12/3/17

Ιστορίας της Γερμανικής Λογοτεχνίας από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση έως τις μέρες μας

ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ

Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Σκυριανό Καρεκλάκι σκεπασμένο με Ιερό Άνεμο, 2015, εκτύπωση inkjet σε χαρτί, 48 x 68 εκ.


Έπειτα από τη μετάφραση της Θεωρίας της αφήγησης του Franz Stanzel η Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich, στις εκδόσεις University Studio Press και αυτή τη φορά, επέτυχε έναν μεγαλύτερο άθλο. Μετέφρασε και σχολίασε συνοπτικά την ογκώδη Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας, του εκδοτικού οίκου Metzler, την έβδομη έκδοση, τόμο συλλογικό των W. Βeutin, Kl. Ehlert, W. Emmerich, Chr. Kanz, B. Lutz, V. Meid, M. Opitz, C. Opitz-Wiemers, R. Schnell, P. Stein, I. Stephan, ειδικών ανά περίοδο της γερμανικής γραμματολογίας. Το γεγονός αυτό προσδίδει μείζονα επιστημονική εγκυρότητα λόγω της εξειδίκευσης των συγγραφέων, προκαλεί όμως και δυσκολίες εξαιτίας της διαφοράς ύφους, που η μεταφράστρια ξεπέρασε με μεγάλη επιτυχία, εξομοιώνοντας στην ελληνική γλώσσα τις όποιες διαφορές.
O ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βάλτερ Πούχνερ στο προλογικό σημείωμά του θίγει το ζήτημα της πρόσληψης της γερμανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα σε σχέση με τις μεταφρασθείσες κατά καιρούς ιστορίες της. Οι επισημάνσεις του και οι αναφορές του στις μεταφράσεις αυτές θεωρούμε ότι αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του σημαντικού έργου που ανέλαβε να φέρει σε πέρας η Χρυσομάλλη-Henrich, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα τής μέχρι σήμερα διαχρονικής λογοτεχνικής δημιουργίας των γερμανών συγγραφέων.

Η Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας καθαυτήν παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον: Είναι το ευρύ φάσμα της εξέτασης της λογοτεχνικής παραγωγής του γερμανικού λαού, αρχής γενομένης από τον Μεσαίωνα και τον ανθρωπισμό της Αναγέννησης, τη Μεταρρύθμιση, την εξέταση του 17ου αι. με τη λογοτεχνία του Μπαρόκ, τον Διαφωτισμό, την εποχή του γερμανικού ρομαντισμού, την Προ-Μάρτιο εποχή, και από εκεί στον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό στην καμπή του 19ου προς τον 20ό αι. Έπεται η λογοτεχνική περίοδος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και του Τρίτου Ράιχ, με το ενδιαφέρον κεφάλαιο των εξόριστων γερμανών λογοτεχνών, για να ακολουθήσει η μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο παραγωγή, διαχωρισμένη στη λογοτεχνία της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας, και να κλείσει το βιβλίο με τις σύγχρονες τάσεις από το 1989 και εξής, και με το γκρέμισμα του απάνθρωπου για τη γερμανική ενότητα τείχους του Βερολίνου. Τα τελευταία και εξαιρετικά ενδιαφέροντα κεφάλαια που αναφέρονται στον 20ό αι., οπότε το υλικό είναι και περισσότερο και πλουσιότερο, μεταφέρουν στον μέσο έλληνα αναγνώστη πληροφορίες πρωτόγνωρες, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό λόγω ακριβώς της έλλειψης σύγχρονων μεταφρασμένων ιστοριών της Γερμανικής Λογοτεχνίας· και ακόμη, επειδή είναι κοντά στη σημερινή και, πιο οικεία αναγνωστικά, πραγματικότητα, σχετίζονται με ιστορικά ζητήματα, εξαιτίας των οποίων οι δύο λαοί, ελληνικός και γερμανικός, υπό δυσμενείς (Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος) ή πολιτικά δύσκολες συγκυρίες (δικτατορία στην Ελλάδα, 1967-1974) ήλθαν σε στενότερη επαφή.
Τα περιεχόμενα του τόμου, πλούσια, εξαντλούν το θέμα, εισάγουν τον αναγνώστη στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία του γερμανικού λαού στη σχέση της με το λογοτεχνικό αγαθό και έτσι το έργο αποβαίνει πολλαπλά χρήσιμο και ευανάγνωστο. Θα προσθέσουμε την ύπαρξη χαρακτηριστικών παραδειγμάτων από τα έργα των συγγραφέων του τόμου και, από ελληνικής πλευράς, τον εμπλουτισμό με σχολιαστικές αναφορές για πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά φαινόμενα, η παράθεση των οποίων αναδεικνύει τη λογοτεχνική δημιουργία μέσα από το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, αποφεύγοντας την ξερή και εν τέλει αναιτιολόγητη καταχώριση περιόδων, σχολών, λογοτεχνών και των έργων τους, χωρίς την κατάδειξη των λόγων ύπαρξής τους και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στην οποία άκμασαν. Την ίδια χρηστική σκοπιμότητα υπηρετούν οι συγκριτικοί πίνακες, που εκτός από την εισαγωγή σε χρήσιμα ιστορικά ή παιδευτικά ή λογοτεχνικά παράλληλα των δύο λαών, αποτελούν άτυπους ιστορικούς οδηγούς, βοηθητικούς στην κατανόηση της πνευματικής δημιουργίας.
Η ελληνική μετάφραση, ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ιδιαιτέρως για τη δική της προσφορά και οι έπαινοι εν προκειμένω ανήκουν αποκλειστικά στη μεταφράστρια, η οποία προσάρμοσε το περιεχόμενο με τις εύστροφες παρεμβάσεις της στις ανάγκες του ελληνικού κοινού, καθιστώντας το βιβλίο φιλικό και ως εκ τούτου ενδιαφέρον και χρήσιμο. Θα λέγαμε χωρίς υπερβολή ότι αποτελεί πολιτιστική γέφυρα μεταξύ της γερμανικής και της ελληνικής λογοτεχνίας και σύνδεσμο ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς. Η ελληνική, εξάλλου, λογοτεχνική παραγωγή έχει αντλήσει, ιδίως τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, κατά την ενηλικίωσή της, άφθονο υλικό από ρεύματα που άκμασαν στη Γερμανία και οι εκπρόσωποί της επηρεάστηκαν από μεγάλες μορφές του γερμανικού Παρνασσού. Έπειτα, είναι τα επεξηγηματικά σχόλια που συντείνουν στην ευκολότερη πρόσβαση σε λογοτεχνικούς χώρους ανοίκειους ή μερικώς γνωστούς στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό· και ακόμη, η προσεγμένη μεταγραφή των όρων και των ονομάτων, έργο φιλολογικά δυσχερές και άχαρο με πολλές ενστάσεις όσον αφορά στην ελληνική μεταφορά των κατά καιρούς μεταφραστών, καθώς και οι αποδόσεις της ειδικής γερμανικής ορολογίας στην ελληνική ή οι μεταφράσεις-ελεύθερες αποδόσεις των τίτλων των έργων, προηγούμενες εκδοχές των οποίων αποτέλεσαν εμπόδια για τη μεταφράστρια, η οποία τα προσπέρασε επίσης με τον καλύτερο τρόπο.
Ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκε λιτή, ουσιαστική και κατανοητή γλώσσα, γεγονός όχι αυτονόητο, αν σκεφτεί κανείς το πλήθος των θεωρητικής και ορολογιακής φύσεως δυσκολιών, τους δυσκολομετάφραστους τεχνικούς όρους και τη μεγάλη εμπειρία που απαιτεί η πρόσβαση στη δομή του συντακτικά σύνθετου γερμανικού λόγου από το ελληνικό κοινό, ακόμη και το επιστημονικό.
Στη σφαιρική κατανόηση συντελούν και οι επιμελώς συντεθέντες πίνακες που προαναφέραμε, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η δυνατότητα ανεύρεσης σημείων επαφής στη λογοτεχνική παραγωγή των δύο λαών και να αναγνωρίζει ο έλληνας επιδράσεις που άσκησε η κατά καιρούς γερμανική λογοτεχνική παραγωγή. Η εικονογράφηση, τέλος, ευπρόσδεκτη από τους αναγνώστες στη σύγχρονη «εικονολατρική» εποχή μας, συμπληρώνει τα προτερήματα της επιμελημένης αυτής έκδοσης.
H Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας, ευσύνοπτη και εύληπτη, σε σχέση μάλιστα με τον όγκο του υλικού, με επτά ήδη επανεκδόσεις ανά τακτά διαστήματα, λόγω της συνεχούς ανανέωσης της ύλης έως το 2008, το έτος της 7ης επανέκδοσης, αποτελεί έργο κλασικό, απαραίτητο σε όσους ασχολούνται με τα ευρωπαϊκά γράμματα, και ειδικότερα με τη λογοτεχνία ή την ιστορία των πολιτισμών.
Η μετάφραση του τόμου αυτού αποτελεί επίμοχθο έργο, το οποίο οφείλεται στη φιλοπονία, την εργατικότητα και τις γνώσεις της συναδέλφου Κυριακής Χρυσομάλλη-Henrich, η οποία διαθέτει το μεγάλο προσόν ότι πέραν της ελληνικής γνωρίζει και τη γερμανική γραμματολογία, με αποτέλεσμα να μηδενίσει τις πολλαπλές δυσκολίες που εγκυμονούσε ένα τόσο ογκώδες έργο. Παρόμοια εγχειρήματα απαιτούν θυσίες, ανιδιοτέλεια και πολυετή εργασία. Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες, αδιακρίτως ειδικεύσεων και λογοτεχνικών προτιμήσεων, έχουν στα χέρια τους ένα λειτουργικό εργαλείο που φέρνει κοντά τις δύο ευρωπαϊκές λογοτεχνίες με την πλούσια πνευματική παράδοση και πολιτισμό με αμοιβαίες επιδράσεις.

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι ομότιμος καθηγητής λογοτεχνίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: