9/4/17

Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο

Ανάμεσα στην εξουσία και το λαό



ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

Την 1η Απριλίου ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, «ο τελευταίος των Μοϊκανών» της πλειάδας των σπουδαίων Ρώσων ποιητών της γενεάς του ’60, πέθανε στο νοσοκομείο της Οκλαχόμα των ΗΠΑ, μακριά από την πατρίδα του. Στο κατώφλι του θανάτου, όπως λένε, ζήτησε να ταφεί στη Ρωσία, στο «Χωριό των συγγραφέων» στο Περεντέλκινο, δίπλα στον Μπορίς Πάστερνακ.
Γιεφτουσένκο είναι το επίθετο της μητέρας του. Γεννήθηκε ως Γιεβγκένι Γκάνγκνους, ο πατέρας του ήταν Γερμανός από τη Λετονία, γεωλόγος και ποιητής· το πατρικό του όνομα ακούγεται ακόμα, το έχει ο ετεροθαλής αδερφός του, Αλέξαντρ Γκάνγκνους, επίσης γεωλόγος και ποιητής.
Ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο γεννήθηκε στη Σιβηρία, σχεδόν 85 χρόνια πριν, στις 17 Ιουλίου του 1932, «ανάμεσα στα τζάκετ των κατάδικων και τις στρατιωτικές στολές παραλλαγής», όπως έγραφε ο ίδιος. Το πρώτο του ποίημα δημοσιεύθηκε όταν ήταν 16 χρονών, στην εφημερίδα Σοβιέτσκι σπορτ (Σοβιετικός αθλητισμός), όταν έχει ήδη αποβληθεί από το γυμνάσιο και, επομένως, από όλα τα σχολεία της χώρας. Σημειώσατε σκορ: Γιεφτουσένκο-Kράτος, 1-0. Παρ’ όλα αυτά, τον δέχτηκαν στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο και χωρίς το απολυτήριο Λυκείου, αλλά και από κει ο μέλλων κλασικός αποβλήθηκε, επίσης «λόγω πειθαρχικού παραπτώματος», όταν υπερασπίστηκε «λάθος» βιβλίο… Σημειώσατε πάλι: Γιεφτουσένκο-Kράτος, 1-0.
Η ποίησή του ήταν σημαία της Άνοιξης του Χρουστσιόφ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το όνομα του ποιητή συνδέεται με κάποιο τρόπο με το όνομα του πολιτικού: στα ρωσικά δεν είναι ακριβώς Άνοιξη, αλλά το τέλος του χειμώνα, όταν αρχίζουν να λιώνουν οι πάγοι και το απελευθερωμένο νερό αρχίζει να τρέχει με ορμή.

Συχνά στον Γιεφτουσένκο προσάπτουν ένα άτυπο συμβόλαιο με την εξουσία: στην αρχή με τον Χρουστσόφ, μετά με τον Μπρέζνεφ, και πάει λέγοντας. Τον αποκαλούν «τηλεβόα» της εξουσίας», που κατάφερε απλά και προσιτά να εξηγήσει στο λαό τι συμβαίνει στη χώρα και στον κόσμο.
«Ο σκοπός και οι στόχοι του Προγράμματος, που προτάθηκαν από το κομματικό βήμα, έτσι κι αλλιώς ήταν σαφείς. Αλλά όπως είναι αδύνατο να κάνεις ερωτική εξομολόγηση με το κείμενο του Ηθικού Κώδικα, έτσι κι η καθημερινότητα απαιτούσε άλλου είδους έκφραση, διαφορετική από τις ξηρές κομματικές οδηγίες. Ο Χρουστσιόφ ήταν ο κύριος ποιητής της εποχής, και ο Γιεφτουσένκο έφτιαξε την ποιητική της περίληψη».
Αυτά έγραψαν το 2009 οι Ρώσοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι Πιοτρ Βάιλ (1949-2009) και Αλεξάντρ Γκέννις (1953), που είχαν μεταναστεύσει το 1977 στις ΗΠΑ, στο βιβλίο τους Η δεκαετία του ΄60. Ο κόσμος του σοβιετικού ανθρώπου, που βγήκε το 2014 στη Μόσχα. Πολύ σκόπιμο και άκρως υποκειμενικό βιβλίο, γραμμένο από ανθρώπους οι οποίοι αποφάσισαν να παραβλέψουν το μέγεθος του ποιητικού χαρίσματος του Γιεφτουσένκο και περιορίστηκαν στα ευκολοχώνευτα –και στις δυο πλευρές του Ανταντικού– στερεότυπα.
Ο ποιητής και η εξουσία. Όσο ταλαντούχος, όσο ευφυής κι αν είναι, κάποια στιγμή θα κριθεί και για τούτη εδώ τη σχέση. Στη νεκρολογία, με την οποία ο κριτικός λογοτεχνίας και ποιητής Δημήτρη Μπίκοφ αποχαιρέτησε τον Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, υπάρχει η σχετική αναφορά, επειδή το θέμα αυτό πονούσε πάντα, και στη Ρωσία, και στη Σοβιετική Ένωση, και με αμείωτη ένταση συνεχίζει να πονάει και σήμερα:
«Ο Γιεφτουσένκο δεν συμβιβάστηκε με την εξουσία. Συνειδητοποιούσε ότι ήταν η φωνή της, η βιτρίνα της, αλλά δεν της υποτάχθηκε ποτέ. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα «μαξιλαράκι» ανάμεσα στην εξουσία και το λαό, μια θέση για διαμεσολαβητή … Η εξουσία έπρεπε να εκπέμπει κάποιες προθέσεις της και να λαμβάνει, επομένως, το επιστρεφόμενο σήμα. Ο Γιεφτουσένκο έδειχνε σεβασμό σ’ αυτή την εξουσία, κι εκείνη υπολόγιζε τη γνώμη του. Και από αυτή τη θέση, υπερβολικά δύσκολη από άποψη ηθικής, ο Γιεφτουσένκο, πρέπει να του το αναγνωρίσουμε, έκανε πολύ αξιόλογα πράγματα».
Υπόψιν, ότι ο Μπίκοφ δεν χαρίζεται σε κανέναν. Έχοντας την πολυτέλεια ελεύθερης έκφρασης και αντικειμενικότητας, ασκίαστης από το συντεχνιακό φθόνο, προφανή στους κατήγορους της εποχής και του Γιεφτουσένκο, Βάις και Γκέννις, ο Μπίκοφ βάζει τον Γιεφτουσένκο δίπλα μονάχα στον Ιωσήφ Μπρόντσκι.
«Ο ένας εκπροσωπούσε το underground, ο άλλος την επίσημη τέχνη. Από αυτή την αντιπαράθεση κανείς δεν βγήκε νικητής. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι κέρδισε ο Μπρόντσκι, επειδή πήρε το Νόμπελ. Απλά, ο Γιεφτουσένκο επέλεξε το στρατόπεδο των ζωντανών, ενώ ο Μπρόντσκι τάχθηκε με τους νεκρούς, που πάντοτε αποτελούν πλειοψηφία … Ο Γιεφτουσένκο επέλεξε τους ζωντανούς, με όλα τα λάθη και τα παραστρατήματά τους, αλλά αυτό δεν τον καθιστά κατώτερο, γιατί δεν έχει καμιά σημασία να έχεις δίκιο, γιατί δεν υπάρχει δίκιο … Σημασία έχει να εκφράζεις τη γνώμη σου, με όλη σου τη φωνή, ώστε να αποτελεί γεγονός στην τέχνη. Και από αυτή την άποψη, η συνείδηση που εξέφραζε ο Γιεφτουσένκο, δεν υστερούσε σε τίποτε, έναντι εκείνων που εκπροσωπούσε ο Μπρόντσκι. Η δεκαετία του ’70, η πιο πολύπλοκη της σοβιετικής εποχής, εκφράζεται με καταπληκτική σαφήνεια και πληρότητα, στα καλύτερα κείμενα τόσο του Μπρόντσκι, όσο και του Γιεφτουσένκο…»
Αυτό είναι! Η ποίηση του Γιεφτουσένκο αποτελούσε και αποτελεί παγκόσμιο γεγονός στην τέχνη και παραμένει εκπληκτική έκφραση της εποχής. Ο Γκιεφτουσένκο, αναμφισβήτητα ήταν ο τελευταίος Ρώσος κλασικός, μετά το θάνατο του Ιωσήφ Μπρόντσκι το 1996. Κανένας εν ζωή ποιητής δεν έχει γνωρίσει παρόμοια, τεράστια, σκανδαλώδη, παγκόσμια δόξα.
Το 2010, τη ρωσική λογοτεχνία σημάδεψαν οι θάνατοι της καταπληκτικής ποιήτριας Μπέλα Αχμαντούλινα, πρώτης συζύγου του Γιεφτουσένκο, και του Αντρέι Βοζνεσένσκι. Ο Γιεφτουσένκο έμεινε εκκωφαντικά μόνος, ένας επιζήσας ενός τεράστιου κατεστραμμένου πολιτισμού, μιας μοναδικής λογοτεχνικής παράδοσης, που ανέβηκε στον ποιητικό Όλυμπο στις αρχές της δεκαετίες του ΄60 και τον κατέβασε από κει μόνο ο Χάρος.
Αγαπούσε τη ζωή, και η ζωή τον αγαπούσε. Οι ποιητικές συλλογές του εξαντλούνταν πριν φτάσουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Οι ποιητικές του βραδιές μάζευαν χιλιάδες κόσμο, στάδια ολόκληρα, οι απαγγελίες του προκαλούσαν σεισμό, κάθε του πράξη, κάθε του κείμενο ή συνέντευξη αποτελούσε γεγονός. Τον αγαπούσε η εξουσία: όταν κάποιοι συνάδελφοί του έστειλαν επιστολή στον Μπρέζνεφ, απαιτώντας να απελάσει τον Γιεφτουσένκο και να του αφαιρέσει τη σοβιετική υπηκοότητα, ο Γενικός Γραμματέας απάντησε: «Τι να τον κάνω; Να τον εξορίσω στη Σιβηρία; Αφού εκεί γεννήθηκε!» Η χώρα παραληρούσε, ακούγοντας τον Γιεφτουσένκο να απαγγέλει, και όσο φυσική ήταν για εκείνον αυτή η λατρεία, τόσο μεγαλύτερη αντίδραση εκ μέρους των συναδέλφων προκαλούσε.
«Δεν μ’ αγαπούσαν οι σνομπ και οι γραφειοκράτες», είπε ο Γιεφτουσένκο. Η αλήθεια είναι ότι επίσης λίγοι από τους συναδέλφους του τον αγαπούσαν, ακόμα κι εκείνοι που απολάμβαναν την παγκόσμια αναγνώριση. Ο Μπρόντσκι μιλούσε για τον Γιεφτουσένκο με τα χειρότερα λόγια, θεωρώντας τον κακό ποιητή, αν και του αναγνώριζε ότι κάποια από τα ποιήματά του «καρφώνονται στη μνήμη και αρχίζεις να τα αγαπάς». Όπως και τον Αρσένι Ταρκόφσκι, που στον Γιεφτουσένκο τον ξένιζε η «εγωπάθειά» του, το διογκωμένο «εγώ» στους στίχους του.
 Ο Αρσένι Ταρκόφσκι αποκάλεσε την ποίησή του «πρωτοπορία των μικροαστών», και ειδικά οι άνθρωποι του πνεύματος, που μετανάστευσαν στη Δύση την «εποχή της στασιμότητας» του Μπρέζνεφ, του πρόσαπταν πάντα (και συνεχίζουν να προσάπτουν) τα «επίσημα» του ποιήματα. Μήπως τις ίδιες κατηγορίες δεν αντιμετώπιζε κι ο Μαγιακόφσκι; Το φλερτ με την εξουσία, τα επίσημα ποιήματα, το βροντόφωνο Εγώ του; Μήπως και τον Μαγιακόφσκι δεν τον έλεγαν «φτηνό»;
«Ο Γιεφτουσένκο ήταν πάνω από τους Πρέσβεις, πάνω από τον Υπουργό Εξωτερικών. Έχτιζε μια στρατηγική γέφυρα εμπιστοσύνης ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Δύση. Έκανε το παν για να μας καταλαβαίνουν περισσότερο και να φοβούνται λιγότερο. Τον υποδέχονταν, και τον είχαν φίλο, Πρωθυπουργοί και Πρόεδροι ξένων χωρών –από τον ηγέτη των ΗΠΑ μέχρι τον ηγέτη της Κούβας– ενώ μουσική για πάνω σε ένα ποίημά του έγραψε ο Σοστακόβιτς … Αγόρια και κορίτσια κοιμούνταν και ξυπνούσαν με τα ποιήματά του», έγραψε η εφημερίδα της Μόσχας Μόσκοφσκι Κομσομόλετς, κεντρική εφημερίδα της πρωτεύουσας. Αλλά η καλύτερη νεκρολογία είναι η συντομότερη. Την έγραψε μια Ρωσίδα μετανάστρια στην Ελλάδα: «Πόσο λυπάμαι! Ζούσα με τον Γιεφτουσένκο στην Αθήνα επί 33 ολόκληρα χρόνια…».
Σε λίγες μέρες η Ρωσία θα αποχαιρετήσει τον Ποιητή της. Το νεκροταφείο στο Περεντέλκινο πάλι θα πλημμυρίσει κόσμο, όπως έγινε στην κηδεία του Μπορίς Πάστερνακ το 1960, και του Αρσένι Ταρκόφσκι το 1989.
«Ο ποιητής πρέπει να έρχεται σε τούτο τον κόσμο με πίστη ότι μπορεί να τον αλλάξει. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να το νιώθει, ιδιαίτερα στα νιάτα του. Αν εξετάσουμε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι διατηρήσαμε τη συνείδησή μας μόνο χάρη στην υψηλή τέχνη», έχει πει ο Γιεφτουσένκο σε μια συνέντευξή του.

Όσο για την πολιτική στάση, ο Γιεφτουσένκο πάντα έβρισκε τρόπους για να την εκφράσει. Ακόμα και τότε, όταν οι άλλοι σιωπούσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: