25/9/16

Αληθινή πουτάνα, ποίηση

ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ, Διάλογοι με τον Αρχίλοχο, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ. 64

 «Ποτ δν φτάνει ζω γι τ ζωή»


Λιγοστεύουν επικίνδυνα οι άνθρωποι γύρω μας, με τους οποίους θα μπορούσαμε να συζητήσουμε επί της ουσίας των πραγμάτων. Πόσω μάλιστα οι αναγνώστες που διαθέτουν την ικανότητα να διεισδύσουν στον ποιητικό λόγο, σε μια εποχή που η ανάγνωση μετατράπηκε σε σπορ και που τα εκδοτικά αποτελέσματα της λογοτεχνικής «επικοινωνίας» κατακλύζουν την αγορά. Εποχή της πληροφορίας που δυστυχώς ποτέ δεν γίνεται γνώση και σκέψη.
 Έτσι, αντιλαμβάνομαι πολύ καλά την βαθύτερη ανάγκη του Ζέρβα να συνομιλήσει με έναν ελεγειακό ποιητή, τον Αρχίλοχο, ο οποίος εκτός του ότι επινόησε τον ίαμβο και την επωδό, επιφέροντας σημαντικές τεχνικές αλλαγές στο ηρωικό ποιητικό ιδίωμα που κυριαρχούσε κατά την εποχή του, κατόρθωσε να αποδεσμευθεί από την τεράστια ποιητική κληρονομιά του καιρού του, περ’ ό,τι τελούσε υπό την επίδρασή της, και να στρέψει την ποίηση στον εσωτερικό άνθρωπο, στο «εδώ» και στο «τώρα», κάνοντας την πρώτη αποφασιστική τομή στην αρχαία ποιητική έκφραση.
 Με σκωπτικό και αιρετικό ύφος, αντίστοιχο με εκείνο του Αρχίλοχου, τα ποιήματά του Ζέρβα απηχούν και εκφράζουν πνευματικά βιώματα με μια σοκαριστική πολλές φορές ειλικρίνεια, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς να αποβλέπει στο ν’ αποκομίσει την καλή εντύπωση του αναγνώστη ή την υστεροφημία, συνεχίζοντας έτσι έναν δρόμο διαλόγου με την ελληνική και ευρωπαϊκή γραμματεία που ακολουθεί εδώ και σαράντα χρόνια, με σημαντικά επιτεύγματα στην ποίηση, στο δοκίμιο, αλλά και στη μετάφραση
λλοτε φαιστος, χωμένος ς τ μπούνια
μέρα κα νύχτα στ πόγειο ργαστήρι.
Τς περισσότερες φορές, διος ρης
κι ξίσου μυαλος πλν ρεστς στ θλυ.
Συχνά, πόλλων, μακρι π’ λους,
μ πάντα μ τν Βάκχο στ μυαλ
εο, εά, Βάκχε Διόνυσε,
εο, εά, ζωναρολύτη.

Βέβαια, κάθε ποιητής απευθύνεται στους αναγνώστες. Όλα εκείνα τα μύχια της ψυχής και του μυαλού του δεν του ανήκουν πια από τη στιγμή που η δημιουργία του αποκτά έντυπη μορφή και εκτίθεται στους αναγνώστες. Αλλά ποιους αναγνώστες; Σ’ αυτούς που κάθε φορά αποφαίνονται ότι το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι και το καλύτερό του; Όχι βέβαια. Η ανάγνωση, άρα και ο αναγνώστης, πρέπει να διαμορφώνουν κριτήρια, διαφορετικά η ανάγνωση δεν ωφελεί σε τίποτα.
Ήδη, το εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο ποιητής και εκδότης Σωτήρης Σελαβής πάνω σε μια ιδέα της ελληνοβελγίδας ζωγράφου Τατίτας, κόρης του ποιητή, μας εισάγει στον κόσμο της συλλογής αυτής. Πρόκειται για ένα αρχαϊκό αγαλματίδιο που εκτίθεται στο μουσείο της Καρδίτσας και παριστάνει τον σκεπτόμενο άνθρωπο, με το ένα χέρι στην κεφαλή και το άλλο στον τεράστιο φαλλό, που έχει σπάσει από τα χρόνια. Το αγαλματίδιο αυτό υποδηλώνει ότι αντίθεση προς το χριστιανική αντίληψη, δεν υπάρχει πνεύμα χωρίς ζωική ορμή αλλά και ότι η ζωική ορμή χωρίς πνεύμα είναι βεβαίως κατάσταση ζωώδης. Δηλαδή, το φθαρτό και το αιώνιο αποτελούν το όλον, πράγμα που συχνά λησμονείται, εξού και οι συνήθεις συναισθηματισμοί. Η ποίηση όμως, αναζητά την αλήθεια και όχι τους ποιητικούς συναισθηματισμούς.
Και σ’ αυτό το βιβλίο, ο Ζέρβας, ίσως με πιο εμφανή τρόπο, χλευάζει και σκώπτει, επικρίνει και συγχρόνως αυτοσαρκάζεται, αποδοκιμάζει και κινείται πέρα κι έξω από σκοπιμότητες και συμβατικότητες. Διαθέτει την υπεροψία μιας βαθιάς γνώσης της ποιητικής τέχνης και αρνείται πεισματικά, και πολλές φορές επιθετικά, τέτοιου είδους συνασπισμούς. Ο ίδιος ομολογεί:
Κράτησε αυτέ μου, κράτησε,
Γιατ σ ξέρω πιά∙ ποτ δν θ’ σπασθες
τ’όρατο χέρι τς κουλς Κυρς
πο λοι τρέχουν ν κατασπασθον
κα λους διωματάρικα τος κυβερνάει.»
Όπως και στους διακόσιους μόνο στίχους που διασώθηκαν από το πρωτοποριακό έργο του Αρχίλοχου, έτσι και στην ποιητική του Ζέρβα αναδύεται η τραγικότητα του αφυπνισμένου ανθρώπου, που σε μια εποχή ανακατατάξεων και απαιτήσεων αντικρίζει κατενώπιον τον κόσμο, με όλη την ωμότητα και τη σκληρότητα της πραγματικότητας, και με την ειλικρίνεια που καθορίζει τη σχέση του ανθρώπου προς τον εαυτό του και προς τους άλλους. Επικρίνει με δριμύτητα την «πρόοδο», την κατ’ επίφαση ανάπτυξη, την ευκολία των συναισθημάτων και της «επικοινωνίας», αλλά και την κατάντια της ποιητικής έκφρασης.
Πέντε φορς βραβεύθηκε ποιητς Μουσαύτης :
νθρωπιστής, φιλόζωος, φεμινιστής, σπινθηροβόλος,
πάντα παρν σ κάθε νέα κα παγκόσμια μέρα τς Προόδου.
ταν τν διάβαζες, δν ξερες τί στ καλό του εχε γράψει,
τόσο τ λόγια του ταυτίζονταν μ τς καλές του δράσεις.
Η ποίηση του Ζέρβα δεν είναι εύπεπτη. Δεν είναι ένα κολάζ λέξεων, εικόνων, εύκολων συναισθημάτων ή αποσπασματικών σκέψεων, όπως έχουμε συνηθίσει στη σημερινή ποίηση. Κάθε κείμενο κτίζει μια ολοκληρωμένη ιστορία, πλάθει ένα δικό του κόσμο και προκαλεί τον αναγνώστη να σπάσει αυτό το συμπαγές της μηχανικής ανάγνωσης και να διεισδύσει σ΄ έναν γλωσσικό κι εννοιολογικό λαβύρινθο, δίχως μίτο, μα και δίχως έξοδο.
Αυτή η ποίηση στριμώχνει τον αναγνώστη, τον ξεβολεύει, του θέτει δύσκολα και προκλητικά ερωτήματα και τον βάζει σε τροχιά στοχασμού γύρω από μια αυστηρά σκηνοθετημένη αφηγηματική δομή, τον φέρνει αντιμέτωπο με την ανθρώπινη μοίρα που είναι και η προσωπική του μοίρα. Άλλοτε εκφράζει έντονες επιθυμίες, κυρίως ερωτικές, άλλοτε βυθίζεται σε μια σπαραχτική μοναχικότητα και άλλοτε ψέγει τη σύγχρονη ζωή, την έλλειψη βάθους και βαρύτητας, παράλληλα ωστόσο γίνεται συμπονετικός έως και τρυφερός, κατανοώντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά πάντα με καυστική ειρωνεία προς τη μη αυθεντική ανάγκη εξυψώσεως του ανθρώπου, δηλαδή, προς το «αβρόχοις ποσί»:
Πέτυχε σ’ λα, μ ς τ τέλος τ μαράζιαζε
να κρυφό της νειρο, μι πίκρα σν νωπ προγούλι:
ν θέλξει κα ν’ γαπηθε, ν γίνει ληθιν πουτάνα.
Δεν ξέρω αν ετούτη η ποιητική αλλά και οντολογική συνομιλία του Ζέρβα με τον Αρχίλοχο θα καταξιωθεί στον χώρο της σημερινής λογοτεχνίας. Ξέρω όμως πολύ καλά πως οι ιαμβικοί ψίθυροι «ενός από τους στοχαστικότερους ποιητές του καιρού μας» θα αντιστέκονται διαχρονικά. Ίσως κάποτε γίνουν και κραυγές. Όπως και να έχει, το σίγουρο είναι ότι «δεν υπάρχουν σοβαρά βιβλία, χωρίς σοβαρούς αναγνώστες».

ΤΖΟΥΛΙΑ ΦΟΡΤΟΥΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: