29/1/17

Ένα γενεαλογικό βιβλίο, υλικών και άυλων καταγραφών

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Νίκος Παπαδημητρίου, Goyas carpet series, 2014, τάπητας σε mdf, λάδι, 35 x 50 εκ.


ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΔΙΓΚΑ, Το βιβλίο Νο 512, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 120

Ο αφηγητής, δηλαδή η περσόνα που διάλεξε η ζωγράφος και σκηνογράφος Κλεοπάτρα Δίγκα (γ. 1945) ως ετεροπροσωπία της σ’ αυτό το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο της, ένα αρθρωτό, σπονδυλωτό αφήγημα, όπως θα δούμε, μεταξύ χρονικού και νουβέλας , είναι ένας άντρας περίπου στα δικά της χρόνια: αρχαιολόγος- επομένως κάποιος που, όπως εκείνη, «συνδιαλέγεται» με τον χώρο και τις αποτυπώσεις του. Το αφήγημα ανοίγει με τον άντρα να στέκεται μπροστά στο χωνευτήριο ενός κοιμητηρίου, όπου τα άλιωτα ακόμα κατάλοιπα των σωμάτων των δυο γονιών του. Και εκεί, μπροστά στο τετράγωνο 512, αισθάνεται έντονα για πρώτη φορά πως υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνους, σε ό,τι δηλαδή εκείνοι εκπροσωπούν ως νοερή γραμμή ζωής, ένα χρέος. Ένα χρέος ιδίως απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς, όπως λέει ευρηματικά προς το τέλος του αφηγήματος, η ύπαρξή του/της, ψυχή και σώμα, προϋποθέτει και συνεχίζει τις υπάρξεις όσων προηγήθηκαν: «Ό,τι είχε ζωή κάποτε, είναι πάνω σε τούτο τον πλανήτη που περιστρέφεται μέσα στο ατέλειωτο μαύρο σκοτάδι. Υπάρχει πάντα εδώ. Το χώμα κρύβει τόσα μυστικά. Όσα όντα έζησαν και πέθαναν δεν έχουν φύγει πάνω από τη σφαίρα [...] Τινάζοντας το ξεσκονόπανο αναπνέω τη μάνα μου και τον Αισχύλο» (σ. 116-117).
Το χρέος επιβάλλει, συμβολικά βέβαια, το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου υλικού και συνάμα άυλου, μιας γενεαλογίας που η Δίγκα την πηγαίνει πίσω όσο μπορεί, ξεκινώντας από τα διασωθέντα στην προ του 1922 Σμύρνη των προγόνων της. Βλέποντας ο «αρχαιολόγος» τα οστά των κεκοιμημένων ανασκευάζει τις εικόνες που διέσωσε η μνήμη του από αυτούς, τα γεγονότα που διασταυρώθηκαν με τη ζωή τους· συνδυάζει τα αντικείμενα/κτερίσματα που τους συνόδεψαν όσο υπήρχαν και που συνεχίζουν να είναι χρηστικά και σήμερα, ανακαλεί τη φωνή τους που συνοδεύει συνήθως αυτοματικά την  αναθύμηση των προσώπων. Επίσης, ανατρέχει σε παλιές φωτογραφίες, στην προσπάθεια να αναπαρασταθεί η κάθε εποχή μέσα από τις ακινητοποιημένες στο φακό στιγμές. Κι έτσι, με τους αδιάκοπους συνειρμούς που το βλέμμα υποκινεί στη φαντασία, δημιουργείται η γνωστή παλινδρομική κίνηση της μνήμης· επανακάμπτει ως διηνεκές τώρα το παρελθόν και συμφύρονται οι χρόνοι, τα ήθη, οι μεγάλοι και οι μικροί μύθοι της Ιστορίας, οι μικρές και μεγάλες ανευθυνότητες της πολιτικής του Βενιζέλου και των φιλοβασιλικών, οι οικογενειακές και προσωπικές μικροϊστορίες. Μ’ αυτό τον τρόπο, με ένα μνημόσυνο ουσιαστικά, με την  ενεργοποίηση όσων προλάβει η μνήμη να απαθανατίσει, θα «εξοφληθεί» (αν και ποτέ στην ολότητά του) το χρέος. Διαφορετικά το Νο 512  στο κοιμητήριο θα παραμείνει σιωπηλό, όπως εκατοντάδες άλλα τετράγωνα που αντικαθιστούν διαρκώς εκατοντάδες άλλα.

Όπως είπαμε, η Δίγκα, μέσω της περσόνας της, του αρχαιολόγου που υποτίθεται ότι είναι η ζώσα άκρη του οικογενειακού νήματος, επιστρέφει με πολλαπλούς τρόπους στο παρελθόν γιατί αισθάνεται τη δεδομένη στιγμή την ανάγκη της συνέχειας. Βρίσκει τα τεκμήρια που άφησαν πίσω τους γεννήτορες και προγεννήτορες, κομμάτια αφηγήσεων που πρόλαβε να συλλέξει, σχέδια που φτιάχτηκαν με το χέρι από τον πατέρα της, τον Αριστείδη, με τη συνδρομή μάλλον του υπεραιωνόβιου, θαλλερού παππού και αναπαριστούν το αρχοντικό στη Σμύρνη. Κι ακόμα, το κείμενο του Εθνικού Ύμνου, παραχωμένο σ’ ένα εγχειρίδιο σαπωνοποιίας από τα τέλη του 19ου αιώνα, ασφαλώς έναν πολύτιμο οδηγό στη βιοτεχνία της αρωματοποιίας που ο παππούς είχε στήσει στην Ιωνία και μετέφερε στη Λέσβο, όταν η Σμύρνη παραδόθηκε στις φλόγες. Αλλά, όλ’ αυτά ενταγμένα, σαν ψηφίδες πραγματολογικού υλικού, σε μια αφήγηση που για να αποκτήσει πνοή και σώμα προστρέχει στη δύναμη της φαντασίας. Η φαντασία, δηλαδή η μυθοπλασία, είναι που ξαναδίνει ζωή στα μακρινά περιστατικά του αφανισμού της πόλης, της φυγής, του περάσματος στη Λέσβο, της εκεί οικογενειακής εγκατάστασης, τής εκ νέου λειτουργίας της αρωματοποιίας, της αιφνίδιας καταστροφής από καταρρακτώδη βροχή, της νέας φυγής και της τελικής εγκατάστασης στην Αθήνα, όπου όμως και πάλι η τύχη αποδεικνύεται γεμάτη αναποδιές. Η δυναμική μορφή του παππού κυριαρχεί σε όλο σχεδόν το βιβλίο· περισσότερο μ’ εκείνον, τον Αλέξανδρο, τον προγεννήτορα, είναι εξ ιδιοσυγκρασίας θαυμαστικά δεμένος, ο αρχαιολόγος αφηγητής της Δίγκα, υπογραμμίζοντας τη μαχητική στάση του απέναντι στις αντιξοότητες που κάθε φορά πάνε να τον ισοπεδώσουν: «Πάμε [...] πάμε. Μπροστά, μην κοιτάτε πίσω» (σ. 32)
Όπως και να χαρακτηριστεί, οικογενειακό χρονικό, σάγκα, το αφήγημα που ξετυλίγεται στο Βιβλίο Νο 512 είναι περισσότερο συνάρθρωση στιγμών ή επεισοδίων στη διάρκεια ενός αιώνα. Συνέχεται από μικρές ιστορίες που κι αυτές όμως δεν ακολουθούν μια ευθύγραμμη διαδοχή· έχουν συχνά πισογυρίσματα και με τη θραυσματική τους δομή αφήνουν εδώ κι εκεί κενά. Κι έτσι όμως φτιάχνουν ένα κομπολόι ασυνεχών διαστημάτων ευτυχίας και δυστυχίας, επιτυχιών και ατυχιών που διατρέχονται, πολύ παραστατικά, από τη διάθεση των αρσενικών και των θηλυκών προσώπων του χρονικού να αντέξουν και να υπερβούν τα δεινά της εποχής και τα δικά τους. Υπάρχει μια ρωμαλέα διάθεση γι’ άρπαγμα από τη ζωή,  μια πίστη στο μέλλον, διαθέσεις ιδωμένες κυρίως στους άρρενες της οικογένειας: να προχωρήσουν, να γυρίσουν την πλάτη στις εκάστοτε καταστροφές, να δοκιμάσουν και πάλι τις δυνάμεις τους, να νικήσουν! Η μαχητική στάση, η κατακτητική προοπτική είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της παράδοσης που τη θέλει η Δίγκα να περνάει από γενιά σε γενιά, και ίσως δεν είναι τυχαία η σχέση του παππού Αλέξανδρου, όσο και του πατέρα Αριστείδη, με τη φύση και τα φαινόμενά της, μα και με το σεβασμό τους παρομοίως για τους κανόνες της, καθώς τη θεωρούν μητέρα των πάντων. Εδώ, η τυπολογία προσώπων με μικρασιάτικη καταγωγή που αγωνίζονται να επιβιώσουν μετά τον ξεριζωμό, μας θυμίζει έναν μακρύτατο κατάλογο διηγημάτων και μυθιστορημάτων, ιδίως από τη δεκαετία του 1930 και ύστερα, που σχημάτισαν μια ξεχωριστή κατηγορία έργων με τη θεματοποίηση της προσφυγιάς του 1922-1925 : Η λεηλασία μιας ζωής (1935) του Αντώνη Τραυλαντώνη, Τα παιδιά της Νιόβης (1995) του Τάσου Αθανασιάδη, Οι πρώτες ρίζες (1936) της Τατιάνας Σταύρου, Η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη, Η αναζήτηση (1998) του Νίκου Θέμελη.

Το βιβλίο Νο 512 από τεχνική άποψη συμπλέκει δυο κατά βάση τρόπους εξιστόρησης, τον ένα οριζόντιο, με μικρές προτάσεις, με ύφος συχνά κοφτό έως λαχανιαστό, τρόπο με τον οποίο συνήθως αναπαριστάνονται επεισόδια από τον βίο των ανιόντων της Δίγκα. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στα χρόνια του ’20, του ’30, της Κατοχής και του Εμφυλίου· τα ήθη των ανθρώπων σε σύντομα σκίτσα, οι διαφορές στους χαρακτήρες της οικογένειας αλλά και οι συνοχές που παραταύτα τους έδεναν· η Σμύρνη και η Αθήνα σαν σκηνικά  βάθους που νομίζω ότι ως ταυτότητες αστικών κέντρων δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα και δεν παρεμβαίνουν στις ζωές. Και από την άλλη μεριά, για μένα ουσιαστικά γονιμότερος, ο δεύτερος τρόπος εξιστόρησης: κάθετος, στοχαστικός και αναστοχαστικός, αυλακωμένος από αλλεπάλληλους συνειρμούς, έτσι ώστε η ματιά του αφηγητή, πέφτοντας στο ελάχιστο, να του δίνει μια μεγάλη προοπτική βάθους. Κάτι που, αν θυμάμαι καλά, ήταν ο κυρίαρχος τρόπος αφήγησης και στις μικρές ιστορίες του προηγούμενου βιβλίου της Κλεοπάτρας Δίγκα, Θέση 44 - Παράθυρο (2013). Ένας τρόπος εικαστικής αναπαράστασης και καταγραφής, αλλά με σταθερότητα στις γραμμές του, ακόμα και στις σκιάσεις ενός αντικειμένου ή μιας εικόνας που έτσι γίνονται πιο ανάγλυφα και αισθητά. Στοιχεία του προσώπου, λεπτομέρειες φωτογραφιών, θραύσματα που όμως υποδαυλίζουν πολλές φορές τη μνήμη και τη φαντασία για το δικό τους ταξίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: