3/6/17

Άγνωστες πτυχές του Μακεδονικού Αγώνα

ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

Άποψη της έκθεσης Antiquidia στην γκαλερί a.antonopoulou.art

 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ι. ΧΙΟΝΗ, Ο Μακεδονικός Αγώνας στο σαντζάκι της Δράμας.  Η πορεία του Μακεδονικού αγώνα στις περιοχές Καβάλας- Δράμας- Θάσου, σελ 387 ( με Παράρτημα Εγγράφων), Εκδόσεις ΞΥΡΑΦΙ

Το έργο του Κωνσταντίνου Ι. Χιόνη έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στη μελέτη του Μακεδονικού αγώνα και να προσθέσει σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξή του και την δράση των αγωνιστών, προκρίτων, φωτισμένων αρχιερέων και Ελλήνων υποπροξένων. Η σχετική βιβλιογραφία έπαψε να εμπλουτίζεται εδώ και αρκετά χρόνια, παραμένοντας φτωχή όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του αγώνα στο σαντζάκι της Δράμας[1] που περιελάμβανε εκτός από την Δράμα, τις περιοχές της Καβάλας και της νήσου Θάσου. Ο ιστορικός και ερευνητής της ιστορίας της Θάσου, ( ο Κ. Χιόνης κατάγεται από τον Ποτό, παραθαλάσσια πολίχνη της Θάσου), μετά από συστηματική έρευνα στα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, μελετώντας την ανέκδοτη αλληλογραφία του υποπροξενείου Καβάλας και έχοντας ως ισχυρό οπλοστάσιο πλήθος στοιχείων για την ιστορία των παραπάνω περιοχών, παραδίδει ένα έργο ολοκληρωμένο με μοναδικές πληροφορίες όχι μόνο για τους μακεδονομάχους αλλά και για τις ένοπλες ομάδες των Ελλήνων και Βουλγάρων ανταρτών.
Στη διαφωτιστική εισαγωγή του ο συγγραφέας παρουσιάζει τα αίτια του Μακεδονικού αγώνα, έναν «ακήρυκτο πόλεμο», με αφορμή την ίδρυση το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας με καθιέρωση της Εξαρχίας και έδρα του Βούλγαρου εξάρχου την Κωνσταντινούπολη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα-βήμα τα βαθύτερα αίτια αυτής της κίνησης· πέρα από την πίεση που ασκείτο στον υπόδουλο ακόμη ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας  να ανήκει θρησκευτικά στην Εξαρχία και κατά συνέπεια να ακολουθήσει την βουλγαρική εκπαίδευση, στόχος ήταν να αποσκιρτήσουν εκτός από τους σλαβόφωνους και οι ελληνόφωνοι κάτοικοι των παραπάνω περιοχών. Η επικείμενη  πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα θα είχε να απωλέσουν την εθνική τους ταυτότητα πληθυσμιακές ομάδες βουλγαρόφωνων οι οποίοι είχαν «ελληνική εθνική συνείδηση» και να θεωρηθούν βουλγαρικές.

 Ο ερευνητής αποφεύγει, ακόμη και στα πιο επώδυνα σημεία του κειμένου, χαρακτηρισμούς ή θέσεις, αρκούμενος στα στοιχεία τα οποία παραθέττει, στις βιβλιογραφικές αναφορές, στις 641 παραπομπές και στις υποσελίδιες σημειώσεις. Προσπαθεί μέσα από αναδρομές να πλησιάσει τα γεγονότα με χρονολογική  σειρά, μολονότι μεμονωμένη αναφορά είναι δύσκολο να γίνει, εφόσον  παραδείγματος χάριν, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878 και οι συνέπειές του όσον αφορά στην Ανατολική Μακεδονία,  πρέπει κατά την γνώμη μου, να μελετηθεί σε συνδυασμό και με άλλες παραμέτρους, όπως και τα κρίσιμα χρόνια 1906-1907  για την τύχη του Αγώνα στην περιφέρεια Δράμας.Αναφορές στον ρόλο των εκάστοτε υποπροξένων του υποπροξενείου Καβάλας, σε προσωπικότητες όπως ο Μητροπολίτης  Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης, ο Θάσιος  Νικήτας Δρακόπουλος, αλλά και σε απλούς πολίτες είναι συχνή. Το τόσο πλούσιο υλικό του Κωνσταντίνου Χιόνη και η επιθυμία του να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο σαφής και αντικειμενικός, τον αναγκάζει να επαναλαμβάνεται σε μερικά σημεία· από την άλλη πλευρά, αυτό  είναι χρήσιμο για τον απλό αναγνώστη που προσπαθεί να τιθασσεύσει το πλήθος των πληροφοριών, να κατανοήσει τα γεγονότα και να ακολουθήσει την  πορεία του Αγώνα μέχρι την επίσημη  λήξη του το 1908. Δεν είναι τυχαία αυτή η χρονολογία· οι συγκρούσεις όμως συνεχίστηκαν μέχρι το 1912, εφόσον η κήρυξη του τούρκικου συντάγματος και η εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων, δημιούργησε, ιδίως μετά το 1909, μια έκρυθμη κατάσταση σ’ ολόκληρα τα Βαλκάνια και βέβαια τη Μακεδονία.
Ο ένοπλος Μακεδονικός αγώνας ήταν ένας ανταρτοπόλεμος. Η  Ελληνική κυβέρνηση τον «αγνοούσε» και στρατεύματα δεν εστάλησαν ποτέ εκεί επισήμως. Όμως σύλλογοι όπως το Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο που ιδρύεται  στην Αθήνα το 1904 από το Δημήτριο Καλαποθάκη ενισχύονται  από το ελληνικό κράτος. Έχοντας προηγηθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η ήττα, ταπεινωτική από πολλές απόψεις και επικίνδυνη για την τύχη της αμφισβητούμενης Μακεδονίας (όπως αυτή αναφέρεται σε παράθεμα επιστολής του Λάμπρου Κορομηλά στις 30/5/1904)[2], καθιστά πλέον απαραίτητη την οργάνωση του στρατού και την απόκτηση πολεμοφοδίων και .. κυρίως τον εξοπλισμό και  στελέχωση των αντάρτικων σωμάτων της Μακεδονίας. 
 Ο Κ. Χιόνης εκτός  από την καταγραφή επεισοδίων (Η πρώτη αποστολή όπλων και πολεμοφοδίων), μέσα από την εξαντλητική μελέτη της αλληλογραφίας των προξένων του υποπροξενείου Καβάλας του οποίου εξαίρει το ρόλο στην προπαρασκευή και εξέλιξη του Αγώνα, εμπλουτίζει το έργο του με την καταγραφή στοιχείων των οποίων την αυθεντικότητα και την ακρίβεια έχει ελέγξει. Στο κεφάλαιο Η δολοφονία του Βασιλείου Κομπόκη το οποίο προηγείται του Η προπαρασκευή του ένοπλου αγώνα αλλά και στα επόμενα (Η εχθρική στάση των Γάλλων και Άγγλων αξιωματικών κατά των Ελλήνων), πλησιάζει το αντικείμενο της έρευνάς του με  νηφαλιότητα. Δίκαιος όσον αφορά στην παρουσία των Βουλγάρων στην Καβάλα και την Θάσο αναρωτιέται: «Στην Καβάλα υπήρχαν 206 Βούλγαροι κατά μία πηγή, 212 κατά μία άλλη. Έκθεση του Μαυρουδή (υποπροξένου Καβάλας) τους ανέβασε σε 1000. Ποιούς λόγους εξυπηρετούσε..η υπερβολική αυτή  αύξηση των Βουλγάρων της Καβάλας; [....] Ίσως για να δείξει ότι [...] με τις απρόβλεπτες δαπάνες [...] επιβάλλονταν και στην Καβάλα τα σκληρά μέτρα. Έπειτα, εάν δικαιολογούνται οι εκτελέσεις των οργανωμένων Βουλγάρων, που ζούσαν στην Καβάλα, ποια δικαιολογία υπήρχε όταν θυσιάζονταν και αθώα θύματα;» Δε διστάζει επίσης να θίξει την κατάσταση στη γενέτειρά του Θάσο, νησί με έντονη παρουσία στον Αγώνα αλλά και φιλαλληλία. Ένας αυτόκλητος «αρχηγός», όπως ο του κοινού ποινικού δικαίου Γεώργιος Ψαριανός, εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα για την συνέχιση των παράνομων πράξεών του,  πείθοντας τους κατοίκους ότι τάχα είχε διορισθεί ως οπλαρχηγός από το Εθνικό Κέντρο Καβάλας του οποίου προίστατο ο άξιος νεαρός σημαιοφόρος του πολεμικού ναυτικού Στυλιανός Μαυρομιχάλης, σταλμένος το 1906 από την κυβέρνηση, καταρχήν για να στελεχώσει το υποπροξενείο Καβάλας .
 «Στη Θάσο δεν υπήρχαν παρά μόνον οκτώ φιλήσυχοι Βούγαροι που εργάζονταν ως ράπτες ή εργάτες μεταλλείων. Ο Σουίδας (υποπρόξενος  Καβάλας) όταν έκανε περιοδεία στη Θάσο κάλεσε του προεστούς και δημογέροντες των κοινοτήτων να τους κηρύξουν οικονομικό πόλεμο. Όταν αρνήθηκαν οι κοτζαμπάσηδες της Θάσου να συναινέσουν, χαρακτηρίστηκαν από τον Σουίδα ότι στερούνται εθνικών αισθημάτων. Όταν πέρασε ο Ψαριανός στη Θάσο οι μισοί εκτελέστηκαν και οι άλλοι μισοί κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο βουλγαρόφωνος Έλληνας Ηρακλής..»[3]  
Εικονικές απόπειρες εκτελέσεων  Ελλήνων (αλλά και Βουλγάρων) ως αφορμή για την έναρξη αψιμαχιών, εκτελέσεις καταδοτών και συνεργατών, δολοφονίες πολιτών, αντιδράσεις των Οθωμανικών αρχών που επιβάλλουν  φόρο επιτηδεύματος (1908;) στον οποίο αντιδρούν οι κάτοικοι της Καβάλας, μυστική αλληλογραφία των υποπροξενείων: όλα καταγράφονται στα επιμέρους κεφάλαια παρουσιάζοντας την εικόνα της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα συχνά με μελανά χρώματα. Κλείνοντας την παρουσίαση του πολύμοχθου και επίπονου έργου του Κ.Ι. Χιόνη, θα επαναλάβω την άποψή του, πλήρως λόγω της ιστορικής καταγραφής, αιτιολογημένη: «..η  Καβάλα δεν κινδύνευε από τους Βουλγάρους γιατί η παρουσία τους ήταν ελάχιστη. Την οργή των Καβαλιωτών προκάλεσαν τα γεγονότα της Δράμας, που είχαν τον αντίκτυπό τους και στην Καβάλα με την έξαψη των εθνικών παθών[4]
Και ως ελάχιστη ανταπόδοση στον αγώνα αγνώστων στους πολλούς αλλά όχι λησμονημένων, αντιγράφω επιστολή της 17 Σεπτεμβρίου 1937 του Υπουργείου Στρατιωτικών,[5] δηλαδή απορριπτική απάντηση στην αίτηση της χήρας του Μακεδονομάχου Κ. Θεοδωρίδη, έμπιστου συνεργάτη του πρωτεργάτη του Αγώνα  Στυλιανού Μαυρομιχάλη ότι τα όργανα Β΄τάξεως Κατηγορίας, εις ην ενετάχθη ο αποθανών σύζυγός της εν τω Μακεδονικώ Αγώνι, δεν δικαιούνται συντάξεως κατά τον ισχύοντα Νόμον.- 
Τα παρεχόμενα υπό του Νόμου ευεργετήματα είναι: α) το Μετάλλιον και δίπλωμα του Αγώνος β) δωρεάν παροχή Γεωργικού Κλήρου και γ) δωρεάν εγγραφή των τέκνων εις δημόσια σχολεία.-

Η Βερονίκη Δαλακούρα είναι ποιήτρια

[1] Ο Κ.Ι. Χιόνης διευκρινίζει ότι «μερικές επαρχίες της Δράμας ανήκαν διοικητικά στο σαντζάκι των Σερρών.» Στο παραπάνω έργο σελ. 100
[2] Σημείωση υπ’ αρ 78, παραπομπή   στο  Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Η απόφαση για την οργάνωση του ένοπλου αγώνα, Ο Μακεδονικός Αγώνας, Συμπόσιο, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1987 σελ. 59
[3] Στο παραπάνω έργο, σελ. 234
[4] Στο παραπάνω έργο, σελ. 235
[5] Στο παραπάνω έργο, σελ. 186,  φωτοτυπημένη αναπαραγωγή του εγγράφου από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: