22/10/17

Μια πηγή του Σικελιανού

Βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Ο Αντρέ Ζιντ λέει κάπου πως θα έδινε όλο τον Ουγκώ για μερικά ακόμη σονέτα του Μπωντλαίρ. Προσωπικά, αν έπρεπε να διαλέξω ποιο απ’ τα δύο θα διέσωζα από έναν υποθετικό αφανισμό, θα επέλεγα την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο» παρά τον Δελφικό Λόγο ή τον Διθύραμβο του Ρόδου. Αυτό  το κολοβό σονέτο μόνο πλάι στον αριστουργηματικό –αλλά και κοσμοθεωρητικά συγγενή- «Ανεμόμυλο» του Μαβίλη, δασκάλου του Σικελιανού στην τέχνη του στίχου, μπορεί να σταθεί. Ας  θυμίσω όμως το σικελιανικό στιχηρό:

    Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
    ο Ατζεσιβάνο. Κ’ ήτανε η ψυχή του
    την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
    Κι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου
    των ουρανών μες τη νυχτά εν’ αστέρι,
    ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
    έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

    Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
    Γιατί μονάχα εκείνοι που αγαπάνε
    τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
    μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
    της ύπαρξης τους το μεγάλο αστάχυ,
    που γέρνει πια, με θείαν αταραξία.

Αναμφίβολα, η πιο δυνατή στιγμή του δεκατρίστιχου είναι η φράση: μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι / της ύπαρξής του το μεγάλο αστάχυ.
Μέχρι τώρα έβλεπα εδώ μονάχα μιαν απήχηση εκείνου «του σταχιού του θερισμένου στην σιωπή» των Ελευσίνιων μυστηρίων, μέχρι που, ξεφυλλίζοντας ξανά αυτό το θησαυροφυλάκιο της αρχαίας σοφίας που είναι τα Ηθικά του Πλουτάρχου, συνάντησα την πηγή του Σικελιανού. Είναι ένα απόσπασμα απ’ τη χαμένη ευριπίδεια Υψιπύλη, που ο Χαιρωνέας σοφός το παραθέτει σε μιαν περιώνυμη παραμυθητική πραγματεία του –στον Παραμυθητικόν εις Απολλώνιον. Σ’ αυτό ο Αμφιάραος παρηγορεί τη μητέρα του Αρχέμορου, που έχασε το παιδί της μωρό, με τα λόγια: «Κανείς θνητός δεν ζει δίχως βάσανα. Θάβει τα παιδιά του και μετά κάνει καινούρια. Οι θνητοί δυσανασχετούν που φέρνουν το χώμα πίσω στο χώμα. Η ζωή πρέπει να θερίζεται σαν ώριμό στάχυ [ Αναγκαίως έχει / βίον θερίζειν ώστε κάρπιμον στάχυν]».

Σχετικά με τον Σικελιανό επικρατεί μια παρεξήγηση. Στη συνείδηση των περισσοτέρων ο λευκάδιος λυρικός αντιπροσωπεύει τον τύπο του μαινόμενου ποιητή, αυτού που γράφει υπό το κράτος μιας ισχυρής έμπνευσης. Την εικόνα αυτή υπέθαλψε κι ο ίδιος. Ένας γηραιός κύριος, που τον γνώρισε (σημειωτέον, τότε οι μεγάλοι ποιητές και συγγραφείς ήταν προσιτοί σε όποιον ήθελε να τους γνωρίσει), μου έλεγε πως ο ίδιος  του είπε: εγώ, παιδί μου, επιφοιτούμαι απ’ το Άγιον Πνεύμα και γράφω.
Λίγοι υποπτεύονται όμως πόση μελέτη κρύβεται πίσω απ’ τον Λυρικό Βίο και τις Τραγωδίες. Το δίχως άλλο, ο Σικελιανός ήταν απ’ τους πιο εμπνευσμένους αλλά ταυτόχρονα κι απ’ τους πιο  διαβασμένους και λόγιους ποιητές μας (σε αντίθεση με την πλειονότητα των συγχρόνων μας, που πέρα από μιαν επιδερμική πληροφόρηση, είναι εντελώς αδιάβαστοι στα ουσιώδη). Ο λυρικός του οίστρος υποστηρίζεται από πλουσιότατην και αρχαιογνωστική και ευρωπαϊκή παιδεία.
Ακόμη λιγότεροι υποψιάζονται πως ο Σικελιανός υπήρξεν κι ένας απ’ τους πιο συνειδητούς τεχνίτες του στίχου που είχαμε ποτέ. Αρκεί να δει κανείς πόσο δουλεύει, στη Μητέρα Θεού και το Πάσχα των Ελλήνων τη ρίμα, αντιδρώντας στην ευκολία και την προχειρότητα, με την οποία αντιμετώπισαν το ζήτημα οι συγκαιρινοί του ομότεχνοι της παλαμικής σχολής. Ή το πώς αναπλάθει τον δεκατρισύλλαβο του Πολυλά στον δικό του δεκατρισύλλαβο. Αλλά πόσους πια απασχολούν τέτοια ζητήματα;

Δημήτρης Α. Φατούρος, Χωρίς τίτλο, 1961, μελάνι σε χαρτί, 30,2 x 37,5 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: