15/1/17

Το τετράδιο με τις λέξεις

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗ, Πιάνεις χώμα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 158
      
Οι λέξεις είναι οι αγγελιοφόροι της νησιωτικής πόλης που μαζεύτηκαν για να προϋπαντήσουν το φοβισμένο αγόρι, που ήρθε από τα ξένα να την κατοικήσει, μαζί με τη μάνα και τον μεγάλο του αδελφό. Γι’ αυτό και τις καταχωρεί ευλαβικά στο μυαλό του, τις προβάρει διστακτικά στο στόμα του και τις αντιγράφει μεθοδικά στο τετράδιό του.
Το βιβλίο  της Χριστίνας Φραντζεσκάκη μικρό και ευανάγνωστο, αποπνέει τη συγκίνηση και την αμεσότητα που έχουν οι αφηγήσεις για παιδιά, καθώς μ’ ένα λόγο που ρέει, χωρίς εκζήτηση και επιτήδευση, λέει λιτά και αφοπλιστικά την ιστορία του, αγγίζοντας την καρδιά του νοήματος και του αναγνώστη. Στα μικρά κεφάλαια, όπου εναλλάσσονται ως αφηγητές τα κεντρικά πρόσωπα, παρακολουθούμε την εξέλιξη της πλοκής μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα παθήματά τους, χωρίς δραματικές κορώνες, πικρίες και ηθικοπλαστικούς αφορισμούς. Με εσωτερικότητα, ευαισθησία και περίσκεψη.
 Το αφήγημα ακολουθώντας τους λαβυρίνθους της μνήμης ξετυλίγεται σαν σπείρα σε μια αντιστικτική κατάθεση της μάνας και του μικρού γιου στο πρώτο μέρος και του ίδιου γιου και του πατέρα στο δεύτερο. Ένα πριν και ένα μετά συνέχουν τα δύο μέρη. Πριν, η μάνα με τα δυο της αγόρια έχουν μόλις φτάσει στο ελληνικό νησί από την Αλβανία για να δουλέψουν, αφήνοντας πίσω τον πατέρα και τη γιαγιά. Μετά, ακολουθεί ο ερχομός του πατέρα στην Ελλάδα και ο αιφνίδιος θάνατος του, αφού ασυμβίβαστος, περίλυπος και απογοητευμένος δεν θα κατορθώσει να συμφιλιωθεί ούτε με τη θλίψη του αποχωρισμού των αγαπημένων του, ούτε με το άλγος του ξεριζωμού.

Σημείο τομής στο χρονικό της οικογένειας ο αναγκαστικός εκπατρισμός από την Αλβανία και η μετεγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Στις διαδοχικές εκμυστηρεύσεις τους διασταυρώνονται και αλληλοσυμπληρώνονται οι ενδόμυχοι φόβοι, οι ελπίδες και οι αγωνίες τους. Από τη μια οι μνήμες, ζωντανές και βασανιστικές, να στοιχειώνουν το μυαλό, και από την άλλη η ανελέητη πραγματικότητα να επιβάλλει απώλειες, πένθη, αποχωρισμούς και τις δικές της σκληρές και επιτακτικές ακολουθίες πράξεων. Η αφήγηση στο πρώτο μέρος είναι μια εναλλαγή σκέψεων και εντυπώσεων, της μάνας που υπήρξε δασκάλα στον τόπο τους και τώρα αναγκάζεται να καθαρίζει τουαλέτες και του μικρού της γιου που έρημος, αποκαρδιωμένος και χωρίς φίλους γυαλίζει ολημερίς το ποδήλατό του στην αυλή ακούγοντας τα παιδιά να παίζουν στο δρόμο. Πίσω έχουν αφήσει αναγκαστικά και αμετάκλητα την προηγούμενη ζωή τους. Τον πατέρα που αρνήθηκε να εκτοπιστεί και να ξεπέσει, το μεγάλο σπίτι να ερημώνει, το σχολείο που δίδασκαν, τη γιαγιά, το νεκρό παππού, την ανέχεια, την πείνα, την απόγνωση, τα αδιέξοδα.
Αν η μάνα και οι δυο της γιοι στο πρώτο μέρος του βιβλίου μετεωρίζονται ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, προσπαθώντας να ισορροπήσουν και να βρουν ένα στέρεο έδαφος για να σταθούν και να ξαποστάσουν, το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στο ψυχογράφημα του πατέρα, που κάποια στιγμή θα αναγκασθεί από ντροπή να ακολουθήσει την υπόλοιπη οικογένεια στην Ελλάδα. Εστιάζει στον άνθρωπο που θα παραμείνει μέχρι τέλους αδρανής, ξένος και ανένταχτος, χωρίς καμιά δυνατότητα προσαρμογής και επικοινωνίας, για να συντριβεί τελικά από τη νοσταλγία για την προηγούμενη ζωή του, τον οικείο τόπο, το πατρογονικό σπίτι, την αγαπημένη δουλειά, τη χαμένη πατρίδα. Η βάσανος για την απολεσθείσα ευτυχία θα γίνει βρόγχος που θα τυλίγεται σιγά-σιγά γύρω από τον λαιμό του στερώντας του τον αέρα. Η προσπάθειά του να λησμονήσει την ταυτότητά του και να αλλάξει, ώστε να συμπορευτεί με τους άλλους, να μοιραστεί τα όνειρά τους και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους, θα προδιαγράψει το δραματικό τέλος του.
Στον αντίποδα του πατέρα, μάνα και γιοι πορεύονται αποφασιστικά στο δρόμο της επιβίωσης διεκδικώντας ένα ασφαλές καταφύγιο και μια νέα προοπτική. Συρράπτουν κομμάτι-κομμάτι την άγνωστη πραγματικότητα συμφιλιώνοντας μέσα τους το παρελθόν με το παρόν. Ο μεγάλος γιος που δουλεύει χωρίς ανάπαυλα και ονειρεύεται μια πλούσια και άνετη ζωή. Η μάνα που στηρίζει την οικογένεια βουτώντας με πείσμα «τα χέρια που έπιαναν την κιμωλία» στα βρωμόνερα. Ξορκίζει την αβάσταχτη μοναξιά υφαίνοντας γύρω από τους δικούς της ένα κουκούλι προστασίας. Στεριώνει και ομορφαίνει τον κόσμο με συμβολικές πράξεις οικειοποίησης: ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, ένα συγυρισμένο σπίτι, καθαρά ρούχα, μια βόλτα στην παλιά αρχοντική πόλη, μια παρήγορη σύναξη συμπατριωτών. Και τέλος ο μικρός γιος που βαφτίζεται για να μην ξεχωρίζει και από Γκεζίμ γίνεται Ανδρέας. Και ενώ η απώλεια του ονόματος σηματοδοτεί μια ακόμα ρήξη με το παρελθόν, με την ταυτότητα, με τη γλώσσα, με τις παραδόσεις, μ’ έναν τρόπο αντίληψης του κόσμου, αυτός γίνεται υπόδειγμα μαθητή και κερδίζει την αποδοχή και τον θαυμασμό της δασκάλας.
Στο τετράδιό του με τις λέξεις μαζεύει τις αποχρώσεις των συναισθημάτων, τις τονικότητες της λύπης, τους ανεπαίσθητους ήχους της χαράς, τον πόνο της απώλειας του αγαπημένου πατέρα. Μαθαίνοντας την άγνωστη γλώσσα και επικοινωνώντας με τους άλλους απαλύνει το αίσθημα της ερημίας, τον φόβο για το αύριο, την πικρία της απόρριψης, τη θλίψη της μοναξιάς.
Οι λέξεις που αποθησαυρίζει μια-μια είναι το διαβατήριό του για τη νέα του ζωή, το δικαίωμα να ανήκει σε μια κοινότητα, να ονειρεύεται και να ελπίζει.

 Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Μέμος Μακρής, χωρίς τίτλο, 1942, κάρβουνο, 
από την έκθεση Μέμος Μακρής: Από την Αθήνα στο Παρίσι (1934-1950) 
στο ΜΙΕΤ (Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου20, Αθήνα). Μέχρι 25/2

Δεν υπάρχουν σχόλια: