28/1/18

Η αδιάσπαστη γραμμή του χώματος και του αίματος

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Φωκίων Ρώκ, Μάσκες ζωόμορφων αιγυπτιακών θεοτήτων για την παράσταση Ικέτιδες του Αισχύλου, Δελφικές Εορτές, 1930


ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, Ο κύκλος του χώματος, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 294

Η παρουσία του Κώστα Χατζηαντωνίου (γ. 1965) στα γράμματα δεν είναι μόνο πολύχρονη αλλά και εργώδης. Τα περισσότερα από τα βιβλία που εξέδωσε τα προηγούμενα χρόνια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ερμηνευτικά δοκίμια για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, έχοντας ως ερευνητικό τους προσκήνιο κυρίως τη Μικρά Ασία και την καταστροφική εμπλοκή του Ελ. Βενιζέλου (που ενήργησε ως πειθήνιο όργανο της Αντάντ) όσο και των ολίγων για τις τότε περιστάσεις Λαϊκών του Δ. Γούναρη. Αλλά τον Χατζηαντωνίου τον απασχόλησε και η Κύπρος, ως επόμενο βήμα του φαινομένου της διαρκούς συρρίκνωσης του μείζονος ελληνισμού, σ’ ένα ιστορικό δοκίμιο που δημοσίευσε το 2007, αναφερόμενος στο χρονικό διάστημα 1954-1974, δηλαδή στο διάστημα (για όσους γνωρίζουν) όπου υποδαυλίστηκαν συστηματικά από τους Άγγλους και στη συνέχεια αναπτύχθηκαν και κορυφώθηκαν με εκατέρωθεν μοιραία παιχνίδια τακτικής των «εγγυητριών δυνάμεων», οι εθνοτικές συγκρούσεις- ως την τουρκική εισβολή του 1974.
Κοντά σε όλα αυτά υπάρχουν και δυο μονογραφίες, απολύτως σχετικές με την εποχή (το πρώτο μισό του 20ού αιώνα) στην οποία εστιάζεται προπάντων το ενδιαφέρον του Χατζηαντωνίου, με θέμα τους τον Νικόλαο Πλαστήρα (1999) και τον Θεόδωρο Πάγκαλο (2004), ενώ προσωπικά ομολογώ ότι σταμάτησα περισσότερο σε δυο πολύ ενδιαφέροντα συναιρετικά βιβλία του, Το βιβλίο της μέλαινας χολής (2001), μια σπουδή πάνω στο θέμα της μελαγχολίας, περασμένη όμως σε μυθιστορικό υφάδι, και Το χρέος και ο τόκος (2014) μια συλλογή σχολίων γύρω από ζητήματα ηθικής ανασυγκρότησης της ηττημένης εδώ και δεκαετίες οντότητας του ελληνισμού, όπου ο συγγραφέας προτείνει και τον όρο του «ακτιβιστικού πεσσιμισμού». Με τον όρο ίσως εννοεί ότι η ανάληψη της ευθύνης για μια ατομική (και ομαδική) αντίσταση απέναντι στη διάλυση που κατατρώει από καιρό τις σάρκες του ελληνικού κοινωνικού σώματος, πρέπει να γίνεται με τη βαθύτερη αποδοχή της αναγκαιότητας του θανάτου-τόσο για τις συνήθως στρεβλές ιδεολογίες όσο και για τις πολιτικές τους αντιστοιχίες-δεξιόστροφες και αριστερόστροφες.

Από τα προηγούμενα νομίζω πως έγινε αντιληπτό ότι μερικά τουλάχιστον από τα βιβλία του Χατζηαντωνίου έχουν εκ προθέσεως έναν υβριδικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας τη μελέτη της ιστορικής οντολογίας και τον φιλοσοφικό αναστοχασμό, χρησιμοποιώντας την αφήγηση και τη μυθοπλασία ως αναγκαία οχήματα αναπαράστασης των ηθικών προσαρμογών τους, κατά το πρότυπο μιας σειράς μεγάλων στοχαστών του παρελθόντος, όπως (κατ’ αναλογία, προφανώς) ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Χέρμαν Μπροχ, ο Άρθουρ Καίσλερ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ κ.α. Πάντως, τις ηθικές προσαρμογές του ο Χατζηαντωνίου τις ενσωμάτωσε και στις δυο γνωστότερες μυθιστορηματικές συνθέσεις του, στο Αγκριτζέντο (2009) και στον πρόσφατο Κύκλο του χώματος (2017), δημιουργώντας χαρακτήρες που μεταμορφώνουν σε δικό τους στοίχημα την άρνηση της ήττας του ελληνισμού, ή, γενικότερα, επινοώντας καταστάσεις όπου τα πρόσωπα καθορίζονται από μοιραίους και ακατάλυτους δεσμούς, σφραγισμένα από την διαχρονική αίσθηση της ενότητας του πολιτισμικού χώρου. Ενότητα την οποία όχι μόνο αποδέχονται οργανικά αλλά και την υπερασπίζονται συνειδητά- ακόμα και προσφέροντας ως πατριωτική σπονδή την ίδια τη ζωή τους.
Ιδιαίτερα στον Κύκλο του χώματος, αυτή η σχεδόν μυστικιστική γενναιότητα του δοσίματος, ως ηθικού καθήκοντος, σχηματίζει μια αδιάκοπη γραμμή αίματος που περνάει από γενιά σε γενιά. Η οικογένεια των Γαβαλάδων, μια σύγχρονη ασικών καταβολών ροδίτικη οικογένεια, αλλά με ρίζες παμπάλαιες στη Μικρά Ασία, από όπου ξεριζώθηκε το 1922 για να βρεθεί στο νησί, έχει στείλει προγόνους της να πολεμήσουν στο Δραγατσάνι με τον Ιερό Λόχο και στο Αλβανικό μέτωπο το 1940. Κλειδί για την όλη μυθοπλασία, για το δέσιμο του παρελθόντος με το παρόν, είναι το γεγονός ότι ένα από τα νεώτερα μέλη της οικογένειας, ο Αλέξανδρος Γαβαλάς, έχοντας υιοθετήσει το νόημα αυτής της δοτικής παράδοσης, γίνεται στρατιωτικός και τυχαίνει (ή μήπως επιδιώκει;) και υπηρετεί ως ανθυπολοχαγός τη χρονική στιγμή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Στις μάχες της Κερύνειας που νομίζω ότι αποδίδονται στο βιβλίο με τις καλύτερες σελίδες- ο συνδυασμός εσωτερικής έντασης, πυκνότητας στη γλώσσα και συνάμα λυρικής υποβολής είναι σε ορισμένα σημεία εξαιρετικός- ο Αλέξανδρος χάνεται, κηρύσσεται αγνοούμενος, αλλά ο χαμός του, επιπλέον, έχει εμβληματική σημασία για όλη τη μυθιστορηματική σύνθεση.[1] Θα έλεγε κανείς ότι ο πιθανός, βάσει των επίσημων στοιχείων, θάνατός του, ενεργεί διαλυτικά σε όλη την οικογένεια. Ο οίκος των Γαβαλάδων με την απώλεια του Αλέξανδρου αρχίζει να φυλλοροεί, τα μέλη του σκορπίζουν, η αδελφή του, η Βέρα, αυτοκαταστρέφεται μη μπορώντας να βγει από την παρατεταμένη κατάθλιψή της, ο πατέρας του, ο γιατρός Βασίλης Γαβαλάς, χάνει το ενδιαφέρον του για τα πάντα, τα κτήματα της οικογένειας μένουν ακαλλιέργητα. Οπότε συμβολικά ή κυριολεκτικά ο κύκλος του χώματος ή του αίματος προσώρας μένει ανολοκλήρωτος και η συνέχεια ή η διαδοχή μεταξύ των γενεών κινδυνεύει να σβήσει.
Ο θάνατος του Αλέξανδρου στην Κύπρο βάζει σε λειτουργία (και πάλι) τον αδηφάγο μηχανισμό του ιστορικού πεπρωμένου. Εκεί που έμοιαζαν όλα να είναι ακίνητα και επιφανειακά αμετάβλητα αρχίζουν τώρα να δείχνουν τις ρωγμώσεις και την αυξανόμενη αστάθειά τους. Και πρώτα πρώτα αποσυντίθεται ταχύτερα ο σχετικά αρράγιστος κόσμος μέσα στον οποίο έζησε ο ιδαλγός του καθήκοντος, Αλέξανδρος. Το καθεστώς της δικτατορίας αποδέσμευσε τις δυνάμεις εθισμού στη σήψη και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας αποδελτιώνει την εποχή της μεταπολίτευσης και τα επόμενα χρόνια της θεσμικής δήωσης από τον κομματικό μηχανισμό, κρίνοντάς την ως περίοδο μεγάλης ηθικής έκπτωσης και χρησιμοποιώντας για τούτο τα μελανότερα χρώματα και τις δηκτικότερες εκφράσεις. Στην ουσία μετά το ‘74-‘80 ολοκληρώνεται ο εκπεσμός, η εξαχρείωση και ο πολιτικός καιροσκοπισμός που είχαν γαλακτίσει όλη την χουντική επταετία.[2] Ο θάνατος του Αλέξανδρου, δηλαδή ο θάνατος του πατριωτικού ιδεαλισμού και της αυταπάτης του, είναι ο προπομπός της εισβολής, αλλά και η επιβεβαίωση της ήττας και της διάλυσης της νήσου τη στιγμή που φαινομενικά θριαμβεύει η συνταγματική νομιμότητα στην Ελλάδα! `Ετσι, τα ιστορικά γεγονότα, όπως προχωρούμε στην ανάγνωση του μυθιστορήματος του Χατζηαντωνίου, έχουν πάντα δυο όψεις, την ευοίωνη εμφανή και την τη δυσοίωνη αφανή, με τη μια να φέρνει μαζί της σχεδόν νομοτελειακά την άλλη, σαν κρυφή επένδυση.
Στον Κύκλο του χώματος ο αφηγητής δεν είναι ένας. Υπάρχει στο βιβλίο μια διαρκής εναλλαγή πρωτοπρόσωπης αφήγησης από τον Μιχαήλ, νεώτερο εξάδελφο του Αλέξανδρου που τον έχει όμως ως διαρκές πρότυπό του, και τριτοπρόσωπης, από έναν αφηγητή αθέατο, πανταχού παρόντα και παρεμβαίνοντα παντού, σε κάθε τόπο και κάθε χρονική διάσταση. Μα παρομοίως υπάρχει μια πληθώρα εγκιβωτισμένων μικροαφηγήσεων με τη χρησιμοποίηση ημερολογίων, από λόγια τρίτων, από δημόσιες ανακοινώσεις, από αποσπάσματα εφημερίδων, επιστολών κλπ. Μεθοδική δουλειά που γενικότερα δεν της λείπει η οξύτητα της επινοητικής φαντασίας, αν και ο στοχαστικός της ορίζοντας (όχι σπάνια) είναι τόσο πυκνός, ώστε προπάντων στα διαλογικά μέρη να βαραίνουν οι ιδέες περισσότερο. Με το πλήθος των προσώπων που διαθέτει Ο κύκλος του χώματος, με την ποικιλία των ιδιομορφιών ενός εκάστου, θα μπορούσε το μυθιστόρημα του Κώστα Χατζηαντωνίου να αποτελέσει υπόδειγμα ενός πολυφωνικού καμβά, από την ίδια τη σύστασή του. Αν αποκλίνει από αυτή τη σύγκλιση της πολυφωνίας, αυτό νομίζω ότι συμβαίνει λόγω του ότι αποφαινόμενη δύναμη του λόγου του συγγραφέα είναι τόσο ισχυρή ώστε μερικοί από τους χαρακτήρες, όπως ο άλλος εξάδελφος του Αλέξανδρου, ο συνομήλικος με τον Μιχαήλ, Παύλος, ο παλαιοβιβλιοπώλης Σορώτος, ο πατέρας του Αλέξανδρου στο επιθανάτιο παραλήρημά του, αλλά και η Βέρα η αδελφή του Αλέξανδρου, οικειώνονται ομότροπα τον λόγο του. Μιλούν με ένα είδος αστραφτερής μεν και διαπεραστικής διαλεκτικής, η οποία όμως μοιάζει να αποτελεί με παραλλαγή του ενός και μόνου λόγου-του συγγραφέα. Και είναι κάπως αφύσικο να τη μοιράζονται όλοι και όλες με τον ίδιο τρόπο.
 Αντίθετα, όλα τα κομμάτια του σχολιαστικού λόγου του Μιχαήλ, για πρόσωπα και πράγματα, σώζονται και περνούν αβίαστα στον αναγνώστη επειδή στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι σκέψεις ενδόμυχες, έχοντας το δικό τους ρυθμό και τη δική τους ευταξία. Αυτό το μέσα-έξω, το πέρασμα από τον εμφανή στον αφανή λόγο, κάποιες φορές, όπως ήδη είπαμε οδηγεί σε δυσκαμψίες, τις περισσότερες φορές όμως, ιδίως όταν στον αναγνώστη μπροστά ανοίγεται η περιγραφή χώρων αλλά και η περιγραφή λεπτομερειών, στις εκφράσεις των προσώπων, στη σκηνογραφία του περιβάλλοντος, στις κινήσεις, στις σκέψεις, στο υπονοείν, τότε εντυπωσιάζει η πλαστικότητα του λόγου του Χατζηαντωνίου. Ο λόγος του αποκτά υποδειγματική ευλυγισία αλλά και μουσικότητα! Τέτοιες σελίδες είναι αυτές οι πολύ ζωντανές (παρά την αδιόρατη θλίψη τους) που αναφέρονται στο μεγάλωμα, στη μαθητεία και στην είσοδο στην ώριμη ζωή του Μιχαήλ. Παραστημένες όμως με ζωντάνια είναι και οι περιγραφές των αγροτικών τοπίων της Ρόδου, με ιδιαίτερη προσοχή στην αποτύπωση των χρωμάτων τους, στην υποβολή της γήινης αίσθησης, κάτι που δεν έχει σχέση μόνο με την αληθοφάνεια των καιρικών καταστάσεων, το φως ή το σκοτάδι, την καλοκαιρία ή την κακοκαιρία, τον ήλιο ή τη βροχή, αφού οι αποχρώσεις σχετίζονται επίσης με τη συναισθηματική κατάσταση των προσώπων και τον υποκειμενικό χρωματισμό του περιβάλλοντος, τη μελαγχολία, ή, σπανιότερα, τη χαρά και την έξαρση.
Τελικά, ο κύκλος του χώματος, εφ’ όσον το χώμα είναι συνάμα ζωή και θάνατος, μας δίνει πίσω τα οστά του Αλέξανδρου· δέχεται όμως, σε ανταπόδοση, τη γενιά του πατέρα και της μητέρας του, και, εν τέλει δεν μένει ανολοκλήρωτος. Στο χώμα, κυριολεκτικά στα πατρικά κτήματα της Ρόδου μοιάζει να επιστρέφει ο Μιχαήλ, αφού προηγουμένως έκανε τη σπονδή του στην οικογενειακή παράδοση και στο δικό του ηθικό νόημα της Ιστορίας: έδωσε το όνομα του μεγάλου εξαδέλφου του στο νεογέννητο παιδί του.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

[1] Η ζωντάνια της περιγραφής της μάχης στην Κερύνεια, συνδυασμένη με την πραγματολογική γνώση των στοιχείων του χώρου, στα οποία ακουμπά η ενδόμυχη αφήγηση του Αλέξανδρου, κάνοντάς τα ακόμα πιο αληθοφανή, σχετίζεται ασφαλώς με το ότι ο Χατζηαντωνίου για να γράψει το ιστορικό χρονικό Κύπρος 1954-1974 έκανε επιτόπια έρευνα.
[2] Διαπιστώνει ο Μιχαήλ το 1989: « Η Αθήνα έβραζε από την αποκάλυψη άλλης μιας κυβερνητικής απάτης. Οι διανοούμενοι, που ακολουθούν κάθε μωρία της μόδας, κάθε φλυαρία σχολής, άλλαζαν βιαστικά βάρκα, στολιζαν την ιδεολογία τους με νέα ψεύτικα πετράδια» (σ. 185)

Δεν υπάρχουν σχόλια: