2/4/17

Περὶ Μοντερνισμού στὴ μεταμοντέρνα Ελλάδα

Έργα του Γιάννη Χειμωνάκη και της Σοφίας Σιμάκη


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΕΡΒΑ

Σύμφωνα με το Λεξικό Μπαμπινιώτη,  ο όρος  Μοντέρνα τέχνη αναφέρεται «στο σύνολο των καλλιτεχνικών ρευμάτων στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική και τις γραφικές τέχνες, που αναπτύχθηκαν από τα τέλη του 19ου και καθ΄όλη τη διάρκεια του 20ου αι, και τα οποία χαρακτηρίζονται από τάση προς απόρριψη των παραδοσιακών, ακαδημαϊκών μορφών και συμβατικοτήτων και υιοθέτηση καινοτομιών για τη δημιουργία τέχνης σύμφωνης με τις σύγχρονες οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες».
Στις δυτικές γλώσσες, ο όρος “μοντέρνος” είναι δυναμικός με θετική σημασία. Συμπαραδηλώνει τη συνειδητοποίηση του παρόντος ως διαφοράς έναντι του παρελθόντος. Θέτει το πρόβλημα της αυτοτέλειας του παρόντος που δεν είναι απλώς θέμα χρονικής διαδοχής. Μές από τον νεολογισμό “μοντέρνος” προκύπτει το πρόβλημα της ιστορικότητας, τι είναι δηλ. το παρόν σε σχέση με τα παρελθόντα , πώς κατανοείται το παρελθόν και ποιά η θέση του στα παρόντα. Στην πνευματική ιστορία της Δύσης, η κυκλική, αντιθετική σχέση μεταξύ παλαιών ή αρχαίων και νεωτέρων ή νεωτεριστών αποτελεί τόπο της φιλολογίας και μόνιμο φαινόμενο της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας και των Τεχνών.
Κάθε φορά που υφίστατo διαμάχη μεταξὺ νεωτερισμοῦ καὶ παραδοσιοκρατίας, αναφυόταν το ερώτημα της παράδοσης, ανεξαρτήτως αν εθεωρείτο κανών και πρότυπο ή απλώς απορρίπτεα. Στην εποχή μας, η διαμάχη αυτή αυτὴ φαίνεται να μην ἔχει λόγω υπάρξεως, διότι όλα πλέον είναι μοντέρνα και ἄρα όλα είναι ζήτημα προσωπικής προτίμησης.

Το ουσιαστικό «Μοντερνισμός» μεταφράζει τη γαλλική λέξη Modernité που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γάλλο ποιητή Κάρολο Μπωντελαίρ το 1863, στην αισθητικὴ μελέτη του γιὰ τον ζωγράφο Κονσταντέν Γκυ. Επιχειρώντας να ορίσει το ωραίο, ο Μπωντελαίρ ξεκινάει από τον ορισμό του Σταντάλ : «Το ωραίο είναι υπόσχεση ευτυχίας». Οχι, αντιτείνει ο ποιητής, διότι η ευτυχία, η ευδαιμονία αλλάζει ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις κάθε εποχής. Είναι αδύνατο να συλλάβουμε τη φύση του ωραίου κατά τρόπον απόλυτο, τονίζει ο Μπωντελαίρ.  Και προχωρεί στη διατύπωση της εξής πρωτάκουστης για τον καιρό του άποψης: «Το ωραίο είναι δισυπόστατο, σύγκειται από δύο ετερώνυμα στοιχεία, από το  αιώνιο, το απαράλλακτο που δύσκολα προσδιορίζεται, και από το σχετικό, το περιστασιακό που δεν είναι άλλο από την εποχή την ίδια με τις μόδες, την ηθική και το πάθος της.»
Κατά τον Μπωντελαίρ λοιπόν, το αιώνιο είναι πάντα συνάρτηση του παρόντος. Ο αυθεντικός καλλιτέχνης αναζητά αυτό που καθιστά τον καιρό του «μοντέρνο», δηλ. διαφορετικὸ καὶ επίκαιρο. Το ωραίο δεν προϋπάρχει ως πλατωνική ιδέα, ως παράδειγμα και πρότυπο. Χωρίς την ιδιαιτερότητα του εν ενεργεία παρόντος (actualitas), το ωραίο ἔχει χαρακτήρα ιστορικό: το αρχαιο, το χριστιανικό ιδεώδες του ωραίου στις Τέχνες και τα Γράμματα.  Τα προγενέστερα αριστουργήματα αποτελοῦν επιτυχία της εποχής τους.  Η συγκεκριμένη επιτυχία συντηρεί μεν τη συναίσθηση του Ωραίου, είναι αδύνατο όμως να επαναληφθεί παρά μόνο υπό ακαδημαϊκή μορφή. Καμμιά παρελθούσα υλοποίηση του Ωραίου δεν μπορεί να προβληθεί ως κανόνας και πρότυπο.  Κατὰ συνέπεια, δεν υφίσταται  παρὰ μία και μόνο προοπτική, η συνεχής και ακατάπαυστη ανακάλυψη του ωραίου εδώ και τώρα.
Μοίρα του μοντερνισμού, γράφει ο Μπωντελαίρ, είναι να μετατρέπεται συνεχώς σε  παλαιότητα, καθότι μόνον ο χρόνος καθαγιάζει.  Αρα και μοίρα κάθε μοντέρνου εγχειρήματος είναι η ίδια η υπέρβασή του. Ετσι, καμμία εποχή του παρελθόντος δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει θεμελιώδη αντιθετικὸ πόλο, όπως συνέβαινε με τις προγενέστερες διαμάχες μεταξύ νεωτεριστών και παραδοσιακών. Και ακριβώς, το μυστικό του Μοντερνισμού που ζήσαμε και ζούμε ακόμη είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε εκτός μοντερνισμού, είτε είμαστε συντηρητικοί, είτε προοδευτικοί.
Μοντερνισμός λοιπόν στὴν Τέχνη είναι η αέναη αναγέννηση του Ωραίου. Αυτού  έγκειται η αυθεντικότητα κάθε μοντέρνου έργου. Και επειδή δεν μπορεί λογικώς να υπάρξουν συγκεκριμένα πρότυπα ωραίου, τα οποία θα όφειλε να ακολουθήσει ο καλλιτέχνης, γι’αυτό και δεν έχει αξία κανένα είδος αναπαραγωγής του παρελθόντος.
Το αυθεντικό έργο θυμίζει χωρίς να θυμίζει τίποτε συγκεκριμένα. Αντιθέτως,  τα πολλά έργα θυμίζουν πάντα κάτι συγκεκριμένο από τα προγενέστερα. Πράγμα ποὺ γίνεται αισθητὸ με μεγαλύτερη ενάργεια στις μεταφράσεις, ιδίως των κλασσικών, που εξακολουθοὺν κατά κανόνα να αποδίδονται με γνώμονα τα ποιητικά ευρήματα μιας συγκεκριμένης εποχής.
Μοντερνισμός, υπογραμμίζει ο Μπωντελαίρ, είναι το μεταβατικό, το προσωρινό και εφήμερο, το τυχαίο. Πλην όμως αυτό αποτελεί το ήμισυ της τέχνης, το άλλο ήμισυ είναι το αιώνιο και αναλλοίωτο της ιστορικής συνείδησης που καλλιεργούμε ώς προς το ωραίο των προγενέστερων εποχών.
Παραδόξως, αναλλοίωτο στοιχείο του αιώνιου είναι το παρόν με την ανοίκεια κάθε φορὰ ποιητικότητα του εφήμερου, την οποία και καλείται να αδράξει ο καλλιτέχνης. Η ποιητικότητα του παρόντος μπορεί κάλλιστα να είναι η δήθεν αντιποιητικὴ πεζολογία του Καβάφη φερ’ειπείν, όπως είναι η πεζολογία του γάλλου Φρανσίς Πόνζ.
Πράγματι,  ό,τι σπουδαίο έχουμε στη Νεοελληνική ποίηση πχ. εμφανίζεται ως αυτόφωτο, ως ξεχωριστό και απόμακρο, λες και δεν ξεφύτρωσε μες από τις ορατές συνέχειες. Επειδὴ λοιπὸν δεν υφίσταται ιδεώδες του ωραίου,  το δε κλασσικὸ εν και αναλλοίωτο έχει χαρακτήρα τετελεσμένου παρελθόντος, τα γνήσια καλλιτεχνικά έργα δεν ξεκινούν από την παράδοση, ξεκινούν κατευθείαν από το παρόν τους και μόνο εκ των υστέρων φέρουν στο φως την παράδοση. Ετσι, τα γνήσια καλλιτενικά έργα μπορεῖ να συνυπάρχουν ανεξαρτήτως ιστορικῆς απόστασης χάρη στη συνεχή μεταμόρφωση του διαφορετικού σε όμοιο που δεν παύει να μιλάει για τη διαφορά του. Τουναντίον,  τα μέτρια έργα χρησιμοποιούν την παράδοση και γι’αυτό άλλωστε κόπτονται για το «ποιοτικό», όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ποιοτικά αγαθά της μόδας Λάιφ Στάιλ. 
Εως ότου κατανοηθεί ο απόκρυφος δρόμος του, ένα σοβαρό νέο ποίημα λ.χ. πρέπει να προκαλεί πάντα το επιφώνημα: μα αυτό δεν είναι ποίηση ! Ωστε δεν πρέπει  ν’απορεί κανείς, όταν αναλογίζεται ότι άνθρωποι που διάβαζαν αρχαίους λυρικούς, και μάλιστα στο πρωτότυπο, αδυνατούσαν να χωνεύσουν τον Καβάφη.
Για τον Μπωντελαίρ όμως το ωραίον διαχωρίζεται από την έννοια του αληθούς που ανήκει στο χώρο της λογικής επαλήθευσης και των εφαρμογών της. Σε αντίθεση με τα ποιήματά του, η σκέψη του  Μπωντελαίρ είναι κατά βάθος δέσμια του ιστορικισμού της εποχής. Θα χρειασθούν τα σπουδαία καλλιτεχνικά έργα του 20 αι. και η επεξεργασία μιας νέας ερμηνευτικής για να παραμερισθεῖ ο ιστορικισμός και να εμπεδωθεί η κατανοήση του τρόπου με τον οποίον ξεδιπλώνεται η αλήθεια μέσω του ποιητικού νοήματος. Αντί της ιδεαλιστικής αισθητικής με τα αδιέξοδά της, καθ’όλη τη διάρκεια του 20αι. εμπεδώνεται η ερμηνευτική της ιστορικότητας, δηλαδή του νοήματος πέραν της διακρίσεως παλαιού και νέου.
Στὸν ορίζοντα του μοντερνισμού και για πρώτη φορά στην πνευματική ιστορία της Δύσης,  αρχίζει να διαφαίνεται μια βαθύτατη αγωνία ὄχι γι’αυτὸ που λείπει, ὄχι γι’αυτὸ ποὺ πρέπει να αναζητηθεί, αλλὰ γι’αυτὸ που πρέπει να απαρνηθεί ο ἀνθρωπος. Διαιασθητικώς και ποικιλοτρόπως, εκφράζεται μια ανάγκη εγκατάλειψης, ἐνα αίσθημα απάρνησης κάθε θεμελιώδους αρχής και δόγματος καθολικών αξιώσεων. 
Πράγματι, άνευ θεμελιωδών αρχών και ανώτατων όντων, λογικὸ επακόλουθο είναι η Αναρχία, όχι ως αντεξουσιαστικὴ διεκδίκηση, αφού κάθε είδος οργανωμένης αντίδρασης συνεπάγεται κάποιο νέο είδος εξουσίας.  Ανευ θεμελιωδών αρχών και ανώτατων όντων, αρχίζουν να εμφανίζονται τα ίδια τα πράγματα γυμνά χωρὶς γιατί, λογικὸ ἠ υπέρλογο έρεισμα. Η αργὴ και διστακτική τους εμφάνιση στη συνείδηση που διέπεται από θεμελιώδεις αρχές, είναι μάλλον τρομακτική, όπως τρομακτική ήταν ανέκαθεν η ομορφιὰ της αλήθειας.

Δικαίως θεωρείται ο Μπωντελαίρ ως ο πρώτος μοντερνιστής με την έννοια ότι αυτός πρώτος συνέλαβε ποιά είναι η ιδιαιτερότητα του Μοντερνισμού, όπως τον εννοούμε σήμερα :  ότι ορίζεται σε σχέση με τον ίδιο τον εαυτό του και όχι σε αντιπαράθεση με ένα συγκεκριμένο παρελθόν εκτός της δικής του σφαίρας. Κάθε μοντέρνο φαινόμενο περιπίπτει ταχύτατα στην κατηγορία του παλαιού. Καμμία εποχή του πρόσφατου ή πιο απομακρυσμένου παρελθόντος δεν κατέχει τα σκήπτρα του ωραίου και του αληθούς. Αποκαλύπτονται σε κάθε αυθεντικό έργο του παρόντος, αφού προηγουμένως όμως έχει παλαιωθεί.

Προορισμός κάθε μοντερνισμού λοιπόν είναι η παλαίωση που μας κάνει να σκεπτόμαστε αιωνίως το ωραίο και το αληθές, δηλαδή τί είναι αυθεντικὸ και γνήσιο έργο. Ετσι, ο πυρετὸς της σύγχρονης καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής ζωής δείχνει τί δεν είναι γνήσιο και αυθεντικό ἐργο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: