5/2/17

Οι ωσεί μη εωραμένες Εποπτείες του Γιάννη Δάλλα

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

[Επίμετρο στο βιβλίο το Γιάννη Δάλλα, Εποπτείες. Μια επανανάγνωση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Έρασμος»]

Τα λίγα λόγια που ακολουθούν, παρασιτώντας σε ένα φιλόξενο κείμενο-«ξενιστή», δεν είναι παρά προϊόν αλλεπάλληλων αναγνώσεων των δαλλικών Εποπτειών. Οι αλλεπάλληλες αναγνώσεις δεν ήταν βέβαια συνέπεια καταδίκης («τιμωρία» τη λέγαμε στη σχολική μας ζωή) σε πολλαπλή καταναγκαστική μελέτη των κειμένων, αλλά προήλθαν από το γεγονός ότι ο γράφων ήταν αυτός που πέρασε στην επικράτεια του πληκτρολογημένου τα διαδοχικά παλιμψηστικά στρώματα των μολυβο- γραφημένων διορθώσεων της παλαιότερης έκδοσης. Από αυτήν την άποψη ο ίδιος μπορεί να πει πως έχει πλέον μια κυριολεκτικά εποπτειακή γνώση των κειμένων που τις συναπαρτίζουν.
Αλλά ας πάρομε τα πράγματα από την αρχή. Η λέξη «εποπτεία», όπως ξέρομε, είναι παράγωγο του ρήματος οράω-ορώ και σημαίνει άμεση αντίληψη των πραγμάτων, των ιδεών, των καταστάσεων μέσω των αισθήσεων, ενώ στην καντιανή ιδιόλεκτο σημασιοδοτεί «τις παραστάσεις εκείνες που έχουν μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το αντικείμενο»[1]. Ο αντίστοιχος λατινικός όρος για την «εποπτεία» είναι intuitus ή intuitio από το ρήμα intueor που κατά λέξη σημαίνει «βλέπω μέσα», φέρνω δηλαδή το βλέμμα μου σε άμεση επαφή με το αντικείμενο. Αυτήν τη λέξη διάλεξε, το 1954, ο τριαντάχρονος τότε Γιάννης Δάλλας για να επιτιτλίσει τέσσερα σχετικά ετερόθεμα δοκίμιά του που είχαν γραφτεί, σε διάφορους τόπους, τα πέντε προηγούμενα χρόνια. Και ενώ τα δοκίμιά του με στοχευμένη, εύστοχη και αναστοχαστική intuitio πάσχιζαν να «δουν μέσα» (και να μπουν) στην ουσία ζητημάτων κομβικών και ζωτικών για τη νεοελληνική σκέψη, τα ίδια μοιάζει σαν να μην ιδώθηκαν, σαν να πέρασαν δηλαδή αόρατα και απαρατήρητα. Λιγοστές κρίσεις και κάποιες μονάχα εθιμοτυπικές αναφορές, στα «ψιλά», αλλά πραγματικό δημόσιο, και όχι ιδιωτικό, διάλογο με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, με ενστάσεις ή αντιρρήσεις, εναντιο- ή παραλληλοδρομίες, με προκείμενες και συμπεράσματα δεν προκάλεσαν.

Και όμως, πέρα από το, καινοφανές για θεματολογία ελληνικού δοκιμίου, κείμενο για τον Σαρλώ, και το εξαιρετικά φιλοσοφημένο και διατυπωμένο δοκίμιο για τον «σκοτεινό φιλόσοφο» της Εφέσου, προδρομικό δείγμα της δεινής αρχαιογνωσίας τού Δάλλα, που αργότερα θα έδινε ηδυσμένους μεταφραστικούς καρπούς (δοκίμια και τα δύο που φυσικά και αυτά θα μπορούσαν να αιτηθούν μπόλικο διάλογο και να εκλύσουν αρκετή διαλογικότητα), τα άλλα δύο δοκίμια έθεταν την πένα επί τον τύπον των ήλων θεμάτων, όπως είπαμε και προηγουμένως, ζωντανών και ζεόντων, ενεργών και όχι εσβεσμένων, θεμάτων που έπλεαν (ή επέπλεαν) στον αφρό των σχετικών συζητήσεων της εποχής. Το πρώτο, για τον Μακρυγιάννη, συζητάει κριτικά, ανοιχτά, δημιουργικά πολεμικά και γόνιμα διαλογικά με όλες τις μέχρι τότε προσεγγίσεις των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού. Προσεγγίσεις που είχαν ξεκινήσει μετά την «ανακάλυψή» του (ως λογοτέχνη πια) από τη δεκαετία του 1930 και που συνεχίστηκαν μεταπολεμικά, συνδεόμενες με τις αναφερόμενες στον ζωγράφο Θεόφιλο και τη γενικότερη επανανάγνωση της νεοελληνικής (λαϊκής και μη) παράδοσης. Ενώ το δεύτερο με τον τίτλο «Συμβολή για την ανάδειξη ενός μοντέρνου κλασικού», μέσα από την προσπάθεια ορισμού της έννοιας «κλασικό» στην τέχνη, απλώνεται, «στερεομετρικά και μουσικά», σε ένα τεράστιο εύρος προβλημάτων. Ανάμεσά τους: ποιοι έλληνες λογοτέχνες (και αν) μπορούν να χαρακτηριστούν κλασικοί; Από πού έρχεται και πού (θέλει να) πάει η σύγχρονη νεοελληνική ποίηση; Σε ποιον «καθρέφτη» θα πρέπει ο νέος ελληνισμός να αναζητήσει το είδωλο ή το αντιφέγγισμα του προσώπου του ή, αλλιώς, σε ποιες μήτρες ή σε ποια ριζώματα θα πρέπει να αναζητήσει τις γενέθλιες απαρχές του; Ποια σχέση συνδέει τον νέο ελληνισμό με παλαιότερους ανιόντες συγγενείς και προγόνους του. Ένα πρόβλημα, το τελευταίο, που σχεδόν μοιάζει με το «μακρύ ποδάρι» του καρυωτακικού Μιχαλιού, γινόμενο αντικείμενο ποικίλων, γόνιμων ή άγονων, συγκυριακών ή υπό το πρίσμα της longue durée, προσεγγίσεων· υποδόρια και περισσότερο διαισθητικά ήδη μέσα από την ποιητική του Σολωμού και του Κάλβου και δοκιμιακά-ιστοριογραφικά από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο, τον Δραγούμη και τον Π. Γιαννόπουλο, μέχρι τον Σεφέρη, τον Σβορώνο, τον Λορεντζάτο ή τον Δημήτρη Χατζή.
Σε αυτό το δοκίμιο, όπως και στο προηγούμενο, φαίνεται ότι ο, πολλές φορές, ρητός και, άλλες πάλι, άρρητος ή υπόρρητος συνομιλητής του Δάλλα είναι η σκέψη ενός μεγάλου ποιητή και δοκιμιογράφου, του Γιώργου Σεφέρη. Του ανθρώπου που, όμοια με τον Έλιοτ στην αγγλοσαξωνική εκείνος λογοτεχνική επικράτεια, κυριολεκτικά σχεδίασε και επέβαλε (με ευπρέπεια και με έναν διπλωματικότατο καλοτροπισμό, είναι αλήθεια) σε έναν μεγάλο βαθμό τον σημερινό νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα. Έναν κανόνα που παραμέρισε με τον σεβασμό που αρμόζει στους γερόντους (και όχι στους ξεμωραμένους) τη «βαριά σκιά του Παλαμά», ξανάβαλε στο «παιγνίδι» τον Ερωτόκριτο (αυτό το «εξάμβλωμα της ταλαιπώρου Ελλάδος» κατά τον Κοραή ή, αλλιώς, «βιβλίο για τις βιβλιοθήκες των θεραπαινίδων» κατά τον Γ. Μιστριώτη) και την κρητική αναγέννηση, λογοτεχνοποίησε καίρια, ευμορφότατα (καίτοι επιλεκτικά) τον Μακρυγιάννη, κράτησε μιαν απόσταση ασφαλείας από τις πρώιμες υπερβολές τού, «γραφικού»[2] εν πολλοίς, ελληνικού μεσοπολεμικού υπερρεαλισμού, στρίμωξε πίσω από την φαντασματική πόρτα του «καρυωτακισμού» το φάσμα του Καρυωτάκη, που υποδόρια «στοίχειωνε» και στη σεφερική γραφή, είδε την στρατευμένη τέχνη του Βάρναλη σαν έναν «ναό πεθαμένων θεών»[3], θυμήθηκε να «έρθει αργά στον Αλεξανδρινό» κ.ο.κ.
Αναγνωρίζοντας ο Δάλλας τη σημαίνουσα σεφερική συμβολή όχι μόνο στο ποιητικό «αλωνάκι», αλλά και στη κακομοιριασμένη (και καχεκτική, όπως θα δούμε σε λίγο) νεοελληνική δοκιμιακή σκέψη θα συλλάβει, ήδη από τότε, αυτό που μεταγενέστερες ψυχραιμότερες σκέψεις, αποστασιοποιημένες από τα λιβανίσματα (αχρείαστα, τις περισσότερες φορές, για τους ίδιους τους λιβανιζόμενους) των κατσιμπ-α(υ)λικών ή τον φετιχισμό των ονομάτων, διείδαν[4]. Το μεγάλο δηλαδή βαθμό επιλεκτικού αισθητισμού (αν και, βέβαια, ο αισθητισμός, από χέρι, είναι επιλεκτικός), τη λόγια, εξιδανικευμένη και εξιδανικευτική ανάγνωση μέρους των δημιουργημάτων του λαϊκού πολιτισμού, και το βλέμμα ενός «καλοπροαίρετου πολιτισμένου ανθρωπολόγου»[5] σε μια παράδοση θεωρούμενη ως δεδομένη, απροβλημάτιστη, «ανεπινόητη» (και όχι εν πολλοίς «επινοημένη» ή, αλλιώς, δυναμικά, αντιφατικά και ανταγωνιστικά συγκροτημένη ή επιβεβλημένη):
Γράφει ο Δάλλας προς το τέλος του δευτέρου δοκιμίου τού τόμου:
Αλλά οι εστέτ φωνάζουν πώς παράδοσή μας, εκτός φυσικά από τήν αρχαία, εδώ είναι αποκλειστικά ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο Παναγιώτης Ζωγράφος, οι τοιχογραφίες του Άη - Λαυρέντη (Πηλίου). Αλλά, αποκρινόμαστε, γίνεται παράδοση, μ’ αυτούς τούς ολιγάριθμους κι αυτοδίδαχτους, με μια λέξη μ’ αυτούς τούς επαρχιώτες; Κι αντικρούουν οι εστέτ μ’ άλλους ξενότροπους και μολαταύτα και πάλι επαρχιώτες. Κι ο Καντούνης, ο Δοξαράς, ο Κουτούζης (της Κέρκυρας); Έχομε, επιμένομε εμείς, πίσω μας μια νεότερη παράδοση πλούσια, διακριτή εν σχέσει προς την Δυτική. Και είναι ασφαλώς δική μας. Αναγνωρίζομε εκεί μέσα κι ας την αντιμαχόμαστε, γιατί η αδέκαστη ιστορική αναγκαιότητα μάς επιβάλλει, διαμορφώνοντάς μας μια ριζικά φιλελεύθερη συνείδηση, να την αντιμαχόμαστεαναγνωρίζομε λοιπόν σ’ αυτήν κάθε φορά κι από μια πλευρά της σημερινής προσωπικότητάς μας.
Αλλά μετά την μικρή αυτή παρέκβαση, ή, αλλιώς, «κουϊδέλα» ή «κογκέλα» για να μιλήσω την κοινή μας με τον Δάλλα ηπειρωτολαλιά, θα πρέπει να επανέλθομε στο ερώτημα που άνοιξε τούτο το μικρό παράρτημα: πόθεν δηλαδή η «αορατότητα» των δοκιμίων του Δάλλα, σε μια εποχή μάλιστα σχετικά στέρφα από μυαλωμένες και συνετές δοκιμιακές εκφωνήσεις (αφήνοντας στην άκρη, βέβαια, ιμπρεσιονιστικές, εθιμοτυπικές, κατ’ εντολήν ή από υποχρέωση διθυραμβικές ή καταγγελτικές κριτικογραφίες);
Ο πρώτος λόγος είναι, νομίζω, πρόδηλος. Η έλλειψη της παράδοσης μιας δημόσιας σφαίρας (Öffentlichkeit την ονομάζει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, «δημοσιότητα» την αποδίδει ο έλληνας μεταφραστής του) που θα μπορούσε να προκαλέσει, με έναν στοιχειωδώς θεσμισμένο τρόπο (έστω και εξιδανικευμένα, όπως την βλέπει –και το λέει στον πρόλογο στην επανέκδοση τού 1990– μάλλον δικαιολογημένα[6], ο Χάμπερμας) δημόσιο διάλογο, πολεμικές (ακόμη και αν αυτές κινούνται από τη δίψα τους για «δόξα και γροθιές» καταπώς έλεγε ο Γιάννης Ψυχάρης), ανοικτές αντιπαραθέσεις, απαντήσεις και ανταπαντήσεις, νέες ερωτηματοθεσίες και ερωτηματοδοσίες Αν, βέβαια, δεν θέλομε να λειτουργήσουμε μηχανιστικά και άκριτα, δέσμιοι του θαυμασμού μας ή της εξαρτημένης μας συναίσθησής μιας «ευρωπαϊκής επαρχιωτοσύνης», θα πρέπει να παραδεχτούμε πως το χαμπερμασιανό σχήμα (όπως και άλλα εσπέρια σχήματα) μόνον λειασμένο (για να σεβαστεί ακριβώς την «προσελλάδωσή» του) και μόνον υπό όρους μπορεί να εφαρμοστεί στην ελληνική (το «δημόσια» είναι, φυσικά, περιττό) λογόσφαιρα της εποχής. Πρώτα απ’ όλα, επειδή στην ελληνική περίπτωση (χρησιμοποιώντας, εδώ, τον τίτλο μιας υποενότητας από το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου του Χάμπερμας[7]) μοιάζει σαν να περάσαμε σχεδόν κατευθείαν από την ανυπαρξία μιας κρίσιμης μάζας «κοινού που θα διαλογίζονταν τον πολιτισμό» στην κατασκευή ενός μαζικού «κοινού που καταναλώνει τον πολιτισμό». Σε αυτό το πλαίσιο, το δοκίμιο εν Ελλάδι δεν φαίνεται να γνώρισε κάποια ιδιαίτερη ευδοκία-ευμένεια του κοινού και ούτε και να ευδοκίμησε και πολύ καταλήγοντας, όπως γράφει ο Δάλλας σε ένα άλλο μεταγενέστερό του δοκίμιο, το οποίο έχει ακριβώς ως θέμα του το δοκίμιο, να είναι: «ένα είδος υπό προστασίαν», άν «αναλογιστούμε τη ραγδαία υποχώρηση ως την απειλούμενη εξαφάνιση του είδους»[8]. Αν, βέβαια, σήμερα το δοκίμιο είναι «είδος εν εξαλείψει» και «υπό προστασίαν» στα μέσα της δεκαετίας του 1950, το ίδιο ήταν, όπως και η σκέψη, κριτική, κρίσιμη ή άκριτη, ένα είδος μάλλον «υπό διωγμόν». Γράφομε αυτό για να κατανοήσει ο αναγνώστης ότι τα δοκίμια που συναπαρτίζουν αυτόν τον τόμο, γράφτηκαν, όπως μας υπενθυμίζουν οι καταληκτικές χρονοτοπικές σημαδούρες τους, σε καιρούς σακάτικους που οι όροι εκφοράς και συζήτησης των δημόσιων εκφωνημάτων καθορίζονταν όχι μόνον αυτολογοκρινόμενοι από τα συνήθη Υπερεγώ, αλλά αστυνομικά και ποινικά. Έτσι, στο άγριο κλίμα της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδας με έναν μεγάλο αριθμό της «μιας όχθης» διανοουμένων στο «χώμα», στη «φυλακή» ή σε καταναγκαστικό πολιτικό «τουρισμό» στα ξερονήσια και στις όχθες του πολυυμνημένου «αχανούς» και «γαλανού» Αιγαίου[9], και με την altera pars ενοχική ή αλαζονική, πλατωνολογούσα, πλωτινολογούσα ή καντιανολογούσα γενικόλογα ή ακατάληπτα, με το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» του Λειβαδίτη, το 1955, να οδηγείται «σιδηροδέσμιο» στο Πενταμελές Εφετείο και τις «Βουρκωμένες Μέρες» του Μενέλαου Λουντέμη να το ακολουθούν λίγο αργότερα, είναι αυτονόητο ότι καμιά δυνατότητα ενός δημιουργικού, γόνιμου και λυσιτελούς διαλόγου δεν είχε ελπίδες να τελεσφορήσει.
Ο δεύτερος λόγος για την καχεκτικότητα του δοκιμιακού λόγου στον τόπο μας, άμεσα συναρτώμενος με τον προηγούμενο, είναι η έλλειψη μιας συγκροτημένης παράδοσης του είδους στη νεοελληνική διανοητική σκηνή. Μιλώντας μάλιστα συγκεκριμένα για τη δοκιμιακή παραγωγή αυτής της περιόδου δεν θα βρούμε και πολλά δείγματα μιας ώριμης, στοχαστικής, προβληματισμένης και προβληματοποιούσας γραφής. Έτσι, οι λιγοστές εξαιρέσεις (τα μεστότατα, παρά τις όποιες επιμέρους ενστάσεις μπορεί να έχει κανείς, κείμενα του Σεφέρη, ο προς αναζήτηση του «χαμένου κέντρου» ιδιόρρυθμος, και γι’ αυτό εξαιρετικά σημαντικός, στοχασμός του Ζήσιμου Λορενζάτου, τα σε αναζήτηση μιας χαμένης, και μάλλον ανεύρετης, ισορροπίας μέσα σε «ανισόρροπους» και «μικρόψυχους» καιρούς, δοκίμια του Α. Τερζάκη και κάποιων άλλων) παραμένουν, μάλλον, απλές εξαιρέσεις σε ένα ρημαγμένο και καθημαγμένο τοπίο. Ένα τοπίο, όπου κυριαρχούν άνευρα, καλοκάγαθα, συγκαταβατικά ή γενικόλογα δοκίμια στριμωγμένα στη βασανιστική περιοδικότητα και τις ποικίλες «δουλείες» των εφήμερων και εφημεριδικών επιφυλλίδων, ο «κεντρώος» λόγος του Ευάγγελου Παπανούτσου (που μας συστήνονταν ως πρότυπο, από «μαζεμένους» και φοβισμένους, φιλότιμους κατά τα άλλα, φιλολόγους, στις «Εκθέσεις» των γυμνασιακών μας χρόνων), ο συνήθως, πλην λιγοστών λαμπρών (και ο νους μας παρηχητικά πηγαίνει στον –και ενεργό συντελεστή αυτών των εκδόσεων– Μανόλη Λαμπρίδη, στον Βύρωνα Λεοντάρη και σε λιγοστούς άλλους) εξαιρέσεων, γεμάτος τσιτάτα, κρυμμένες (ή κατ’ ανάγκην λογοκριμένες) μεταγραφές στυλ «Ρόζενταλ-Γιουντίν», αριστερός δοκιμιακός λόγος ή ο αντίστοιχος (από άλλες έτερο- ή αυτολογοκρισίες εξαρτώμενος) της υπερορίας.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναδύονται οι μικρές αυτές «δοκιμές» της δαλλικής γραφής. Δεν θα συνομιλήσω περισσότερο μαζί τους και ούτε θα παρασιτήσω άλλο στο περιεχόμενό τους, με δεδομένο μάλιστα ότι ο «αδελφός αναγνώστης» έχει ήδη διαβάσει τα τέσσερα δοκίμια. Θα σταθώ μονάχα λίγο σε αυτό που συμβατικά λέμε «μορφή» και «ύφος». Και θα το κάνω, υπεξαιρώντας και πάλι τη φωνή του Δάλλα από το μεταγενέστερο δοκίμιο του περί δοκιμίου, ένα απόσπασμα του οποίου περιγράφει αδρά και πυκνά το ύφος, τη μορφή και την σκόπευση και αυτών των παλαιοτέρων κειμένων.
Έτσι σχηματίστηκε, όπως γενικά την περιέγραψα μέσα μου, η ιδιόρρυθμη ως τέχνη και ως τεχνική μορφή του δοκιμίου. Σχηματίστηκε η διγενής του φύση, που όμως δεν χαρίζεται σε κανέναν από τους δύο γεννήτορες [τον ποιητή και τον ιστορικό]· σχηματίστηκε η αυτοναφορικότητα αλλά και η πολυεδρικότητά του με τη μεταφορική του γλώσσα και το άπλωμά του σε όλα τα σημεία του πολιτισμού. Σχηματίστηκε, επισημαίνω ολοκληρώνοντας, η στερεομετρική, που είναι τελικά και η μουσική διάστασή του. Είναι η διάσταση του βάθους του. Από όπου αναδύεται και ετυμολογικά η ταυτότητά του. Όχι επιφανειακά ως «δοκιμή», χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε ως γνωστόν στη νέα γραμματεία μας και ως τίτλος δοκιμίων, αλλά από το βάθος του πολιτισμού και της συνείδησής μας ως «δοκίμιν». Ως «δοκίμιν της αγάπης», της μεγάλης πέτρας που σηκώνει, ως σωματική δοκιμασία για το έπαθλον, ο νέος των δημοτικών μας τραγουδιών· και ως δοκιμασία της ψυχής και της ζωής: «campo di prova è la vita», όπως τόνισε ο Σολωμός. Και όπως το μετέφερε στη γλώσσα μας: «ξέρω δοκίμιον ειν’ η ζωή». Και ακόμη: «ο πόνος είναι δοκιμί» (με αυτήν την ιδιόμορφη φωνητική γραφή της λέξης).[10]
Απλώς, συμπληρώνοντας τα παραπάνω, ας μου επιτραπεί να μιλήσω εδώ όχι για τον «πόνο της δοκιμίς» ή του «δοκιμιού», αλλά για τον «πόνο του δακτυλογράφου», να μιλήσω δηλαδή ως «παθός» και ως «μαθός». Ως «παθός», επειδή είναι, πράγματι, ηδονικά βασανιστικό να περνάς τις διορθώσεις του Δάλλα, ακόμη και σε ένα τελειωμένο κείμενο, στο οποίο υπήρχε εξάλλου, από τον ίδιον, ο όρος τού να τηρηθεί στο μέτρο του δυνατού η βασική –συστατική των δοκιμίων– φιλοσοφία, χωρίς να υπεισέλθει δραστικά στο ξανακοίταγμα η a posteriori συσσωρευθείσα πείρα και γνώση, χωρίς δηλαδή να υποκύψει η σκέψη της γραφής και η γραφή της σκέψης στο: post hoc ergo propter hoc. Και, ταυτόχρονα, ως «μαθός», αφού το «πάθημα» ήταν άκρως απολαυστικό και εντόνως διδακτικό, καθώς έβλεπα την πάλη με τη γλώσσα, τις μικρές χειρουργικές (σωστότερα λογουργικές) επεμβάσεις, την αντιστροφή ενός επιθέτου ή ενός ουσιαστικού στη σειρά ενός επιθετικού ή κατηγορηματικού προσδιορισμού για να ακουστεί καλύτερα η υπόγεια (υπογράφια μάλλον) εκφραστική επιτόνιση, τη διαφορετική χρήση του «δύο» και «δυό», του «κι» και του «και», του «απ’» και του «από», το κατανυκτικό φρόντισμα στην στίξη για να επιτευχθεί το νευρώδες της γραφής, τη διαγραφή επαναλήψεων ή της περίσσειας λόγου, τον ανατονισμό μιας διαφυγούσας καθαρευουσοπρεπούς γενικής, την προσπάθεια να υποταχθεί ο λόγος σε έναν «μουσικό ρυθμό» (όπως τον λέει ο Δάλλας, αν και εγώ θα τον έλεγα «χορευτικό»), τον αγώνα να ευρεθεί η «ευλογημένη» έκφραση, εκείνη η καίρια, η ακριβής, η (κρύβομαι πίσω από την εκφραστική σονετική ελευθεροέπεια του Ηλία Λάγιου[11] για να τη γράψω) «γαμημένη» λέξη. Δεν μπορώ παρά να τον ευχαριστήσω εκ βαθέων γι’ αυτήν τη χάρη και τη χαρά.
Αλλά με την κλεψύδρα να σώνεται και με την αίσθηση λαθρεπιβάτη λεωφορείου που δεν έχει εισιτήριο, καιρός να κλείνω. Να κλείνω, λοιπόν, εκφράζοντας την ελπίδα ότι, σε αυτήν τη δεύτερη καθέλκυση των δοκιμίων, οι εναπομείνασες φωνές της κριτικής Öffentlichkeit, που δεν έχουν απορροφηθεί ακόμη από τον άκριτο αχταρμά και το πανδαμάτορ «καζανάκι» της τηλε-«μεταδημοκρατίας», να μην μιλήσουν εθιμοτυπικά για συλλογή δοκιμίων «πολλά υποσχομένην», ούτε να την δοξολογήσουν, να την «λιβελίσουν» ή να την εξοβελίσουν, αλλά να συζητήσουν (δηλαδή να αναζητήσουν μαζί της) τα ζέοντα και χαίνοντα ερωτήματα που αυτή τοποθετεί και που ακόμη μας δυναστεύουν, μας καθορίζουν, μας πληγώνουν, μας ευφραίνουν, μας συγκινούν, μας συγκροτούν και μας συγκρατούν. Και, ίσως, τότε, τα παρόντα δοκίμια –μικρά μαθήματα γραφής, πυκνά πονήματα ζωής– μάς βοηθήσουν, ας είναι και λιγουλάκι, σε τούτους τους «βαρείς χειμώνες» ενός «βαρέος, κακού, ανάλγητου κόσμου» (Παπαδιαμάντης scripsit), να «σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» για να «ιδούμε τις αμυγδαλιές να ανθίζουν».

Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία της λογοτεχνίας στο ΑΠΘ

[1] Το φιλοσοφικό λεξικό του Cambridge, Αθήνα 2011, εκδ. Κέδρος, σ. 509.
[2] Η λέξη με την κυριολεκτική σημασία της, με την έννοια δηλαδή ότι παρέμεινε κατά κύριο λόγο στο επίπεδο της γραφής χωρίς να ανοιχτεί σε άλλες ευρύτερες  κοινωνικές ή πολιτικές διαστάσεις.
[3] Από γράμμα-απάντηση του Σεφέρη στον Βάρναλη για την Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, βλ. Θεανώ Μιχαηλίδου, «Γιώργος Σεφέρης: Γράμμα στον Κώστα Βάρναλη», περιοδικό η λέξη, τχ. 187, Γεν.-Μαρ. 2006, σ. 19.
[4] Πρβλ σχετικά Δ. Ζ. Ανδριόπουλος, Ιστορία της Νεοελληνικής Αισθητικής και Φιλοσοφίας της τέχνης (1453-2000), τ. Β΄, Αθήνα 20012, εκδ. Παπαδήμα, σ. 104-160 και, ιδιαίτερα, Δ. Δημηρούλης, Ο ποιητής ως Έθνος. Αισθητική και Ιδεολογία στο Γ. Σεφέρη, Αθήνα 1997, εκδ. Πλέθρον.
[5] Δημηρούλης, ό.π., σ. 84.
[6] Ας θυμηθούμε πως το βιβλίο με τον τίτλο Strukturwandel der Öffentlichkeit, «συνελήφθη» στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και εκδόθηκε το 1962, στην ψυχροπολεμική Δυτική Γερμανία, σε εποχές ακμής του σοσιαλδημοκρατικής και κεϋνσιανικής κοπής «κράτους προνοίας».
[7] «Από το κοινό που διαλογίζεται για τον πολιτισμό στο κοινό που καταναλώνει τον πολιτισμό», Jürgen Habermas, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα 1997, εκδ. Νήσος, σ. 238.
[8] «Η ανάδειξη του δοκιμίου. Ένα είδος υπό προστασίαν», στο Γιάννης Δάλλας, Συνεκδοχές, Αθήνα 2010,  εκδ. Ίκαρος, σσ. 18-19.
[9] «Κι αν “ορώμεν ανθούν πελαγος Αιγαίον νεκροίς”», θα πει, με ένα αισχύλειο δάνειο, «με τον τρόπο» του ο Γιώργος Σεφέρης, σε «μεταξικούς» καιρούς, κάμποσα χρόνια, βέβαια, πριν «οικοδομηθεί» ο νέος Παρθενώνας της Μακρονήσου.
[10] Γιάννης Δάλλας, «Η ανάδειξη του δοκιμίου», ό.π., σσ. 22-23.
[11] Από το σονέτο του «Ήλιας Λάγιος θαυματοποιός», που το μεταγράφω ολόκληρο για να μην το χαραμίσω στιχοκόβοντάς το, ένα σονέτο ποιητικής και μεταποίησης, εξάλλου, από τα καλύτερα της ποίησής μας, από έναν ποιητή που, βίω και έργω, μας έδειξε πως η ποίηση δεν είναι μονάχα «κατάρα» και «απόθεμα» αλλά, επίσης, δαπάνη και σπατάλημα:
                Ξυπνώ ποθώντας τον ευλογημένο στίχο,
                σπάσαν τα νεύρα μου να κυνηγώ τη ρίμα·
                σκληρά να παίρνω σβάρνα κάθε οικείο μου μνήμα,
                να κλέβω τους νεκρούς, να τους αλλάζω σ’ ήχο.

                Πόσο ευσυνείδητος! Αν κι άρρωστος (και βήχω)
                μετρώ λογάριθμους και τονική στο ποίημα·
                ζυγίζω στό, ποτέ βραχέα, μακρά στο κρίμα·
                ανισοσυλλαβίες παλεύουν ν’ αποτύχω.

                Μα θα φτιαχτεί το γαμημένο το σονέτο·
                κι ανταμοιβή μου η αθανασία κι ένα μπουκέτο
                ευώδης κρίνος από τα χέρια της Καλής μου.

                Μετά, θ’ αναπαυθώ στους θείους ασφοδελώνες
                μ’ όλους τους μείζονας ποιητές· κι οι Παταγόνες
                θα προσκυνούν τα ελληνικά της ποιητικής μου.
                (Ηλίας Λάγιος, Ποιήματα, Αθήνα 2009, Ίκαρος, σ. 338.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: