20/11/16

Ο λόγος του αντιαμερικανισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

ΖΗΝΟΒΙΑ ΛΙΑΛΙΟΥΤΗ, Ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα, 1947-1989, εκδόσεις Ασίνη, σελ. 534

Ο αντιαμερικανισμός, διαχρονικά, προσδιορίζεται ως μία βασική ορίζουσα για τη μελέτη και την ανάλυση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και της ελληνικής πολιτικής εν γένει. Αυτό το σχετικά ομοιογενές σώμα πολιτικο-κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων, πρακτικών και συλλογικών αναπαραστάσεων που συνθέτουν το αντιαμερικανικό επιχείρημα, εν πολλοίς, για πολλά χρόνια θεωρήθηκε ως το «κλειδί» για την κατανόηση της μεταπολεμικής περιόδου και αποτέλεσε ένα στοιχείο για την τεκμηρίωση του περιώνυμου «ελληνικού εξαιρετισμού». Αυτή η αντίληψη περί «ελληνικού εξαιρετισμού», τουλάχιστον ως προς τη διαμόρφωση του αντιαμερικανικού επιχειρήματος, είχε δύο εκδοχές: η «αριστερή» εκδοχή αντιμετώπιζε τον ελληνικό αντιαμερικανισμό αφενός ως συνέχεια της αγωνιστικής/αντιστασιακής παράδοσης του ελληνικού λαού που στρέφεται εναντίον κάθε αλλότριου δυνάστη· αφετέρου η ιδιαιτερότητα της εξάρτησης της μετεμφυλιακής Ελλάδας από τον αμερικανικό παράγοντα συγκροτεί ένα αντιαμερικανικό ιδίωμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το ελληνικό λαϊκό κίνημα, που συμβάλλει καταλυτικά στη διαμόρφωση της αριστερής πολιτικής ταυτότητας.
Σύμφωνα με τη «φιλελεύθερη» εκδοχή, η αντιαμερικανική στάση, έτσι όπως εκδηλώθηκε στον ελληνικό δημόσιο χώρο, είναι ένα αμιγώς ενδογενές φαινόμενο που διαμεσολαβήθηκε από πλείστες πολιτικές επιδιώξεις και επί της ουσίας είναι μία έκφραση ενός πολιτικού ανορθολογισμού που νοηματοδοτούσε τη δράση και τις διεκδικήσεις των underdogs της ελληνικής κοινωνίας. Οι ΗΠΑ ήταν ένας ακόμα «αποδιοπομπαίος τράγος» για την ανεπάρκεια της Ελλάδας να αναπαραχθεί ως δυτική χώρα, μία διασύνδεση με τις ανατολίτικές καταφύσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ως εκ τούτου, η αντίκρουση του αντιαμερικανικού επιχειρήματος κατέληξε κριτήριο προοδευτικότητας και βούληση για εκσυγχρονισμό. Κάποιες πλευρές αυτών των προσεγγίσεων έχουν αναμφίβολα ευρετική αξία. Ωστόσο, η δογματίζουσα επιμονή στο αξίωμα του «ελληνικού εξαιρετισμού» –«παιδική ασθένεια» της ελληνικής κοινωνικής επιστήμης– δεν επιτρέπει την ένταξη της περίπτωσης του ελληνικού αντιαμερικανισμού στο ευρύτερο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής συνθήκης που ανέδειξε ένα γενικό μοντέλο αντιαμερικανισμού για τις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης.

Αυτή την ένταξη, μέσα από εξαντλητική επισκόπηση της οικείας βιβλιογραφίας, αποπειράται η εξαιρετική μελέτη της Ζ. Λιαλιούτη με τίτλο Ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα (1947-1989), που αποτελεί και επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής της διατριβής. Μέσα από μία εντυπωσιακή τεκμηρίωση που περιλαμβάνει εφημερίδες, περιοδικά, λογοτεχνικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες κ.α., επαληθεύει την υπόθεση της ένταξης, καλλιγραφώντας ταυτόχρονα και τη φυσιογνωμία του ελληνικού αντιαμερικανισμού καθ’ όλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Σκοπός της Λιαλιούτη είναι η κατόπτευση του φαινομένου στη μάκρο-περίοδο, στο επίπεδο του λόγου που αυτό παρήγαγε, η επισήμανση των τομών και των συνεχειών, η ταξινόμηση των διαφορετικών μορφών του αντιαμερικανικού επιχειρήματος και η αποτίμηση των επιδράσεων του φαινομένου στην ελληνική πολιτική κουλτούρα. Η εν λόγω μελέτη δεν είναι απλά μια «ελληνική» ιστορία, αλλά μια μελέτη του Ψυχρού Πολέμου μέσα από μία εθνική περίπτωση.
Αφετηρία της μελέτης είναι η έννοια του «εξαμερικανισμού» (americanization), ως μία συστηματική προσπάθεια διείσδυσης του αμερικανικού παράγοντα στην μεταπολεμική Ευρώπη, η οποία λαμβάνει οικονομικές, πολιτικές αλλά και πολιτισμικές μορφές. Ο αντιαμερικανισμός της μεταπολεμικής περιόδου συνιστά μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού αντιαμερικανισμού του Μεσοπολέμου, όπου εμφανιζόταν ως μία ελιτίστικη αντίδραση της Ευρώπης απέναντι σε έναν «άξεστο» πολιτισμό. Μετά το 1945, η ιδεολογία του αντιαμερικανισμού διαχέεται στις μάζες, αποκτά δεξιόστροφα και αριστερόστροφα χαρακτηριστικά και επί της ουσίας κινείται πέριξ τριών θεματικών αξόνων: η «διάβρωση της εθνικής κουλτούρας» από τη μαζική αμερικανική κουλτούρα, ο «περιορισμός της εθνικής ανεξαρτησίας» και η «κριτική για πτυχές ή ακρότητες του αμερικανικού οικονομικού μοντέλου». Οι τρεις αυτοί άξονες συγκροτούν την οργανωμένη «ευρωπαϊκή» αντίδραση απέναντι στις ορίζουσες της ψυχροπολεμικής πραγματικότητας –από τη σκοπιά του «Ελεύθερου Κόσμου», προφανώς– και αναδεικνύουν τον αντιαμερικανισμό σε καθοριστικό στοιχείο για την κατανόηση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιδεολογίας. Ως εκ τούτου η αντιαμερικανική ιδεολογία αναφέρεται σε κοινωνικά υποκείμενα και συλλογικά συμφέροντα και ταυτόχρονα αναδιατυπώνει πρότερες παγιωμένες αναπαραστάσεις και αφηγήσεις σε μία διαλεκτική σχέση με τα συμβάντα της (κάθε φορά) συγχρονίας.
Όσον αφορά τον ελληνικό αντιαμερικανισμό η συγγραφέας εντοπίζει δύο «οριακότητες», όπως αναφέρει, τον Εμφύλιο Πόλεμο και τη Μεταπολίτευση, ως δύο καθοριστικές στιγμές στην ελληνική ιστορία κατά τις οποίες καταρρέουν τα παλαιά αφηγήματα και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάδυση νέων. Στο πλαίσιο αυτό, περιοδολογεί την εξέλιξη του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, με αναφορά στις δύο «οριακότητες», σε πέντε φάσεις: α) τη «γενετική φάση» (1947-1954), όπου ο αντιαμερικανισμός περιορίζεται στην Αριστερά υπό το βάρος του Εμφυλίου· β) τη «φάση της ανάπτυξης» (1954-1965), που αναφέρεται στη διάδοση του αντιαμερικανισμού και στην κεντρώα συνιστώσα της «εθνικοφροσύνης», μέσα από το πρίσμα του «Κυπριακού»· γ) τη «φάση της ριζοσπαστικοποίησης» (1965-1974), που διασυνδέει το αντι-εξαρτησιακό επιχείρημα με τον αντιαμερικανισμό· τη «φάση του γενικευμένου αντιαμερικανισμού» (1974-1985), όπου καθίσταται το κυρίαρχο μεταπολιτευτικό αφήγημα· και τέλος τη «λανθάνουσα φάση» (1985-1990) που σηματοδοτεί την άμβλυνση του φαινόμενου και την παραμονή του σε μία λανθάνουσα κατάσταση – που θα αναζωπυρωθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο αντιαμερικανισμός προκύπτει στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ως αντίβαρο στην ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης» –η οποία αναδυόταν ως η ελληνική εκδοχή της ιδεολογίας του «Ελεύθερου Κόσμου»– και ως εκ τούτου η σχέση ανάμεσα στις δύο ιδεολογίες, διαμορφώνει, ως ένα βαθμό, τις τάσεις και τους συσχετισμούς στο πολιτικο-ιδεολογικό πεδίο. Αυτές οι διεργασίες οδηγούν στο μεταπολιτευτικό αντιαμερικανισμό, ο οποίος, μέσα από το φίλτρο της συνθήκης της «υπερ-πολιτικοποίησης», κλιμακώνεται σε ρητορική οξύτητα αλλά βαθμιαία αποκενώνεται από ιδεολογικό περιεχόμενο. 
Η συγγραφέας προβαίνει σε μία κρίσιμη διάκριση, ανάμεσα στον «πολιτικό» και τον «πολιτισμικό» αντιαμερικανισμό, για να καταδείξει και τον ισχυρό βαθμό δια-παραταξιακότητας των συγκεκριμένων ιδεολογικών απευθύνσεων, οι οποίες δεν θεμελιώνονταν μόνο στην έκκληση για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά και στην επίκληση ενός «ηθικού κινδύνου» που απειλούσε το σώμα των ελληνικών, λαϊκών ή μη, παραδόσεων. Διαμέσου αυτών των δύο διαστάσεων εκτυλίσσει μια πυκνή εξιστόρηση της εξέλιξης του αντιαμερικανικού λόγου, διαχρονικά, παραθέτοντας χαρακτηριστικά χωρία και εντάσσοντας τις διαφορετικές φάσεις στις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις κάθε περιόδου. Ιδίως η έννοια του «πολιτισμικού αντιαμερικανισμού», που ενίοτε λογίζεται ως ταυτισμένη ή καλύτερα ως απότοκη της πολιτικής διάστασης του φαινομένου, αναδεικνύεται σε καθοριστική έννοια για την ανάλυση της νεοελληνικής ιδεολογίας. Η Λιαλιούτη επισημαίνει εντέλει ότι ο ελληνικός αντιαμερικανισμός είναι μια «κανονικότητα», που θεμελιώνεται στη βασική αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου, συνιστά μια συνέχεια με συγκυριακές κορυφώσεις και εξακολουθεί να είναι ένα εγγενές στοιχείο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας.
Στο πλαίσιο αυτό, πόσο χρήσιμη είναι μία συστηματική αναψηλάφηση της ιστορίας μιας ιδεολογίας σήμερα; Χρέος της κοινωνικής επιστήμης είναι να συμβάλλει στη συλλογική αυτογνωσία, να αμφισβητεί βεβαιότητας, να ανοίγει «παράθυρα» διαλόγου με τη διεθνή εμπειρία, να γειώνει τις διερωτήσεις του παρόντος στην ιστορική πραγματικότητα. Εάν κάτι χρειάζεται η ελληνική κοινωνία στην περίοδο της κρίσης, δεν είναι ιδεολογικές αφαιρέσεις, αλλά στιβαρές εμπειρικές αναλύσεις. Η συγκεκριμένη μελέτη δε συμβιβάζεται με τις ανιστορικές αποφάνσεις περί κυριαρχίας ενός ταυτοτικού αντι-δυτικισμού στην ελληνική κοινωνία, ούτε φυσικά με την εύκολη «δαιμονοποίηση» της «Αμερικής», η οποία από αντικείμενο μελέτης στερεοτυπικών αφηγήσεων καθίσταται ερμηνευτικό σχήμα με απαιτήσεις καθολικότητας.  Χωρίς να στρογγυλεύει τα επίδικα ζητήματα, θέτει το φαινόμενο του αντιαμερικανισμού στην ιστορική του διάσταση και ανιχνεύει τις πρόσφατες αλλά και ενδεχόμενες αναβιώσεις του μέσα από τις μεταβολές του διεθνο-πολιτικού περιβάλλοντος. Ο αντιαμερικανισμός χρειάζεται τον «αμερικανισμό» για να κατανοηθεί και οι μορφές που μπορεί να λάβει η αμερικανική παρέμβαση επιδρούν και στις αντιαμερικανικές αντιδράσεις. Τέλος, η πρωτοτυπία και η ερευνητική πληρότητα του εν λόγω βιβλίου, αναμφίβολα θα το καταστήσει σημείο αναφοράς στην εγχώρια επιστημονική συζήτηση, χωρίς όμως να είναι ένα ανάγνωσμα απρόσιτο στο μέσο ενημερωμένο αναγνώστη. 

Ο Κώστας Ελευθερίου είναι υπ. δρ πολιτικών Επιστημών

Χρόνης Μπότσογλου, Σιωπηλή μέρα, Ιούλιος 2012, τέμπερα σε χαρτί, 76 x 56,8 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: