25/9/16

Η πόλη του Χάνδακα ως λογοτεχνικός τόπος (1348 – 1669)

ΤΗΣ ΑΝΤΕΙΑΣ ΦΡΑΝΤΖΗ

Πάρις Πετρίδης, Δήλος, 2016, εκτύπωση inkjet σε αρχειακό χαρτί, 52.5 Χ 69 εκ.


ΤΑΣΟΥΛΑ Μ. ΜΑΡΚΟΜΙΧΕΛΑΚΗ, Εδώ, εις το Κάστρον της Κρήτης…, Ένας λογοτεχνικός χάρτης του βενετσιάνικου Χάνδακα, Εκδ. University Studio Press, σελ. 350

«Θα πρέπει από την αρχή να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία της πόλης και στη λογοτεχνική πόλη, κι αυτό γιατί η μια δεν συμπίπτει με την άλλη – η λογοτεχνική πόλη δεν είναι αντίγραφο της υπαρκτής, ιστορικής πόλης. Το πρόβλημα της λογοτεχνικής πόλης είναι πρόβλημα οργάνωσης του λογοτεχνικού χώρου καθώς και του λογοτεχνικού χρόνου, που είναι εντελώς διαφορετικός από τον ιστορικό, ημερολογιακό χρόνο.»
Με αυτές τις προϋποθέσεις και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης που αφορά στη λογοτεχνική αναπαράσταση της πόλης, κάθε πόλης, η προσήλωση της Τασούλας Μαρκομιχελάκη στη γενέτειρά της το Ηράκλειο, σε συνδυασμό με τα ειδικότερα επιστημονικά ενδιαφέροντά της που εντοπίζονται στην περίοδο της βενετοκρατίας στην Κρήτη, καθιστά την επιλογή της να συνθέσει το αυτό το βιβλίο εξόχως ενδιαφέρουσα.  Η Μαρκομιχελάκη  αξιοποιεί τις λογοτεχνικές πηγές για τον Χάνδακα αλλά και την πλούσια σχετική βιβλιογραφία. Συγχρόνως, όμως, στρέφει με προσοχή  και ευαισθησία το βλέμμα της στην πόλη δημιουργώντας μια μορφή περιπλάνησης στο χώρο και στο χρόνο.  Μας ξεναγεί στο Μεγάλο Κάστρο της βενετοκρατίας. Το βιβλίο της αρθρώνεται σε εννέα συνολικά κεφάλαια που κυκλώνουν θεματικά τον Χάνδακα και προσφέρουν τις αφορμές για να αναδειχθεί η βενετσιάνικη πόλη όχι αποκλειστικά ως μνημείο του παρελθόντος, αλλά ως μορφή ζωής και πολιτισμού, ως τόπος μνήμης.
Αρχίζοντας από το «Εγκώμιο της πόλης» παρουσιάζει το πιο ολοκληρωμένο εγκώμιο του Χάνδακα, γραμμένο από τον Μαρκαντώνιο Φώσκολο. Η προσωποποίηση της Τύχης, στον πρόλογο της κωμωδίας «Φορτουνάτος», αναφέρεται στη μεγάλη φήμη της πόλης και, καθώς το κείμενο γράφεται κατά τη μακρά περίοδο της πολιορκίας του Χάνδακα,  προβλέπει με αισιοδοξία πως εντέλει οι Τούρκοι θα νικηθούν – κάτι που βέβαια δεν συνέβη τότε – υποστηρίζοντας,  μεταξύ άλλων, ότι η πόλη θα σωθεί επειδή έχει ενάρετους και εργατικούς κατοίκους που αξίζουν τη βοήθεια της Τύχης.

Μα ίντα θε να κάθωμαι τώρα να σας δηγούμαι
τα παλαιά καμώματα; Ας έρθωμε να δούμε
σήμερον εις το Κάστρο σας τούτο το τιμημένο
τση Κρήτης τόσα εξακουστό, στον κόσμο δοξασμένο
σ’ άρματα κι εισέ γράμματα κι εις κάθα πράξην άλλη
παντοτινά από μιας αρχής, και τώρα με μεγάλη
δόξα η φούμη του επλάτυνε, και ο κόσμος τη λογιάζει,
και όλη η Φραγκιά τσι δύναμες τσι τόσες του θαμάζει.
Η Άσια, η Τράτσια και η Άφρικα τρομάσσου
τς εμπόρεσές τως βλέποντας πώς τς έκαμε να χάσου,
και ο Τούρκος τ’ άνομο σκυλί τρομάραν έχει τόση
που πλιο του δεν αποκοτά αποκάτω να σιμώση,
γιατί θυμάται τα παλιά, και τρέμει και φοβάται,
και ακόμη τα ’παθε στη γη και εις πέλαγος θρηνάται,
και τόνε περιτρέχουσι στα ερχόμενα λογιάζει,
και μετανιώνει από καρδιάς, κλαίγει και αναστενάζει.
Χαρά λοιπόν αμέτρητη όλοι σας καρτερείτε,
και εισέ λιγούτσικο καιρό τη λευτεριά θωρείτε.
Μα ο νους μου επαραπέρασε κι εφήκα τα δηγούμου·
μα τώρα στην αθιβολή γυρίζω πάλι απού ’μου.
Πόσοι αθρώποι σήμερο στη χώρα σας ετούτη
βρίσκουνται εις αξιότητες κι εισέ μεγάλα πλούτη,
απού ’σανε πολλά φτωχά και άτιμα γεννημένοι,
και από αίμα χαμηλό και ταπεινό εβγαμένοι;
Τούτοι για να ’νιαι πρόθυμοι, να μη βαριούνται κόπο,
μα να γλακούσι εδώ κι εκεί γλήγοροι εις κάθα τόπο,
αφέντες να δουλεύγασι μεγάλους, απού ορίζα,
ταχιά και αργά, και ανάπαψη κιαμιά δεν εγνωρίζα,
θωρώντας τσι τέτοιας λοής κι εγώ εϊδάρισά τσι,
και στην κορφή τση σβίγας μου, σα βλέπετε, έβαλά τσι.

Στο ίδιο πνεύμα, συνεχίζοντας την περιπλάνησή της στα λογοτεχνικά κείμενα, η συγγραφέας αναγνωρίζει το ρόλο της ίδιας της πόλης μέσα από τους αυτοβιογραφικούς στίχους του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα.  Ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται και ως κάτοικος του «Κάστρου», και  μνημονεύει την πόλη του ως τον τόπο μαθητείας στα γράμματα και τις τέχνες και στον τόπο όπου δίδονται στον άνθρωπο όλες οι ευκαιρίες εξέλιξης:
Λινάρδος έναι το όνομα, το επίκλιν Τελλαμπόρτα
και χριστιανός ορθόδοξος και Κρητικός υπάρχω.
Δεν είμαι από την Σύμβριτον, ουδέ από τους Βολιώνες·
μέσα εις το Κάστρο το λαμπρό της Κρήτης εγεννήθην
Δεν έμαθα παπλωματάς, δεν έμαθα τσαγγάρης,
ουδέ ζουπάρης έμαθα, αλλά ουδέ καλαφάτης·
εις το σκολείον εκάθηκα, κερά μου, από μικρόθεν,
έμαθα τάχα γράμματα φράγκικα και ρωμαίκα.
Και, ως πολεμούσι τα παιδία των ευγενών ανθρώπων
και κατ’ ολίγον-ολιγόν προσήφερέ με η τύχη,
φροντίδα μού εσυνέβηκεν να ιδώ, κερά, τα ξένα.   
Και, ως ήθελεν το ριζικόν, ο χρόνος ήφερέ με
και το σκαλίν επάτησα της Ευτυχοτυχίας:
νικιάρην με κατέστεσαν και εποίκαν με αβοκάτον…   

Η Τύχη, επίσης λογίζεται καθοριστική για τις επιλογές της ζωή του Στέφανου Σαχλίκη. Είναι αυτή που τον οδηγεί, μετά την αποφυλάκισή του, να εγκαταλείψει τον Χάνδακα και να μεταβεί στο χωριό της καταγωγής του, έχοντας πάντα στο νου την ενδεχόμενη μελλοντική επιστροφή του στην πόλη. Συγχρόνως, μέσα από την αυτοβιογραφική του αφήγηση, αναδεικνύεται  η σχέση της «πόλης με την ύπαιθρο»:
Και απήν ελευθερώθηκα, η Τύχη μου η καμένη,
ως ήτον να με πολεμά πάντοτε μαθημένη,
λέγει μου: «Άγωμε εις το χωρίον, να κάμης τες δουλείες σου,
και άφες του Κάστρου τα στενά, άφες τες πελελίες σου
να λείπης εκ τες έξοδες κ’ εκ τες εντυμασίες
να μη σε τρων πολιτικές, μηδέ και μαυλισίες.
Λείπε από τόσην έξοδον και γίνου νοικοκύρης,
αν ζήσης να περισσευθής και πάλιν να διαγείρης·
όντα τυχαίνη, γύρευσε, σπούδαξε να εσοδιάζης
και θέλεις έχειν εις καιρόν, αν πρέπει, να εξοδιάζης».
Εκόμπωσέ με η Τύχη μου, είπε μου: «Γείρε, φύγε!»
και από το Κάστρον με έβγαλεν, εις το χωρίον με επήγε.

Για τον φεουδάρχη αλλά κατεξοχήν αστό Σαχλίκη, η ζωή στην ύπαιθρο είναι βασανιστική. Ο ίδιος νιώθει ανάξιος για τα έργα της γης. Τα βάζει πάλι με την Τύχη του, που δεν τον δίδαξε τις αγροτικές εργασίες, αλλά κυρίως αντιλαμβάνεται ότι δεν ανήκει στην ύπαιθρο. Δεν είναι μόνο η άγνοιά του ως προς τις αγροτικές εργασίες αλλά και η αρνητική εικόνα που αποκομίζει για τη συμπεριφορά των χωρικών. Γράφει μάλιστα ένα σατιρικό κείμενο ελεεινολογώντας τους για τον τρόπο ζωής τους ακόμη και στα γλέντια τους:
Αμ’ όντε πίουσι το κρασίν, ως είναι μαθημένοι,
με πελατίκια και ραβδία και ξεμαχαιρωμένοι,
πληγώνονται και χάνονται, διατί ουδέν κατέχουν,
και οπού ημπορεί ολιγώτερα, όλοι εις εκείνον τρέχουν.
Απήν διαβή το κάμωμα, αν τους ανερωτήσης
τί ’ν’ τάχα και μαλώνουσιν, πολλά θ’ αγανακτήσης,
διατί δεν είχαν αφορμήν, υπόθεσιν καμίαν.
Τέτοιες είν’ των χωριατών οι συντροφίες και η τάξις.
Κ’ εσύ, Χριστέ, οπού δύνεσαι, εσύ να τους πατάξης!
Πίνει ο χωριάτης τα κρασιά, τα δυνατά και ακράτα,
κ’ έχει το διά καμάριν του της μεθυσίας την στράταν. […]
«Τίντα καλόν θωρείς λοιπόν, ίντα παρηγορίαν,
και κάθεσαι συνέπαρτος εις τούτα τα χωρία;
Άμε, εις το Κάστρον διάγειρε, κατάταξε εις την Χώραν,
να λείψης, κακορίζικε, εκ της πτωχίας την ψώραν».       
Η  μουσική κυριαρχεί  και διανθίζει τη ζωή τους. Η ζωή στην πόλη του Χάνδακα  όχι μόνο για τον Σαχλίκη, αλλά για τους εθισμένους στην αστική ζωή κατοίκους, περιγράφεται με ζωηρά χρώματα.  Το κτισμένο περιβάλλον λειτουργεί ως  θεατρικό σκηνικό και ως χώρος έκφρασης των κατοίκων. 
Τραγουδιστάδες περπατούν, τες νύκτες περπατούσιν,
πολιτικές γυρεύουσιν το πού να τες ευρούσιν,
και πάσιν στες ευγενικές, παίζουν και τραγουδούσιν,
και βάνει ο νους τους υψηλά, και σ’ όσον υψηλώνει
τόσον και άλλον πλεότερον ακόμη χαμηλώνει.

Η λογοτεχνία της περιόδου, κείμενα όχι μόνο θεατρικά αλλά κυρίως ιστορικό και αρχειακό υλικό, προσφέρουν τον άξονα για λεπτομερειακές προσεγγίσεις, και για την ανάκληση της περασμένης ευτυχίας των κατοίκων του Χάνδακα μέσα από τον τελευταίο μονόλογο του Κρητικού Πολέμου του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, όπου η πόλη απευθύνεται στους κατοίκους της:
Ώφου, καημένοι Κρητικοί, και πού ’ναι τ’ άλογά σας,
και πού ’ναι τα μουλάρια σας και τα λαγωνικά σας;
Γή πού ’ναι τα γεράκια σας και πού ’ναι οι λογισμοί σας,
και πού ’ν’ τα σπίτια τα ψηλά, πού ’ν’ οι γραμματικοί σας;
Πού ’ναι τα λάδια, τα κρασά, τα στάρια, τα μετάξα,
γή πού ’ν’ τα περιβόλια σας, τα μοναστήρια τ’ άξα;
Στ’ άλογα να καθίσετε κ’ εις τα χωριά να μπήτε,
να ξεκαλοκαιρέψετε, περίσσα να χαρήτε!
Οι βρύσες πού ’ναι, τα νερά, κ’ οι ανθισμένοι κήποι
π’ όσοι κι αν τα κοιτάζανε, ποτέ δεν είχαν λύπη;
Τα ρόδα, τα τραντάφυλλα κ’ οι μυρισμένοι κρίνοι,
κ’ οι δούλοι οι εμπιστικοί τάχατες πού ’ν’ εκείνοι,
να πιάσουν όμορφο χορό, με τέχνες να πηδούνε,
κι άλλοι να ρίχτουν τουφεκιές κι άλλοι να τραγουδούνε;
Βιολιά να παίζου, τσίτερες, λαγούτα να λαλούσι,
οληνυκτίς να χαίρουνται και να μην κοιμηθούσι;
Τ’ αηδόνια να σφυρίζουνε κι ομπρός τως να πετούσι,
και γιάντα τούτα οι Κρητικοί όλα να στερευτούσι;

Στοιχεία που προέρχονται από  «αυτοβιογραφικές διηγήσεις», αλλά και αναφορές όταν «η  πόλη προσωποποιείται» αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η πόλη θρηνεί για την παράδοσή της στους Τούρκους, συνώνυμη με την απώλεια της θρησκευτικής της ταυτότητας μέσα από έναν ακόμη μονόλογο του Μπουνιαλή. Μιλάει η πόλη:
Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη,
κλαίτε με, όλ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη!
Γης και φωτιά και το νερό, συγκλάψετέ με ομάδι
και, ουρανέ, την όψη σου σκέπασε με μαγνάδι·
και τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει
να σκοτιστεί ο ήλιος, σ’ εμένα να μη φέξει!
Κλαίτε με, βρύσες, ποταμοί, λίμνες κι ορυάκια κι όλα,
όρη και κάμποι και βουνά, ρόδα και πάσα βιόλα!
Με δάκρυα κλαίτε σήμερο, λουλούδια μυρισμένα
και κάμποι ανθοστόλιστοι και δέντρη μου ανθισμένα!  
Κλαίτε με, τ’ άστρα τ’ ουρανού, τα νέφη, το φεγγάρι,
όλ’ οι πλανήτες, κ’ η Πιλιά πρίκα για μένα ας πάρει!
Ήλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας γυρίσει,
ογιά σημάδι, να σε δου σ’ Ανατολή κ’ εις Δύση,
για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος,
να κλάψουν όσοι με ’δασι, με της καρδιάς το μέλος.
Μηδέ γενούσι πωρικά· βότανα, ξεραθήτε
στα τόσα πλήσα βάσανα οπού σ’ εμέ θωρείτε,
το πως μ’ εδώκα των Τουρκώ, το πως μ’ επαραδώσα
στα χέρια των Αγαρηνώ και το σταυρόν ελειώσα!

Ωστόσο, η πόλη ελεεινολογείται για τις αμαρτίες της. Είναι αυτές οι αμαρτίες των κατοίκων του Χάνδακα  που προκάλεσαν είτε οι φυσικές καταστροφές, όπως ο σεισμός του 1508, είτε οι επιδημίες  πανούκλας που έπληξαν τον Χάνδακα. Οι αμαρτίες των κατοίκων είναι που οδηγούν στην παρακμή της πόλης και την εγκατάλειψή της από την Παναγία. Η απώλειά του Μεγάλου Κάστρου, μετά από τη μακρόχρονη και  οδυνηρή πολιορκία,  γίνεται θρήνος.
                                                                        *
Ο χρόνος αναφοράς των κειμένων που αξιοποιούνται από την Μαρκομιχελάκη ορίζεται από τα δύο ακραία όρια της ιστορικής τύχης της νήσου και ειδικότερα του Χάνδακα: την πανούκλα του 1348 και την άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1669. Τρεις και πλέον αιώνες ζωής και ακμής μιας από τις σημαντικότερες  πόλεις της Μεσογείου, που στους χρόνους της βενετοκρατίας ανέπτυξε ένα υψηλό πολιτισμό, καθώς ενέταξε στην τοπική παράδοση τις πνευματικές επιτεύξεις της αναγεννησιακής Βενετίας, διαμόρφωσε ένα οικιστικό περιβάλλον αξιομνημόνευτο με την ενίσχυση της προϋπάρχουσας τείχισης και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον αστικό βίο των κατοίκων. Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, αυτού του βιβλίου προκύπτει και μόνο από το γεγονός ότι η Μαρκομιχελάκη αντλεί από τη λογοτεχνική παράδοση και από τις μαρτυρίες για την πόλη εκείνα τα στοιχεία που επικεντρώνονται στην οπτική γωνία που επιλέγει, κάθε φορά, να αναδείξει. Με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα σπονδυλωτό βιβλίο και  να συνθέσει ένα πανόραμα του Χάνδακα και της ζωής των ανθρώπων της βενετικής περιόδου. Συχνά, κατά την περιήγησή της, φροντίζει να εντοπίσει σημεία της πόλης, δίνοντας πληροφορίες που αντιστοιχούν στους σημερινούς δρόμους και πλατείες, στις σημερινές γειτονιές. Δημιουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στον αναγνώστη μια αίσθηση της συνέχειας και ασφαλώς και τη γόνιμη συνειδητοποίηση της παρουσίας του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Αυτό που ονομάζει παλίμψηστο δηλαδή, τα διαδοχικά στρώματα πολιτισμικών εγγραφών στο σώμα της πόλης. Είναι, λοιπόν, η ίδια η πόλη που ομιλεί γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η προσωποποίηση του Χάνδακα δεν είναι διόλου τυχαία. Η πόλη έχει τον δικό της τρόπο να εκφράζει τη ζωή της, τις δόξες και τις λύπες της.
Η Μαρκομιχελάκη ανασυνθέτει το υλικό της διαμορφώνοντας  μια νέα αφήγηση που μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους: Ως μια χαρτογράφηση της πόλης στην περίοδο της βενετοκρατίας σε ένα πρώτο επίπεδο και παράλληλα σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, μία βιωματική αφήγηση της ανθρώπινης περιπέτειας

Η Άντεια Φραντζή είναι ποιήτρια, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: