29/1/17

Στους δρόμους της ομορφιάς

ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ

Νίκος Παπαδημητρίου, Cricket manual (τρίπτυχο), 2011, ακρυλικό σε κόντρα πλακέ, 110 x 330 εκ.


ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Λεζάντες για τ’ αόρατα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 168

Το παρόν βιβλίο του Ηλία Κεφάλα μοιάζει να είναι η απόλυτη συνέχεια του προηγούμενού του, Τα Λιλιπούτεια (από τις ίδιες εκδόσεις), από άποψη ύφους, οπτικής επί των πραγμάτων και συναισθηματικής αύρας. Μόνο που εκεί συγκέντρωσε τα μικρότερα εκ των ποιημάτων του, σαν να πέρασε από έναν ηθμό τις εμπνεύσεις του, για να μας δώσει το ίζημα, διαμαντάκια γραφής και νοήματος που θα στολίζουν το λογοτεχνικό μας περιδέραιο.
Εδώ, ανοίγοντας το ποιητικό του εργαστήριο, μας αφήνει να διεισδύσουμε στο εσωτερικό του και να δούμε και τα υπόλοιπα κοσμήματα γραφής που κατασκευάζει, εκτεθειμένα σε πληρέστερη ανάπτυξη, έχοντας διαμορφώσει πλέον, με την πάροδο των ετών, ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα για τον κόσμο και τη γραφή. Μια ποίηση που διψάει για ουρανό.“Όπου κι αν βρίσκομαι αισθάνομαι πλήρης ουρανού/ Και το στερέωμα των άστρων με αναγγέλλει”, θα μας πει ήδη στο εισαγωγικό της συλλογής ποίημα, ή αλλού :“Και όλα με τραβούν με τα μαύρα τους σκοινιά στον ουρανό”. Η αίσθηση μιας πλήρους ένωσης με τον κόσμο της Δημιουργίας, στον οποίο αφήνεται με όλους τους πόρους του ανοιχτούς, για να προσλάβει και να ρουφήξει τις σημασίες και τα νοήματα ορατών και αοράτων. Μια φύση που διδάσκει με την παραμικρή της επιφάνεια. Και το πιο ελάχιστο από τα πλάσματα, σκαθάρι, μυρμήγκι, κορυδαλλός ή ιέραξ, ή το πιο ογκώδες, βουνό, ποτάμι, κάμπος, δέντρο, κι από μακριά ή κοντύτερα το φεγγάρι, η κίνηση ή η ακινησία, όλα χωράνε και νοηματοδοτούν τη σκέψη και την ποίηση του Ηλία Κεφάλα. Στην οποία ποίηση το απόλυτο κενό δεν έχει νόημα και αντιπροσωπεύει μόνο τον εαυτό του. Όλα γύρω είναι τοποθετημένα κατά μία σοφή θεία τάξη (“Κόσμος πανέμορφα ακριβής” μας λέει κάπου) να συντροφεύουν τον άνθρωπο και να του υπενθυμίζουν τη μοίρα του, της χαράς, του έρωτα, του πάσχειν, αλλά και του θανάτου που θα έρθει. Κάτι που δεν ξεχνιέται, ούτε όταν η ηρεμία του τοπίου και η στιγμιαία έλλειψη βιοτικών μεριμνών το προκαλούν, ούτε όταν κανείς πορεύεται στους δρόμους της ομορφιάς. (“ Γυρεύοντας την ομορφιά/ Δεν βρίσκεις παρά δρόμους/ Επίμονα κρυφούς που σε οδηγούν/ στην άφθαρτη πατρίδα”.)

Λυρικός και ρομαντικός, ο Ηλίας Κεφάλας αναζητά λοιπόν την άφθαρτη πατρίδα του (και πατρίδα μας εν πολλοίς), ευήκοος, με διεσταλμένους τους οφθαλμούς στα “αμέτρητα θαύματα που συμβαίνουν” γύρω του, με τη βοήθεια των λέξεων προσπαθεί να μας κοινωνήσει τα άρρητα. Από το εφήμερο πέρασμα των πλασμάτων και των πραγμάτων μαθαίνει να είναι συμπονετικός και ήπιος. Ο μικρός σκαραβαίος υποδεικνύει πώς η ευτυχία μπορεί να βρίσκεται και στην άγνοια, στο χώνεμα μέσα στις συμπαντικές διεργασίες. Αλλά η φύση, επειδή η διερμηνεία των φαινομένων της γίνεται ουσιαστικά από το στοχαζόμενο πνεύμα του παρατηρητή, κάποτε μπορεί να πει και ψέμματα. “Είσαι αλήθεια ή ψέμματα;” θα πει ο ποιητής στο βουνό, σαν να αναρωτιέται, εάν η ύπαρξή μας είναι ένα όνειρο, ή μη μπορώντας να σηκώσει την τόση ομορφιά. Ή μπορεί η φύση να του επιστρέψει -στη θέα μάλιστα μιας βαθιάς λίμνης- τη μελαγχολία του. Πάντως τα έξω τοπία είναι αφορμή και για το μέσα κοίταγμα. Τελικά “Μέσα από την ταύτισή μου/ Με το φ/ Τον ψίθυρο της φύσης” -όπως αναφέρει- και δοσμένος στην συμπαντική νομοτέλεια, θα προσπαθήσει να ηρεμήσει την υπαρξιακή αγωνία του και θα επιδιώξει μια μελλοντική γωνιά Παραδείσου. Για τον εαυτό του μάλιστα θα ήθελε (η ανησυχία του ποιητή για την κατάληξη του έργου του): “...όταν κι εγώ κοπώ και πέσω/ ...Ν' ανθίσω με λόγια ή προσευχές/ Μέσα στη σκέψη κάποιου”.
Η γλώσσα του απλή, με γνώριμες συνήθως εικόνες και χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς, κι ωστόσο εφοδιασμένη κατά σημεία με λόγιες λέξεις, θαρρώ, έτσι, για τη χαρά της απόδοσής τους στον αναγνώστη, φρεσκαρισμένες από τη σκουριά του χρόνου, στιλπνές μέσα στα συμφραζόμενα και εικονοποιητικά τους περιβάλλοντα. H όλη σύνθεση μας υποβάλλει την αίσθηση ενός πνεύματος που παρατηρεί, ανησυχεί, διδάσκεται με υπομονή, από τον κοσμικό διάκοσμο κυρίως, προς χάριν βέβαια του ανθρώπου (εξ άλλου, όπως λέει κάπου: “Η υπομονή πάντοτε αμείβει/ Και όταν συντρίβει.”), όμως ποτέ δεν αφήνεται στην απελπισία και η ματιά του έχει ένα στωικό χαρακτήρα ως προς τα πάθη και τα παθήματα του βίου, μια εγκαρτέρηση έναντι της κοινής μοίρας που ελλοχεύει και μας ξεπερνά. Γιατί ο άνθρωπος, από τότε που απώλεσε τον Παράδεισο της αθωότητάς του, πεθαίνει επειδή το γνωρίζει, ενώ τα υπόλοιπα πλάσματα, που δεν έχουν το χάρισμα της συνείδησης, απλώς ζουν το άθροισμα των στιγμών τους, όπως κάποιες αγελάδες που μας παρουσιάζει να βόσκουν αμέριμνα στο λιβάδι, αδαείς και αμέτοχες ενός τέλους που θα έρθει με βεβαιότητα.
Η συλλογή είναι χωρισμένη σε έξι επί μέρους ενότητες, αν και η ίδια εν πολλοίς θεματολογία τη διατρέχει, η φύση με την ομορφιά της και τα μαθήματα που δίνει σε όποιον στέκεται να ακούσει προσεκτικά τους ήχους, να οσμισθεί τα αρώματα και να θεαθεί τα επιφαινόμενά της, η σύνδεση μάλιστα δια μέσου της ομορφιάς -και σαν αντανάκλασή του- κατά ένα μυστικό τρόπο με το αόρατο, ο έρωτας, το βάρος της ύπαρξης, η αγωνία του θανάτου και ορισμένες σκέψεις για το ποιητικό γεγονός. Ωστόσο, ενώ οι τρεις πρώτες ενότητες “Οράσεις μέσα σε οράσεις”, “Αθέατο παρόν” και “Θύλακες” είναι πιο γενικές, οι τρεις τελευταίες επιμένουν στο δικό τους ιδιαίτερο περιεχόμενο. Η ενότητα με τίτλο “Αισθησιασμοί” είναι αφιερωμένη στο ερωτικό κομμάτι, στη γυναίκα-αγαπημένη, στη γυναίκα-νεράιδα προς την οποία -ακόμα και μέσα στο μεγάλο του πάθος- προσβλέπει με σεβασμό και τρυφερότητα. Τόση, ώστε γονατίζει στα πόδια της πριν αναρριχηθεί στο κορμί της (“Σύρομαι μόνο χαμηλά/ Συνομιλώντας με το πνεύμα των ποδιών σου” θα μας πει). Ο ερωτικός σύνδεσμος μοιάζει να είναι ιερός και επιθυμεί να τον χαρεί στη μυστική του περιοχή, μακριά από ενδεχομένως βέβηλα και αδιάκριτα μάτια, που θα χάλαγαν τη μαγεία.(“Ενώ μέσα μου ο ίμερος έτρεμε/ Ανησυχώντας στο μυστικό του χώρο/ Για το ότι απαρατήρητος έπρεπε/ Και αόρατος να μείνει” ή “Δεν θέλω μάτια να μας βλέπουν/ Ούτε αυτιά να μας ακούν/ Μονάχα δέντρα/ Που παροτρύνουν χαμηλόφωνα.”) Όταν απευθύνεται στην αγαπημένη, νοιώθει ξαφνικά -ποιητής αυτός- να του λείπουν οι κατάλληλες λέξεις και δεν βολεύεται παρά μόνο μέσα σε μια εύγλωττη σιωπή. Και παίρνει μαζί του κομμάτια από την εικόνα της για να τα έχει φυλαχτά σε ξαφνικές ένδειες του βίου. Η ενότητα “Μεταστάσεις” περιέχει στοχασμούς για το θάνατο και γεφύρια για μεταβάσεις στον Άδη, ιστορίες από αγαπημένους και άγνωστους ή μυθικούς νεκρούς. Στο θαυμάσιο ποίημα, με τίτλο “Το τραγούδι του μικρού Ευκλείδη”, ο θάνατος του μικρού παιδιού παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με το γύρω θαύμα της φύσης και της ζωής, προκαλώντας τη συγκίνηση. Αλλά οι πένθιμες εικόνες των ποιημάτων αυτών συνταιριάζουν στη γραφίδα του ποιητή με εικόνες αναγέννησης, με σπόρους μέσα στο χώμα που κοιμόντουσαν και σκάζουν, ή αλλού με μια άνοιξη που “σκάει πάντα σαν έκπληξη ονείρου”. Σαν να μη στέργει να παραδώσει μηδενιστικά τα πάντα στο αιώνιο σκοτάδι. Στην ενότητα “Περι-γραφές” θα μας μιλήσει για αυτό που πάντα απασχολεί τον ποιητή, την Τέχνη του.
Έτσι λοιπόν παρουσιάζεται ότι η Ποίηση ποδηγετεί, φυγαδεύει, γυρεύει πάντα την αλήθεια, δεν δικαιολογεί τίποτα από τα συμβαίνοντα και ανατρέπει τα πάντα, ακόμα και τον εαυτό της και το ποιητικό υποκείμενο. Το ποίημα, ερχόμενο από τη μνήμη και επωασμένο στο χρόνο και τη σκέψη, βρίσκει την κατάλληλη στιγμή να πεταχτεί στο προσκήνιο της γραφής. Η αγωνία του ποιητή είναι πάντα να βρει τις κατάλληλες λέξεις που θα εκφράσουν πειστικά τα νοήματά του, λέξεις που θα ήθελε να είναι σαν υλικά αντικείμενα για να μπορέσει να τις χειριστεί όσο μπορεί καλύτερα. Ο έχων το χάρισμα, από τη στράτευση σε εξωτερικούς στόχους -θεωρεί σε μια φανταστική συνομιλία με τον ποιητή Rupert Brooke- είναι πιο χρήσιμος όταν αφοσιωθεί με ελευθερία στην ανάπτυξη των θεμάτων του (“Έτσι χωρίς την ευθύνη του όπλου/ Και το βάρος της οβίδας/ Τα μάτια σου βλέπουν μακρύτερα/ Κι αλιεύουν τους στίχους από τα βάθη τ' ουρανού”.)
Ενός ουρανού που, όπως και στην αρχή διατυπώσαμε, ο Ηλίας Κεφάλας αναζητά δια μέσου των λέξεων “Γιατί το ποίημα πάντα/ Θέλει/ Μπορεί/ Και δένεται στο αόρατο”. 

H Κυριακή Αν. Λυμπέρη είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: