29/10/16

Μια γερμανική διαθήκη

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

ΕΡΝΣΤ ΤΟΛΛΕΡ, Ήμουν ένας Γερμανός. Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη, μτφρ. Μιλτιάδη Αργυρόπουλου, εκδόσεις Ερατώ, σελ. 432

Στην αρχή της κρίσης πολλοί μιλούσαν για τη Βαϊμάρη. Ήταν, ίσως, μια προσπάθεια τακτοποίησης του πρωτόγνωρου, για τα δεδομένα μας, εντός ενός σχήματος από το παρελθόν. Για την εύρεση μιας αναλογίας χρήσιμης, καθότι προσδιοριστικής ή καθησυχαστικής, μεταξύ της Γερμανίας του Μεσοπολέμου και της Ελλάδας της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Προσδιοριστικής, διότι, εφόσον τα ζητήματα ήταν κοινά, κοινές θα ήταν και οι απαντήσεις. Άρα, το άγνωστο θα μετατρεπόταν σε λίγο λιγότερο άγνωστο. Καθησυχαστικής, κατά βάθος, διότι η πολιτική και κοινωνική κατάρρευση, η οικονομική ένδεια, αλλά, κυρίως, η άνοδος του αυταρχισμού, παράγοντες θεωρούμενοι ως το κοινό πλαίσιο των δύο περιόδων, κάποτε, με κάποιον τρόπο, έλαβαν τέλος. Στη Γερμανία, βέβαια, και διά της Γερμανίας στην Ευρώπη, στο τέλος βρισκόταν ένας παγκόσμιος πόλεμος.
Επρόκειτο, φυσικά, για μια άστοχη σύγκριση, υποβοηθούμενη, μεταξύ άλλων, και από την ατελή, αποσπασματική γνώση της νεότερης γερμανικής ιστορίας. Γρήγορα ξεχάστηκε, γρήγορα ξεπεράστηκε εκ των πραγμάτων. Δεν μας έκανε σοφότερους, ούτε ως προς τα δικά μας, ούτε ως προς τη γερμανική ιστορία της εποχής εκείνης.
Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε ο Τόλλερ. Όχι για να μας πει πάνω σε τί (ερείπια) θεμελιώθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά για να μας μιλήσει διά του γερμανικού μεσοπολέμου για κάτι που τον ξεπερνά. «Όποιος επιθυμεί να κατανοήσει την κατάρρευση του 1933, πρέπει να γνωρίσει τα γεγονότα του 1918 και 1919 στην Γερμανία, τα οποία διηγούμαι εδώ», μας λέει. Αλλά δεν μας λέει όλη την αλήθεια.
Ο Τόλλερ αφηγείται, πράγματι, κάποιες περιόδους της ζωής του. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Δυτικής Πρωσίας, τη σύντομη φοιτητική ζωή του στη Γκρενόμπλ, τη φρίκη του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, κι έπειτα, καθώς η αφήγηση πυκνώνει, τη φοιτητική ζωή στο Μόναχο, την προσέγγιση με τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες, τον εγκλεισμό σε ψυχιατρείο, τη συμμετοχή του στην σοβιετική δημοκρατία του Μονάχου, τη σύλληψή του, τον εγκλεισμό του, για πέντε χρόνια, σε διάφορες φυλακές.
Είναι, λοιπόν, μια αυτοβιογραφία; Ο ίδιος ισχυρίζεται πως πρόκειται για μια συλλογική βιογραφία, όπου δεν παρουσιάζεται μόνο η δική του νιότη, αλλά η νιότη μιας γενιάς, μαζί και με λίγες σελίδες ιστορίας.

Θα μπορούσε, πράγματι, να διαβαστεί κι έτσι. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τις θραυσματικές αναπαραστάσεις της εποχής, την εσωτερική πάλη του αφηγητή με τις περιστάσεις και τις συγκυρίες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος. Όμως, ο Τόλλερ δεν είναι ούτε συμβολαιογράφος ούτε λογιστής. Δεν μιλάει «με άμεσο τρόπο για το άμεσο». Δεν γράφει ένα συνηθισμένο χρονικό, δεν υπακούει στην χρονολογική διαδοχή των γεγονότων, δεν ενδιαφέρεται να αφηγηθεί τα γεγονότα «όπως ακριβώς συνέβησαν». Πράττει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περιγράφει ο Αντόρνο στην πρώτη σελίδα των Minima Moralia: δεν συμπεριφέρεται σαν τους μυθιστοριογράφους που στολίζουν τις μαριονέτες τους με απομιμήσεις αλλοτινών παθών, εν είδη φτηνών κοσμημάτων. Γράφει ως αυτό που είναι. Ως ένας εξπρεσιονιστής θεατρικός συγγραφέας, για τους αγώνες της εποχής του, στους οποίους συμμετείχε. Ημιτελείς αγώνες, που απέτυχαν.
Πρόκειται, μήπως, για μια αυτοβιογραφία, εν είδη πολιτικού μανιφέστου; Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η επανάσταση της 7ης Νοεμβρίου 1918 στο Μόναχο. Την ημέρα εκείνη, ο λαός βρέθηκε με την εξουσία στα χέρια, τη στιγμή που δεν είχε εξαρχής πρόθεση να την διεκδικήσει. Η επανάσταση στη Γερμανία καταπνίγεται στο αίμα από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, με τη βοήθεια ένοπλων ακροδεξιών εθελοντών. Το βιβλίο γράφεται όταν πια ο Χίτλερ έχει εδραιωθεί στην εξουσία. Δεν χρειαζόταν, όμως, το σκοτάδι να προστεθεί εκ των υστέρων, βρισκόταν ήδη εκεί, στα γεγονότα του 1918-19. Αυτό που τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ανεκπλήρωτη επανάσταση, λίγα χρόνια αργότερα αποτυπώνεται, όχι μόνο ως η κατάρρευση της Γερμανίας, αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτισμού εν συνόλω.
Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η ιστορία είναι και μια μορφή αναμνημόνευσης. Ο Τόλλερ δεν γράφει ένα μανιφέστο, αλλά μια διαθήκη. Μοιράζει τα ιμάτια των ευθυνών και των εγκωμίων, στους δημοκράτες, τους επαναστάτες, τους συνδικαλιστές, τους γραφειοκράτες, τους δογματικούς, στους διανοούμενους, στους ρεαλιστές πολιτικούς, στους φετιχιστές της οικονομίας, στον ίδιο τον λαό.
Αν όμως για τον Μπένγιαμιν, το να γράφεις ιστορία σημαίνει να ευθυγραμμίζεσαι με τη μνήμη των νικημένων, η ανάμνηση των οποίων διαιωνίζεται σαν ανικανοποίητη «λυτρωτική επαγγελία», για τον συγγραφέα της Αυτοβιογραφίας ενός επαναστάτη, στο τέλος, δεν απομένει ούτε κάποιο μήνυμα, ούτε κάποια βεβαιότητα. Μόνον η παρηγοριά ότι ουδέποτε υπήρξε μόνος. Μόνο η πίστη - παρόλα αυτά, η πίστη. Σε «έναν κόσμο δικαιοσύνης, ελευθερίας, ανθρωπιάς, σε έναν κόσμο χωρίς φόβο και χωρίς πείνα».
Γραμμένο διά της απόγνωσης, για μια καταστροφή που έχει πια συμβεί, το βιβλίο στέκει μετέωρο στο διάκενο μεταξύ του «έτσι έγινε» και του «έτσι θα μπορούσε να γίνει», μεταξύ ιστορίας και ουτοπίας. Δεν προσφέρει απαντήσεις, δεν επιδέχεται οικειοποίησης, από πολιτικούς φορείς, δεν απευθύνεται σε όσους αποζητούν ευκολίες παντός είδους -και προπάντων, στις αναγνωστικές τους επιλογές. Ένα μήνυμα κλεισμένο σε μπουκάλι, με αποδέκτες τους απελπισμένους του καιρού του, αλλά και τους μελλοντικούς απελπισμένους, που οφείλουν να μη χάσουν τις ελπίδες τους. Για το αν, τελικά, η συνάντηση συμβεί, μόνο το ποτάμι της ιστορίας το γνωρίζει.

Σπύρος Παπαλουκάς, Σπίτια σε πλαγιά, Καμένο Χωριό, 1925, λάδι σε χαρτόνι, 49 x 59 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: