10/7/17

Τουργκένιεφ - Αντρέγιεφ

ΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣ ΣΤΑΓΚΑΛΗ

Νίκος Σεπετζόγλου, Vocals (Follow the dots), 2017, λαδομπογιά σε ξύλινα πάνελ, 50 x 40 εκ. (έκαστο)


ΙΒΑΝ ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ
Άσια – η γλυκιά Άννα, σελ 174
Μούμου, σελ, 107
Μτφρ. Λεωνίδας Καρατζάς, εκδόσεις Ερατώ
ΛΕΟΝΙΝΤ ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ
Μια διήγηση για τους επτά κρεμασμένους, σελ. 189
Μτφρ. Παναγιώτης Λούτας, εκδόσεις Ερατώ

Στην πόλη Οριόλ της δυτικής Ρωσίας υπάρχει η οδός Τουργκένιεφ και η οδός Αντρέγιεφ,  προς τιμήν δυο συγγραφέων που γεννήθηκαν, έζησαν και εγκατέλειψαν την ίδια πόλη
Ο Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ (1818-1883), φίλος του Μπακούνιν, της Γεωργίας Σάνδη και του Φλωμπέρ, ήταν αριστοκρατικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του και κληρονόμος μεγάλης περιουσίας από τη  μητέρα του. Τις πανεπιστημιακές σπουδές στη Μόσχα ακολουθούν οι σπουδές φιλοσοφίας στη Γερμανία. Η μελέτη του Χέγκελ, η γνωριμία του με τον Μπακούνιν και τη διανόηση του Βερολίνου στρέφει τη σκέψη του στη δυτική Ευρώπη και επιστρέφει στη Ρωσία πεπεισμένος για την ανάγκη εξευρωπαϊσμού της πατρίδας του. Ο Τουργκένιεφ, μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας βρέθηκε στο κέντρο της πνευματικής διαμάχης που μαινόταν στη Ρωσία στα μέσα του 19ου αιώνα.
Σε μια εποχή αυταρχισμού και τρομοκρατίας που δεν υπήρχε ακόμη οργανωμένη κοινωνική δράση τα ανήσυχα στοιχεία έδιναν  διέξοδο στην ανάγκη τους για πολιτική έκφραση σε  ατέρμονες συζητήσεις, η λογοτεχνία υποκαθιστούσε κατά κάποιον τρόπο την επαναστατική δραστηριότητα και αποτελούσε πεδίο πνευματικών συγκρούσεων. Αρκετά μυθιστορήματα γράφτηκαν ως μέρος ενός διαλόγου μεταξύ αντίπαλων ιδεολογικών ομάδων. Έτσι ο Τουργκένιεφ γράφει το καλύτερο μυθιστόρημα του, Πατέρες και παιδιά, ως απάντηση στην κριτική που δέχτηκε για τους παθητικούς αμλετικούς χαρακτήρες του έργου του που δεν προσφέρονταν ως εποικοδομητικό παράδειγμα στη νέα γενιά και γίνεται εισηγητής του όρου Μηδενισμός. Σκεπτικιστής με κριτικό πνεύμα, δεν ανταποκρινόταν στην απαίτηση της ιντελιγκέντσια για μια λογοτεχνία κοινωνικών λύσεων και την κατασκευή «θετικών» ηρώων που θα λειτουργούσαν ως πρότυπο για τις επερχόμενες γενεές.

Τα δυο κείμενα που μας δίνουν οι εκδόσεις Ερατώ ανήκουν σε δυο διαφορετικές περιόδους του συγγραφέα. Το διήγημα Μούμου γράφεται στη φυλακή όταν ο Τουργκένιεφ συλλαμβάνεται το 1852 με αφορμή το άρθρο που έγραψε για τον θάνατο του Γκόγκολ και με πραγματική αιτία την κριτική του στη δουλοπαροικία. Το βιβλίο ανήκει σε αυτή την κατηγορία κειμένων. Είναι ένα δράμα χαμηλών τόνων για την τρυφερή σχέση ενός κωφάλαλου υπηρέτη με τον σκύλο του. Τόσο ο άνθρωπος όσο και το ζώο του είναι έρμαια του αυταρχισμού και των ιδιοτροπιών της ιδιοκτήτριας του αρχοντικού στο οποίο δουλεύει ο υπηρέτης. Ο χαρακτήρας της κυρίας του σπιτιού βασίζεται στη δεσποτική μητέρα του συγγραφέα που ταλαιπωρούσε τους οικείους της και συμπεριφερόταν με βαναυσότητα στους δουλοπάροικους που είχε στην κατοχή της.
Το διήγημα Άσια – η γλυκιά Άννα (1858) ανήκει στις ερωτικές ιστορίες του συγγραφέα οι οποίες αποτελούν μελέτη πάνω στη σχέση σκέψης και δράσης. Ο ήρωας στο Άσια, μια εκδοχή του Άμλετ που συναντούμε συχνά στο έργο του Τουργκένιεφ, είναι καλλιεργημένος, ευγενικών προθέσεων με εξανεμισμένη περιουσία. Στοχάζεται το πάθος ανίκανος όμως να το ζήσει. Όπως και οι περισσότεροι ανδρικοί χαρακτήρες στο έργο του Τουργκένιεφ είναι μια έκφραση σκεπτόμενης αδράνειας. Αντίθετα η νεαρή Άσια, το κορίτσι που ερωτεύεται ο ήρωας, τυπικός γυναικείος χαρακτήρας του συγγραφέα, είναι εκρηκτική, γεμάτη ζωή, αναστατωμένη από την επιθυμία και τις αναστολές, έτοιμη όμως να ζήσει αυτό που θέλει. Το κείμενο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συναντούμε στο έργο του Τουργκένιεφ. Ήρωες αναποφάσιστοι που παρατηρούν ακίνητοι τον εαυτό τους, χωρίς να μπορούν να φτάσουν και να ζήσουν αυτό που επιθυμούν. Η σκέψη τους πάνω στην ευτυχία συνεχώς μακραίνει τον δρόμο προς αυτή μέχρι που είτε χάνεται στον ορίζοντα της πραγματικότητας, είτε οι ίδιοι χάνουν τον στόχο τους.
Σε μια μεταβατική εποχή με επιτακτική την απαίτηση «θέσης» και πολιτική σκέψη που τη χαρακτηρίζει το θρησκευτικό αίσθημα, ο Τουργκένιεφ δέχτηκε τα πυρά των συντηρητικών για τον φιλελευθερισμό του, και της ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσια για τον σκεπτικισμό του και την απόσταση που κράτησε απέναντι στον φανατισμό, τη  σωτηριολογία και την εσχατολογική προσήλωση στον “Σκοπό”  των ριζοσπαστών. Ο πεσιμισμός του για την ευτυχία ως κάτι ανέφικτο δεν ταίριαζε στην προεπαναστατική Ρωσία. Αν όμως ο φιλοσοφικός πεσιμισμός του Τουργκένιεφ δεν συμβάλει στο όραμα μιας ουτοπίας που λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη για την Ιστορία, σίγουρα   προσφέρει ένα έργο μελέτης χαρακτήρων μεγάλης ευαισθησίας που έχει κερδίσει τη θέση του εδώ και πολλά χρόνια στην κλασική λογοτεχνία.

***
Το 1883 έτος θανάτου του Τουργκένιεφ, ο Αντρέγιεφ (1871- 1919) είναι οχτώ χρονών. Εκτός από την κοινή τους πόλη τους συνδέει η κατάταξη του έργου τους στο ρεύμα του Ρωσικού Ρεαλισμού, τους χωρίζει όμως η διαφοροποίηση του όρου Ρεαλισμός στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραγωγική περίοδο των δύο συγγραφέων. Ο λυρισμός του Τουργκένιεφ δεν υπάρχει στον ζοφερό κόσμο του Αντρέγιεφ, τα κείμενα του οποίου αποτελούν “παραμόρφωση” του Ρεαλισμού και επικοινωνούν με τον μοντερνισμό.
Ο Λεονίντ Νικολάγιεβιτς Αντρέγιεφ αν και είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, όπως λέγεται, εξελίχθηκε σε έναν “ιδεολόγο” της δυστυχίας. Αποτυχημένος αυτόχειρας με τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, αυτοπυροβολείται στη δεύτερη το 1895 και πεθαίνει, από τη βλάβη που προκάλεσε η σφαίρα, 24 χρόνια αργότερα το 1919.
Σταθμός στη ζωή του Αντρέγιεφ είναι η γνωριμία του με τον Μαξίμ Γκόρκυ. Οι δυο συγγραφείς γνωρίζονται στο τέλος της δεκαετίας του 1890 και ο Γκόρκυ προωθεί τον  Αντρέγιεφ στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας. Η φιλία των δύο αντρών όμως θα κλονισθεί ανεπανόρθωτα καθώς ο σκεπτικισμός και ο ακραίος πεσιμισμός του Αντρέγιεφ δεν ταιριάζει στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που οραματίζεται ο Γκόρκυ.
Το 1907 ο Αντρέγιεφ γράφει το Έρεβος. Ο ηθικός λαβύρινθος που έστησε στον τρομοκράτη ήρωα του βιβλίου, εξόργισε τους αριστερούς και οδήγησε τον ίδιο στο ανά χείρας βιβλίο προκειμένου να ξανακερδίσει την εκτίμηση τους.
Στο Μια διήγηση για τους εφτά κρεμασμένους, εφτά κρατούμενοι καταδικάζονται σε απαγχονισμό. Πέντε τρομοκράτες και δυο ποινικοί. Το κείμενο καταγγέλλει τις εκτελέσεις επαναστατών από το τσαρικό καθεστώς καθώς και την ίδια την έννοια της θανατικής ποινής. Ο Αντρέγιεφ αν και αποστασιοποιημένος από την ιδέα της επανάστασης, αντιλαμβάνεται την τρομοκρατία με τους όρους της εποχής του και περιβάλλει τους τρομοκράτες ήρωες του με την αίγλη της ηθικής ανωτερότητας και τη σκοτεινή άλω του κινδύνου. Με τη διερευνητική του γραφή παρασέρνει τον αναγνώστη μέσα στο μυαλό επτά ανθρώπων που περιμένουν να πεθάνουν από μέρα σε μέρα, και αντιμέτωποι με το τέλος του Όλου προσπαθούν να συλλάβουν και να δώσουν σχήμα στο αδιανόητο. Ο συγγραφέας  κινείται με άνεση στο γνώριμο για τον ίδιο περιβάλλον της ακρότητας και του θανάτου μακριά από την οικεία καθημερινότητα και μας δίνει μια από τις ωραιότερες νουβέλες του.

Ο Αντρέγιεφ στο έργο του στοχάζεται με πρωτοτυπία την εποχή του, περίοδο κρίσεων και αναταραχής που κατέληξε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ώριμο έργο του το χαρακτηρίζει η ατμόσφαιρα επικείμενης καταστροφής. Οι ήρωες του ανακαλύπτουν έναν κόσμο ανέκαθεν άδειο και αδιάφορο καθώς κινούνται αποξενωμένοι, σε περιβάλλον τρέλας, απελπισίας και θανάτου. Σε μια εποχή επαναστατικής αισιοδοξίας ο Αντρέγιεφ υπήρξε μια σκοτεινή, γοητευτική παραφωνία που  αντιλαμβανόταν τη ζωή ως ξεκούρδιστο χορό στο κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: