tan
[v] Design Matters”. A roundtable discussion between six designers led by Eugenia Bell”, Frieze, April 2011, Issue 138, p. 103, http://www.frieze.com/article/design-matters.

Δεν υπάρχουν σχόλια: