11/3/18

Με κέντρο βάρους τον εαυτό και γύρω από αυτόν


ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ Δ. ΠΕΖΑΡΟΥ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΦΑΙΡΟΠΟΥΛΟΥ: Ουσιαστικά, ποιήματα, εκδόσεις  Ιωλκός, σελ. 46

Μυρτώ Ξανθοπούλου, Xωρίς τίτλο, 2018,
χαρτί μηχανογράφησης, ξυλάκια bamboo,
μπάλσα, λάμπα, 41 x 30 x 115 εκ.,
από την έκθεση Rendering the Sky στη γκαλερί Elika
(Ομήρου 27, Αθήνα), μέχρι 31/3
Τα «Ουσιαστικά» αποτελούν την πρώτη ποιητική κατάθεση της Αφροδίτης Σφαιροπούλου (Αθήνα, 1975), με την οποία φαίνεται ότι η νέα ποιήτρια φιλοδοξεί να ορίσει εξαρχής το στίγμα της μπαίνοντας, με βάση τις δικές της αλήθειες, στην «ουσία» των αισθητών και μη πραγμάτων που την απασχολούν. Αυτό, ίσως, υποδηλώνει και το, θα έλεγα, ευφάνταστο εξώφυλλο της συλλογής, όπου, χάρη βέβαια στους επιμελητές της έκδοσης, στο εξώφυλλο εμφανίζεται ο μισός μονολεκτικός τίτλος ΟΥΣΙΑ … και στο οπισθόφυλλο «σπρώχνεται» το άλλο μισό του ..ΣΤΙΚΑ.
Ολόκληρος, όμως, ο τίτλος της συλλογής λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, αντανακλώντας ίσως και το περιεχόμενο των ποιημάτων: «Ουσιαστικά», ως ουδέτερα ονόματα, κύρια ή κοινά, αφηρημένα (κυρίως) ή συγκεκριμένα, άψυχα (κυρίως) ή έμψυχα. «Ουσιαστικά» ως γραμματικός τύπος που προσδιορίζει τα υποκείμενα των φράσεων, ή ακόμη ως τροπικό επίρρημα για να προσδιορίσει, ως άκλιτο μέρος του λόγου, τις ποιητικές προτάσεις.  
Η πολλαπλότητα αυτή γίνεται, νομίζω, φανερή και στο ύστατο ποίημα, ομότιτλο της συλλογής, το οποίο και παραθέτω ολόκληρο για του λόγου το αληθές:
«Ουσιαστικά –καρφιτσωμένα σε πινάκιο παράλογων προσδοκιών− προσμένουν να γενούν ζευγάρια με τα ξεθωριασμένα επίθετα του παρελθόντος, με τα θορυβώδη ρήματα του μέλλοντος.
Αναμένουν να αντέξουν στο παρόν, ενδεδυμένα την αγωνία των δευτερόλεπτων, που αγκομαχώντας εναλλάσσονται εις το διηνεκές.
Ουσιαστικά … τι περιμένουν;»

Ωστόσο, θα ήταν άδικο να εκληφθεί ότι η συλλογή εξαντλείται σε φορμαλιστικούς τύπους και μόνο. Τα 24 ποιήματα που συναπαρτίζουν το σώμα της συλλογής, καταχωρούνται σε 4 επιμέρους ενότητες με λατινικούς υπότιτλους, που παρατίθενται σε μια πετυχημένη, κατά τη γνώμη μου, συνθετική αλληλουχία:  Amor με έξη ποιήματα, ID με οκτώ ποιήματα, Deus ex Homine με τέσσερα ποιήματα και Mors με εφτά ποιήματα. Αυτή η ανισοκατανομή στον αριθμό των ποιημάτων καθεμιάς ενότητας, κάτι βέβαια σημαίνει από πλευράς περιεχομένου της συλλογής. Για παράδειγμα, υπερέχουν σε αριθμό τα ποιήματα που θεματολογικά αναφέρονται στην ταυτότητα (ID), ακολουθούν εκείνα που αναφέρονται κατά σειρά στο θάνατο, στον έρωτα και, τέλος, στον θεό που επινόησε ο άνθρωπος καθ’ ομοίωσίν του, ανατρέποντας έτσι και την προηγούμενη αλληλουχία των ενοτήτων ως προς τη βαρύτητά τους στο σώμα της συλλογής. 
Παρά τις ενότητες πάντως, είναι ο έρωτας εκείνος που, όχι μόνο αποτελεί την αφετηρία του περιεχομένου της συλλογής (AMOR), αλλά προεξάρχει και διατρέχει σχεδόν όλα τα ποιήματα. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κατά βάση ερωτική ποίηση, που όμως κινείται σε «κλειστούς» χώρος, με κέντρο βάρους τον εαυτό και γύρω από αυτόν, χωρίς ευρύτερες διαστάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι ενδιαφέρον ότι η συλλογή αφιερώνεται με πολλή τρυφερότητα στη μνήμη των προγεννητόρων, γιαγιάς και παππού, τους οποίους η ποιήτρια ευγνωμονεί, μεταξύ άλλων, για την καλλιτεχνική διάθεση που της «δώρισαν».
Ακολούθως, το πρώτο ποίημα που τιτλοφορείται «Υπόθεση», από τα ωραιότερα της συλλογής, θεματολογικά άκρως ερωτικό, (εξ ού και ενταγμένο στην ενότητα AMOR), αναπτύσσεται εν είδει ποιητικού «διαλόγου», μεταξύ ποιητή και ποιήματος, κατασκευαστή και κατασκευάσματος, επινοητή και επινοήματος, εραστή και ερωμένης, όπου το υποκείμενο εναλλάσσεται μεταξύ του «εγώ» και του «εσύ».
«Αν εγώ είμαι ένα ποίημα τότ’ εσύ είσαι η έμπνευση –του ποιητή το χέρι-  / κι αν είμαι εγώ ψαλμός τότ’ εσύ είσαι κατάνυξη – το ξωκλήσι που αντηχεί τις προσευχές μας.  …... Αν είσαι εσύ η απόγνωση τότ’ εγώ είμαι η ελπίδα –για να σε τραβώ στο φως, να σε γαληνεύω».
Όλα τα ποιήματα είναι φαινομενικώς πεζόμορφα, πλην όμως τα περισσότερα, αν όχι όλα, διατρέχει ο ιαμβικός ρυθμός, έστω και μη εμφανής σε πρώτη ματιά. Διατυπωμένες οι αράδες των στίχων ως πεζές προτάσεις, δίνουν την αίσθηση ότι η ποιήτρια επιλέγει να προβάλει περισσότερο την αλήθεια του λόγου της, παρά την απατηλότητα του μύθου, σπάζοντας ή κρύβοντας εσωτερικά τη θαλερότητα του ιάμβου που δίνει χάρη στις στροφές, όπως, λ.χ., ο πρώτος στίχος του ωραίου ποιήματος «Κουμαριά» (σ. 30), από την ενότητα “Deus ex Homine”:
«Τη θεϊκή μετάλαβα, εψές, του πρωινού τη χάρη. Μέσα σε σκλή / θρες, μάνητες, κυκλάμινα και τσάι. Πά’ σε χαλί χωμάτινο, / χαλίκια κεντημένο. Γαλάζιο τέμπλο βράχινο ξεπρόβαλλε / εμπρός μου. Πιστός θεματοφύλακας τρανών έργων της / φύσης.»
Στην ίδια ενότητα είναι ενταγμένο και το ωραιότερο και μεστότερο, κατά την άποψή μου, πεζό ποίημα της συλλογής που, με σκόρπιους ιαμβικούς απόηχους, αναπτύσσεται εκτενώς και επιγράφεται «Νέμεσις ή συνομιλία με τον Κ. Π. Καβάφη» (σ. 32-33):
«Οδυσσέα, πού πας; Στο μεσιανό κατάρτι πισθάγκωνα δεμένος, ποιον θαρρείς πως αποφεύγεις; / Κοίτα με, σου γνέφω από μακριά, σαν πικρή ανάμνηση, σαν δυσοίωνο μέλλον.…»
Με τη φωνή μιας Σειρήνας, προβάλλει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση: ο Οδυσσέας καλείται να επιλέξει μεταξύ ξελογιάσματος και ωριμότητας, μεταξύ των άμεσων αισθητικών απολαύσεων που του εξασφαλίζουν τα «μελίρρυτα τραγούδια» και των μελλοντικών προσδοκιών, όπως προκύπτουν μέσα από την πραγματικότητα, που του αποκαλύπτουν οι «αλήτισσες αλήθειες».
Όπως όλα τα ανθρώπινα αισθήματα, και ο έρωτας έχει δύο όψεις, είτε γνωρίζουμε και τις δύο είτε αγνοούμε κάποια από αυτές.
Πέρα και πάνω από το περιεχόμενο πάντως, εκείνο που γενικότερα θα μπορούσα να σημειώσω είναι ότι η γλώσσα και ο ρυθμός των περισσότερων ποιημάτων της παρούσας συλλογής ρέουν αβίαστα. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι, με την πρώτη της αυτή συλλογή, η Σφαιροπούλου δείχνει ότι διαθέτει τουλάχιστον τη γλωσσική ωριμότητα που θα της επιτρέψει να διευρύνει το ποιητικό της όραμα, εμπλουτίζοντας περαιτέρω την ποιητική διαύγεια των στίχων της. Διότι, ακόμη κι αν επιλέξει τελικώς να υπηρετήσει την υπερρεαλιστική γραφή, η εκφραστική σαφήνεια θα είναι πάντα το ζητούμενο. Περιμένουμε τη συνέχεια.

Ο Παύλος Δ. Πέζαρος είναι ποιητής

1 σχόλιο:

Χρυσανθη Κοτογλου είπε...

Παύλο μου άνοιξες την όρεξη να έρθω αντιμέτωπη με την ποιήτρια Σφαιροπούλου γιατί πάνω απ'όλα με τις λέξεις υφαίνει εικόνες και όταν τραβήξεις το νήμα απο το υφαντό της οι λέξεις μένουν ακέραιες . Δεν έχουνε ξεφτήσει.