14/1/18

Ο Βασιλεύς Δημήτριος

Παύλος Νικολακόπουλος, Γεμάτοι χώμα αδειάζουμε τον ουρανό, 2015- 2017, ξύλινη συρόμενη δίφυλλη πόρτα, 140 x 214 εκ. 


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Ο καβαφικός «Βασιλεύς Δημήτριος» -πρόκειται για τον πολεμόχαρο Δημήτριο τον Πολιορκητή, διεκδικητή της κληρονομιάς του Αλεξάνδρου στις δυναστικές έριδες των διαδόχων- δεν συγκαταλέγεται στα δημοφιλέστερα ποιήματα του Αλεξανδρινού. Έχει όμως τη σημασία του να σταθούμε σ’ αυτό το πρώιμο, αμιγώς ιστορικό ποίημα, όπου, απογαλακτισμένη από τις επιρροές του συμβολισμού, αποκρυσταλλώνεται η ιδιαίτερη ποιητική του Καβάφη. Το θέμα κι εδώ αντλείται, όπως φαίνεται και στο σχετικό προτασσόμενο παράθεμα,  από τον Πλούταρχο: εγκαταλειμμένος από τους Μακεδόνες, ο Δημήτριος μεταμφιέστηκε κι έφυγε στα κρυφά, κάνοντας περισσότερο σαν ηθοποιός παρά σαν βασιλιάς. Παραθέτω την αρχή:

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου –έτσι είπαν–
δεν φέρθηκε σαν βασιλιάς.

Στον Καβάφη τίποτε δεν είναι τυχαίο. Πολλές φορές, το βάρος πέφτει σ’ αυτό που  η όλη  συντακτική διάρθρωση του κειμένου το κάνει να μοιάζει επουσιώδες. Έτσι η φράση ανάμεσα στις παύλες είναι σημαντική, γιατί εκεί ακριβώς, και μάλιστα  σ’ ένα κομμάτι όπου κυριαρχεί η αντικειμενική καταγραφή, εμπεριέχεται η προσωπική ματιά του δημιουργού: το «έτσι είπαν» υπαινίσσεται πως ο Καβάφης προφανώς δεν ασπάζεται την κρατούσα άποψη και  πως επικροτεί μιαν  έξοδο που ναι μεν αντικρούει τις στεγανές αντιλήψεις μας για την αξιοπρέπεια, αλλά που εναρμονίζεται με τη βαθύτερη, ρευστή νομοτέλεια της ζωής.  Άλλωστε, ο Σαίκσπηρ διατείνεται πως η ζωή είναι μια σκηνή θεάτρου. Και πριν απ’ αυτόν, ο Παλλαδάς έγραφε πως σκηνή πας ο βίος και παίγνιον. Μια τέτοια θεώρηση του βίου δικαιώνει τη στάση του Δημητρίου. Αφού οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν πια να παίζει το ρόλο του βασιλιά, αλλάζει φόρεμα και ιδιωτεύει (θα ζήσει μέχρι το τέλος του στην Απάμεια «διατρίβων περί θήρας και δρόμους, κύβους και πότους»). Θυμίζω και εκείνο το ποίημα, όπου ο Μανουήλ Κομνηνός, σαν ένιωσε να πλησιάζει  η ώρα της εκδημίας του,  έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και φόρεσε «ενδύματα εκκλησιαστικά», δείχνοντας «όψιν σεμνήν ιερέως ή καλογήρου».

Η δεύτερη φράση που αποκαλύπτει τη στάση του ίδιου του ποιητή απέναντι στον πρωταγωνιστή του είναι αυτή μέσα  στην παρένθεση. Γιατί όμως  ο Καβάφης υποστηρίζει πως ο βασιλιάς Δημήτριος είχε «μεγάλην ψυχή»;  Ένας από τους πρώτους, αλλά κάπως πρόχειρος, μελετητής του Αλεξανδρινού, ο Ευάγγελος Παπανούτσος,  θεωρεί πως αυτός ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στην πράξη της φυγής μόνον αν τη δούμε σαν μιαν  «ενέργεια, ξεκομμένην από  το πρόσωπο και τα ιστορικά περιστατικά». Άλλωστε, σημειώνει ξανά ο Παπανούτσος, «ο Πλούταρχος δεν μας τον παρουσιάζει μεγαλόψυχο και άνθρωπο με πλούσιο εσωτερικό (στο τέλος έφθειρε τη ζωή του, στο πιοτό και στα χαρτιά)».
Θα διαφωνήσω: η μεγαλοψυχία του Δημητρίου είναι ένας γενικός χαρακτηρισμός που κάνει ο Καβάφης του Μακεδόνα βασιλιά  και δεν αφορά μονάχα στην πράξη της φυγής.
Ο Δημήτριος ήταν, αναμφίβολα, άνθρωπος με πάθη κι αυτό τον κάνει συμπαθή στον Καβάφη. Η πραγματική  μεγαλοψυχία  βρίσκεται αλλού κι όχι στην υπερνίκηση των παθών. Πού; Ας δούμε κάποια επεισόδια από την πολυτάραχη ζωή του Πολιορκητή.
Μετά την άτυχη πολιορκία της Ρόδου, όπου επινόησε καινούρια πολιορκητικά μηχανήματα (εξ ου και η προσωνυμία του), ο Δημήτριος απελευθερώνει, το 304, την Αθήνα από τα στρατεύματα του Κασσάνδρου. Οι Αθηναίοι τον τιμούν γενναιόδωρα: του παραχωρούν ως κατάλυμα τον οπισθόδομο του Παρθενώνα, ανακηρύσσουν αυτόν και τον πατέρα του Αντίγονο «σωτήρας» και επωνύμους ήρωες και προθέτουν στις δέκα φυλές κι άλλες δύο, την Δημητριάδα και την Αντιγονίδα. Όταν όμως ο Δημήτριος, πολεμώντας, μαζί με τον πατέρα του, τον Κάσσανδρο, τον Λυσίμαχο, τον Σέλευκο και τον Πτολεμαίο, ηττάται στη μάχη της Ιψού, το 301 π. Χ., και δεν ξέρει πού να στραφεί,  οι Αθηναίοι, που πριν λίγο τον είχαν για θεό, του κλείνουν κατάμουτρα τις πόρτες της πόλης τους.  Μετά από εφτά χρόνια, κι αφού ο Κάσσανδρος έχει πεθάνει, ο Δημήτριος ανακαταλαμβάνει την Αθήνα κι αντί να μνησικακήσει για την αγνωμοσύνη της, τη γεμίζει με δώρα!
Να, λοιπόν, γιατί ο Δημήτριος είχε «μεγάλην ψυχή».
Σ’ αυτή τη φιλεύσπλαχνη στάση απέναντι στους ηττημένους αντιπάλους, ο Δημήτριος θυμίζει έναν άλλο βασιλέα, τον Ιωάννη τον Καντακουζηνό, που ο Καβάφης τον θαυμάζει επίσης και που σ’ ένα ατελές ποίημά του τον εγκωμιάζει απερίφραστα:
 
Ο κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός
(ο άξιος άνθρωπος που είχε η φυλή μας τότε,
σοφός, επιεικής, φιλόπατρις, ανδρείος, ικανός).

Λίγο πιο κάτω, στο ίδιο κομμάτι, τον αποκαλεί ακόμη «τίμιον, εύορκον» και «αφιλοκερδή».
Η σύγκριση ανάμεσα στους δύο βασιλείς δεν σταματά εδώ: όπως κι ο Δημήτριος, έτσι κι ο Καντακουζηνός έβγαλε τη χρυσοποίκιλτη βασιλική στολή, φόρεσε το καλογερικό ράσο κι εμόνασε ως Ιωάσαφ στον Άθω. Μια ωραία μικρογραφία, σε ένα χειρόγραφο  θεολογικών πραγματειών, που έγραψε ο ίδιος και που βρίσκεται στην εθνική βιβλιοθήκη στο Παρίσι, απεικονίζει τον Καντακουζηνό αριστερά ντυμένο σαν αυτοκράτορα, με στέμμα και σκήπτρο,  και δεξιά σαν μοναχό.
Το βέβαιο είναι ένα: ο Καβάφης δεν συμπαθούσε τους άτεγκτους, τους φανατικούς, τους αλύγιστους, αλλά τους ευέλικτους, τους συγγνώμονες και τους ευσπλαχνικούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: