3/12/17

Το μέσο είναι το μήνυμα

ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΣΤΙΟΥ

Μαριγώ Κάσση, Ασημένιο πλεκτό, μικτή τεχνική, 60 x 86 εκ.


ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ, Ημερολόγιο της Αλοννήσου, ψηφιακό μυθιστόρημα, φιλολογική επιμέλεια - επίμετρο Κωστής Δανόπουλος, σελ. 136+CD

Είναι κοινός τόπος της κριτικής πως ο Θανάσης Βαλτινός σε κάθε έργο του ανανεώνει τη διερεύνηση των ορίων και των τρόπων της αφηγηματικότητας. Καρπός της διαρκούς συγγραφικής και πνευματικής ανησυχίας του είναι το πολυμεσικό μυθιστόρημα Ημερολόγιο της Αλοννήσου, που προεξαγγέλλει τη λογοτεχνία των ήχων και των εικόνων. Η ιδέα φαίνεται πως δεν είναι καινούργια, αφού ο συγγραφέας κυοφορούσε την ιδέα ενός ηχογραφημένου μυθιστορήματος ήδη από το 1991,[1] ενώ φαίνεται πως την έχει συστηματοποιήσει όταν ευαγγελίζεται μια «λογοτεχνία που αρνείται οριστικά την εγγράμματη διατύπωσή της» από το 2002, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το δοκίμιό του «Ουροβόρος όφις» το οποίο συνιστά και το πρώτο, κανονιστικό και αυτοαναφορικό, μέρος του μυθιστορήματος. Το ηχογραφημένο Ημερολόγιο της Αλοννήσου που πρώτη φορά είχε εκδοθεί το 2009 εκτός εμπορίου, συνοδευόμενο από ψηφιακό δίσκο και φυλλάδιο, εκδίδεται φέτος με άρτια φιλολογική επιμέλεια του Κωστή Δανόπουλου. Ο πίνακας της Sigrid Hacker με τη γυμνή γυναίκα που λιάζεται διαβάζοντας ένα βιβλίο υπομνηματίζει ειρωνικά το συγγραφικό εγχείρημα. Η έκδοση περιλαμβάνει πρόλογο και εκτενές επίμετρο, όπου αναλύεται η δομή του μυθιστορήματος, ερευνάται η υβριδική του σύσταση και οι συνάψεις του με τα άλλα έργα του συγγραφέα, ανιχνεύεται η ταυτότητα των προσώπων και οι βιογραφικές τους καταβολές και σχολιάζεται η λειτουργικότητα του εγχειρήματος.

Η αντίληψη του Βαλτινού για την προφορικότητα της λογοτεχνίας θεματοποιείται στο δοκίμιο «Ουροβόρος όφις» και αποτελεί το «συγγραφικό» στοίχημα στο Ημερολόγιο της Αλοννήσου. Ήδη η επιγραφή του βιβλίου δίνει τα πρωτεία στον ήχο και όχι στη γραφή, προεξαγγέλλοντας το τρίτο μέρος του βιβλίου: «Μόνο να αφήσω σε λίγους στίχους το μνημείο της φωνής μου» (στίχος του Κύπριου ποιητή Γιώργου Μοράρη).
Το δεύτερο μέρος του έργου τιτλοφορείται «Κάσια Φράγκου. Μικρό ιστορικό» και εκθέτει εν είδει βιογραφικού σημειώματος, όπως επισημαίνει ο Δανόπουλος,[2] την ιστορία μιας αλαφροΐσκιωτης κοπέλας που ζητά τη βοήθεια του αφηγητή για να μπει στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όπου εκείνος δίδασκε Ιστορία Λογοτεχνίας. Ο αφηγητής προσπαθεί να την αποτρέψει γιατί η ηλικία της (σχεδόν 30 χρονών) δεν ευνοεί τέτοιες σπουδές, αλλά τελικά ενδίδει στην επιμονή της, και της δίνει ένα εκτεταμένο κείμενο να το αποστηθίσει. Σε δέκα μέρες η Κάσια του αφήνει μια κασέτα όπου είχε καταγράψει τις επιδόσεις της. Ο αφηγητής την ακούει και αναστατώνεται: «Οι παραποιήσεις του λόγου δεν ήσαν πολλές. Λίγο περισσότερες ίσως απ’ όσες θα έκανε ένας έμπειρος ηθοποιός. Το ενδιαφέρον δεν ήταν φυσικά αυτό αλλά ο σπαραγμός που το αλλοίωνε εντελώς, το έκανε κάτι αποκλειστικά δικό της. Αναστατώθηκα. Και η αμηχανία μου ήταν τι να τη πω όταν ερχόταν.»[3] Η Κάσια όμως δεν εμφανίζεται ούτε την πρώτη βδομάδα, ούτε τον επόμενο μήνα, ούτε ποτέ. «Αντιδράσεις προβληματικής προσωπικότητας» σκέφτεται ο αφηγητής. Λίγους μήνες αργότερα ανακαλύπτει τυχαία από ένα απόκομμα παλιάς εφημερίδας ότι η Κασσιανή Φράγκου είχε πεθάνει στα 29 της. Το αφήγημα κλείνει με το σχόλιο του αφηγητή ο οποίος επιλέγει να μη ρωτήσει αν η Κάσσια είχε πεθάνει σε ατύχημα ή αυτοβούλως, αφού «έτσι κι αλλιώς η Κάσσια δεν θα γινόταν ποτέ ηθοποιός».[4]  Ο κύριος ιστός του τρίτου μέρους του έργου, πάνω στον οποίο πλέκονται διάφορα ιδιόλεκτα και κοινωνιόλεκτα, αποτελείται από την κασέτα που είχε επιδώσει η Κάσσια στον αφηγητή. Το σχόλιό του περί σπαραγμού και ιδιοποίησης του κειμένου από την Κάσσια είναι ένας σαφής οδοδείκτης που οδηγεί από το «ιστορικό» του προσώπου στο «μνημείο της φωνής» του. Ο σπαραγμός της ερωτικής ερημίας και της βασανιστικής αυτοϊκανοποίησης εκφράζεται μέσα από μια εμμονική, επαναλαμβανόμενη και μονήρη συνομιλία με τον ερωτικό Άλλο. Η επαναληπτικότητα υπονομεύει την ημερολογιακή δομή, διότι επανεγγράφει στον χρόνο την ίδια αφήγηση, συχνά αδιαφοροποίητη.
Ο τίτλος Ημερολόγιο της Αλοννήσου ανάγεται σε σύμβολο μιας ερωτικής ευτοπίας που προσωρινά κατευνάζει, αλλά κυρίως αποτυπώνει την τυραννία της μοναξιάς. Ανάμεσα στις δίνες ενός ακραία προσωπικού, σωματοποιημένου, κεντρομόλου λόγου αναπτύσσονται ήρεμες φυγόκεντρες αφηγηματικές συστάδες για κρίσιμα οντολογικά ζητήματα: τη μοναξιά, τη φθορά, τον θάνατο, τον έρωτα, τη μητρότητα, την αυθεντικότητα της ύπαρξης. Ο έρωτας, αλλά και ο λόγος, βιώνεται σαν τραύμα: ο ερωτικός λόγος άλλοτε εκφέρεται σπαραγμένος, άλλοτε αποσχηματίζεται ασθμαίνοντας. Η αγωνία επιβάλλει τους όρους της, αφαιρεί την πνοή που χρειάζεται ο λόγος για να συγκροτηθεί, γίνεται αργόσυρη οδύνη που μετά βίας βρίσκει τη δύναμη να αρθρωθεί. Το πάθος παλινδρομεί ανάμεσα στην έξαψη της ανάσας και στα επιφωνήματα της οδυνηρής κορύφωσης, πριν καταποντιστεί στον σπαραγμό της αδιέξοδης επίκλησης.  Ο έρωτας με όλες  τις μετωνυμικές του αποτυπώσεις βιώνεται ως στέρηση, απουσία, μαρτύριο, για να εκβάλλει στη μοναξιά του Όντος. Το ίδιο και η γλώσσα, αγγίζοντας το απώτατο όριο της συγκινησιακής της χρήσης.
Τα λόγια της Κάσσιας επαναλαμβάνει σχεδόν πανομοιότυπα η Αλεξάνδρα, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο εκφοράς. Αλλά ποια είναι η Αλεξάνδρα; Το άλλο εγώ της Κάσσιας ή κάποια παραφυάδα της αλαφροϊσκιωτης υπόστασής της; Θεωρώ πως πρόκειται για άλλο ένα ευφυές εύρημα του Βαλτινού που ολοκληρώνει το στοίχημα για μια  λογοτεχνία που ο αναγνώστης μπορεί να προσλάβει ολοκληρωμένα μέσω και του ήχου και όχι μόνο μέσω της γραφής. Η επιλογή του Βαλτινού να χρησιμοποιήσει το όνομα Αλεξάνδρα,  που συμπίπτει με το όνομα της πραγματικής ηθοποιού, η οποία συμμετείχε στην ηχογράφηση, της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου, είναι ένα κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη για την ταυτότητα της μυθιστορηματικής Αλεξάνδρας. Για να αναδειχθεί «ο σπαραγμός που αλλοίωνε εντελώς το κείμενο και το έκανε κάτι αποκλειστικά δικό της», όπως σχολιάζει ο αφηγητής στο ιστορικό της Κάσιας, δηλαδή για να φανερωθεί η ιδιοπροσωπία του ψυχισμού της, όπως εκβάλλει στη φωνή της, ο Βαλτινός ηχογραφεί τον μονόλογό της «παιγμένο» αυτή τη φορά από την Αλεξάνδρα, την «έμπειρη ηθοποιό» που αποστασιοποιημένα και εκλογικεύοντας επαναλαμβάνει καίρια αποσπάσματα μετατρέποντας τον σπαραγμό σε εγκαρτέρηση και κατεβάζοντας δραστικά τη θερμοκρασία του λόγου.[5] Η μεσολάβηση της φωνής «πάμε» υποδηλώνει ότι πρόκειται για θεατροποιημένο λόγο. Στον σκηνοθέτη αντικατοπτρίζεται ο συγγραφέας που ενορχηστρώνει την αντιστικτική αυτή συμφωνία.
Η σύνθεση του τρίτου μέρους διέπεται από την πολυφωνία, τη λογική του αρχείου και την τεκμηριοπλασία—κατά τον εύστοχο όρο της Κυριακής Χρυσομάλλη-Henrich-- που χαρακτηρίζει την ποιητική του Βαλτινού. Η πολυγλωσσία του διευρύνει τα όρια του δράματος. Η ραγισμένη φωνή της Κάσσιας και η αποστασιοποιημένη φωνή της Αλεξάνδρας διακόπτονται ή υπερκαλύπονται από θραύσματα δημόσιου ή ιδιωτικού λόγου, ήχους της πόλης ή της φύσης. Ο δημόσιος λόγος, δραστικός και ολοκληρωμένος ως μήνυμα παρά την αποσπασματικότητά του, άλλοτε εισβάλλει απειλητικά στον προσωπικό χώρο, άλλοτε σηματοδοτεί την κανονικότητα, άλλοτε τη φθορά και την προδιαγεγραμμένη πορεία. Γίνεται έτσι ο δημόσιος λόγος αντηχείο του προσωπικού δράματος, μεγενθύνοντας την ένταση. Το ανοιχτό τέλος του μυθιστορήματος σφραγίζεται από την ειρωνεία της αρχής, καθώς ανάμεσα σε άλλους ήχους ακούγεται ο ήχος των πλήκτρων μιας γραφομηχανής.
Το Ημερολόγιο της Αλοννήσου συνιστά κάτι περισσότερο από ένα ειδολογικό υβρίδιο. Είναι το πιο τολμηρό εγχείρημα μιας διαρκώς εν εγρηγόρσει συγγραφικής συνείδησης, που από το πρώτο της λογοτεχνικό επίτευγμα δεν έπαψε στιγμή να διερευνά τα όρια της αφηγηματικότητας, τις δεσμεύσεις της γραφής και τις αντιστάσεις του λόγου. Και δεν έπαψε να απαιτεί την όλο και πιο ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στο εγχείρημά του. Ο Βαλτινός είναι ο πιο θεωρητικός μεταπολεμικός μας πεζογράφος, αλλά με το έργο του (συμπεριλαμβανομένων και των συνεντεύξεών του). Με το Ημερολόγιο της Αλοννήσου ο Βαλτινός κερδίζει ακόμη ένα συγγραφικό στοίχημα, καθώς προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την απόλαυση του έργου και την ολοκληρωμένη του πρόσληψη είναι η ακρόαση του τρίτου μέρους, που αναδεικνύει τη μοναδικότητα του προσώπου μέσα από «το μνημείο της φωνής».

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ


[1] Αμάντα Μιχαλοπούλου, «‘...Κανένας δεν γράφει για να σώσει τον κόσμο’. Ο Θανάσης Βαλτινός μιλάει για το νέο του βιβλίο και το συγγραφικό έργο», Η Καθημερινή, 27.3.1994. (παρατίθεται από τον Κωστή Δανόπουλο, «Επίμετρο» στο Βαλτινός, Ημερολόγιο της Αλοννήσου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017, 76).
[3] Βαλτινός, Ημερολόγιο της Αλοννήσου, ό.π., 24.
[4] Ό.π., 26.
[5]  Ο Βαλτινός την ευχαριστεί στην αρχή του βιβλίου (ό.π., 6).

Δεν υπάρχουν σχόλια: