5/11/17

Οκτωβριανή Επανάσταση και ελληνική λογοτεχνία στο μεσοπόλεμο

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

Εάν ζητούσαμε σήμερα από τον μέσο αναγνώστη να μας κατονομάσει μερικούς Έλληνες λογοτέχνες που επηρεάστηκαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, θα λαμβάναμε περίπου πανομοιότυπες απαντήσεις που θα περιλάμβαναν λίγα ονόματα της Αριστεράς, κατά κύριο λόγο τον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Ρίτσο. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: ο πρώτος είναι ότι από τη δεκαετία του ’40 και ιδιαίτερα μετά τον εμφύλιο επήλθε μεγαλύτερη ιδεολογική στεγανοποίηση στις τάξεις της ελληνικής διανόησης. Λογοτέχνες και διανοούμενοι που έβλεπαν θετικά τον κομουνισμό στα πρώτα του στάδια απομακρύνθηκαν από αυτόν, ενώ ο χώρος για τους λεγόμενους «συνοδοιπόρους» μειώθηκε σημαντικά. Στη δημόσια σφαίρα, και πέρα από τον διχασμό του Εμφυλίου, η επανάσταση του 1917 ταυτίστηκε βαθμιαία με τον σταλινισμό και τις διώξεις του. Η σταλινική περίοδος θεωρήθηκε οργανική συνέχεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, με αποτέλεσμα η τελευταία να αφορά πλέον πολύ περιορισμένο αριθμό λογοτεχνών.
Πρέπει, ωστόσο, να έχουμε πάντα υπόψη ότι τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Οκτωβριανή Επανάσταση ασκεί μεγάλη γοητεία σε ευρύ φάσμα λογοτεχνών και διανοούμενων. Ο ανθρωπιστικός της χαρακτήρας, η υπόσχεση για ατομικές ελευθερίες και γυναικεία χειραφέτηση, καθώς επίσης οι καλλιτεχνικές ελευθερίες που επιτρέπει έως την παγίωση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αποτελούν πόλο έλξης για ανθρώπους των γραμμάτων που μόνο μακρινή σχέση έχουν με τον σοσιαλισμό. Μάλιστα, στην Ελλάδα, η σύνδεση του σοσιαλισμού με το γλωσσικό ζήτημα οδηγεί στη διατύπωση της άποψης ότι η γλωσσική αλλαγή ταυτίζεται ή συμβαδίζει με την πολιτική αλλαγή.
Ο δεύτερος λόγος για τη στρεβλή εικόνα που διαθέτουμε είναι η διαμόρφωση του ελληνικού κανόνα της λογοτεχνίας· η εικόνα που έχουμε για τη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, και δη της δεκαετίας του ’20, είναι ίσως η πιο παραμορφωμένη του 20ού αιώνα. Ονόματα που θεωρούνταν σημαντικά παραγκωνίστηκαν πλήρως και το έργο τους είναι γνωστό σε μικρό αριθμό ερευνητών που ασχολούνται με τους λεγόμενους «ελάσσονες», χαρακτηρισμός που αφενός είναι έντονα αξιολογικός και ελάχιστα επιστημονικός και αφετέρου δείχνει όχι τόσο τη θέση τους στα γράμματα τότε, αλλά το πώς αποτιμήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες. Επομένως, όταν μιλάμε περί υποδοχής της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Ελλάδα θα πρέπει να στοχεύουμε σε μια συγχρονική εξέταση του ζητήματος. Εδώ, θα ασχοληθούμε με την πρόσληψη της στον Μεσοπόλεμο, εποχή που και η ίδια χαρακτηρίζεται από αλλαγές.

Δύο τουλάχιστον τρόποι υπάρχουν για να προσεγγίσει κανείς τον αντίκτυπο της Οκτωβριανής Επανάστασης στην ελληνική λογοτεχνία· ο πρώτος ‒σαφώς ευκολότερος αλλά και προφανώς ανεπαρκής‒ είναι να ανιχνεύσουμε ρητές αναφορές είτε στην επανάσταση, είτε στους κύριους πρωταγωνιστές και την ιδεολογία τους στα ελληνικά γράμματα, ώστε να εκτιμήσουμε το εύρος της απήχησής της. Η δεύτερη μέθοδος, απαραίτητη για την πληρέστερη κατανόηση της προσληπτικής διαδικασίας, είναι η συνολική μελέτη του δημόσιου λόγου που διαμορφώνεται στην Ελλάδα από το 1917 και εντεύθεν. Κάτι τέτοιο θα συμπεριλάμβανε την εξέταση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου. Ένα γεγονός που συνήθως μας διαφεύγει είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρξε ουδέτερη στο ξέσπασμα της επανάστασης αλλά συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια κατάπνιξής της με την λεγόμενη Εκστρατεία της Κριμαίας το 1919. Οι μαρτυρίες όσων συμμετείχαν στην εκστρατεία, αλλά και οι ερμηνείες που προσφέρουν για τα γεγονότα, θα μπορούσαν να προσφέρουν επιπλέον κλειδιά ως προς την αντιμετώπιση της επανάστασης στην Ελλάδα. Αναφέρω ενδεικτικά τα απομνημονεύματα του ιερέα που συνόδευσε το στρατιωτικό σώμα, αρχιμανδρίτη Παντελεήμονα Φωστίνη, το κείμενο του οποίου αποτελεί μοναδικό δείγμα αντισημιτικής προπαγάνδας. Εβραίοι και μπολσεβίκοι ταυτίζονται απόλυτα, και ο Φωστίνης δεν είναι ο μόνος που κάνει αυτήν τη σύνδεση. Επομένως, μόνο υπό το φως της πληροφόρησης που φτάνει στην Ελλάδα, τη μελέτη των δικτύων που σχηματίζουν οι άνθρωποι των γραμμάτων μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη ρητή και υπόρρητη παρουσία της Οκτωβριανής Επανάστασης στην ελληνική λογοτεχνία.

Η μεγάλη αλλαγή του μεταφραστικού ρεπερτορίου

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο στον τομέα των μεταφραστικών σπουδών ότι η κύρια οδός για την ανανέωση εθνικών λογοτεχνιών είναι οι μεταφράσεις. Μέσω των μεταφράσεων εμπλουτίζεται η θεματική και η τεχνοτροπία της εγχώριας λογοτεχνίας, και γίνεται η ευθυγράμμιση με τις εκάστοτε νέες ζητήσεις σε διεθνές επίπεδο.
Τον 19ο αιώνα, η ρωσική λογοτεχνία καταλαμβάνει ελάχιστο τμήμα του μεταφραστικού ρεπερτορίου στην Ελλάδα. Μια πιο δυναμική κίνηση παρουσιάζεται στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ από τη δεύτερη δεκαετία έχουμε μια σταθερά ανοδική πορεία. Η ραγδαία αύξηση στις μεταφράσεις Ρώσων εκδηλώνεται μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό, αλλά ευρύτερα ευρωπαϊκό. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες στατιστικές, την περίοδο 1901-1950 η ρωσική λογοτεχνία καταλαμβάνει το 13% περίπου της συνολικής μεταφρασμένης λογοτεχνίας,[1] ποσοστό που είναι πολύ μεγαλύτερο αν περιοριστούμε στην περίοδο 1917-1940. Το μέγεθος της ραγδαίας αυτής αύξησης μας δίνει ο Κώστας Γκοβόστης στα 1929,[2] ο οποίος μας προσφέρει και μιαν επιπλέον ερμηνεία για το φαινόμενο:
«Τα τελευταία αυτά χρόνια το αναγνωστικόν κοινόν των Ρώσσων εμεγάλωσεν υπερβολικά. Ο Ντοστογιέφσκη, ο Γκόρκη, ο Τολστόη και οι λοιποί γίγαντες της ρωσσικής λογοτεχνίας κατέκτησαν τη μάζαν του ελληνικού αναγνωστικού κοινού και εδημιούργησαν φανατικούς αναγνώστας και ενθουσιώδεις οπαδούς. […] Σ’ αυτό συνετέλεσε και ένα άλλο γεγονός υψίστης ιστορικής σημασίας, το γεγονός της μεγάλης Ρωσσικής Επαναστάσεως. […] και είναι τόσοι εκείνοι που ενδιαφέρονται σήμερα δια την ρωσσικήν λογοτεχνίαν, δια την ρωσσικήν τέχνην, δια κάθε τι τέλος ρωσσικό, ώστε ο Έλλην επιχειρηματίας δεν άφησε να του διαφύγη η ευκαιρία της εκμεταλλέυσεώς των. Και είδαμε τα μεγαλύτερα κινηματοθέατρα να προβάλλουν ταινίες αντιδραστικές και να τις ρεκλαμάρουν ως σοβιετικής παραγωγής, για να γεμίζουν τις αίθουσές των. Αφήστε τις εφημερίδες, οι οποίες μόλις προχθές ακόμη συνηγωνίζοντο ποια να πρωτοδημοσιεύση ορθόδοξα μαρξιστικά έργα, βεβαίως όχι με τον σκοπόν της μαρξιστικής διαπαιδαγωγήσεως του αναγνωστικού κοινού, αλλά απλούστατα δια την αύξησιν της κυκλοφορίας των.»
Ο Γκοβόστης μάς δίνει μιαν έγκυρη εικόνα του μεταφραστικού τοπίου· τα ονόματα που μεταφράζονται κατά κύριο λόγο είναι οι προεπαναστατικοί Ρώσοι συγγραφείς: Τολστόι, Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι και Αντρέγιεφ καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος· η ποίηση παίζει δευτερεύοντα ρόλο, ενώ οι συγγραφείς της καθαυτό σοβιετικής περιόδου απασχολούν μόνο τον αριστερό Τύπο και δεν φτάνουν στις πλατιές μάζες. Για να το πούμε σχηματικά, μεγαλύτερο ενδιαφέρον εκδηλώνεται για την κοινωνική γραφή που προηγήθηκε της επανάστασης, παρά εκείνη που προέκυψε από αυτήν. Άλλωστε, σε αυτήν τη φάση οι αριστεροί λογοτέχνες ή οι «συνοδοιπόροι» ενδιαφέρονται περισσότερο για την κοινωνική καταγγελία και σε αυτόν τον τομέα οι Ρώσοι προεπαναστατικοί πεζογράφοι αποτελούν την ιδανική προσφυγή. Η αλητογραφία θεωρείται ακόμα επαναστατική και είτε είναι εκείνη του Χάμσουν είτε εκείνη του Γκόρκι και του Ιστράτι βρίσκει πολλούς μιμητές στην Ελλάδα. Ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφει γλαφυρά τους νέους συγγραφείς που μιμούνταν ακόμα και στην εμφάνιση τους Ρώσους συγγραφείς της τσαρικής περιόδου και θεωρούσαν «δίπλωμα υπεροχής» τη σύγκριση μαζί τους.[3]

Ιδεολογική σύγχυση και ρευστότητα

Ζήτημα άμεσα συνυφασμένο με το παραπάνω είναι η κατανόηση της Οκτωβριανής Επανάστασης από τους Έλληνες λογοτέχνες. Παρότι μας λείπει ακόμα μια συνολική μελέτη για την πρόσληψη του μαρξισμού στον Μεσοπόλεμο, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει πρόσβαση κυρίως σε κακοτυπωμένες και εκλαϊκευτικές μπροσούρες, άρθρα μεταφρασμένα κυρίως από γαλλικές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ δεν λείπουν στον ημερήσιο Τύπο και οι σκανδαλοθηρικές δημοσιεύσεις για τη ρωσική τρομοκρατία, την ελευθερία των σεξουαλικών ηθών κλπ. Το μέγεθος της άγνοιας και της σύγχυσης αποδίδει εύστοχα ο Πέτρος Πικρός, σημαντικό στέλεχος του ΚΚΕ μέχρι την απομάκρυνσή του στα 1931, περιγράφοντας μια συνάντησή του στις αρχές της δεκαετίας του ’20 με τον ευρύτατα τότε γνωστό και μετέπειτα ακαδημαϊκό Σωτήρη Σκίπη:
«Θυμάμαι, πάνω σ’ αυτό, τη γνώμη ενός γνωστού διανοούμενου που τότες, όπως και σήμερα, διεκδικούσε σκήπτρα. […] Πρόκειται για τον κ. Σκίπη. Μούλεγε, το λοιπόν μια μέρα, εκεί στον Κλαυθμώνα, με σοβαρότητα που δεν επιδεχότανε αμφιβολία:
‒ Καλός, βρε παιδάκι μου, πολύ καλός συγγραφέας αυτός ο… Μαρξ, αλλά…
‒ Τι αλλά;
‒ Δηλαδή, γερή πέννα, αλλά… λείπει ‒βλέπεις‒ η δυνατή πλοκή από το έργο του, και ο… παλμός. Δε σου φαίνεται; […]
‒ Και για ποιο έργο του Μαρξ θέλετε να πείτε;
‒ Μα… λίγο πολύ, για όλα του! […]
Φυσικά, στο ζενίθ του τότες ‒όπως και σήμερα, ο κ. Σκίπης‒ εκκολαπτόμενος ακόμα εγώ, ε!... δε στεκότανε ν’ αντιμιλήσω. […] Γιατί όταν ένας Μαρξ ‒μάλιστα μετά την επανάσταση του Οχτώβρη‒ θεωρείται από διανοούμενους ‒που ναι μεν δεν τον ξαίρουν αλλά που οπωσδήποτε άκουσαν να γίνεται λόγος‒ θεωρείται ως μυθιστοριογράφος ή το πολύ πολύ… μισοφιλόσοφος, μισολογοτέχνης, αυτό δείχνει πως μια φορά κ’ έναν καιρό, μονάχα από τέτοιους ‒ από λογοτέχνες δηλαδή, περίμεναν να βρουν το δρόμο της ταξικής πάλης, την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων, με μια λέξη, την κοσμοθεωρία των καταπιεζομένων.»[4]
Ασφαλώς, ο Σκίπης δεν ανήκε στους αριστερούς κύκλους και η πληροφόρησή του ήταν η μέση πληροφόρηση της εποχής. Ωστόσο, αν κοιτάξουμε και τους πιο στρατευμένους κύκλους τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, η εικόνα δεν είναι ριζικά διαφορετική. Στα απομνημονεύματά του, ο Άγις Στίνας θυμάται ότι ο Σοσιαλιστικός Όμιλος της Κέρκυρας ‒μέλη του υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωστής Μπαστιάς‒ είχε ενθουσιαστεί με τη Φεβρουαριανή Επανάσταση. Μάλιστα, ο ποιητής Νίκος Λευτεριώτης συνθέτει ήδη τον Μάρτιο του 1917 ένα σονέτο όπου την υμνεί. Το κλειδί ‒κατά τη γνώμη μου‒ για την κριτική ανάγνωση του ποιήματος, είναι ο τελευταίος του στίχος, όπου συμφύρονται τα ονόματα των Κροπότκιν, Γκόρκι και Τολστόι, τρία πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν εντελώς διαφορετικές πολιτικές τάσεις. Ωστόσο, για πολλούς στα πρώιμα αυτά χρόνια λίγο-πολύ όλοι οι γνωστοί Ρώσοι αποτελούν μια διαφορετική όψη της επανάστασης. Από τον ίδιο κύκλο της Κέρκυρας προέρχεται και ο Σπύρος Νικοκάβουρας, που μετά από μια δεκαετία θα μας δώσει ποιήματα με τίτλο όπως «Λένιν» ή «Revolution», με σαφώς καθαρότερη, ωστόσο, ιδεολογική γραμμή.
Ένα ακόμα φαινόμενο που δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει είναι ότι τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο εθνικισμός και η επανάσταση δεν αλληλοαποκλείονται απαραίτητα. Στο πολιτικό πεδίο η τάση αυτή καθρεφτίζεται στην ομάδα του Νίκου Γιαννιού, που στο πρώτο συνέδριο του ΣΕΚΕ (Νοέμβριος 1918) τάσσεται υπέρ του Βενιζέλου και της Μεγάλης Ιδέας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελεί για ορισμένους απλώς το «νέο», το οποίο δεν αποσαφηνίζεται ακόμα ως προς τις πραγματικές προεκτάσεις του. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε ποιητές προσκείμενους στην Αριστερά, όπως ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο οποίος μπορεί να γράφει συγχρόνως ποιήματα με τίτλο «Ο Προλετάριος» και σχεδόν την ίδια εποχή ύμνους στον Ίωνα Δραγούμη. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Δραγούμης, ο οποίος έχει καταχωριστεί σήμερα στις κορυφές του ελληνικού εθνικισμού, γράφει στο ημερολόγιό του της περιόδου 1918-1920 πως στην πρώτη περίοδο της ζωής του ασχολήθηκε με τον εθνικισμό, ενώ σε αυτήν τη δεύτερη, μη εθνικιστική φάση του, διαβάζει Τολστόι και Κροπότκιν.[5]
Ας κλείσουμε τη συζήτηση περί ιδεολογικής ρευστότητας με ένα ακραίο παράδειγμα. Στα 1924, οι Νέοι Βωμοί, το πρώτο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό, φιλοξενούν συνεργασίες της Σίτσας Καραϊσκάκη, ποιήματα με τίτλους όπως «Επαναστατικά Τραγούδια», «Καρλ Λήμπκνεχτ» ή «Νέα Θρησκεία». Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό δείγμα: «Ν΄ανέβω στ’ ακροκόρυφο, να κράξω και να πω/ ν’ αντιλαλήσει ο κάμπος/ Ω! εσύ θρησκεία κόκκινη, Βαγγέλιο του αγαπώ/ που μου γεννάς το θάμπος». Η δημιουργός τους είναι το ίδιο πρόσωπο που θα συνδεθεί στενά με το χιτλερικό καθεστώς στη Γερμανία, θα μεταφράσει αντισημιτικά και αντικομουνιστικά βιβλία από τα γερμανικά και θα εργαστεί στο γερμανικό Υπουργείο Προπαγάνδας· αργότερα, θα υπηρετήσει τις δυνάμεις Κατοχής στην Ελλάδα και θα καταφύγει στη Γερμανία μετά την απελευθέρωση, ενώ θα δικαστεί ερήμην σε θάνατο για δωσιλογισμό. Τέλος, είναι το ίδιο πρόσωπο που πριν μόλις λίγα χρόνια τιμήθηκε από τον τομέα γυναικών της Χρυσής Αυγής ως η πρώτη Ελληνίδα εθνικοσοσιαλίστρια.


Δεκαετία του ’30: η βαθμιαία παγίωση των ιδεολογικών ορίων

Όσο προχωράμε στον Μεσοπόλεμο, η πολυφωνία αλλά και η σύγχυση που αναφέραμε φθίνουν. Ήδη προς το τέλος της δεκαετίας του ’20 εντείνεται η συζήτηση περί προλεταριακής τέχνης και ασκείται εντονότερη κριτική στους λογοτέχνες που καταπιάνονται με τα ανάλογα θέματα. Η ψήφιση του «ιδιωνύμου» στα 1929 από την κυβέρνηση του Βενιζέλου εντείνει ακόμα περισσότερο στη στεγανοποίηση των ιδεολογιών. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘30, με την επικράτηση Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ και τη σκλήρυνση της κομματικής γραμμής, η κατάσταση ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο, γεγονός που φαίνεται και στις πολιτισμικές του εκδηλώσεις: το επίσημο λογοτεχνικό περιοδικό του ΚΚΕ, οι Πρωτοπόροι, αλλάζουν σύνθεση και ο Πικρός εκδιώκεται από τη διεύθυνση, πλέον ως ιδεολογικά ανεπαρκής. Αφετέρου, το πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934, με την οποία καθιερώνεται ως επίσημη γραμμή ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, θέτει πολύ αυστηρότερα όρια. Οι απαιτήσεις έχουν πια αλλάξει· μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, η επανάσταση γίνεται σταδιακά ζήτημα των καθαρά στρατευμένων και οι συνοδοιπόροι όλο και λιγότερο ευπρόσδεκτοι. Τα γεγονότα που θα επακολουθήσουν ‒η δικτατορία του Μεταξά, η Κατοχή και ο Εμφύλιος‒ θα αλλάξουν άρδην το ελαφρύ κλίμα που επικρατούσε τα πρώτα χρόνια μετά το 1917. Εκεί έχει τις απαρχές του και η εικόνα που διατηρούμε σήμερα για τη σχέση ελληνικής λογοτεχνίας και Οκτωβριανής Επανάστασης.



Ανάσταση
Χαίρε Ρωσσία! Ελευτεριάς αγέρας
Διώχνει τη σκοτεινιά των ουρανών σου
Και στο αγιασμένο το αίμα των παιδιών σου
Πνίγεται τώρα η τυραννία, το τέρας.
Ας αντηχήσει από χαράν ο αιθέρας
Κι ας ανθήσουν οι τάφοι των νεκρών σου·
Και στ’ άχαρα κελλιά των φυλακών σου
Ήλιος ας λάμψει ανέσπερης ημέρας.
Ω σεις, αγνοί, μεγάλοι ερωτεμένοι,
Της λευκής Σιβηρίας κατεβήτε,
Άρτον ζωής ευφρόσυνον γευτήτε·
Τυράννου σκιάχτρο πια δεν απομένει
Μπρος στο γιγάντιο αναστημένο σόι
Του Κραπότκιν, του Γκόρκη, του Τολστόη.

Νίκος Λευτεριώτης
(Κερκυραϊκή Ανθολογία, χρ. Β΄, τ. 11, 1 Μαΐου 1917, σ. 99)



Λένιν

Ήρθα για να φωτίσω στο σκοτάδι
Απόστολος Θεού με τ’ άγιο ρήμα·
ήρθα για να σηκώσω το μαγνάδι
που κρύβει της τιμής τους το άθεο κρίμα.
Για σμύρνα, για λιβάνι, ούτε για χρήμα
δεν ήρθα, τέτοιο ας μούπανε ψεγάδι.
Ήρθα μόνο και διάνοιξα τον Άδη
κ’ έβαλα τον οχτρό μέσα στο μνήμα.
Ήρθα κ’ έβαλα στια, που η άγια φλόγα
θα πεταχτεί στην οικουμένη πάσα.
Το χέρι το μιαρό που μας ευλόγα
κ’ έπιανε της πνοής μας την ανάσα
το θέρισα κ’ αχολογά ο αιθέρας:
Καθαρίστε τη γης, βρωμεί το τέρας.

Σπύρος Νικοκάβουρας
(Νέα Επιθεώρηση, χρ. Β΄, τχ. 2 (14), Φλεβάρης 1929, σ. 64)

Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι δρ Νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

[1] Κ.Γ. Κασίνης, Βιβλιογραφία των ελληνικών μεταφράσεων της ξένης Λογοτεχνίας, ΙΘ΄-Κ΄ αι., τ. 2, Σύλλογος Προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2013.
[2] Πρόλογος στο Louis Leger, Ιστορία της Ρωσσικής Φιλολογίας, Γκοβόστης, Αθήνα 1929.
[3] Άγγελος Τερζάκης, «Δημοσθένης Βουτυράς», Νέα Εστία, Έτος Η΄, τχ. 190 (15 Νοεμβρίου 1934), σ. 1015.
[4] Πέτρος Πικρός, «Ο Γκόρκυ σ’ εμάς εδώ», Νέα Επιθεώρηση, τχ. 5 (Μάης 1928), σ. 129-130.
[5] Ίων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Στ΄ (1918-1920), Ερμής, Αθήνα 1987, σ. 72-73.

andy&cloud, pass- port, 2017, ύφασμα και φερμουάρ, διάμετρος 125 εκ.. κατασκευασμένο μετά από οδηγίες που δόθηκαν σε ράπτη

Δεν υπάρχουν σχόλια: