21/5/17

Στη Μασσαλία

Bυθισμένος στην μορφίνη ο ερημίτης για να ξεπεράσει τον πόνο έβλεπε από το παράθυρο του νοσοκομείου την θάλασσα της Μασσαλίας. Ερχόταν οι ανοιξιάτικες ευωδίες από το λιμάνι και οι μέρες του πόνου γινόντουσαν πιο γλυκές. Μια μουσική σκέπαζε τον νου του και μάγευε τις κουρασμένες νύχτες του. Ο θάνατος τον είχε πλησιάσει πολύ κοντά. Του είχε χαμογελάσει. Αλλά εκείνος ο νέος νοσοκόμος που του είχε δώσει το άφιλτρο Gittane του είχε σώσει τη ζωή. Ο θάνατος είχε σταματήσει μπροστά στο χαμόγελο του νοσοκόμου. Θα δεις· θα ζήσεις, του είχε πει, κι ο ερημίτης το πίστεψε. Γύρισε το βλέμμα του και είδε στην καρέκλα ριγμένο το ματωμένο ράσο του. Ήταν γυμνός και συνδεδεμένος με διάφορα καλώδια. Στο βάθος του δωματίου η τηλεόραση έπαιζε και άκουγε το μουρμουρητό του εκφωνητή. Θυμήθηκε την λάμψη του μαχαιριού. Μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο χωρίζει την ζωή από τον θάνατο. Λίγο πιο πάνω ένα εκατοστό να τον είχε τρυπήσει τώρα θα ’ταν ένας άγνωστος νεκρός. Ο άγνωστος νεκρός δεν υπήρξε ποτέ, δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Δεν θα είχε ξαναδεί ούτε την αγαπημένη του φίλη ούτε το παιδί.
Άρχισε να θυμάται πώς είχαν χωρίσει. Αυτός είχε φύγει. Είχε φύγει γρήγορα, ξαφνικά, σαν να έτρεχε να γλυτώσει από κάτι. Θυμήθηκε το βλέμμα της απορίας που είχε η φίλη του όταν της είπε ότι φεύγει, χωρίς καμία εξήγηση. Το προηγούμενο βράδυ είχαν αγγιχτεί τα κορμιά τους. Γυμνά. Ένιωσε να καίγεται, να διαλύεται. Ένιωσε επίσης κάτι πιο άσχημο, πως είχε προσβάλλει την φίλη του. Κι έφυγε τρέχοντας κουβαλώντας τις Ερινύες του, πέρασε στην Ιταλία και ύστερα στην νότια Γαλλία, στο μεγάλο λιμάνι. Εκεί ήθελε να μείνει, να πίνει αψέντι και να γράφει. Ήταν πια η παρηγοριά του το γράψιμο. Να σκαλίζει επίμονα τις λέξεις, να τις βασανίζει και ύστερα πάλι να ξεκινά από την αρχή. Να γίνεται παιδί μέσα από τις λέξεις, να μεγαλώνει, και πάλι να γίνεται παιδί, να μαθαίνει τις λέξεις. Και ό,τι είχε ζήσει μέχρι τώρα δεν είχε καμία σχέση με το κάψιμο που ένοιωσε.

Κοιτάζει το ψηλοτάβανο δωμάτιο του νοσοκομείου με τα μεγάλα παράθυρα. Δεν του είπαν θα έμενε εκεί, ούτε ρωτούσε. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε να πάει κάπου συγκεκριμένα, δεν τον περίμενε κανείς. Μια γαλλοαλγερίνη νοσοκόμα είχε μπει και πήρε το ράσο του για να το πλύνει. Ξέρεις, του είπε, το αίμα μπορεί να μην φύγει εντελώς. Το αίμα ποτέ δεν φεύγει, σκέφτηκε εκείνος. Το ήξερε αυτό, θα έμενε μια στάμπα για πάντα. Μια στάμπα για να του θυμίζει το δευτερόλεπτο που σώθηκε. Δεν ήξερε αν ήθελε να σωθεί. Έβγαλε τα καλώδια και κάθισε στο κρεββάτι. Ήθελε παθιασμένα ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο που να κρατήσει. Η νοσοκόμα ξαναμπήκε στο δωμάτιο κι εκείνος βιαστικά σκεπάστηκε με το σεντόνι. Εκείνη τον μάλωσε αλλά εκείνος της ζήτησε τσιγάρο. Κάτι είχε η φωνή του, κάτι το βλέμμα του, κι η νοσοκόμα γύρισε με ένα πακέτο. Έβλεπε τη φιγούρα της τσιγγάνας και θυμήθηκε ένα άλλο πακέτο της ίδιας μάρκας που κάτι είχε σημειώσει πάνω του. Κι εκείνο το πακέτο είχε μια στάμπα από ένα δάκρυ της φίλης του. Έκλεισε τα μάτια του για να τους δει μπροστά του, τόσο την φίλη του όσο και το παιδί. Όσα χιλιόμετρα και να έβαζε ανάμεσα τους δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει.
Γύρισε προς την πόρτα και την είδε. Είδε το βλέμμα της, είδε το χαμόγελό της. Νόμιζε πως η μορφίνη του έπαιζε παιγνίδια. Αλλά δεν ήταν αυτό. Έστεκε μπροστά του η ίδια, αληθινή. Μια αφίσα του Μακρόν ήταν κολλημένη, πίσω της, στο διάδρομο. Ένιωσε το χέρι του να καίγεται από το τσιγάρο. Πώς με βρήκες; την ρώτησε. Εκείνη του χαμογέλασε. Πάντα οι μυρουδιές δείχνουν τον δρόμο του είπε.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Τάσος Παυλόπουλος, Η προφητεία, 04.10.2010, ακρυλικά και μελάνι σε χαρτί,29.5 Χ 21 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: