2/10/16

Από τη θάλασσα

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ, Το πέρασμα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 257
    
Η εξιστόρηση ξεκινά με ένα πανοραμικό νυχτερινό πλανάρισμα πάνω από το μικρό νησί του Αιγαίου που σαρώνεται από μια βιβλική χειμέρια θύελλα. Στη συνέχεια ο φακός θα εντοπίσει στο πέλαγος το σαπιοκάραβο που φορτωμένο εκατοντάδες πρόσφυγες παραδέρνει ακυβέρνητο στα κύματα, έτοιμο να τσακιστεί από στιγμή σε στιγμή στα βράχια, για να εστιάσει τελικά στα παγωμένα πρόσωπα των κατοίκων που παρακολουθούν από την ακτή, ακίνητοι και σιωπηλοί την επικείμενη καταστροφή, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Με την αυγή το μεταλλικό κουφάρι του πλοίου θα βρεθεί σφηνωμένο στο βράχο να κλυδωνίζεται οικτρά και το ανθρώπινο φορτίο του, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, νέοι και γέροι, θα ριχτεί στην μανιασμένη θάλασσα προσπαθώντας να σωθεί. Και τότε οι κάτοικοι-παρατηρητές θα χάσουν την νεκρική ακινησία τους, θα ζωντανέψουν και θα αναλάβουν δράση οργανώνοντας με όσα μέσα διαθέτουν τη διάσωση και την περίθαλψη των ανθρώπων που ξεβράζονται ημιθανείς στην ακτή.
 Η κινηματογραφική εκκίνηση του συγγραφέα προδιαθέτει για την αφηγηματική διαχείριση του τόπου και του μύθου που θα ακολουθήσει. Στο πρώτο επίπεδο αναδύεται η προσφυγική κρίση, οι αδιάκοπες ροές μεταναστών και οι τραγικές ιστορίες των ξεριζωμένων και ανέστιων, που απελπισμένοι και κυνηγημένοι ρίχνονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα για να ξεφύγουν από τη λαίλαπα του πολέμου και να βρουν ασφαλές καταφύγιο σε μια χώρα της Ευρώπης. Στο δεύτερο, εισάγεται στην πλοκή το θέμα της ετερότητας. Του «άλλου» που εισβάλλει στην καθημερινότητα μιας μικρής κοινότητας ανθρώπων εγείροντας ζητήματα ταυτότητας και ανατρέποντας τις όποιες κανονικότητες. Του «ξένου» που άλλοτε ως ευπρόσδεκτος φιλοξενούμενος και άλλοτε ως ανεπιθύμητος παρείσακτος λειτουργεί σαν κάτοπτρο των μύχιων φόβων, των αμφιβολιών, των προκαταλήψεων, των ενοχών και των διαψεύσεων. Εκπροσωπώντας το ανοίκειο, το άγνωστο, το δυσοίωνο εμβολίζει το παρόν, σκοτεινιάζει το παρελθόν, ακυρώνει και υποσκάπτει το μέλλον παρεμποδίζοντας με την εκκρεμή παρουσία του την ομαλή διαδοχή των εφησυχασμών και την καθησυχαστική ροή των ψευδαισθήσεων.

Όταν η εποπτεία του χώρου και του ναυαγίου ολοκληρωθεί, όταν οι ζωντανοί που θα φθάσουν παγωμένοι και εξαντλημένοι στην ακτή πάρουν τις πρώτες βοήθειες και βρουν τροφή, στέγη και στεγνά ρούχα από την κινητοποίηση των κατοίκων και οι νεκροί περισυλλεγούν, ο συγγραφέας θα καταπιαστεί με τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοι και οι πολλαπλάσιοι νεοφερμένοι πρόσφυγες θα αναγκασθούν από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες να συμβιώσουν για τέσσερις μέρες χωρίς βοήθεια από πουθενά, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους. Οι ιστορίες όλων θα μείνουν μέχρι τέλους μετέωρες, χωρίς σαφή έκβαση και αίσιο τέλος, αφού πρόθεση του μυθιστορήματος είναι όχι απλά να εξιστορήσει το χρονικό του ναυαγίου αλλά να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση του επείγοντος, του ρέοντος, του ανολοκλήρωτου που αποπνέει το εισαγωγικό μότο: «χθες ήμασταν εμείς, σήμερα κλήρωσε σε σας, ποιος ξέρει αύριο ποιον θα διαλέξει».
Ο λόγος του συγγραφέα είναι άμεσος χωρίς κορώνες διδακτισμού. Οι εικόνες του εναργείς και αφοπλιστικές, οδηγούν στην αφύπνιση και τον αναστοχασμό, όπως αυτή με τα χιλιάδες σωσίβια που πυργώνονται στην ακτή σαν ένα αυτοσχέδιο μνημείο του ανθρώπινου πόνου. Τα πρόσωπα του βιβλίου ζουν σε μια κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης και αμφιθυμίας, χωρίς καθησυχαστικές εδραίες βεβαιότητες, με την ανασφάλεια και την αγωνία ριζωμένες στις καρδιές τους, καθώς η κρισιμότητα των περιστάσεων υπερβαίνει τις αντοχές και θέτει σε δοκιμασία τις ευαισθησίες τους. Η πλειονότητα των προσφύγων, ευγνώμονες, μετριοπαθείς και εχέφρονες άνθρωποι, παρά τις προσωπικές τους τραγωδίες προσπαθούν να προσαρμοστούν. Λίγοι οι απειθάρχητοι και οι καχύποπτοι που λειτουργούν ανυπόμονα και επιθετικά. Ο αγροτικός γιατρός, η νέα καθηγήτρια, ο νυν δήμαρχος και ο πρώην, οι αρχές του τόπου –αστυνομικοί, λιμενικοί, φαντάροι και μόνιμοι αξιωματικοί–, ο διανοούμενος αστός επισκέπτης, οι εκκεντρικές ιδιοκτήτριες της πανσιόν, η φουρνάρισσα, η ιδιοκτήτρια του καφενείου, οι αλλοδαποί αλιεργάτες και οι Έλληνες ναυτικοί, πονετικοί ανώνυμοι κάτοικοι του απομονωμένου νησιού, ντόπιοι κακοποιοί και λαθρέμποροι, γηγενείς, εσωτερικοί μετανάστες, αλλοδαποί εργαζόμενοι και φιλέλληνες λάτρεις του ελληνικού τοπίου, εκπροσωπούν κομμάτια ενός μικρόκοσμου που δοκιμάζεται και καταρρέει από το βάρος των ιστορικών μετασχηματισμών. Η εξέλιξη της πλοκής αναδεικνύει τις μεταξύ τους αντιθέσεις, τις έριδες και τους ανταγωνισμούς, τις συμμαχίες και τις συμπορεύσεις. Ανάλογα με τα φρονήματα, τις πεποιθήσεις, το χαρακτήρα, την ψυχοσύνθεση χωρίζονται σε αδιάφορους παρατηρητές και αλληλέγγυους, μισαλλόδοξους και συμπάσχοντες, φιλόξενους και ιδιοτελείς καιροσκόπους. Οι γυναίκες αποδεικνύονται αποτελεσματικές, επινοητικές και ευέλικτες στη διαχείριση της κρίσης ενώ οι άντρες βαρύθυμοι ή αμήχανοι, αργούν να προσαρμοστούν και να αποδεχτούν το μοιραίο και το αναπάντεχο. Διαγκωνίζονται για την ανάληψη της εξουσίας, την διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας, την πρωτοκαθεδρία στη λήψη των αποφάσεων. Όλοι όμως ανεξαιρέτως κατακλύζονται από ανασφάλειες, προσωπικά αδιέξοδα και  φόβους και ο καθείς προσπαθεί να ορθώσει ένα τείχος ανάμεσα στο ανθρώπινο δράμα που καθημερινά εκτυλίσσεται και τη δική του εύθραυστη υπαρξιακή ισορροπία. Όλοι ανεξαιρέτως επιβαίνουν σε ένα πλοίο που ταξιδεύει χωρίς προορισμό και ελπίδα σε μια θάλασσα παραλογισμού και απόγνωσης. Τα καταιγιστικά γεγονότα ενεργοποιούν εσωτερικές διεργασίες και συγκρούσεις και κανείς δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του από εκεί που την άφησε.
Όταν η ένταση ανάμεσα στις δυο ομάδες κορυφωθεί από τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, την έλλειψη αποθεμάτων τροφής και νερού, την εκατέρωθεν ανυπομονησία, τη δυσπιστία, την επιθετικότητα ή απλά την κούραση, θα χρειαστεί η ψύχραιμη στάση των συνετών για να αποφευχθεί η σύγκρουση.
Η αναχώρηση των προσφύγων θα σημάνει για τους κατοίκους την λήξη του συναγερμού και την ανάπαυλα, μέχρι το επόμενο πλοίο που δεν θα αργήσει να φανεί στον ορίζοντα να εκπέμψει σήμα κινδύνου.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: